Fractal

«Εδώ η λογιοσύνη συμβαδίζει με την λαϊκότητα, το δημοτικό / παραδοσιακό με το μοντέρνο / μεταμοντέρνο (ίσως)»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Βασίλης Κουγέας, “Ποτέ πια”, εκδόσεις ύψιλον, Αθήνα 2022, σελ. 88

 

Ξεκινώντας από την κατηγορηματική αμφισημία τού τίτλου ανιχνεύουμε το ευδιάκριτο στοιχείο τής ειρωνείας αλλά και το δυσδιάκριτο στοιχείο τού αυτοσαρκασμού, που δείχνει μια κοινωνική στόχευση μιας τέχνης καταρχάς μοναχικής, που και την μοναξιά τού σκεπτομένου ανθρώπου διαπραγματεύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Όγδοη ποιητική κατάθεση, έξι ολάκερα χρόνια μετά την διπλή έκδοση των συλλογών Το τρυγόνι δεν ζει πια εδώ & Η ζωή με και χωρίς αγάπη, που τις χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας (ή ο εκδότης) στο εξώφυλλο ως «Ποιήματα, επαναλήψεις και διορθώσεις».

Η ακαδημαϊκή καριέρα, οι νομικές σπουδές, η θητεία στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας, ως Αναπληρωτής Πρόεδρός της, συνθέτουν την μακροσκοπική εικόνα ενός σύγχρονου διανοητή, ενεργού πολίτη, μάχιμου και μαχητικού πανεπιστημιακού Διδασκάλου.

Το έργο και η πολιτεία τών συγχρόνων λογοτεχνών είναι συγκοινωνούντα δοχεία ενόψει της διαφάνειας που ενισχύει το Διαδίκτυο και η ρομποτική τεχνολογία.

Ας βουτήξουμε ως αυτοδύτες (χωρίς φιάλες οξυγόνου) σε αυτό το ιδιαίτερα συμπεριληπτικό και προσεκτικά αφαιρετικό βιβλίο, ενώ την τέχνη αυτή την λεπταίσθητη σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε «Αφηρημένη». Αντίθετα, είναι συνηρημένη με το κοινωνικό γίγνεσθαι και επηρεάζει τα μάλα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Ας πάμε «Ένα βήμα μπροστά» (στη σελίδα 59):

 

Σου πήρε καιρό να σταθείς, να χαμηλώσεις

το βλέμμα,

να κοιτάξεις

τις μύτες των παπουτσιών –

ένα βήμα μπροστά, ένα πίσω

να γράψεις χωρίς αναστολές

πως ο κοκκινολαίμης κλάνει στο κοτσάνι

ότι ο δρόμος

ήταν

στεφανωμένος από ψέματα

και πουθενά δεν οδηγεί

αλλά με κύκλους επιστρέφει.

 

Κι όταν το μπόρεσες

ο χρόνος σου είχε τελειώσει.

 

Βασίλης Κουγέας

 

«Ποίημα ποιητικής» θα το χαρακτηρίζαμε. Όμως ας μην περιπέσουμε στο ίδιο σφάλμα με τον αμύητο αναγνώστη: η ομιλούσα αφηγηματική φωνή δεν είναι ταυτόσημη με την εσωτερική φωνή τού ποιητή, όσο κι αν ο Νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης υπονοεί το αντίθετο με την περίφημη ρήση του: «Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου, τη δική σου φωνή όχι εκείνη που σ’ αρέσει»  (από το «Θερινό ηλιοστάσι. Η΄»).

Εγώ – ο ταπεινός – πρεσβεύω το αντίθετο. «Φύσις / Τέχνη / Ποίησις κρύπτεσθαι φιλεί». Αλίμονο αν γράφαμε όπως θα μιλάγαμε μετά από υπερβολική κατανάλωση αιθυλικής αλκοόλης. Η καταγραφή τής πραγματικότητας δεν είναι τέχνη. Συχνά-πυκνά ο βίος και η πολιτεία των ποιητών (ειδικά των «καταραμένων») αφίσταται σημαντικά τού υπό-κειμένου.

Εδώ ο πρόδηλος διδακτισμός συναιρεί κάπως ιδιότητες και ποιότητες, όμως η όλη προσπάθεια σοβαροφανούς δηλώσεως δυναμιτίζεται κι αυτοϋπονομεύεται με τον περίεργο στίχο (σε πλάγια στοιχεία) «πως ο κοκκινολαίμης κλάνει στο κοτσάνι» [εξαίρετη παρήχησις τού κάππα].

Συνήθως με πλάγια (italics) βάζουμε τίτλους πονημάτων ή δάνεια, εδώ όμως αναζητώντας στο Διαδίκτυο δεν βρίσκουμε καμία φανερή αναφορά, ομοιότητα ή παραπομπή. Σε αυτή την περίπτωση η πλαγιοποίηση μπορεί να επιλέγεται χάριν εμφάσεως ή αφυπνίσεως τού αναγνώστου.

Ας προσέξουμε επίσης τους σοφά κτισμένους διασκελισμούς, τις εναλλαγές σημείων στίξεως που προσθέτουν στην «παρτιτούρα» τού τυπωμένου κειμένου με την έκδηλη δραματική μουσικότητα.

Το δίστιχο τού τέλους απευθύνεται σε κάποιον. Είναι εκείνο το τριτοπρόσωπο “on” στο “on me pense” τού Ρεμπώ.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ποίηση που ξεφεύγει από την campus literature κι από την λατινικής προελεύσεως literature erudite. Δεν στοιχειοθετείται καμία επιτήδευσις, ουδεμία απόπειρα υψηλού ύφους (πόσω μάλλον αφ’ υψηλού κατοπτεύσεως).

Εδώ η λογιοσύνη συμβαδίζει με την λαϊκότητα, το δημοτικό / παραδοσιακό με το μοντέρνο / μεταμοντέρνο (ίσως).

Ο διανοητής Βασίλης Κουγέας μοιάζει σαν να βαρύνεται από το λιθάρι τού Σίσυφου είναι όμως ενσωματωμένο στη σπονδυλική του στήλη και δεν μπορεί, δεν θέλει, δεν δύναται (ως φαίνεται) να το αποχωριστεί.

Έτσι, το «ποτέ πια» τού τίτλου μοιάζει σαν απευχή που δεν θα πραγματοποιηθεί. Τουλάχιστον, έτσι ελπίζουμε, για το καλό τής Λογοτεχνίας.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top