Fractal

Κατάδυση στο συλλογικό τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής

Γράφει η Κωνσταντίνα Πλεσιώτη // *

 

Δημήτρης Καρακούσης «Η καρδιά και τα όπλα», εκδ. Σταμούλης

 

Για περισσότερα από 3.000 χρόνια η Μικρασία υπήρξε χώρος ανάπτυξης και ευημερίας του Ελληνισμού, μιας ανάπτυξης που διακόπηκε βίαια το Σεπτέμβρη του 1922. Ήταν τέτοια η βιωμένη οδύνη για τις χαμένες πατρίδες, ώστε δημιουργήθηκε ένα συλλογικό τραύμα, που διατηρείται και μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά μέχρι σήμερα. Εκατό χρόνια μετά, ίσως είναι πια η στιγμή να αποδυθούμε το ρόλο του θύματος και να μετασχηματίσουμε το τραύμα σε πηγή δύναμης, στοιχείο κοινότητας και μάθημα ενσυναίσθησης. Η πρόσφατη επέτειος των 100 χρόνων ας σταθεί αφορμή για αναστοχασμό και μια πιο ψύχραιμη θεώρηση των ιστορικών γεγονότων.

Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και το αξιόλογο μυθιστόρημα με τίτλο «Η καρδιά και τα όπλα». Συγγραφέας του ο Δημήτρης Καρακούσης, πληροφορικός, μελισσοκόμος, αλλά και δεινός αφηγητής ιστοριών, από τη μικρή του κιόλας ηλικία. Ο συγγραφέας εφορμείται από ένα προσωπικό βίωμα, τη συμμετοχή του παππού του στη Μικρασιατική Εκστρατεία και καταδύεται σε μια εμπεριστατωμένη ιστορική μελέτη που θα ζήλευε και ο πιο λεπτολόγος ιστορικός. Το αποτέλεσμα είναι ένα βιβλίο υβριδικό. Ιστορικό μυθιστόρημα, κατασκοπευτικό θρίλερ, ερωτική ιστορία, ή μήπως τελικά απλώς ένα πολεμικός ανταποκριτής γράφει, όπως δηλώνεται στο εξώφυλλο;

Ο Καρακούσης καταφέρνει, γράφοντας απλά και ευσύνοπτα, να παρουσιάσει όλες εκείνες τις ιστορικές παραμέτρους που συνθέτουν αυτό που ονομάστηκε «Ανατολικό ζήτημα. Δεν πλατειάζει, σκιαγραφεί εύστοχα τα αδιόρατα εκείνα σημάδια που προαναγγέλλουν την αλληλουχία των γεγονότων. Περιγράφει σχεδόν φωτογραφικά τις κρίσιμες μάχες και τα γεγονότα εκείνα που δρομολογούν αναπόδραστα την επερχόμενη καταστροφή. Όλες αυτές οι ιστορικές πληροφορίες περνάνε στον αναγνώστη αβίαστα και απλά, καθώς, ίσως λόγω ειδικότητας, ο Καρακούσης μπορεί να ξεφύγει από την εμμονική ενασχόληση με τις ιστορικές λεπτομέρειες που διακατέχει συνήθως εμάς τους ιστορικούς. Γράφει, θα λέγαμε, δημοσιογραφικά, αποφεύγει δηλαδή να σχολιάσει τα γεγονότα και αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Παράλληλα, αντιμετωπίζει τον όγκο των πηγών του ψύχραιμα και με σεβασμό, πλέκοντας αλήθεια και μυθοπλασία σε ένα αρμονικό σύνολο.

Αν και η αφήγηση ξεκινά λίγο μετά την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη και ολοκληρώνεται με την καταστροφή της, υπάρχουν πολλές αναφορές σε γεγονότα που προηγήθηκαν, όπως οι σφαγές και οι εκτοπισμοί των Ελλήνων της Μ. Ασίας και του Πόντου ήδη από το 1913. Τότε ήταν που τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας ανέλαβε ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς, εγκαινιάζοντας συστηματικά μέτρα εκτοπισμού και μαζικής εξόντωσης των χριστιανικών μειονοτήτων.

Στο βιβλίο παρατίθενται αρκετές σκληρές σκηνές που μας μεταφέρουν τη φρίκη του πολέμου και τα βασανιστήρια που υφίσταται ο άμαχος πληθυσμός. Οι σκληρές σκηνές εναλλάσσονται με καθημερινές εικόνες ειρηνικής συμβίωσης, κοινού μόχθου και ανέμελης διασκέδασης. Είναι ίσως ο τρόπος του συγγραφέα να μας υπενθυμίσει ότι το καλό με το κακό συνυπάρχουν και γύρω από αυτό το δίπολο διαμορφώνεται ο κόσμος που μας περιβάλλει.

Πάνω σε ένα δίπολο χτίζεται και το ίδιο το βιβλίο, όπως υποδηλώνει ο τίτλος του. Από τη μια έχουμε την καρδιά, δηλαδή το συναίσθημα και από την άλλη τα όπλα, συνεκδοχικά τον πόλεμο. Ακόμη και στις πιο ακραίες καταστάσεις, ή ίσως, κυρίως σε αυτές, ο άνθρωπος δεν παύει να ερωτεύεται και οι ήρωές μας, νέοι και ονειροπόλοι, παρασύρονται από την ένταση των συναισθημάτων τους. Όμως στον πόλεμο οι άνθρωποι όσο γρήγορα σμίγουν, τόσο ξαφνικά χωρίζουν.

Ο Ανέστης, ο κεντρικός ήρωας, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην καρδιά και τα όπλα. Νεαρός πολεμικός ανταποκριτής, αλλά και σε εντεταλμένη υπηρεσία όπως σταδιακά αποκαλύπτεται, γνωρίζει τη Μυρσίνη και την ερωτεύεται. Παράλληλα γράφει πολεμικές ανταποκρίσεις ακολουθώντας το ελληνικό στράτευμα και γίνεται ο ξεναγός μας σε όλα τα σημαντικά πολεμικά γεγονότα μιας εθνικής εποποιΐας, που γρήγορα μετατρέπεται σε εφιάλτη. Μέσα από τα μάτια του μαθαίνουμε πλήθος πληροφοριών για τις μεγάλες μάχες τα σημαντικά πρόσωπα της εποχής, αλλά και για την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων του μόχθου.

Αν ο Ανέστης φλέγεται από φιλοπατρία και διάθεση για ηρωισμούς, ο Ταλίν είναι περισσότερο γήινος και ταγμένος στην καρδιά. Άνθρωπος ήρεμος και υπομονετικός, βαθιά ανθρωπιστής και αγνός, αποφεύγει τα όπλα όσο περισσότερο μπορεί. Είναι η προσωποποίηση του αγαθού Ανατολίτη, ένα θετικό πρότυπο απέναντι στον  «κακό», αιμοσταγή Τούρκο του φαντασιακού μας υποσυνειδήτου.

Ενώ Έλληνες και Τούρκοι μάχονται για την Μ. Ασία, ο Ανέστης και ο Ταλίν ανταγωνίζονται για την καρδιά της Μυρσίνης. Η Μυρσίνη, το αντικείμενο του πόθου και των δύο ανδρών, είναι μια αντισυμβατική νεαρή γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα και σπάνια χαρίσματα. Αυθόρμητη και παρορμητική, πρακτική και ευπροσάρμοστη, στέκει ισότιμα ανάμεσα στους δύο άντρες και γίνεται ο συνδετικός τους κρίκος αλλά και η αφορμή να ξετυλιχτεί το κουβάρι μιας πολύ πιο παλιάς ιστορίας.

Ο Καρακούσης επιλέγει να χτίσει γυναικείους χαρακτήρες δυναμικούς, που, αν και υποτάσσονται στους περιορισμούς της εποχής τους, εντούτοις δείχνουν τόλμη, πίστη στο έρωτα, ψυχικό σθένος, αξιοπρέπεια, αντοχή, αγάπη για τη ζωή. Βιώνοντας τις πιο ακραίες αντιξοότητες, δεν μεμψιμοιρούν, θάβουν τραύματα και επιθυμίες και προχωρούν μπροστά. Κάπως έτσι φανταζόμαστε τις γυναίκες που ήρθαν πρόσφυγες το 1922 και, σφίγγοντας τα δόντια, έκαναν τον πόνο δημιουργία και κατάφεραν να ορθοποδήσουν σε έναν σκληρό, ανδροκρατούμενο κόσμο. Ας μην ξεχνάμε ότι οι γυναίκες της Ιωνίας φημίζονταν για τη μόρφωση, την καθαριότητα και την ομορφιά τους και απολάμβαναν έναν πιο ελεύθερο τρόπο ζωής συγκριτικά με τις γυναίκες της κυρίως Ελλάδας.

Γύρω από το κεντρικό ερωτικό τρίγωνο αναπτύσσονται μια σειρά από δευτερεύοντες αρχετυπικοί χαρακτήρες, ο καθένας από τους οποίους υπηρετεί με τον τρόπο του την οικονομία της πλοκής. Ξεχωρίζει η δυναμική Αγγελική, με τον μικρό, αλλά κομβικό ρόλο της στην ιστορία και η Μαρία, η μικρή αδερφή της Μυρσίνης, που ο πόλεμος της δείχνει το πιο σκληρό του πρόσωπο, αλλά η ζωή της χαρίζει μια δεύτερη ευκαιρία. Από τους άνδρες σημαντικό ρόλο στην πλοκή διαδραματίζουν ο Μιχάλης, ο Μικρασιάτης αστός δημοσιογράφος, ο σκοτεινός Ανδρέας, ο φανατικός Ερσίν και ένα αξέχαστο δίδυμο, ο Σωκράτης και ο Παντελής, που με το πηγαίο τους χιούμορ και τους απολαυστικούς διαλόγους διακωμωδούν ακόμη και τα πιο τραγικά γεγονότα και προφέρουν ανάσες γέλιου στην αφήγηση. Φυσικά τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δράση είναι πολύ περισσότερα, στην αρχή μάλιστα του βιβλίου υπάρχει και σχετικός πίνακας που διευκολύνει αρκετά τον αναγνώστη.

Η αφήγηση ακολουθεί τη χρονολογική πορεία των ιστορικών γεγονότων, διευκολύνοντας τον αναγνώστη να τα παρακολουθήσει απρόσκοπτα και να τα αξιολογήσει. Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες αναδρομές που υπηρετούν τη μυθοπλασία και φέρνουν στην επιφάνεια παλιές ιστορίες και κρυμμένα μυστικά. Το στοιχείο της περιπέτειας κυριαρχεί και οι ανατροπές είναι συχνές, ταράζοντας τον ορίζοντα προσδοκίας μας. Η πλοκή είναι  γρήγορη και σφιχτοδεμένη, με τον χρόνο να επιβραδύνεται ή να επιταχύνεται ανάλογα με το ειδικό βάρος της περίστασης. Μια αναχώρηση και μια άφιξη σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος της ιστορίας, όπου όλοι οι λογαριασμοί κλείνουν, ίσως όχι έτσι όπως θα θέλαμε ή περιμέναμε,. Πάντως, η ισορροπία αποκαθίσταται.

 

Δημήτρης Καρακούσης

 

Η γραφή του Καρακούση είναι ήρεμη και αποστασιοποιημένη, δεν καθοδηγεί τον αναγνώστη, ούτε ρέπει προς τον φτηνό συναισθηματισμό. Τον αφήνει να βγάλει τα συμπεράσματα του, επιλέγοντας να δείξει την πλήρη εικόνα, τα καλά, αλλά και τα άσχημα, την αποκτήνωση του πολέμου και τη μεγαθυμία του απλού ανθρώπου. Ο συγγραφέας δεν καλλιεργεί ψευδαισθήσεις, ο πόλεμος φανατίζει και εξαχρειώνει, σιγά σιγά κάμπτει και τις τελευταίες αντιστάσεις και στο τέλος ο καθένας διαλέγει τη φυλή του. Μέσα από την αφήγηση παρατηρούμε πώς η ψυχολογία του κόσμου αλλάζει και οι πρώην φίλοι και γείτονες γίνονται τώρα θανάσιμοι εχθροί. Όλοι μας κουβαλάμε μέσα μας ένα θηρίο και μόνο οι πιο δυνατοί και αγνοί καταφέρουν αν παραμείνουν άνθρωποι ως το τέλος.

Αν και αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και ο αφηγητής είναι παντογνώστης, σε πολλά σημεία μοιάζει να ταυτίζεται με έναν από τους δύο κεντρικούς ήρωες, τον Ανέστη ή τον Ταλίν, διευκολύνοντάς μας να παρακολουθήσουμε τη δράση και τα κίνητρα τους. Ο διάλογος είναι συχνός και δίνει ζωντάνια στο κείμενο, ενώ αφθονούν οι απολαυστικές περιγραφές. Ειδικά οι περιγραφές των μαχών είναι άψογα λεπτοδουλεμένες και, παρά την λιτότητα και τη συντομία τους, κρύβουν λεπτομερή τεκμηρίωση και άοκνη εργασία σε αρχεία και πηγές. Κάποιες από αυτές τις  πηγές, στρατιωτικοί χάρτες και φωτογραφίες, παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου και συνιστούν πολύτιμα τεκμήρια και βοηθήματα για τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Καταφέρνουν δε ευσύνοπτα να μας μεταφέρουν νοερά στο πεδίο, ανάμεσα στις τάξεις του ελληνικού στρατού.

Προς το τέλος του βιβλίου, ο κεντρικός ήρωας, ο δημοσιογράφος Ανέστης, βλέπει τη Σμύρνη να καίγεται και πετά στα νερά του Αιγαίου την πένα με την οποία κατέγραψε όλη την πορεία του ελληνικού στρατού, μονολογώντας «ένα τόσο ελαφρύ πραγματάκι, αλλά με τόσο βάρος στη γραφή». Ο Καρακούσης κουβαλά επάξια το βάρος της πένας του και να μας παραδίδει ένα ενδιαφέρον βιβλίο που ψυχαγωγεί και παράλληλα επιμορφώνει, χωρίς όμως  να ρέπει στο διδακτισμό ή τον εθνικισμό. Καταφέρνει με αξιοθαύμαστη μαεστρία να διατηρήσει την αντικειμενικότητά του, να δει τα γεγονότα σφαιρικά και να μας επανασυστήσει αυτά που ξέραμε ή που νομίζαμε ότι γνωρίζουμε.

 

 

* Η Κωνσταντίνα Πλεσιώτη σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. Επί 22 χρόνια εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση και τελευταία παρακολουθεί τo μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ. Έχει συγγράψει ιστορικές μελέτες, ποιήματα και κριτικές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top