Fractal

Διήγημα: “Η Κ-α και το Κ-ο”

Γράφει η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά // *

 

 

 

 

Η Κ-α και το Κ-ο

 

Τέσσερις η ώρα στο σπίτι της Κ-α και η μάνα σταμάτησε το πλέξιμο του σκούφου, γάντζωσε την παραμάνα στο σημείο που έπρεπε να κάνει το στένεμα του κώνου και σηκώθηκε να βάλει στα παιδιά απογευματινό. Τέσσερις και κάτι και σχεδόν άρχισε να σκοτεινιάζει, το φως από τα τζάμια της πόρτας και πιο ψηλά από τον φεγγίτη δεν αρκούσε, παρ’ όλο που η κληματαριά και η περικοκλάδα στο κιόσκι φύλλο δεν είχαν κρατήσει πια. Συμφώνησε και η Κ-α πως θα προσπαθήσει να φάει ελιές, που αρνιόταν ως τότε να βάλει στο στόμα της. Να ’ταν η ζήλια ψώρα, σκέφτηκε η μάνα, είναι επειδή θα φάει και η άλλη, το Κ-ο. Εκείνο το παγιδευμένο στον καρπό λάδι προκαλούσε αναγούλα στην Κ-α. Αγώνα έκανε να κατεβάσει δυο ελίτσες τυλιγμένες σε φρέσκια ψίχα ψωμιού και τέρμα, αυτή ήταν και η τελευταία φορά, ενώ το Κ-ο έφαγε του καλού καιρού. Μετρούσε η Κ-α με το μάτι τα κουκούτσια στο πιάτο παραδίπλα και της ερχόταν δεύτερο κύμα αναγούλας. Και τόσο που αγαπούσε την αειθαλή και ταπεινή ελιά ως δέντρο με τα ασημοπράσινα φύλλα της. Και τον καρπό της τον λάτρευε πάνω στα κλαδιά, καταπράσινο στην αρχή και όσο γέμιζαν οι φλέβες του ωριμότητα γινόταν δαμασκηνής. Ένα κλαδί ελιάς, ένα στεφάνι, ένα λιόδεντρο, ένας ελαιώνας αιωνόβιος σχεδόν πάντα σαν μαγική εικόνα χωρούσε στις ζωγραφιές, στα παιδικά της ποιήματα και διηγήματα.

Εκείνο το απόγευμα τις βρήκε φιλιωμένες τις κοπελούδες Κ-α και Κ-ο ή την Κοντοστούπα και το Κούτσουρο ή τη Φροσούλα και τη Μαρίνα ή τις συνομήλικες «χωρίς συγγένεια» ξαδέλφες. Ε, ναι, γιατί ο θείος της Μαρίνας είχε παντρευτεί τη μάνα της Φροσούλας, όταν Φροσούλα δεν υπήρχε ακόμη, αποδήμησε εις Κύριον ο κυρ Ανδρέας, πριν αποκτήσει το ζευγάρι παιδιά. Η Φροσούλα γεννήθηκε από τον επόμενο γάμο της μάνας της, άρα συγγένεια μηδέν πίσω. Το δέσιμο των οικογενειών παρέμεινε, θεία από εδώ, θεία από εκεί, ξαδέλφια τα παιδιά χωρίς να έχουν σμίξει τα αίματά τους. Προσφυγοοικογένειες σκορπισμένες στα πέρατα του κόσμου έψαχναν αφορμές για συγγένειες.

Νοέμβρη μήνα είχαν πάρει βαθμούς οι ξαδέλφες, μαθήτριες της Ε’ Δημοτικού, και το Κ-ο ανέβαινε τρεχάτο την ανηφόρα, φωνάζοντας «πήρα τέσσερα, πήρα τέσσερα!», λες και είχε αριστεύσει. Έτσι η «ξαδέλφη» τής είχε κολλήσει το παρατσούκλι «κούτσουρο» για ώρα ανάγκης κι αν πετυχαίνατε κανένα καυγά τους στη μέση του χωματόδρομου, θα ακούγατε και την επινόηση της άλλης πλευράς προς την Κ-α, σύντμηση του «κοντοστούπα», διότι η διαφορά ύψους τους ήταν σχεδόν ένα κεφάλι. Όταν ο καυγάς καμιά φορά αγρίευε, τα στόματα δε σταματούσαν, ένας «αγώνας λόγων» προκλητικών, ερεθιστικών προπορευόταν, λίγο πριν φτάσουν στη χειροδικία, κάτι σαν τους μονομάχους ομηρικούς ήρωες, μόνο που η Κ-α είχε το πλεονέκτημα οπισθοχωρώντας να μπει στην αυλή τους, να ταμπουρωθεί πίσω από την ξύλινη αυλόπορτα, εκεί που ξεθύμαινε την οργή του το Κ-ο με το πετροβόλημα.

Στάθηκαν ώρα αρκετή μπροστά στην παλιά φωτογραφία, τραβηγμένη στο κέντρο του χωματόδρομου, την αρένα των μαχών, χειμώνα καιρό, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, αριστερά το Κ-ο, δεξιά η Κ-α. Οι εσωτερικές τσέπες της Κ-α γεμάτες πέτρες, είχε αρχίσει να εθίζεται στην ιδέα του πετροπόλεμου, αλλά ίσα που τις φορτωνόταν, δεν εκσφενδόνισε ποτέ καμιά, εκεί στ’ ακρογιάλι μόνο εύρισκε πλακουτσές και τις πετούσε με δύναμη πλαγιαστές, για να σχηματίσει «πιατάκια» στο νερό. Το Κ-ο Ανατολίτισσα στολισμένη με «χάντρα και λέλουδα», που έλεγε η μάνα της, για κάποιο παιχνίδι. Γέλασαν, χαμογέλασαν, συνοφρυώθηκαν, αγάπες και έχθρες παιδικές, που δεν εμπόδισαν την Κ-οντοστούπ-α να γίνει μια δυναμική παιδαγωγός και το Κ-ούτσουρ-ο μια ευφάνταστη μοδίστρα.

 

 

 

 

* Η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά είναι Ιστορικός/Αρχαιολόγος-Συγγραφέας

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top