Fractal

Παρακείμενα: «Μια ζωή σε αναμονή, μια ψυχή που περιμένει έναν Αύγουστο»

Γράφει η Γεωργία Χάρδα // *

 

 

 

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: «Τα λέμε τον Αύγουστο- Εn Agosto nos vemos», Μετάφραση: Δέσποινα Δρακάκη, Επιμέλεια: Κριστόμπαλ Πέρα, Εκδόσεις Ψυχογιός

 

«Μην προσπαθείς τόσο σκληρά, τα καλύτερα πράγματα συμβαίνουν όταν δεν τα περιμένεις»

O Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει αγαπηθεί τόσο πολύ. Έγραψε βιβλία που άλλαξαν το ρου της λογοτεχνίας. Είναι ένας από τους σημαντικότερους οραματιστές. Το τελευταίο του μυθιστόρημα αναφέρεται στην απαγορευμένη αγάπη μιας 46χρονης γυναίκας. Ο μετρ του μαγικού ρεαλισμού θεωρούσε ότι το βιβλίο δεν άξιζε και για τον λόγο αυτό θα έπρεπε να καταστραφεί καθώς όταν το έγραφε είχε αρχίσει ήδη να χάνει τη μνήμη του, ευτυχώς οι γιοι του είχαν άλλη άποψη. Ήταν ο καρπός της τελευταίας του απόπειρας να συνεχίσει να δημιουργεί. Για όλους εμάς που αγαπήσαμε τη σαγηνευτική του αφήγηση και εντυπωσιαστήκαμε από τη δημοσιογραφική του πένα, το βιβλίο αυτό είναι ένα απροσδόκητο δώρο, με τις «ατέλειες» του όπως χαρακτηριστικά λένε στην εισαγωγή οι γιοι του, ο Ροδρίγο και ο Γκονσάλο και με τη μοναδικότητα του «Γκάμπο».

Το όνομά της ήταν Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ, είχε κλείσει σαράντα έξι χρόνια ζωής και είκοσι εφτά καλού γάμου με έναν άνθρωπο που τον αγαπούσε και την αγαπούσε, με τον οποίο είχε παντρευτεί δίχως να τελειώσει τις σπουδές της στη φιλολογία, παρθένα ακόμη και χωρίς προηγούμενα φλερτ. Η μητέρα της ήταν γνωστή δασκάλα στο μοντεσοριανό σχολείο, η οποία, παρά τα χαρίσματά της, δε θέλησε να κάνει τίποτε άλλο μέχρι την τελευταία της πνοή. Η Άνα Μαγκνταλένα είχε κληρονομήσει από εκείνη τη χρυσαφιά λάμψη των ματιών της, την αρετή να μη μιλάει πολύ και την εξυπνάδα να διαχειρίζεται τη σκληρότητα του χαρακτήρα της. Ανήκε σε οικογένεια  μουσικών. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος πιάνου και διευθυντής του επαρχιακού ωδείου επί σαράντα χρόνια. Ο σύζυγός της, επίσης παιδί μουσικών, ήταν διευθυντής ορχήστρας, παίρνοντας τη θέση του δασκάλου του. (σελ. 20)

Η Ανα Μαγκνταλένα Μπαχ έχει έναν ευτυχισμένο γάμο εδώ και είκοσι επτά χρόνια, δύο παιδιά κι έναν λατρεμένο σύζυγο. Κάθε καλοκαίρι στις 16 Αυγούστου ταξιδεύει στο νησί όπου είναι θαμμένη η μάνα της. Την ημέρα του θανάτου της αφήνει ένα μπουκέτο γλαδιόλες και λέει τις ανησυχίες της κι όλα αυτά που την προβληματίζουν. Ένα βράδυ φλερτάρει με έναν άγνωστο επισκέπτη στο φθηνό ξενοδοχείο δίπλα στη λιμνοθάλασσα και στη συνέχεια τον φέρνει στο δωμάτιό της.

Αφού τον έγδυσε από τη μέση και πάνω, τον κάθισε στο κρεβάτι και γονάτισε για να του βγάλει παπούτσια και κάλτσες. Εκείνος ταυτόχρονα έλυσε την αγκράφα της ζώνης και ξεκούμπωσε το παντελόνι, οπότε το μόνο που χρειάστηκε να κάνει εκείνη ήταν να το τραβήξει για να το βγάλει. Κανένας από τους δυο δεν νοιάστηκε για τα κλειδιά, τα χαρτονομίσματα, τα κέρματα και τον σουγιά που έπεσαν στο πάτωμα. Στο τέλος, τον βοήθησε να κατεβάσει το εσώρουχο ως κάτω στα πόδια και διαπίστωσε ότι δεν ήταν τόσο προικισμένος όσο ο σύζυγός της, ο οποίος ήταν ο μόνος ενήλικας που είχε δει γυμνό, παρ’ όλα αυτά ήταν νηφάλιος και ορθωμένος. (σελ. 30)

Από εκείνη τη νύχτα κάθε χρόνο αναζητά μια διαφορετική περιπέτεια και αρχίζει να αποξενώνεται από την οικογένεια της. Κάνει εφήμερες σχέσεις με άντρες που γνωρίζει στο νησί, φοβάται… όμως κάθε χρόνο την κατακλύζει ο ίδιος πόθος, να βρεθεί εκεί.

Με τους πρώτους καύσωνες του Ιουλίου, άρχισε να νιώθει πεταλούδες να φτερουγίζουν στο στήθος της, που δε θα σταματούσαν ώσπου να επιστρέψει στο νησί. Ήταν ένας ατελείωτος μήνας και έγινε ακόμα πιο ατελείωτος εξαιτίας της αβεβαιότητας. Πάντοτε ήταν ένα απλό ταξίδι, σαν μια Κυριακή στην παραλία, εκείνη τη χρονιά όμως την κατέλαβε ο πανικός μήπως συναντούσε τον περαστικό εραστή των είκοσι δολαρίων τον οποίο είχε ήδη απορρίψει μέσα της. (σελ. 53)

Και σε αυτό το μυθιστόρημα υπάρχει έρωτας. Δεν έχει κοινά με τον Έρωτα στα Χρόνια της Χολέρας αφού ο έρωτας στη σύγχρονη εποχή προκαλεί σύγχυση. Ο άγνωστος άντρας μετά τη φλογερή βραδιά που πέρασαν φεύγοντας κι ενώ εκείνη κοιμάται αφήνει είκοσι δολάρια στο βιβλίο της. Αυτή η κίνηση θα οδηγήσει την πρωταγωνίστρια σε μια ατέρμονη αναζήτηση της αιτίας….

Η σχέση της με τον σύζυγό της είχε περάσει αξιοσημείωτες διακυμάνσεις τα τρία αυτά χρόνια κι εκείνη τις ερμήνευε ανάλογα με την ψυχική κατάσταση με την οποία επέστρεφε από το νησί. Ο άντρας των είκοσι δολαρίων, του οποίου η ανάμνηση την πίκραινε, της είχε ανοίξει τα μάτια στην αλήθεια του γάμου της, που μέχρι τότε συντηρούνταν από μια συγκαταβατική ευτυχία που απέφευγε τις αποκλίσεις για να μη σκοντάψει πάνω τους, όπως κρύβει κανείς τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Ποτέ δεν ήταν πιο ευτυχισμένοι από τότε. (σελ. 80-81)

Η ιστορία έχει έντονες σκηνές σεξ κι ένα απροσδόκητο φινάλε. Η εμμονή της γυναίκας να γυρίζει ξανά και ξανά στο νησί, την ίδια πάντα μέρα, είναι στοιχείο που συναντάμε και σε άλλα έργα του Μάρκες όπως το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» και υποδηλώνει τον επαναλαμβανόμενο κύκλο που διαγράφουμε και συχνά είναι μάταιος αφού η συνεχής επανάληψη και το κυνηγητό έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Η Άνα Μαγκνταλένα δεν  γνωρίζει ότι την ίδια πορεία διέγραψε και η μητέρα της αρκετά χρόνια πριν…

Ήταν τα απλά χρόνια που δεν υπήρχε χρόνος ούτε αφορμή για προδοσίες ή δυσπιστίες κι εκείνη κρατούσε αυστηρό λογαριασμό του κύκλου της για τις συνήθεις συνευρέσεις τους. Δεν κουνούσε ρούπι από την πόλη χωρίς να βάλει στην τσάντα της τα προφυλακτικά έκτακτης ανάγκης. Αυτή τη φορά όμως ένιωσε μια σουβλιά στην καρδιά όταν ήρθε και οι εκδηλώσεις του έρωτά του ήταν τόσο αχαλίνωτες, που αμέσως ξύπνησαν οι υποψίες της όχι μόνο για εκείνη τη χρονιά αλλά και για όλες τις προηγούμενες. Τον παρακολουθούσε, έλεγχε μέχρι και τις ραφές στις τσέπες του και για πρώτη φορά άρχισε να μυρίζει τα φορεμένα ρούχα που εκείνος άφηνε στο κρεβάτι. (σελ. 109)

Το ανέκδοτο βιβλίο κυκλοφόρησε δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του μεγάλου Κολομβιανού συγγραφέα και μάλιστα τον μήνα που «έφυγε», τον Απρίλιο. Ο Μάρκες δούλευε πέντε διαφορετικές εκδοχές όμως δεν κατάφερε να οριστικοποιήσει καμία. Ωστόσο αυτή φαίνεται να ήταν η τελευταία αφού στο χειρόγραφο αναφέρει «Μεγάλο τελικό Οκ».

Το μυθιστόρημα δεν έχει την ανεπανάληπτη δύναμη των βιβλίων που τον καθιέρωσαν στους μεγάλους λογοτέχνες όπως το «100 χρόνια μοναξιάς», «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», «Το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», «Οι δύστυχες πουτάνες της ζωής μου»… Είναι όμως ένα μυθιστόρημα που θα μας θυμίζει ότι ο σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας μετά την απώλεια της μνήμης του δεν ήταν ο ίδιος..

Με συγκίνησε η λέξη «αποφράδα» που χρησιμοποιεί ο Μάρκες και στο «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»: «Πάντα έβλεπε δέντρα στον ύπνο του», μου είπε η Πλάσιδα Λινέρο, η μάνα του, καθώς έφερνε στη μνήμη της, είκοσι επτά χρόνια μετά, τις λεπτομέρειες εκείνης της αποφράδας Δευτέρας» (Εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου). Είναι ίσως αυτή η λέξη που δηλώνει ότι η αύρα του Νομπελίστα ρέει παντού και στο τελευταίο δημιούργημά του!

 

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές

 

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Γκάμπο ή Γκαμπίτο όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά σε όλη τη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στην Αρακατάκα, ένα μικρό χωριό στις ακτές του Ατλαντικού της Κολομβίας. Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση» σε ηλικία είκοσι ετών και τον επόμενο χρόνο άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Για περισσότερο από μισό αιώνα άσκησε τα δύο αυτά επαγγέλματα, μαγεμένος από «την πικρή γοητεία της γραφομηχανής». Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα και από τους βασικούς εκπροσώπους του μαγικού ρεαλισμού, υποστήριζε όμως πάντα ότι «δεν υπάρχει φράση στα μυθιστορήματά μου που να μη βασίζεται στην πραγματικότητα». Τιμήθηκε για το τεράστιο έργο του με το Διεθνές Βραβείο Neustadt το 1972 και με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982. Πέθανε στην Πόλη του Μεξικού στις 17 Απριλίου 2014.

 

 

* Η Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top