Fractal

Όλα εξουσιάζονται τελικά από τις ύπουλες και εύθραυστες αναμνήσεις

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Τζων Μπάνβιλ, “Η θάλασσα”. Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018

 

Το μυθιστόρημα ‘Η Θάλασσα’ (The Sea), το οποίο σημειωτέον κέρδισε το βραβείο Μπούκερ το 2005, είναι γραμμένο από τον Ιρλανδό συγγραφέα, μυθιστοριογράφο, δραματουργό και σεναριογράφο, Τζων Μπάνβιλ (William John Banville, 8 Δεκεμβρίου 1945- ), ο οποίος θεωρείται γενικώς ένας από τους πιο ταλαντούχους σύγχρονους συγγραφείς της πατρίδας του. Αντιπροσωπευτικό δείγμα από το ταλέντο του αποτυπώνεται και σ’ αυτό το μυθιστόρημά του. Από ιστορικής σκοπιάς, τώρα, το  ‘Long Lankin’ ήταν η πρώτη του συλλογή διηγημάτων που δημοσιεύτηκε στα 1970. Στη συνέχεια έγραψε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι τρεις γνωστές τριλογίες του. Οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας, σε γενικές γραμμές,  θεωρούν το στυλ γραφής του Τζων Μπάνβιλ, ως τέλεια επεξεργασμένο, όμορφο και σε ορισμένα εδάφια  αρκούντως εκθαμβωτικό.

Η ιστορία του μυθιστορήματος ‘Η θάλασσα’, εν προκειμένω, αφορά έναν  Ιρλανδό που ονομάζεται Μαξ Μόρντεν, έναν άντρα που βρίσκεται στην ηλικία των εξήντα ετών, ο οποίος μόλις έχει χάσει την σύζυγό  του, Άννα, από καρκίνο και αποφασίζει  να επιστρέψει στην πατρίδα του, δίπλα στη θάλασσα, όπου έχει περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας και των νεανικών του χρόνων. Το μυθιστόρημα περιλαμβάνει δύο μακροσκελή κεφάλαια, κάθε ένα από τα οποία έχει σύντομες σχετικά καταχωρήσεις και εγγραφές οι οποίες επιτρέπουν στον μυθιστοριογράφο, και φυσικά στον αναγνώστη, να μετατοπίζεται αφηγηματικά από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα. Παράλληλα, εμείς παρατηρούμε και γινόμαστε αδιάψευστοι μάρτυρες όλων των γρήγορων αλλαγών  των συναισθημάτων, των σκέψεων και των εμπειριών του βασικού χαρακτήρα του βιβλίου. Όταν ξεκινάει το μυθιστόρημα, βλέπουμε τον Μαξ  να κοιτάζει προς τη θάλασσα.  Ο συγγραφέας εισαγάγει σταδιακά τους αναγνώστες στα ενδότερα μιας οικογένειας που θα διαδραματίσει έναν βαρύνουσας σημασίας ρόλο στο μέλλον του. Ο αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο, Μαξ, περιγράφει αργά τις τρεις ενότητες του μυθιστορήματος. Η πρώτη αναφέρεται στους ‘Κέδρους’, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά  ένα σπίτι που νοικιάστηκε από  μια πλούσια μεσαία τάξη, όταν αυτός βρισκόταν  στην παιδική του ηλικία. Η δεύτερη, αφορά τον μήνα  κατά τον οποίο πέθανε η σύζυγός του Άννα, ενώ η τρίτη το σημερινό σπίτι, τους ‘Κέδρους’, στο οποίο ζει τώρα, μετά το θάνατο της συζύγου του. Ο Μαξ περιγράφει τις τελευταίες του μέρες με την Άννα ως παράξενες, δύσκολες και αμήχανες, καθώς η σύζυγός του σύντομα θα ήταν νεκρή και εκείνος να μην  ξέρει πώς να συμπεριφερθεί, γενικώς. Οι σκηνές που περιγράφει ο Μαξ στον θάνατο της Άννας είναι λιγότερο πραγματικές λεπτομέρειες και περιγραφές και με περισσότερα υποσημαινόμενα σχόλια. Εξαιτίας αυτών των σχολιασμών γνωρίζουμε για τη μεγάλη του απόφαση να επιστρέψει στην πατρίδα του, στο εξοχικό του, τους ‘Κέδρους’, που είναι πλημμυρισμένο από τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας. Επιβεβαιώνει τη διαθεσιμότητα κάποιου δωματίου στην επίσκεψή του με την ενήλικη κόρη του, την Κλαίρη. Ο αφηγητής δίνει, ταυτόχρονα, κάποιες πληροφορίες στους αναγνώστες για την δεσποινίδα Βάβασουρ, την σημερινή ιδιοκτήτρια του εξοχικού σπιτιού και έναν μισθωτή που είναι συνταξιούχος στρατιωτικός.

Στην αρχή της παραμονής εκεί του Μαξ,  βλέπουμε ότι ο συνταγματάρχης συμπεριφέρεται κάπως περίεργα απέναντι στην δεσποινίδα Βάβασουρ. Ο Μαξ εξάλλου, υποψιάζεται ότι η κυρία Βάβασουρ ίσως είχε αποκρούσει τα βαθύτερα αισθήματα του συνταγματάρχη, πριν από την δική του άφιξη. Το σημερινό σκηνικό του μυθιστορήματος, ωστόσο, είναι το σπίτι των Κέδρων, ενώ το βασικότερο μέρος αποτελούν οι αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, ένα σκηνικό που διασυνδέει σφιχτά και διαποτίζει όλες τις σελίδες του  μυθιστορήματος. Ο Μαξ αφηγείται την ιστορία με έναν ανοργάνωτο, αναξιόπιστο εν πολλοίς τρόπο, και μέσω της επανάληψης διαφόρων περιστατικών, γνωρίζουμε σταδιακά τα ονόματα των μελών της οικογένειας Γκρέις. Η οικογένεια περιλαμβάνει μια αφηνιασμένη  ​​κόρη που ονομάζεται Χλόη,  έναν  άλαλο αδελφό, τον Μάιλς, μια μητέρα, την Κόνι, τον Κάρλο που είναι ο πατέρας, και την γκουβερνάντα, ονόματι Ρόουζ.  Μετά από λίγο καιρό και μερικές σύντομες συναντήσεις, ο Μαξ ερωτεύεται με την Κόνι Γκρέις, αφού την είδε πρώτα να χαλαρώνει αμέριμνη απολαμβάνοντας την παραμονή στην παραλία. Αυτό τον έκανε να εξοικειωθεί κατά κάποιο τρόπο με την Χλόη και τον Μάιλς, για να μπορέσει να εισέλθει στους ‘Κέδρους’ και επομένως να κάνει πραγματικότητα  αυτό που επεδίωκε, δηλαδή να  βρίσκεται όλο και  πιο κοντά στην κυρία Κόνι Γκρέις. Και τελικά, καταφέρνει να εισέλθει στο σπίτι. Αργότερα, ο Μαξ κλήθηκε από την οικογένεια Γκρέις σε ένα πικνίκ μαζί τους, μια μέρα μέσα στο καλοκαίρι. Ο Μαξ  εκεί, ρίχνει συνεχώς τη ματιά του στη περιοχή της ελκυστικής λεκάνης της Κόνι. Η μέρα του πικνίκ φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν, σε ένα παιχνίδι κρυφτού, ο Μαξ  σύρθηκε στο έδαφος, και βρέθηκε ξαπλωμένος δίπλα σχεδόν με την Κόνι και τη  Ρόουζ.

 

Απογευματινή θάλασσα της νότιας Ιρλανδίας.

 

Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, ο Μαξ περιγράφει το άλλο μισό από τις αναμνήσεις του καλοκαιριού. Σε αυτό το τμήμα, η ιστορία του Μαξ περιστρέφεται γύρω από την άβολη σχέση του με τη Χλόη,   ένα κορίτσι που έχει σπασμωδική προσωπικότητα και ωμή, τις περισσότερες φορές,  συμπεριφορά. Ο Μαξ περιγράφει τη Χλόη  με ζωηρό και άστατο χαρακτήρα,  όπως όταν, για παράδειγμα, σκόπιμα φίλησε τον Μαξ στον κινηματογράφο, και ενεργώντας με βίαιο τρόπο με τον αδελφό της, Μάιλς. Επιπλέον, παρουσιάζεται αρκετά δραστήρια σεξουαλικά από τον Μαξ, στο αρχικό μέρος του μυθιστορήματος, κάτι το οποίο όμως  επιβεβαιώνεται προς το τέλος του μυθιστορήματος. Η Ρόουζ, η γκουβερνάντα της Χλόης και του Μάιλς, είναι νεαρή, ντροπαλή και φοβισμένη, που εκφοβίζεται από την Χλόη και τον Μάιλς, οι οποίοι αρέσκονται να την πειράζουν συνεχώς. Μια μέρα τη βρήκε ο Μαξ να κλαίει ενώ ανέβαινε στο δέντρο στην αυλή στο σπίτι των Κέδρων. Σύντομα, εμφανίζεται η κ. Γκρέις και παρηγορεί την Ρόουζ. Εντελώς τυχαία, ακούει την συνομιλία τους ή ορισμένες  λέξεις-κλειδιά της συζήτησης, όπως για παράδειγμα ‘ο κ. Γκρέις’ και ‘τον αγαπάς’, υποψιαζόμενος ότι ο κ. Γκρέις  και η Ρόουζ, έχουν κάποια ιδιαίτερη και ύποπτη σχέση, και πηγαίνει και λέει ό, τι ακούει, στον Μάιλς και την Χλόη. Ο Μαξ  συσχετίζει τη σκηνή θανάτου της Χλόης και του Μάιλς,  με το θάνατο της Άννας. Η Χλόη και ο Μάιλς, προς το τέλος, πνίγονται στη θάλασσα, ενώ ο Μαξ και η Ρόουζ τους βλέπουν. Όταν τελείωσε με τις αναμνήσεις του από την παιδική ηλικία, απεικονίζει τις δικές του μνήμες κοντά στο θάνατο, ειδικά όταν βρισκόταν σε κατάσταση μέθης. Ο συνταγματάρχης τον βρήκε χτυπημένο από ένα βράχο, αναίσθητο και τον πήγε στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο, η κόρη του, που της είπαν ότι σχεδόν ‘σκότωσε’ τον εαυτό του, του φώναξε άγρια και τον πήρε στο σπίτι μαζί της. Στη συνέχεια αποκαλύπτονται και κάποια  άλλα μικρά και μεγάλα μυστικά των μελών της οικογένειας. Ο Μαξ τελειώνει το μυθιστόρημα, με το να στέκεται απέναντι στη θάλασσα, ατενίζοντας το άπειρο.

Τα κυριότερα θέματα του μυθιστορήματος ‘Η θάλασσα’, είναι η θλίψη και η έκφρασή της. Η ανεξέλεγκτη παλίρροια της θλίψης είναι όμορφα τεκμηριωμένη από τον συγγραφέα. Για μια στιγμή, η θλίψη βρυχάται εκκωφαντικά, ενώ σε άλλες στιγμές είναι ήρεμη και ήσυχη. Ο Μπάνβιλ καλλιτεχνικά εκφράζει τον εαυτό του να μεταφέρει την ουσία του πνεύματος που υποφέρει ενδόμυχα, βουτηγμένο στη ταραγμένη θάλασσα της αγωνίας, της δυστυχίας και της μνήμης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια ισχυρή αλληγορία του πλοίου, συγκρίνοντας τον εαυτό του και την κόρη του με ένα ‘σκάφος θλίψης’ που θαλασσοδέρνεται επικίνδυνα στη μεγάλη  σκοτεινή φθινοπωρινή νύχτα. Το ταλαιπωρημένο του πνεύμα, μερικές φορές συλλαμβάνεται να σκέφτεται και να γράφει για την  πεθαμένη σύζυγό του, Άννα. Ο Μπάνβιλ μας εμβολιάζει με  την ιδέα ότι όταν πεθάνει κάποιος γνωστός μας, μεταφέρουμε μαζί τις αναμνήσεις του μέχρι να πεθάνουμε κι’ εμείς, και οι δικές μας μνήμες, αργότερα, μεταφέρονται από άλλους σαν μια θάλασσα από μνήμες που μας μεταφέρουν, τελικά, όλους προς το… άπειρο.

Ο Μπάνβιλ, ως συγγραφέας, κατανοεί καλά την ουσία της έννοιας της θλίψης σε αυτό το μυθιστόρημα. Περιγράφει πώς η θλίψη και η λύπη κινούνται, διαπερνούν και εισβάλλουν απρόσκλητα στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Τα στοιχεία και η απεικόνιση της θλίψης είναι σαν μια κινητή γιορτή της μνήμης και το αναγνωστικό του κοινό τον συνοδεύει αγόγγυστα σε αυτό το γεγονός. Ωστόσο, οι αναγνώστες, μερικές φορές, διακόπτονται από απότομα κύματα και σφυροκοπήματα έντονου και έκδηλου πάθους. Ενώ παρακολουθεί ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα σχετικά με τις μεγάλες μάζες των ελεφάντων, ο Μαξ έρχεται αντιμέτωπος με ένα ιδιαίτερο επεισόδιο της μνήμης του και ξαφνικά κατακλύζεται από έναν παροξυσμό θυμού για τη σύζυγό του, μια οργή για την τρέχουσα κατάστασή του και έναν ακόμα θυμό προς την ανικανότητά του να αντιμετωπίσει τα δεινά που βρίσκονται μπροστά του, και περισσότερο απ’ όλα  τον ίδιο τον εαυτό του. Συναισθηματικά συγκλονισμένος και απογοητευμένος, περιγράφει την αποθανούσα σύζυγό του Άννα με σκληρούς χαρακτηρισμούς. Εντούτοις, τα ξαφνικά χτυπήματα της οργής, του πόνου και της θλίψης, εξαφανίζονται και σταδιακά αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι ο τόπος και το ίδιο το δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται τώρα, είναι το ίδιο που ζούσε στην παιδική του ηλικία όταν η ζωή του ήταν όμορφη μπροστά του με τη μορφή της κ. Γκρέις και της κόρης της, της Χλόης. Η θάλασσα καταλαμβάνει μια ξεχωριστή θέση στις μνήμες του, καθώς είναι, γι’ αυτόν, ένα ταξίδι πίσω στους δρόμους των προηγούμενων αναμνήσεών του. Η απομνημόνευση και η περιγραφή των παρελθόντων γεγονότων βοηθάει τον Μαξ να θεραπευθεί και να παραμείνει ‘βιώσιμος’ στη ζωή που του απομένει. Καθώς ο Μαξ  είναι ιστορικός τέχνης, οι εμπειρίες του στο πέρασμα του χρόνου γίνονται το βασικό του εργαλείο για να σκιαγραφεί τα πορτραίτα του που περιλαμβάνουν τη θλίψη, τα βάσανα, τα συναισθήματα μέχρι και τη λύτρωση. Οι εικόνες του θα γίνουν καλύτερα κατανοητές από εκείνον που μπορεί να δει και να καταλάβει αλλά δεν μπορεί να  μιλήσει για όλα  αυτά.

Τα άλλα σημαντικά θέματα του μυθιστορήματος ‘Η θάλασσα’, είναι η νιότη, η ανάπτυξη του ανθρώπου και η αθωότητα. Το μυθιστόρημα βασίζεται στις μνήμες του Μαξ στους ‘Κέδρους’, ενός τόπου όπου έζησε στην παιδική του ηλικία. Είναι εκεί δίπλα στη θάλασσα όπου ο Μαξ  συναντά την κ. Γκρέις. Το άλλο σημαντικό μέρος της νιότης του είναι η Χλόη και μια κάποια σχέση με αυτήν τον οδηγεί σε μια στιγμή συνειδητοποίησης, τουτέστιν της ανάγκης της γυναικείας παρουσίας να ικανοποιεί τις βασικότερες ανάγκες  του άντρα. Σε ένα πικνίκ με την οικογένεια των Γκρέις, ο Μαξ  φαντάζεται κάποιο ειδύλλιο  με την κ. Γκρέις, αλλά φοβόταν ότι τα συναισθήματά του θα αποκαλύπτονταν σε κάποιον άλλο, ιδιαίτερα βέβαια στον κ. Γκρέις. Ωστόσο, αργότερα, συνειδητοποιεί ξαφνικά τα αισθήματά του για την Χλόη. Υπενθυμίζοντας τις παιδικές του εμπειρίες, ο Μαξ διαπιστώνει ότι χάνει την παιδική του αθωότητα γρήγορα μέσα από τις ιστορίες αγάπης και τις θυελλώδεις εμπειρίες του και μεγαλώνει οδηγούμενος πια στην ωριμότητα. Ο Μπάνβιλ  στο μυθιστόρημα ‘Η Θάλασσα’, τεκμηριώνει όλες εκείνες τις επιρροές που συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός ενήλικα, εν προκειμένω του Μαξ. Αναφέρει τα περίεργα φανατικά συναισθήματα της ‘πρώτης φοράς’, την έλξη για το αντίθετο φύλο, την θυελλώδη σχέση, κλπ., και φυσικά μέσω αυτών των σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων ανακαλύπτει τον βαθύτερο εαυτό του. Η ανάπτυξη του ανθρώπου εξαρτάται, λοιπόν, από τη σχέση του με τις γυναίκες που εμφιλοχωρούν στη ζωή του! Σε αυτό το μυθιστόρημα, η ανάπτυξη του Μαξ λαμβάνει χώρα ακριβώς  μέσω αυτών των γυναικών, δηλαδή  της μητέρας του, της κ. Γκρέις, της Χλόης, της Άννας και τέλος της κόρης του, Κλαίρης.

 

John Banville

 

Ο Μαξ Μόρντεν, ο μόνος κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η ιστορία, είναι ένας ηλικιωμένος ιστορικός τέχνης, ο οποίος πρόσφατα βίωσε  την απώλεια της συζύγου του, της Άννας. Είναι ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο του μυθιστορήματος, ο οποίος περιγράφει κάθε περιστατικό και γεγονός. Ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του καταναλώνεται με τις αναμνήσεις της αποθανούσας συζύγου του, Άννας, ενώ παράλληλα στοιχειώνεται από τις πρώτες αναμνήσεις της νιότης του  στο σπίτι των Κέδρων. Σύντομα χάνει την αθωότητά του, ενώ ρίχνει κλεφτές ματιές στην κ. Γκρέις σ’ ένα πικνίκ, φιλώντας την Χλόη και φαντάζοντας τον εαυτό του κάτω από το μαγιό της. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τις γυναίκες της οικογένειας Γκρέις, είναι σαν να περιγράφει τους θεούς της Ρωμαϊκής και της Ελληνικής μυθολογίας, κατακλυζόμενος από τις ιστορίες τους, ονομάζοντας ακόμη και τη Χλόη, τη φίλη της  παιδικής του ηλικίας, ως Παν. Μερικές φορές εμφανίζεται αρκετά έξαλλος και παράφρων, ενώ άλλες φορές καταθλιπτικός,  αντιπροσωπεύοντας έτσι και φέροντας στην επιφάνεια έναν πολύ ασταθή αφηγητή. Θέλει απλώς να εκφραστεί με λόγια, επιθυμεί διακαώς να δείξει την άθλια ζωή του που έχει επηρεαστεί βαθιά από τους αγαπημένους του, ιδιαίτερα από την αγάπη των δύο κυριότερων γυναικών στη ζωή του και όσα βίωσε  κοντά τους.          Η Άννα, είναι η πρόσφατα αποβιώσασα σύζυγος του Μαξ Μόρντεν, με την οποία εκείνος συναντήθηκε ένα καλοκαιρινό απόγευμα σε πάρτυ  στο Λονδίνο. Ήταν μια  γυναίκα με μεγάλο αναλογικό σώμα, της οποίας  τα σκοτεινά μαλλιά και το άρωμα του σώματος ήταν αυτά που ενεργοποίησαν ποικιλοτρόπως κάποιες μυστικές κεραίες του και εντυπωσίασαν βαθιά τον Μαξ. Ο Μαξ απεικονίζει τη σχέση του με την Άννα και τον πατέρα της με θρυλικούς και φανταστικούς όρους, όπως δεν υπήρχε τίποτα ενοχλητικό μεταξύ τους, αφού ήταν μια απολύτως ιδανική σχέση. Ωστόσο, ενώ περιγράφει τη ζωή του γάμου με την Άννα, ο Μαξ φαίνεται να είναι κάπως  ανικανοποίητος με αυτή, αφού δεν του παρείχε την ευκαιρία να κατορθώσει κάτι άλλο που θα τον συγκινήσει και συνταράξει βαθύτερα. Η Χλόη Γκρέις, είναι η πρώτη αγαπημένη ή ερωμένη που είχε ποτέ ο Μαξ. Η Χλόη είχε έναν δίδυμο αδελφό, τον Μάιλς, με τον οποίο έμοιαζε εκπληκτικά. Ο Μαξ και η Χλόη θα κολυμπούσαν μαζί, θα έπαιζαν μαζί και η σχέση τους, με το πέρασμα του χρόνου, θα μεγάλωνε και θα επεκτεινόταν περισσότερο από αυτή της απλής φιλίας. Η απλή αρχική της φιλία, για τον Μαξ, μετατρέπεται με την πάροδο του χρόνου, σε μια ισχυρή έλξη για το γυναικείο φύλο. Η Κλαίρη, είναι η κόρη του Μαξ, στη δεκαετία των είκοσι. Είναι πολύ ψηλή, αλλά απλή, και τα απεριποίητα σκούρα μαλλιά της βρίσκονται συνήθως ριγμένα άναρχα γύρω από το στιγματισμένο της πρόσωπο. Ο Μαξ παραδέχεται πως η κόρη του δεν είναι πολύ όμορφη, ωστόσο, έχει μια ισχυρή θέληση και στην πραγματικότητα είναι πολύ φωτεινή ως προσωπικότητα.  Ακόμα πιστεύει ότι η Κλαίρη θα ήταν πιο ευτυχισμένη και επιτυχημένη εάν δεν είχε ταλαιπωρηθεί  από τον πρώην φίλο της ο οποίος τής είχε παρακρατήσει την υποτροφία της. Είναι η Κλαίρη εκείνη που κράτησε προσγειωμένο τον Μαξ και τον φρόντισε στη συνέχεια. Η Ρόουζ, ο Μάιλς Γκρέις, η Κόνι Γκρέις και ο κ. Γκρέις, είναι οι άλλοι, οι σαφώς μικρότεροι και υποδεέστεροι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, οι οποίοι εμφανίζονταν για  σύντομο χρονικό διάστημα και μετά εξαφανίζονταν από την κεντρική αφήγηση. Η κ. Γκρέις, με την οποία ερωτεύεται αρχικά ο Μαξ, είναι μια αισθησιακή γυναίκα, αργότερα, όμως, ο Μαξ  αρχίζει να ενδιαφέρεται για την κόρη της, Χλόη, και παρουσιάζει την κ. Γκρέις   ως μια άλλη θεά της μυθολογίας.

Η θάλασσα, τώρα, στο ομώνυμο ετούτο μυθιστόρημα έχει τόσο συμβολική, όσο και κυριολεκτική σημασία. Η θάλασσα, γενικώς, στους περισσότερους λογοτεχνικούς κύκλους και τις περιρρέουσες ψυχολογικές θεωρίες, είναι σύμβολο λογοτεχνικής έμπνευσης, απάθειας, απώλειας των αισθήσεων και έμφυτης και δημιουργικής ελευθερίας. Δεν επηρεάζει μόνο την ατμόσφαιρα και την διάθεση, αλλά αποτελεί επίσης σημαντικό μέρος της όλης υπόθεσης του βιβλίου. Όλα τα πνευματικά, ψυχολογικά και πνευματικά επίπεδα, στο μυθιστόρημα, αντιπροσωπεύονται από τη θάλασσα. Όπως καταδεικνύεται στο μυθιστόρημα ετούτο, η θάλασσα είναι ένα ειρωνικό αντικείμενο που έχει όμως ακέραιη τη δύναμη τόσο της επούλωσης, όσο και της πληγής και του πόνου. Η ίδια η θάλασσα και οι μνήμες της απεικονίζουν την ασφάλεια, την σιγουριά και την εγγύηση. Ο Μαξ  ταξιδεύει στη ‘θάλασσα’ τρεις φορές σε όλη τη ζωή του. Την πρώτη φορά στην παιδική του ηλικία, τη δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια της ασθένειας της συζύγου του Άννας και την τρίτη μετά το θάνατό της. Η τελευταία επίσκεψη στη θάλασσα είναι με την κόρη του Κλαίρη. Για τον Μαξ, η θάλασσα είναι ένα μέρος όπου επιτελείται η επούλωση σε συνδυασμό με την ανάπτυξη, εκτός από την επίσκεψή του σε αυτή με την άρρωστη σύζυγό του, Άννα. Ενώ θυμάται τα γεγονότα που σχετίζονται με τη θάλασσα, ο Μαξ συχνά βρίσκει τον εαυτό του βουτηγμένο σε μια περίεργη ζεστασιά, όπου μπορεί να κρυφτεί από την ψυχρότητα του περιβάλλοντος και τα οποιαδήποτε άλλα μικρά ή μεγαλύτερα προβλήματα που ταλανίζουν τον πυρήνα της ζωής του. Όταν πεθαίνει η Άννα, στο τέλος του μυθιστορήματος, η νοσοκόμα στο νοσοκομείο τον βγάζει από την αναστάτωσή του, ενώ ο τρόπος που εισέρχεται στο νοσοκομείο ήταν σαν να εισέρχεται στην απεραντοσύνη της ίδιας της θάλασσας.

Το άλλο κυριαρχούν στοιχείο στο μυθιστόρημα ‘Η θάλασσα’ είναι ο χρόνος και το πέρασμα του. Υπάρχουν διάφορες στιγμές και σκηνές αυτοπροσδιορισμού και αυτο-επιβεβαίωσης στο μυθιστόρημα του Μπάνβιλ,  όπου ο Μαξ απότομα καταλήγει σε απαίσιες αποκαλύψεις, όπως όταν για παράδειγμα, ο κολυμβητής συναντά τα σκληρά κύματα της θάλασσας. Ο χρόνος, οι μνήμες και η ανάμνηση παρελθουσών εμπειριών και προηγούμενων γεγονότων, στα μυθιστορήματα του Μπάνβιλ, απεικονίζονται ως κινούμενα στοιχεία και μερικές φορές ως συλλογικά γεγονότα που καταναλώνονται από τις μνήμες των αποθανόντων. Η εξέλιξη, η διάβρωση και η αλλαγή είναι κύρια και κεντρικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Όλα στη ζωή του Μαξ αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου, ανεξάρτητα από το αν παρατηρούνται και διαθλώνται μέσα από το πρίσμα της παιδικής του ηλικίας ή από την μετέπειτα ενηλικίωση.

Εξετάζοντας τις κριτικές για αυτό το μυθιστόρημα από διάφορους κριτικούς της λογοτεχνίας, οι περισσότερες είναι θετικά προσκείμενες σε αυτό. Ο συγγραφέας εδώ, επιδεικνύει έναν επιδέξιο μηχανικό έλεγχο της γραφής του. Η πλοκή στο μυθιστόρημα κινείται με αξιοπρεπή τρόπο από τις προηγούμενες αναμνήσεις του Μαξ, στις ονειροπολήσεις του. Η οικογένεια των Γκρέις, υπήρξε  αναμφίβολη πηγή γοητείας στην παιδική του ηλικία, αφού ήταν πλούσιοι, εκλεπτυσμένοι και ανήκαν στην ανώτερη τάξη της κοινωνίας. Ο Μαξ σέρνει σκόπιμα τον εαυτό του με την οικογένεια, φερόμενος με φιλικό τρόπο απέναντι στα δύο διαφορετικά και μη ταυτόσημα δίδυμα, τον Μάιλς και τη Χλόη. Η κ. Γκρέις, η μητέρα δύο παιδιών, με την οποία ερωτεύεται αρχικά ο Μαξ, είναι μια αισθησιακή κυρία, αργότερα, όμως, ο Μαξ αρχίζει να αγαπάει την κόρη της, Χλόη, και παρουσιάζει την κ. Γκρέις ως θεά της μυθολογίας. Καθώς το μυθιστόρημα κατασταλάζει με στοχαστικό τρόπο στις νεανικές περιπέτειες που διαμόρφωσαν το καλοκαίρι του, οι αναμνήσεις του Μαξ γύρω από τους Γκρέις λειτουργούν επίσης ως θεμέλιο για πιο εκτεταμένες αναμνήσεις σχετικά με τα προβλήματα του έγγαμου βίου του και την απώλεια της συζύγου του, Άννας.

Το μυθιστόρημα του Μπάνβιλ, όπως τα έργα πολλών άλλων δημιουργών, ανησυχεί επίσης για την υπαρξιακή απομόνωση ενός ατόμου. Με τον θάνατο της συζύγου του, ο Μαξ είναι πολύ λυπημένος και προσπαθεί να επανασυνδέσει την ύπαρξή του με την παρούσα κατάσταση και μια καινούργια ύπαρξη δίπλα και γύρω του. Καταγράφει τις αναμνήσεις του πάνω σ’ ένα  κομμάτι χαρτί, με την ελπίδα ότι μια τέτοια πράξη γραφής μπορεί να κρύψει την ταλαιπωρία του, από τη μια μεριά, και να οδηγήσει στην θεραπεία των συναισθηματικών του πληγών, από την άλλη. Μερικές φορές, ο Μαξ θα αγωνιστεί ενάντια στην έννοια της μοναξιάς και της έννοιας του υπαρξισμού,  αμφισβητώντας δηλαδή τον ίδιο τον  σκοπό της ζωής του. Η έννοια του εαυτού και της αντίληψης γι’ αυτόν, αναδιατυπώνεται  από τον ίδιο μετά το θάνατο της συζύγου του. Δεν είναι πια ο παλιός Μαξ, πρέπει να αγωνιστεί τώρα ενάντια στο νεκρό άτομο που εμφιλοχώρησε μέσα του και πρέπει να ξεκινήσει μια νέα ζωή με μια εκ νέου συνειδητοποίηση του εαυτού του. Παρατηρώντας συγκεντρωτικά την προσωπικότητα του Μαξ, βλέπουμε ότι απεικονίζεται επιδεικτικά ως ακανόνιστος και ασυνεπής, ένας μοναχικός άντρας που έχασε τη γυναίκα του και τώρα υφίσταται σωρεία από νοσταλγικές επιθέσεις, αναταραχή, οργή, μανία και στο τέλος, επούλωση των συναισθηματικών του πληγών  και ανακούφιση!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top