Fractal

Διήγημα: “Στιγμές αντισηπτικές”

Της Κωνσταντίνας Κοράκη //

 

 

 

 

 

Αβασάνιστα και αβίαστα ο ιός αιχμαλώτισε τις ψυχές των Αθηναίων. Είναι η στιγμή, όπου ο καθένας θα ξεδιπλώσει τις όμορφες και άχαρες πτυχές της περιπλεγμένης του προσωπικότητας. Είναι η εποχή, όπου θα πέσουν οι μάσκες.

Περίπτωση πρώτη:

Η Μερόπη Αυγουστάτου, νεαρά κοντά στα σαράντα, είχε φτιάξει τη ζωή της, καθώς άρμοζε σε κοπέλα του επιπέδου της. Πτυχίο, μεταπτυχιακό, ξένες γλώσσες, ECDL, διαγωνισμός ΑΣΕΠ, διορισμός σε μια πολυπόθητη στο δημόσιο, αυτοκινητάκι, ένας αμήχανος αρραβωνιάρης -τελευταία προσθήκη- και γκρίνια… Πολλή γκρίνια.

Όλα τής έφταιγαν της Μερόπης. Η δουλειά, οι συνάδελφοι, η ποιότητα ζωής, τα ακριβά ενοίκια και πάει λέγοντας. Και ενώ η ζωή κυλούσε με αρκετές εσωτερικές αναζητήσεις σε βιβλία αυτοβοήθειας, ιερωμένους που προσέφεραν αφειδώς καταπραϋντικές κουβέντες, σεμινάρια ψυχολογίας, μήπως και δώσει λύση σ’ εκείνο που την έτρωγε, ξαφνικά ξεπήδησε κάτι αναπάντεχο, κάτι εκτός σχεδίου: ο ιός.

Αρχικά, δεν έδωσε σημασία. Ας πεθάνουν στην Κίνα, τι σημασία έχει; Εμείς να είμαστε καλά. Κανείς δεν ήξερε, εξάλλου, τι ζόρι τραβούσε εκείνη η Μερόπη, στο γραφειάκι της με τους ανισόρροπους συναδέλφους, και ειδικά εκείνον τον παπάρα απέναντί της με το διδακτορικό που την υποτιμούσε συνεχώς. Τα έλεγε και στον αρραβωνιάρη, ο οποίος συμφωνούσε πάντοτε λίγο αφηρημένα, με κάτι γενικολογίες.

Όταν ο ιός εξαπλώθηκε στην Ιταλία, τα έβαλε με τις βλαχάρες ταξιδιώτισσες, που τον διέσπειραν στη χώρα μας δίχως αίσθημα ευθύνης. Ήταν η στιγμή που άρχισε η ανησυχία, που σύντομα αναβαθμίστηκε σε αγωνία και αστραπιαία σε πανικό. Είχε προμηθευτεί μαντιλάκια, αντισηπτικά, οινοπνεύματα, ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να βρει.

Περνούσε συχνά το γραφείο της με οινόπνευμα, τα χεράκια με αντισηπτικό, έτσι όπως πρέπει δηλαδή, όπως συμβούλευαν οι επιστήμονες. Την ενοχλούσε, βέβαια, που δεν τους είχαν στείλει ακόμα σπίτι τους, όπως άλλους, αλλά θέμα χρόνου ήταν.

“Καλημέρα, Μερόπη! Πώς πάει;”

“Καλημέρα, Άρη. Πώς να πάει; Αφού μας έχουν εδώ ακόμα… Αλλού κάθονται, είδες τα σχολεία…”

“Είδα, ναι. Υποθέτω ότι σύντομα…”

Μια δυσάρεστη σκέψη πέρασε ξαφνικά από το μυαλό της Μερόπης. Παρατήρησε τον Άρη, τον ασκούμενο, ρουθουνίζοντας.

“Με μετρό έρχεσαι;” τον διέκοψε.

“Ε; Ναι. Δεν έχω αυτοκίνητο ακόμα. Μαζεύω όμως…”

“Δεν έχεις κανέναν άλλον να έρχεστε μαζί;”

“Τη Βιολέτα. Ερχόμαστε μαζί με το μετρό. Βλέπεις, δεν οδηγεί”.

Χμ, σωστά. Η Βιολέτα, η άλλη ασκούμενη. Στο μυαλό της έγινε μια γρήγορη καταγραφή του προσωπικού. Όλοι είχαν αυτοκίνητα, μόνο οι δύο κακομοίρηδες χρησιμοποιούσαν το μετρό. Η Μερόπη δεν έχασε καιρό. Με βήμα γοργό, ελαφρώς άγαρμπο, προσέγγισε την προϊσταμένη και της εξέθεσε τον επερχόμενο κίνδυνο. Η Βιολέτα και ο Άρης είναι επίφοβοι, θα μολυνθούν όλοι τους εξαιτίας τους.

Η προϊσταμένη, πάλι, την παρακολουθούσε με παγωμένο ύφος. “Μάλιστα” της είπε, “θα εισηγηθώ για απολύμανση το σκ”.

“Απολύμανση; Τι να την κάνουμε; Καταλαβαίνετε τι κουβαλάνε κάθε μέρα;”

“Και τι προτείνεις; Να τους διώξουμε;”

“Καλό θα ήταν… Είναι θέμα ασφαλείας”.

“Μάλιστα” είπε η προϊσταμένη ξερά. “Πήγαινε τώρα, θα ξαναμιλήσουμε”.

Την ώρα που έφευγε η Μερόπη, σαν να άκουσε κάτι του τύπου: “Γαμώ τα πτυχία σου και τα μεταπτυχιακά σου”, αλλά μάλλον θα παράκουσε.

 

Περίπτωση δεύτερη:

Τις τελευταίες μέρες η Άννα έψαχνε υγρομάντιλα, εκείνα τα πολύτιμα με το οινόπνευμα. Πλέον δεν υπήρχε τίποτα, το είχε ακούσει από συναδέλφους, αλλά διατηρούσε τις ελπίδες της. Δεν μπορεί, θα έβγαζαν στην αγορά νέα φουρνιά, δεν θα τους άφηναν έτσι. Κάτι έπρεπε να βρει, έστω ένα μπουκαλάκι αντισηπτικό.

Ήταν θέμα χρόνου να στείλουν τους εργαζόμενους σπίτια τους και να κλείσουν τα σχολεία, αλλά μέχρι να το ανακοινώσουν έπρεπε να προστατευτεί με κάποιον τρόπο. Μετά τη δουλειά, παρόλο που η κούραση την είχε γονατίσει, έτρεξε σ’ ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ. Όλα καλά, σκέφτηκε, χαλαρός ο κόσμος. Άλλοι περιέγραφαν σκηνές πανικού με τον κόσμο να γεμίζει τρία τρία τα καρότσια. Προχώρησε γρήγορα στην κυλιόμενη, για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε να την ανέβει τρέχοντας για να κάνει και τη γυμναστική της, αλλά τελικά δεν άντεξε. Έχασε γύρω στα δέκα δευτερόλεπτα, σ’ αυτό το διάστημα, μπορεί κάποιος να άρπαζε το τελευταίο.

Σύντομα έφτασε στον πολυπόθητο διάδρομο με τα υγρομάντιλα. Μόλις αντίκρισε το πλήθος από τα πακετάκια, το βλέμμα της φωτίστηκε, η ψυχή της αγαλλίασε. Μα τι ανοησίες! Αφού έχει πολλά, πάρα πολλά! Άπλωσε το χεράκι της για να πάρει μερικά, όταν ξαφνικά έμεινε μετέωρο.

Για μισό… Δεν ήταν τα συνηθισμένα μαντιλάκια που χρησιμοποιούσε τόσα χρόνια.

“Ψάχνετε κάτι;” τη ρώτησε μια κοπέλα που έκανε προώθηση δίπλα στις σερβιέτες.

“Εε, ναι, Υγρομάντιλα”.

“Εκεί που κοιτάζετε, βρίσκονται” είπε χαμογελώντας.

“Ναι, κυρία” συμφώνησε μια μεγαλύτερης ηλικίας πωλήτρια με τη στολή του καταστήματος.

“Μα γράφουν ‘No Alcohol…”

“Ε, και;” είπε αυστηρά η πωλήτρια. “ Είναι ήπια αντισηπτικά, το γράφει”.

“Ναι” είπε η Άννα δειλά. “Μα δεν πρέπει να έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ για να σκοτώνουν τον ιό; Το λένε ξανά και ξανά”.

“Ακούστε, κυρία μου. Και τα άλλα που ψάχνετε, γράφουν ‘αιθυλική αλκοόλη’. Η αιθυλική αλκοόλη δεν είναι οινόπνευμα”.

“Και τι είναι;” ρώτησε η Άννα απορημένη.

“Κάτι άλλο. Αφού γράφουν ‘προσφέρουν ήπια αντισηπτική δράση’, τι το ψάχνετε;”

“Αα, βρήκα” αναφώνησε η Άννα ενθουσιασμένη.

Στο τελευταίο ράφι είχε κάποιες μεγάλες συσκευασίες με 72 μαντιλάκια η κάθε μία, που έγραφαν ότι περιέχουν αιθυλική αλκοόλη.

“Να, τα!” τους είπε ενθουσιασμένη, αν και ένιωσε να ξενερώνει με τη σκέψη να κουβαλάει 72 μαντιλάκια στην τσέπη της.

“Κυρία μου, πάρτε τα άλλα που είναι σε πιο μικρή συσκευασία, σας είπα η αιθυλική…”

Ξαφνικά μια γυναίκα γύρω στα 45 που παρακολουθούσε τη συνομιλία, πέρασε φουριόζα δίπλα απ’ την αυστηρή υπάλληλο και της φώναξε στα μούτρα: “Η αιθυλική αλκοόλη είναι αλκοόλ!” και έφυγε.

Να, πώς μεταδίδεται ο ιός, σκέφτηκε η Άννα. Φαντάσου πόσα σταγονίδια της πέταξε στα μούτρα, κάτσε να πάω πιο ‘κεί. Εκείνη την ώρα ένας αμήχανος κύριος εμφανίστηκε.

“Ποια να πάρω, βρε κορίτσια;” ρώτησε μπερδεμένος απλώνοντας το χέρι στα μη αλκοολούχα μαντιλάκια.

“Τα συγκεκριμένα είναι ήπια αντισηπτικά, αλλά δεν έχουν αλκοόλ” είπε η Άννα θαρρετά, την ώρα που η αυστηρή υπάλληλος την κεραυνοβολούσε. Ο κύριος στεκόταν προφανώς αναποφάσιστος, αλλά η Άννα ένιωσε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει. Πήρε δυο συσκευασίες των 72, σύνολο 144, τα έβαλε στο καλάθι της και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Σειρά είχαν τα υγροσάπουνα… Εκείνα, τα γνωστά, που τα έψαχναν όλοι.

 

Περίπτωση τρίτη:

Ο Μάριος, 42χρονος κομπιουτεράς, είχε αρχίσει να το διασκεδάζει. Η εταιρεία τούς είχε στείλει όλους σπίτι, εξάλλου για τη δουλειά χρειαζόταν μόνο ένα λάπτοπ και ένα τραπέζι. Το τελευταίο όχι πάντα, αφού έβαζε το λάπτοπ στα γόνατά του, στο κρεβάτι του, γενικά όπου έβρισκε.

Όλοι κλαίγονταν για τον εγκλεισμό στο σπίτι, εκείνος δεν έδινε δεκάρα. Έτσι περνούσε τα σκ του, συχνά και τις διακοπές του, αφού συνήθως ήταν single, και οι φίλοι πλέον είχαν γίνει οικογενειάρχες.

Τι μαλάκες, σκέφτηκε χαιρέκακα. Καμαρώνουν συνεχώς για τα παιδιά τους, και τώρα που έμειναν σπίτι έχουν λαλήσει. “Τους είχαν πρήξει τα @@”, έτσι του έλεγε ο κολλητός, ο Στάθης. “Φωνάζουν, τσακώνονται μεταξύ τους, θέλουν όλη την ώρα να παίζουν με το τάμπλετ. Τι τα έκλεισαν τα γαμωσχολεία; Εμάς δεν μας σκέφτηκαν;” του έγραφε στο messenger.

“Άσε, ρε παπάρα” του έκανε ο Μάριος. “Μιλάς και από πάνω. Κάτσε εκεί με τα παιδιά σου να τα χαρείς”.

“Μ’ έχει πρήξει και η Ελένη. Όλο λέει να τα διαβάσω, να μη μείνουν πίσω στα μαθήματα, ότι το έκαναν για να κάθονται οι δάσκαλοι…”

Σωστά, η Ελένη ξέρει. Η Ελενίτσα, όπως την αποκαλούσαν κοροϊδευτικά οι φίλοι του. Είχε αλλάξει τα φώτα στον αντρούλη της κι εκείνος υπάκουε για να μην έχει την γκρίνια της, που έτσι και αλλιώς δεν τη γλίτωνε.

“Ε, φίλε μου, αυτά έχει ο γάμος. Αλλιώς θα ήσουν σαν εμένα” τού έγραψε.

“Σωστά” έγραψε ο Στάθης, μάλλον αφηρημένος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα διέγραψε το μήνυμα, αλλά ο Μάριος είχε προλάβει να το δει.

Χαμογέλασε στωικά, όμως πριν κλείσει το παράθυρο του messenger, έστειλε στον φίλο του το λινκ μιας τσοντούλας, έτσι για να τον εμψυχώσει. Γιατί αν περίμενε από την Ελένη…

Μια χαρά θα περνούσε. Θα δούλευε κάποιες ώρες τα πρωινά, έτσι και αλλιώς ηταν σβέλτος, και μετά μάσες, ύπνος, αραλίκι, λίγο (έως πολύ) pornhub, και κανένα βιβλίο.

Ναι, ρε, μη γουρλώνετε τα μάτια σας. Βιβλίο. Μια χαρά είναι, καλύτερα από το να διαβάζει παπαριές στο φέισμπουκ. Όλοι ειδήμονες, όλοι κουνάνε το δάχτυλο και όλοι σκατά στην πράξη.

Όρμησαν μαζικά στα σούπερ μάρκετ, τα άδειασαν, μισή ώρα αναμονής στα ταμεία, παρέα με τον ιό και μετά σπίτι στο φέισμπουκ να ‘καθοδηγούν’ τους άλλους.

Άι σιχτίρ…

Λοιπόν, έχουμε και λέμε… Για αρχή ο “Ηλίθιος”. Ναι, ρε σεις. Ντοστογιέφσκι και πάλι Ντοστογιέφσκι. Fuck facebook. Ανεβάσατε όλοι “Read a book” και οι περισσότεροι τα έχετε μόνο για φώτο στο ίνστα κτλ… Διαβάστε και καμιά σελίδα…

Περίπτωση τέταρτη:

“Κάτια, είσαι σίγουρη;”

“Φυσικά. Θα πάμε σούπερ μάρκετ, μετά φαρμακείο και μετά σπίτι για ταινία”.

“Ό,τι πεις” συγκατάνευσε ο Ευλάμπιος.

Μόλις χτες είχε βγει η ανακοίνωση. Από σήμερα κλειστές οι καφετέριες, τα εστιατόρια, τα πολυκαταστήματα… Ο Ευλάμπιος βαριόταν. Στο σπίτι είχε τρόφιμα, στην καθημερινότητά του έπλενε τα χέρια του, χρησιμοποιούσε αντισηπτικό. Βέβαια, ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιεί το μετρό καθημερινά, πράγμα που είχε προκαλέσει χαριτωμένες σπόντες στη δουλειά, αλλά δεν βαριέσαι. Έτσι είναι ο κόσμος, ο εχθρός είναι ο άλλος.

Δεν είχε όρεξη να πάει στο σούπερ μάρκετ, είχε ακούσει ότι είχε πλακώσει κόσμος και σήκωναν τα πάντα, αλλά Κάτια ήταν αυτή, πώς να της αρνηθεί…

Μόλις μπήκαν, ένιωσε μια πνιγηρή ατμόσφαιρα. Κόσμος με γεμάτα καλάθια, κόσμος να πηγαινοέρχεται, να αρπάζει γάλατα, πάνες, χυμούς, σοκολάτες, αλεύρι, μπισκότα.

“Λοιπόν,” γύρισε με κέφι στην Κάτια. “Έχεις λίστα;”

“Εχμμ,” έκανε αφηρημένα. “Όχι. Λίγο απ’ όλα βασικά”.

Το ‘λίγο απ’ όλα’ φάνηκε ύποπτο στον Ευλάμπιο, αλλά δεν σχολίασε. Καθώς περνούσαν ανάμεσα στους διαδρόμους, η Κάτια έπιανε ό,τι έβρισκε μπροστά της και τα πετούσε στο καρότσι.

“Σκοπεύεις να μη βγεις από το σπίτι για τους επόμενους δύο μήνες;” τη ρώτησε.

“Φυσικά και θα βγαίνω! Θα έρθω πάλι για να ψωνίσω!”

“Μα πόσα πια;” της είπε.

“Ουφ, με τις ειρωνείες σου”.

“Μήπως να πάρουμε και μερικά προφυλακτικά;” της είπε χαμογελώντας.

“Όχι, βέβαια. Δεν διάβασες ότι μεταδίδεται και με την επαφή;”

“Ναι, ε; Και έπρεπε να το διαβάσεις για να το καταλάβεις; Άμα φιλάς τον άλλον, φυσικό δεν είναι;”

“Γι’ αυτό δεν θα φιλάμε κανέναν μέχρι τη λήξη της πανδημίας” είπε με αδιαπραγμάτευτο ύφος.

“Δεν πειράζει, εγώ θα πάρω καλού κακού” είπε με χαμόγελο.

Η Κάτια τον αγριοκοίταξε, αλλά εκείνος προχώρησε προς τα ράφια με τις οδοντόκρεμες.

“Για λεύκανση ή απλή;” της έκανε.

“Και τις δύο” είπε νευριασμένη.

Την είδε να στέκεται στο κέντρο του διαδρόμου χαζεύοντας γύρω της. Κάτι έτρεχε με την Κάτια, σαν να μην την πολυένοιαζαν τα ψώνια, σαν να την έτρωγε κάτι άλλο.

“Πάμε κάτω, στα αλλαντικά”.

“Μέσα στον χαμό;” τη ρώτησε έντρομος.

“Ναι, εκεί!”

“Μα γιατί;”

Η Κάτια τον ζύγισε για λίγα δευτερόλεπτα με μισόκλειστα μάτια.

“Θα σου πω, αλλά δεν θα κοροϊδέψεις, οκ;”

“Οκ, οκ, για πες”.

“Γράφω δυστοπικό…”

Εσύ και τουλάχιστον άλλοι διακόσιοι συγγραφείς στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, σκέφτηκε. Τι έχουμε να περάσουμε… Ήδη είχε δει κάποιες αναρτήσεις και τον είχε πιάσει λογοτεχνικό σύγκρυο.

“Μάλιστα. Και;”

“Εε, θέλω να βιώσω τη φάση”.

“Τη φάση;”

“Ναι, βρε παιδί μου. Να περιγράψω σωστά τον πανικό”.

“Στα αλλαντικά βρήκες να βιώσεις τον πανικό; Πιο πιθανό είναι βρεις διάφορους κυριούληδες να κοιτάζουν τα σαλαμάκια, ενώ σκέφτονται τη χοληστερίνη τους”.

Ξαφνικά άλλαξε διάθεση.

“Πάμε” της είπε.

“Πού;”

“Μα στα αλλαντικά!”

“Α, είδες; Συμφωνείς μαζί μου;”

“Βασικά, θυμήθηκα ότι θέλω λίγη καπνιστή γαλοπούλα”.

“Τι πεζός που είσαι”.

Αφού ολοκλήρωσαν τα ψώνια τους με την Κάτια να του περιγράφει τη δυστοπική κοινωνία, όπως την είχε φανταστεί, με την έλλειψη τροφίμων, τον ιό να έχει αποδεκατίσει την ανθρωπότητα και την πρωταγωνίστρια που την ερωτεύεται ένας παίδαρος, στάθηκαν στην ουρά για το ταμείο. Μπροστά τους είχαν 20 άτομα.

“Πάντως, δεν μπορείς να πεις, Κάτια. Ακόμα και αν δεν έχουμε τον ιό, θα τον κολλήσουμε τώρα”.

Η Κάτια κοίταξε με απελπισία τις ουρές στα ταμεία και τα υπερφορτωμένα καρότσια. Μάλλον είχαν κάνει βλακεία. Με την άκρη του ματιού της παρατηρούσε τον Ευλάμπιο που κάτι μουρμούριζε.

“Μια στιγμή,” της είπε “έρχομαι. Εξάλλου δεν νομίζω να χάσουμε τη σειρά μας” συμπλήρωσε σαρκαστικά.

Σε λίγο είχε επιστρέψει με μερικά ακόμα πακέτα.

“Α, μάλιστα” έκανε η Κάτια ξερά.

“#μένουμε σπίτι” της είπε γελώντας.

Ξαφνικά η Κάτι γύρισε προς τα πίσω. Δεν είμαστε καλά, σκέφτηκε. Μια γυναίκα γύρω στα 70-75 μ’ ένα φορτωμένο καλάθι.

“Μα τι κάνετε εδώ;” τη ρώτησε.

“Ό,τι και εσείς”.

“Ανήκετε στις ευπαθείς ομάδες. Κανονικά έπρεπε να είστε σπίτι σας. Μένουμε σπίτι, δεν σας το είπε κανείς;”

“Το είδα στις ειδήσεις. Ποιος θα ψωνίσει όμως;” τη ρώτησε.

“Τα παιδιά σας!”

Η γυναίκα κοντοστάθηκε.

“Το παιδί μου είναι άρρωστο, δεν βγαίνει από το σπίτι. Και ο άντρας μου είναι μεγαλύτερος από εμένα και διαβητικός”.

“Δεν μπορεί να σας βοηθήσει κάποιος γείτονας;”

“Ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του, έτσι δεν λέτε εσείς οι νέοι;”

Η Κάτια τα έχασε.

“Τουλάχιστον… πάρτε τη σειρά μας”.

“Σας ευχαριστώ” είπε η γυναίκα και προχώρησε μπροστά τους περιμένοντας υπομονετικά.

Κανείς άλλος δεν παραχώρησε τη σειρά του. Ο Ευλάμπιος και η Κάτια σαν να έχασαν το κέφι τους. Πίσω τους άκουσαν έναν να μουρμουρίζει: “Μα πού πάνε τα γερόντια…”

 

Περίπτωση πέμπτη:

Οι μέρες κυλούσαν αργά, δίχως διαφορά η μία από την άλλη. Η ρουτίνα μέσα στο σπίτι φάνταζε δυσβάσταχτη. Οι επιλογές πολλές, πλούσιες, ποικίλες. Ελεύθερα βιβλία, ελεύθερες ταινίες, ελεύθερες σειρές, ντοκιμαντέρ. Φίλοι, βιντεοκλήσεις, τηλέφωνα, επικοινωνία. Κάθε μέρα ενημέρωση για τις εξελίξεις, ο χρόνος να περνάει ασταμάτητα με τα ίδια και τα ίδια. Μια επανάληψη, μια συνήθεια, ο άνθρωπος προσαρμόζεται γρήγορα.

Λόγια πολλά, αφού ο καθένας βρήκε τον χρόνο να πει ό,τι δεν έλεγε τις καθημερινές που έτρεχε στις δουλειές, στις υποχρεώσεις. Ο Θανασάκης σκέφτηκε ότι άκουγε περισσότερα από όσα άντεχε, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τη φλυαρία, και τώρα το κακό είχε παραγίνει. Ο καθένας ήθελε να πει, να μιλήσει και σαν να είχαν μπερδέψει τα πράγματα, κάποιοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να ακούσει, όσα δεν άκουγε κανείς γύρω τους.

Σύντομα σήκωσε το ακουστικό και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Καλύτερα έτσι. Έβαλε και το κινητό στο αθόρυβο, να ησυχάσει λίγο το κεφάλι του, βρε αδερφέ. Τι έφταιγε για τα μύχιες σκέψεις των άλλων; Οικογένειες δεν είχαν; Σχέσεις; Συνεχώς δεν καμάρωναν; Ας τα έλεγαν σ’ εκείνους.

Παράτησε και την τηλεργασία, ε εντάξει, αρκετά δούλεψε. Όλα εκείνος θα τα έκανε; Και σαν να μην έφτανε η δουλειά, είχε και τα τηλέφωνα (ναι, ξανά τηλέφωνα) από συνάδελφους και συναδέλφισσες που ήθελαν εξηγήσεις, ερμηνείες, μια χείρα βοηθείας. Αχ, βρε Θανασάκη με την υπομονή σου… Τέρμα όμως, σημασία είχαν τα μέτρα.

Ο ιός ήταν επικίνδυνος, και κάθε τόσο αποκτούσε νέα μορφή, εξελισσόταν, είχε υποστεί μεταλλάξεις. Πολυπρόσωπος σαν πολλούς από τον περίγυρό του, φίδια κολοβά, που μόνη ασχολία τους ήταν να παίρνουν, να απομυζούν, να διαβρώνουν ό,τι και όποιον ακουμπούσαν. Ναι, ο Θανασάκης ήξερε από τέτοιους.

Αποφάσισε να ενημερωθεί για πολλοστή φορά για την κατάσταση. Μάλιστα, πάμε από το κακό στο χειρότερο. Ο ιός έμενε για ώρες στην ατμόσφαιρα, ταξίδευε, σε ακουμπούσε δίχως να το αντιλαμβάνεσαι.

Έχει γούστο να ερχόταν πάνω στο μπαλκόνι. Α, όχι, δεν ήθελε τέτοια. Τέρμα και οι βόλτες στα μπαλκόνια. Τις άλλες βόλτες τις είχε κόψει από την αρχή. Είχε παραγγείλει αρκετά τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, το ψυγείο του και τα ντουλάπια του ήταν γεμάτα, καθώς και το σαλόνι και ένα περισσευούμενο δωμάτιο. Το είχε για ώρα ανάγκης, για κάποιον φιλοξενούμενο, τα τελευταία δέκα χρόνια δεν είχε πατήσει κανείς ωστόσο. Δεν πειράζει, σκέφτηκε, ποτέ δεν ξέρεις. Να που τώρα χρειάστηκε για το χαρτί υγείας, κουζίνας και όλα τα υπόλοιπα, που ήταν απαραίτητα.

Ο Θανασάκης περνούσε καλά με τις αγορές του. Καμιά φορά όταν γούσταρε χαϊλίκια, έβαζε μουσική, κάτι ανεβαστικό, έβγαζε και ένα ρολό χαρτί, το πετούσε στον αέρα και μετά το άρπαζε, όπως κάνουν οι γάτες με τα ζουζούνια. Γάτο δεν είχε, αλλά έκανε ο ίδιος τον γάτο, δεν είχε μιζέριες.

Όταν ο Θανασάκης άκουσε ότι ο ιός διαπερνούσε τα τζάμια, έκλεισε τα παντζούρια. Απλά τα πράγματα, στο κάτω κάτω τι να κάνει το φως του ήλιου; Φως είχε. Μια χαρά του έκανε το ηλεκτρικό. Είχε μπριζολίδια, γκοφρέτες, μπύρες -όλα ανθηρά.

Μια μέρα τέντωσε τα αφτιά του. Κάτι άκουγε απ’ έξω. Μεγάφωνα…

«Πολίτες, προσοχή! Έχουμε νέες εξελίξεις. Ο ιός διαπερνάει τους τοίχους. Επαναλαμβάνουμε: ο ιός διαπερνάει τους τοίχους…»

Ο Θανασάκης σκυθρώπιασε. Ώστε έτσι. Ο ιός ήρθε να αναμετρηθεί μαζί μας. Ο ιός μάς αναζητάει. Κάγχασε. Έτσι, ε; Έψαχνε να δει ποιος θα σωθεί…

«Στο χέρι σας είναι να σωθείτε…»

Φυσικά, σκέφτηκε. Στο χέρι μου είναι. Ο Θανασάκης κλείστηκε στο δωμάτιό του. Έκανε τείχη με τα πακέτα από τα χαρτιά, ρολά υγείας σε συνδυασμό με κουζίνας για καλύτερο αποτέλεσμα. Φόρεσε και το πλαστικό αδιάβροχό του, φυσικά και την κουκούλα, ξάπλωσε στο κρεβάτι του, και περίμενε…

Οι ώρες περνούσαν βαριές, μαζί με τα λεπτά, πλέον δεν ξεχώριζαν. Μπορεί να πέρασαν και μέρες, εβδομάδες με τον Θανασάκη ανάσκελα στο κρεβάτι με μάτια ορθάνοιχτα να φαντάζεται το χειρότερο και να προσπαθεί μάταια να θυμηθεί το καλύτερο. Ωστόσο, έκανε αυτό που έπρεπε.

Τι συνέβη τελικά στον Θανασάκη; Ευτυχώς, τίποτα άσχημο. Μια μέρα σηκώθηκε, μέριασε τα πακέτα, άνοιξε τα παράθυρα, βγήκε στο μπαλκόνι και ρούφηξε αχόρταγα τον αέρα. Ένιωθε να μεθάει από τον καθαρό αέρα, ένιωθε τις αχτίδες του ήλιου να χαϊδεύουν το κορμί του και να τον παρασύρουν σε πιο χαλαρές σκέψεις, πιο θετικές.

Αποφάσισε, μάλιστα, να βγει μια βόλτα. Στον δρόμο, έπιασε κουβέντα με έναν περαστικό, που όπως τον ενημέρωσε, δεν είχε ακούσει ποτέ του μεγάφωνα. Ο Θανασάκης πικράθηκε, όμως τα αντανακλαστικά του λειτούργησαν.

Επέστρεψε σπίτι, πέταξε τις προμήθειές του και άραξε στο μπαλκόνι. Δίπλα του είχε έναν γάτο, γκρίζο, ελαφρώς ταλαιπωρημένο. Τον είχε βρει έξω από το σπίτι του και ήταν ολοφάνερη η αμοιβαία συμπάθεια που αναπτύχθηκε αμέσως.

Όλα θα πάνε καλά, σκέφτηκε.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top