Fractal

Διήγημα: “Η Βροχή σαν σταγόνα εποχής και το Πάσχα φως”

Του Χρήστου Νιάρου //

 

 

 

 

Η Βροχή σαν σταγόνα εποχής και το Πάσχα φως

 

Η παλίρροια των σταγόνων βροχής όλο το βράδυ με τραβούσε στο υγρό της σύμπαν μα και σε ηρεμία δεν με άφηνε. Η ρουτίνα από την μια μεριά με τραβούσε και αυτή στην χοάνη της και η Πασχαλιά από την άλλη με έβγαζε στο αφρό της στιγμής και της γιορτής. Κύματα κατάνυξης και καθήκοντος κατά ριπάς αλλάζανε ρόλους και συμβολισμούς μα η βροχή ανοιξιάτικα, ευκρατικά, αναμενόμενα …το βιολί και το δοξάρι της.

Ακόμη και τα όνειρα τα καλοκαιρινά από αλλοτινούς χρόνους τα είχε νοτίσει αυτό το βρoχομάνι. Δεν ρώταγε και τι ώρα είναι, δεν με ρώταγε γιατί να βρέξει τώρα και ο Καιρός μελαγχολικός ο γκρίζος και χειμωνιάτικος που εδώ και μια βδομάδα κάνει τα δικά του, ήτανε απλά ένα ακόμη μου αποκούμπι. Μα στην επήρεια των παιγνιδιών του οι γυροβολιές, οι ιδρώτες και οι εντάσεις των ανοιξιάτικων νυχτοήμερών μου αυτή την ώρα, στο ότι δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση ήταν και θέμα ονείρου και πιθανόν από άλλο κεφάλαιο, παράγραφος και θέμα. Κάτι σαν αντίρροπες δυνάμεις, κάτι σαν θετικές και αρνητικές ενέργειες μοιάζανε τα σταγονίδια αυτά στο πολύ υποκειμενικό μα και αντικειμενικό χώρο. Τρόπον τινά στην σταγονομέτριά τους ήταν κάτι που δεν λέγεται μα και πλήρως να καταλάβω την ύπαρξη τους και τι ακριβώς είναι ή μπορεί να ‘ναι η επέλαση -παρέλασή τους και τι μπορεί να σημαίνει. Θα με βοηθήσει σε κάτι συγκεκριμένο, θα αλλάξει την ζωή μου, το εγώ και το εμείς, αυτοί, αυτές και τα καλύτερα τους χρώματα και κύματα ζωής; Άρχισαν τα ερωτήματα τα δραματικά, τα δαμόκλεια και μη μου άπτου, να γεννιούνται να αυγατεύουν πιο σωστά καθώς η ώρα περνούσε. Κάθε χτύπος τους στο παραθύρι μου, στο μπαλκονάκι με τις γλάστρες, στο μωσαϊκό της εισόδου της πολυκατοικίας υπενθύμιζε χειμώνα.

Η πλημμυρομάνα εποχή, χωρίς να νήψω τα χέρια, το πρόσωπο, την πλάτη μου με κάρφωνε με τον δικό της τρόπο λες και είχε μάτια και άποψη. Μονολογούσε, έγραψε, διέγραφε καμώματα, γινάτια ζωής, εμπειριών και χρόνους με λύπες και γιορτές στο είναι, στο σεντόνι και στο πετσί τους. Ήτανε και έμοιαζαν οι σταγόνες της εποχής με ότι μπορούσα να φανταστώ, με ό,τι έζησα μαζί τους και δεν ειπώθηκε απόλυτα στην μεταξύ μας συγκατοίκηση. Σαν Πάσχα διαρκείας, σαν πέρασμα από το καλοκαίρι στο χειμώνα. Χωρίς σαν και καλολογικά στοιχεία γραμματικής, αποδημία που μπερδεύει τους χρόνους και τις εποχές, μιας και το ένα πόδι και χέρι αναπνέει στο ένα ημισφαίριο και το άλλο τους κομμάτι ζει την άλλη εποχή. Κατοπτρικά, ενορατικά, ευάλωτα, δυνατά, ανυπεράσπιστα, συμβιβασμένα ζει δυό χρόνους, δυό πατρίδες, ένα όμως Πάσχα.

Βρέχει τα απογεύματα και κυρίως μετά τις οχτώ ειδικά όταν η νύχτα κατεβάζει και τα ρολά της και κλείνεται στον εαυτό της στο τσαρδακι της. Και όταν και ο χειμώνας διπλό κλειδώνει τις πόρτες των σπιτιών και οι γειτονιές της πόλης σιγά σιγά ερημώνουν τότε τα πραγματα, τα πατώματα και οι σελίδες της μνήμης … ξεφυλλίζουν μα και ζουν στιγμές μοναδικές.

Ακόμη ένα Πάσχα λένε, και μια μεγάλη Γιορτή θα περάσει και από τις βροχές της εδώ πατρίδας για να μας βρει. Έτσι λένε, μυθοπλαστικά μα και με την δικιά τους ειλικρίνεια.

Ακόμη και αν ψάχνω ή ψάχνουνε μια αστραπή ή ένα κεραυνό ηρεμίας και καλού φωτός του, η βροχή και όλα της τα υποκοριστικά ονόματα μα και τα λεκτικά της κυρίως σχήματα στην παρουσία της και μόνο τα παρασέρνει.

Μα και τα θολώνει τα νερά των δρώμενων και με το σκοτάδι το υγρό και πηχτό ντύνει την επικράτεια των ματιών. Άλλοτε σε ενικό άλλοτε σε πληθυντικό πρόσωπο απευθύνεται ο λόγος και το έργο της. Πιο σωστά με /σε ψυχανεμίζει αυτή η παλίρροια της βροχής και ο χρόνος της. Έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά και βολοδέρνει με τον αέρα σύμμαχο το χάρτη των στιγμών και της όποιας αποδημίας. Αρχίζει ο μονόλογος, οι γενναία πάσαι και τα λόγια και τα έργα αιωρούνται ξανά. Η νύχτα βαθαίνει εν τω μεταξύ και οι βροχές συνεχίζουν.

Στάζει εδώ ακόμη και εκεί που δεν το περιμένω η βροχή το κάδρο της θέασης στο υγρό τους παραλήρημα αφήνεται. Ακόμη και το πιο αφηρημένο τοπίο μνήμης ενώ του αλλάζει την φορά, την πορεία μα και τα όριά του με ξανασυναντά με τα καινούργια του χρώματα και κουβέντα θέλει. Φοράει και παλτό, το πέπλο της νυχτιάς φορά και ένα κερί αναμμένο φαίνεται στο ορίζοντα της μνήμης. Πως περάσανε τα χρόνια, σε πόσες βροχές και ξέφωτα φωτεινά πορευτήκαμε, γευτήκαμε, τραγουδήσαμε, κλάψαμε, ξενυχτήσαμε ή εξομολογηθήκαμε και τα φωτογραφίσαμε…..

Έχει αυτή την ικανότητα ή την δυνατότητα η βροχή που κανένα δελτίο καιρού με τον απόλυτο λόγο και με κανένα αριθμό θερμοκρασιών δεν μπόρεσε να την καθορίζει επακριβώς την έντασή της μα και τι δώρα κομίζει στο σύμπαν των εγκιβωτισμών, των πτυχώσεων μα και στο όλα εδώ πληρώνονται, στων όλων εδώ κομματιών ζωής ξεχρεώνονται. Άλλοτε με το σταγονόμετρο των συναισθήσεων, άλλοτε από την τύχη και την σκληρή δουλειά. Όπου χαρά και λύπη λέει ο λαός. Πάνε μαζί αυτά τα δυο.

Φαίνεται όμως και καταναλωτικά, εποπτικά, ρεαλιστικά ότι και το καλάθι του Πάσχα.. θα έχει και σταγόνες βροχής στο περιεχόμενο του.

Στάζει όμως ακόμη η βουή της και στον επίλογο των γραφόμενων μα και στων χιλιοειπωμένων επί χάρτου κρεμάμενων μας σχεδιασμάτων με την ίδια γραμματική, με το ίδιο νόημα πάθους κάνοντας ακόμη και των προφορικών αφηγημάτων τα τεκταινόμενα εκεί που μοιάζουν να ‘ναι χαμένα… στην μετάφραση, να γίνονται μια ακόμη αφετηρία και μια αλήθεια διαρκείας που δεν πάλιωσε.

Είναι αυτά τα …χιλιονοτισμένα κομμάτια, αποσπάσματα βιωμένου και αβίωτου χρόνου τους που υπό την επήρεια των βρόχο σταγόνων, άλλοτε τα λιμνάζουν σχίζουν τα ιμάτια και τα ραμμένα τους νήματα – νοήματα και άλλοτε τα μπαρκάρουν στα ανοιχτά πέλαγα των αναμνήσεων. Και αν είναι να πάνε… στο καλό τους θα ‘ναι ό,τι το καλύτερο θα γινόταν.

Άλλοτε ή και σαν άλλοτε, συμπορεύονται μα και τσουγκρίζουν το φαίνεσθαι και το είναι των εσώψυχων μου διαδρομών. Μπορεί και να κρύβονται ή και να φυλάγονται από την επέλαση των σταγόνων του χειμώνα, σε κάποιο φωτογραφικό άλμπουμ φερ’ ειπείν και μαζί με εμένα ή και χώρια μου, πίσω από ένα τζάμι του παραθύρου που βλέπει τον κόσμο, το απέναντι μπαλκόνι ή και κατοπτρίζονται σε μια σιωπή μιας μοναχικής νυχτός. Άλλοτε και σε ενός κοιμητηρίου την ηρεμία τα μάρμαρα, τα γράμματα, τα ονόματα, το περίγραμμα τους την αλλάζουν, την ποτίζουν. Έχουν την απίθανη αυτή δύναμη οι σταγόνες καθώς που ακόμη και αυτές σημαντικές περιοχές – κομμάτια της ζήσης μας τέτοιες ώρες της δίνουν και μια άλλη διάσταση.

Ο καθείς και η καθεμιά κουβαλάει το δικό του σταυρό. Ο καθείς/α σισύφεια, τιτάνια, αναγκαστικά, από περιέργεια στους δρόμους και στις τροχιές του χρόνου στο τέλος τέλος της διαδρομής του, ψάχνει ή ψάχνετε για έναν, μια παραλήπτη, μια έξοδο, ένα ξέφωτο να λυτρωθεί, να ενατενίσει από αυτό το δρομολόγιο. Ένα δρομολόγιο που δεν μπορεί να κανείς/α ούτε και ξεφύγει μα ούτε και να το αποφύγει. Οι στιγμές -σταγόνες του ποτισμένες με ζουμπούλια μύρο, Βάγια, φυλαχτά και ουρανό αιθεροβατούν. Μα και κρέμονται στην άκρη του ματιού, στη λάθος στροφή στο φανάρι της πόλης, στα αγριολούλουδα της μνήμης, σε μια μελωδία χαμηλών και υψηλών τόνων και με τα χρώματα τους τα κόκκινα, μωβ και λευκά στολίζουν την καθημερινότητα και του καιρού τα σήμαντρα.

Μπορεί όμως και να χάνονται αυτές οι μικρό διαδρομές σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις και στα ήδη γραφόμενά τους αφού είναι … εν κινήσει βρίσκουν αυθόρμητα και αυτονόητα κάποιες λεπτομέρειες. Σαν τα τσόφλια από ένα αυγό που αφού φαγώθηκε πάνε στα σκουπίδια. Σαν φεγγάρι εαρινής ισημερίας που το φως του ταξιδεύει χωρίς συντεταγμένες και διαπιστευτήρια στα τεταρτημόρια και του μυαλού και της ψυχής.

Ένα Σφυροκόπημα διαρκείας συμφραζόμενων σημαίνομενων δηλαδή κανονικό. Και σαν φλασιά ταχύτατα μια σταγόνα μνήμης μου «βρέθηκε» νοερά στην στα … χωρικά και εναέρια ύδατα χώματα στης Κέρκυρας και στο Βροντάδου της Χίου. Μια στο Ιόνιο και μια στο Αιγαίο πέταγε η μνήμη. Προφανώς όχι για Κουμκουάτ ή για μαστίχα ή ωραίες βουτιές καλοκαιρινές και ιστορία, αλλά εθιμικά, λόγω και των Ημερών μα και των Νυχτών της Μεγάλης Εβδομάδας και στο πως οι παραδόσεις των μπότηδων και των ρουκετών κρατάνε ακόμη καλά που και μέχρι στο σήμερα και οι πνοές και οι κρότοι τους έχουν την σημασία τους .

Αν και δεν κράτησε για πολύ η όλη διαδρομή αυτή, η επίγευση της σταγόνας τους μένει και κατοικεί – ρέει εδώ και χρόνια και ζαμάνια στην εντός μου πολιτεία – με την διαδικτυακή ενημέρωση των φωτοεικόνων και των ηχητικών αποςπαςμάτων συμπληρώνει το παζλ του ταξιδιού. Η επαναφορά όμως στην πραγματικότητα και με το δεδομένο ότι ο ουρανός, ο αέρας που μας περιβάλει είναι ένας και μας χωράει όλους δεν επιδέχεται περαιτέρω νοερά ταξίδια. Ή μήπως επιδέχεται;

Τα αστέρια λοιπόν, τώρα, στο Απριλομάη του εδώ Νοτίου ημισφαιρίου την γωνιά του κόσμου αν και χαμένα μοιάζουν λόγω και του χειμώνα της γλυκιάς του μελαγχολία επιμένουν όμως να είναι στο χάρτη του ουρανού φωτεινά. Όμως τέτοια ώρα αν και δεν θα έχουν την δύναμη και το κουράγιο να πέσουν στο πεδίο βολής μου, να πω και δυο τρεις ευχές τύχης εικάζω ότι θα χορεύουν στο διάρκεια του διαλείμματος των σταγόνων της βροχής. Εκείνη την ώρα που ο /οι ουρανοί ανοίγουν την αυλαία τους σε μια ακόμη παράσταση.

Είναι θέμα οπτικής, είναι θέμα ακρόασης μα και αφής η όλη κατάσταση και με το σενάριο αληθοφάνειας που ξεδιπλώνεται, εξαχτινώνεται με την άφιξη των σταγόνων του χειμώνα στο διάδρομο ,στις γωνίες και στις νύχτες της μνήμης και του χρόνου δεν χάνει την αξία του όσα χρόνια και αν περάσουν. Δευτερόλεπτο δε το δευτερόλεπτο οι σταγόνες οι βρόχινες είτε περνούν από μπροστά μου/μας σαν κύματα ωκεάνια, με υπόδοροια και φανερά χτυπήματα και προθέσεις, είτε σκούζουν και σέρνονται στους κήπους, είτε τις ακούω πως χτυπούν της κουζίνας το μικρό παραθυράκι λες και είναι τέτοιας ώρας επισκέπτες έχουν όμως κάτι να πουν οι εκδοχές τους. Από την άλλη σκέφτομαι – όρθια, οκλαδόν – ότι δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους ούτε και σαν φωνές, ούτε σαν βήματα μα και ούτε και σαν σχήματα . Τόσο ετερόκλητα, τόσο ανθρώπινα τα περιγράμματά τους μα και Τόσο άπιαστες είναι και οι διαδρομές – φυγές τους. Ακόμη και όταν ανταμώνουν οι δρόμοι και τα χνώτα τους από τις υδρορροές στους δρόμους της πόλης και γίνονται ρυάκια, ποταμάκια μα και λιμνάζοντα ύδατα δεν μένουν όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς καλά στάσιμα. Εν κινήσει θα αλλάζουν και τα ρουχαλάκια τους τα βρεγμένα για να μην πουντιάσουν τον χειμώνα ή στο χειμώνα τους. Ανάβουν και την σόμπα και τα θερμαντικά, την μασίνα φερ’ ειπείν για να ζεσταθεί το κοκαλάκι και το μεδούλι τους. Γενικώς το παλεύουν.

Του χειμώνα οι βροχές σε αυτό εδώ το τόπο, σε αυτή εδώ την εβδομάδα κρατούν μια ομπρέλα στο ένα χέρι τους και την λαμπάδα της Άνοιξης στο άλλο.

Μα και έχουν και δυο σελίνια αργύρια στην τσέπη τους και Μια χαρμολύπη στο μέτωπο τους. Ζουν και παράλληλο μα και κάθετα το ταξίδι του Πάσχα. Στο γλυκύ έαρ του Επιταφίου με κατάνυξη μικρού μα και μεγάλου βεληνεκούς ψιθυρίζοντας τον Μύρον της ταφής Του στέκουν στο ύψος και στο βάθος των περιστάσεων. Κάποια στιγμή βγάζουν και Τα κινητά από το άλλο τους τσεπάκι και οι οθόνες παίρνουν φωτιά και φως. Τα κλικ γίνονται πολλά μαζί με τις ευχές. Υπάρχουν και έτοιμες ευχές, να’ ναι καλά οι εφαρμογές και απλόχερα τοις ου γάρ οίδασι τις μοιράζουν δεξιά και αριστερά τους. Μα και ως Ανωθρώσκων όντα περιφέρονται σαν στεριές, σκιές, παρόντες μιας ακόμη αποδήμης βλάστησης που Σιγά σιγά έχει ήδη ριζώσει, έχει καρπίσει στα χώματα τούτα από την πτώση τους και στων σταγόνων των δακρύων της στιγμής δίνουν το παρών.

Το αρνί όμως επί παραγγελία ή ακόμη σε αναμονή της τελευταίας ώρας τους αγορά μα και σε κάθε πέρυσι Πάσχα και καλύτερα αν και είναι σε υψηλή τιμή θα αγοραστεί πάση μα πάση θυσία. Θα περιμένει και αυτό μαζί με τις κουλούρες, την χαρά, την κορυφαία στιγμή της Κυριακής.

Μια μερίδα του με τις τριακόσιες πενήντα θερμίδες που θα αποφέρει στο σώμα δεν πτοεί το καθήκον μα και το κάδρο της γιορτής. Είτε από και για μπαρμπέκιαζμα, είτε στο φούρνο με μια ζωή την έχουμε, κλείνουμε τις όποιες διαιτητικές αποκλίσεις στον κανόνα. Μα και σαν βροχή οι τιμές των ζαρζαβατικών αν και τραβούν την ανηφόρα με Μισά αγγλικά, μισά ελληνικά, σπασμένα τηλέφωνα, μηνύματα στο που θα κάνετε Πάσχα, αν είναι φέτος η σειρά σου να κάνεις τις ετοιμασίες, δίνουν και παίρνουν σε αυτή την συνομιλία ορατών και αοράτων κατοικοεδρευόντων παρόντων συνδαιτυμόνων όντων.

Και σαν καλοί καταναλωτές και πάντοτε σε στάση αναμονής ή και στην τσίτα το ταξίδι της γιορτής, σε αυτό το πλαίσιο, αρχίζει και ξαναρχίζει. Μα ιδιαιτέρως στην αλλαγή της ώρας, εκεί κοντά στο παρά ένα, στο παρά δυο που μετράνε τα χείλη μέχρι το δώδεκα νταν του ρολογιού ή της καμπάνας όπου Το Χριστός Αληθώς Ανέστη δίνει και παίρνει και τότε είναι που αλλάζουν όλα. Αρχίζουν σιγά σιγά όλοι, ες και να σκορπίζουν, να λακίζουν από το περίβολο, το πεζοδρόμιο για το κονάκι τους. Και ο / η καθείς γίνεται μια άλλη ιστορία μια άλλη αναστάσιμη παράγραφος.

Οι βροχές του χειμώνα τους σε πασχαλιάτικα νυχτοήμερα ανατρέχουν. Στις σταγόνες -στιγμές τους στις παλιές τους μνήμες στο χωριό, στην εκκλησία, στην πλατεία στέκονται, κοντοστέκονται, ταξιδεύουν. Εκεί όπου ροδίζει η νυχτιά της Λαμπρής από τις γνώριμες φάτσες, συγγένειες και με χωρίς ομπρέλες στα χέρια τους μυρίζει μια άλλη Άνοιξη.

Πάσχα Κυρίου Πάσχα. Ακόμη και η όποια βροχή των παραλληλισμών, λέξεων και νοημάτων της, στο μεταίχμιο της λύπης και χαράς δίνει το μέτρο και το ρυθμό στην αποδημία.

Αν και τέτοιες ώρες γυροφέρνει η μνήμη και στον αέρα, στο τραπέζι της Κυριακής, στο κόκκινο χρώμα της Αγάπης και της Νεκρανάστασης εντούτοις τέτοιες ώρες κοπάζουν οι σταγόνες της μα και ό,τι την χαρακτηρίζει σαν εποχή. Η χειμερία δε της νάρκη απενεργοποιείται, η φθινοπωριά των πεσμένων φύλλων της π’αει και αυτή στο καλό της ή πάει και για επίσκεψη σε φιλικά περιβάλλοντα μα και με την παρέα της διπλανής πόρτας και πέντε έξι καλόψυχες υποστάσεις φτιάχνει στρώνει το τραπέζι με ότι έχει.

Απλά και πολύ απλά οι παροικούντες απόντες και παρόντες της φωτεινής αυτής στιγμής, δια ζώσης τσουγκρίζουν το αυγό, το ποτήρι, την ματιά τους και σε μια φωτογραφία που μένει στη ιστορία τους ως αποτύπωμα και σαν μυρουδιά γλεντάνε τον θάνατο τον πάτησας.

Όπου και όπως να βρεθούν Τον κουβαλούν στην πλάτη τους μα και εντός, εκτός και επί τα αυτά σημαινόμενα και σημαίνοντα της ζωής βιώματα. Ο καιρός και ο τόπος ήταν για όλα αυτά που γραφτήκανε ήταν και πρόσχημα και μια αφορμή. Οι σταγόνες το ίδιο. Μεταξύ άμπωτης και παλίρροιας χρόνων και χρόνων, μεταξύ του άλφα και του αμήν του ωμέγα τους, μεταξύ ανοδικής και καθοδικής πορείας τους συνδράμανε και αυτές με τον τρόπο τους για αυτό που γράφτηκε σε προτάσεις. Τα υπόλοιπα είναι ένα φως και Λαμπρή.

Μελβούρνη 2024 .

 

 

Χρήστος Νιάρος ζει στην Μελβούρνη. Ασχολείται επαγγελματικά με τον ταξιδιωτικό χώρο των εκδρομών και εισιτηρίων, αλλά με την γραφή. Κείμενά του σε ιστολόγια και σε έντυπες εκδόσεις βιβλίων και περιοδικών.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top