Fractal

Μια πρώτη ανάγνωση του ανέκδοτου μυθιστορήματος του νομπελίστα συγγραφέα και γιατί αυτό είναι το λογοτεχνικό γεγονός χρονιάς.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

 

 

«Τα λέμε τον Αύγουστο», Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Εκδόσεις Ψυχογιός, Απρίλιος 2024.

 

«Η μνήμη είναι συγχρόνως η πρώτη ύλη και τα σύνεργά μου. Χωρίς αυτή, δεν υπάρχει τίποτα».

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

 

«Το βιβλίο αυτό δεν αξίζει και πρέπει να καταστραφεί», ήταν η ετυμηγορία του ίδιου του συγγραφέα για το «Τα λέμε τον Αύγουστο», του ανθρώπου που έβαλε μια χώρα και έναν ολόκληρο λαό στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη και επηρέασε όσο λίγοι τους σύγχρονους δημιουργούς, σε όλες τις μορφές της τέχνης: ποίηση, πεζογραφία, κινηματογράφο, εικαστικά. Ο Ροδρίγο και ο Γκονσάλο Γκαρσία Μπάρτσα, οι δυο γιοι του Μάρκες ευτυχώς δεν ακολούθησαν την επιθυμία του πατέρα τους και αποφάσισαν τελικά να εκδώσουν το βιβλίο, είκοσι χρόνια μετά την ολοκλήρωση των διορθώσεων. Τον Ιούλιο του 2004 στην 5η εκδοχή σημειώνει ο ίδιος με πράσινο μολύβι: «Μεγάλο τελικό ΟΚ». Και μάλιστα αυτή η χειρόγραφη σημείωση του Μάρκες είναι η πρώτη σελίδα που αντικρίζει με δέος ο αναγνώστης ανοίγοντας το βιβλίο! Έτσι σήμερα έχουμε την ευκαιρία να βυθιστούμε ξανά, χωρίς δεύτερη σκέψη στον απέραντο λογοτεχνικό ωκεανό του κολομβιανού δημιουργού:

«Προβαίνοντας σε μια προδοτική πράξη, αποφασίσαμε να προτάξουμε την ευχαρίστηση των αναγνωστών του έναντι κάθε άλλης σκέψης. Αν εκείνοι το καλοδεχτούν ο Γκάμπο ίσως και να μας συγχωρήσει. Σε αυτό βασιζόμαστε», αναφέρουν τα παιδιά του στον πρόλογο του έργου το οποίο όπως σημειώνουν γράφτηκε την περίοδο που ο Μάρκες είχε ήδη εμφανίσει τα πρώτα σημάδια απώλειας μνήμης και διανοητικής αδυναμίας. Κι όμως το βιβλίο είναι αδιαμφησβήτητα έμπλεο όλων εκείνων των λεπταίσθητων -στα όρια του ονειρικού και συνάμα εντελώς ρεαλιστικού κόσμου, εκείνης της ιδιότυπης «παραπραγματικότητας» στην οποία ζουν οι Κολομβιανοί αλλά και γενικότερα οι Λατινοαμερικανοί[1]– χαρακτηριστικών που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους μεγαλύτερους ισπανόφωνους συγγραφείς όλων των εποχών και του χάρισαν μεταξύ πολλών άλλων διακρίσεων και την κορυφαία, εκείνη του βραβείου Νόμπελ: οι σχεδόν κινηματογραφικές περιγραφές των τοπίων- θέσεων όπου εξελίσσεται η αφήγηση, η περιορισμένη πλοκή με επίκεντρο έχει έναν κεντρικό ήρωα και γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλη η αφήγηση, η πυκνή σχεδόν ποιητική γραφή. Και φυσικά δεν λείπουν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία κρυμμένα ανάμεσα στις γραμμές.

 

 

[…] «μπήκε απρόσκλητος και χωρίς να περιμένει άδεια, σαν στο σπίτι του, και σωριάστηκε ανάσκελα στο κρεβάτι με έναν βαθύ αναστεναγμό: “Αυτή είναι η νύχτα της ζωής μου!” Η Άννα Μαγκνταλένα έμεινε πετρωμένη χωρίς να ξέρει τι να κάνει, ώσπου της άπλωσε το χέρι, και πάλι σιωπηλά. Του έδωσε το δικό της και ξάπλωσε πλάι του, ξαφνιασμένη από το καρδιοχτύπι της. Της έδωσε ένα αθώο φιλί που τη συντάραξε ως τα βάθη της ψυχής της και συνέχισε να τη φιλάει ενώ της έβγαζε τα ρούχα ένα ένα με μαγική μαεστρία, μέχρι που βυθίστηκαν σε μια άβυσσο ευτυχίας». (σελ. 102)

«Πράγματι δεν είναι τόσο στρωτό όσο τα κορυφαία του έργα. Έχει κάποιες ελλείψεις και κάποιες μικροαντιφάσεις, τίποτα όμως που να σου στερεί εκείνα που κάνουν το έργο του Γκάμπο ξεχωριστό: την επινοητική του ικανότητα, την ποίηση της γλώσσας, τη σαγηνευτική αφήγηση, την κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης και την αγάπη του για τα βιώματα και τις ατυχίες των ανθρώπων, ιδίως στον ερωτικό τομέα. Ο έρωτας είναι κατά πάσα πιθανότητα και το κεντρικό θέμα του έργου του», αναφέρουν οι γιοι του Μάρκες, σε μια προσπάθεια κριτικής προσέγγισης του έργου και είναι πράγματι έτσι. Με τις εξής όμως επισημάνσεις: Κατ’ αρχάς ο έρωτας -και μάλιστα σε ώριμη ηλικία- ειδικά στο συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί απλά και μόνο το φόντο για την αριστουργηματική παρουσίαση στα όρια ψυχογραφήματος της Άννα Μαγκνταλένα, του κεντρικού δηλαδή χαρακτήρα που επινοεί ο Μάρκες με απαράμιλλη πλαστικότητα και η οποία βιώνει μια εσωτερική μεταμόρφωση κάθε Αύγουστο, όταν επισκέπτεται τον τάφο της μητέρας της σε ένα νησί της Καραϊβικής. Να σημειωθεί εδώ ότι Μαγκνταλένα ονομάζεται η επαρχία στην οποία ανήκει η Αρακατάκα, το χωριό δηλαδή στο οποίο γεννήθηκε ο Μάρκες στην περιοχή της Καραϊβικής ενώ το πρώτο διήγημα του Μάρκες με τίτλο «Ιδεοληπτική Ψύχωση» είχε θέμα μια κοπέλα που μεταμορφώνεται σε πεταλούδα, επηρεασμένος από τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, έργο που στάθηκε καθοριστικό σε όλη του τη ζωή και από το οποίο εμπνεύστηκε επίσης και το πρώτο διήγημα που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα με τίτλο «Η Τρίτη παραίτηση». Πέρα από αυτά το ανέκδοτο μέχρι σήμερα βιβλίο αποτελεί πολύτιμη πηγή για τον μελετητή αλλά και τον απλό αναγνώστη των υπόλοιπων συγγραφέων, εκτός του Κάφκα, αλλά και των άλλων καλλιτεχνών -ειδικά μουσικών- οι οποίοι επηρέασαν τον Μάρκες και στάθηκαν κομβικοί στην εξέλιξη της προσωπικότητας αλλά και του λογοτεχνικού του ύφους.  Έτσι στις σελίδες του βιβλίου, συναντάμε τον  Μπραμ Στόκερ συγγραφέα και δημιουργό του «Δράκουλα», τον «Ξένο» του Καμύ, τον Χέμινγουεϊ, τον θρυλικό μουσικό Ρομέρο Αυγουστίν και τη Κουβανή Σεσίλια Κρούς, το Clair de lune του Νεμπισί σε μια τολμηρή διασκευή μπολερό, τους Μότσαρτ, Σοπέν, Τσαϊκόφσκι, Βάγκνερ, τα κουβανέζικα ντανσόν σε στυλ Ραχμάνινοφ  και Μπαχ, αλλά και τον αγαπημένο του σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Επιπλέον θα ήταν αφενός άδικο και μάλλον αδόκιμο να συγκρίνει κανείς έργα διαφορετικών περιόδων από την καλλιτεχνική παραγωγή ενός δημιουργού ειδικά αν πρόκειται για αριστουργήματα όπως το περίφημο «Εκατό χρόνια μοναξιά», το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» ή το «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας», και αφετέρου το βιβλίο αυτό πέρα από τα εμφανή και εύκολα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της γραφής του Μάρκες, αποτελεί και ένα μοναδικό παράδειγμα του πείσματος, της αφοσίωσης και της άνευ όρων, προϋποθέσεων ή δυσκολιών επιμονής του συγγραφέα στον συνεχή αγώνα για να πετύχει όσο πιο άρτια γίνεται να εκφραστεί και να δημιουργήσει έναν ολόκληρο κόσμο με λέξεις, χωμένος στην «σπηλιά της μαφίας» όπως ονόμαζε το γραφείο του.

 

 

Κι αν κάτι γνώριζε καλά ο «Γκάμπο» ήταν να μην τα παρατάει ποτέ, να συνεχίζει παλεύοντας κάθε στιγμή της μυθιστορηματικής ζωής του, της γεμάτης -όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλο καλλιτέχνη- συγκλονιστικούς θριάμβους και συντριπτικές απογοητεύσεις. Το στοιχείο εκείνο πέρα από το έμφυτο ταλέντο,  το οποίο ξεχωρίζει μια ιδιοφυία από έναν μέσο, απλό δημιουργό, είναι η πίστη σε αυτό που θέλει να πει και όχι τόσο το ίδιο το περιεχόμενο αυτό καθαυτό. Και η ακλόνητη αυτή βεβαιότητα γίνεται αντιληπτή από τον υπομονετικό αναγνώστη ανεξάρτητα από την πλοκή-αν μιλάμε για πεζογράφημα όπως εδώ-τη στιχουργική τεχνική στην ποίηση, τις αποχρώσεις στη ζωγραφική, τις νότες και τη συνθετική αρμονία στη μουσική, την υποκριτική μανιέρα ή τον τρόπο που κινείται ένας κινηματογραφικός φακός ή αποτυπώνει στατικά μια φωτογραφική κάμερα. Η πίστη και η προσήλωση στη σημασία των όσων γράφει είναι το απόλυτο χαρακτηριστικό του Μάρκες, έστω και αν η σταδιακή απώλεια των πνευματικών του δυνάμεων και κυριότερα της μνήμης, πιθανώς τον εμποδίσαν να το εκτιμήσει ανάλογα. Άλλωστε ήταν γνωστή η τελειομανία του και η επιμονή στην παραμικρή λεπτομέρεια.

«Το έργο μου σε αυτήν εδώ την έκδοση ήταν όπως του συντηρητή τέχνης μπροστά στον καμβά ενός σπουδαίου δασκάλου» αναφέρει στο σημείωμά του ο Κριστόμπαλ Πέρα, επιμελητής και φίλος του Μάρκες, ο οποίος μάλιστα στην πρώτη τους τηλεφωνική συνομιλία του είχε πει: «θέλω να είσαι όσο πιο κριτικός γίνεται, ώστε όταν βάζεις τελεία εγώ να μην επανεξετάσω τίποτα», (σελ.136).

«Τα λέμε τον Αύγουστο» λοιπόν, απολαμβάνοντας ένα πρώιμο καλοκαιράκι μέσα στην άνοιξη, «ανάμεσα σε ξύλινα χαμόσπιτα, τις στέγες από φοινικόφυλλα, τους δρόμους από καυτή άμμο […]και τη συνένοχη αύρα των γλάρων» σε κάποιο νησί της Καραϊβικής, δίπλα σε μια γαλήνια λιμνοθάλασσα, «ούτε τόσο κοντά όσο θα ήθελες ούτε τόσο μακριά όσο πιστεύεις», (σελ. 15, 108, 117 ).

Κ.Μ

 

____________

[1] Σαλντιβάρ Βάσσο, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Το ταξίδι στην Πηγή, εκδ. Α. Α. Λιβάνης, 2003, σελ. 111

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top