Fractal

Διήγημα: “Αυτόπτης μάρτυρας”

Της Ειρήνης Χασακή//

 

 

 

 

Αυτόπτης μάρτυρας

 

Το απόγευμα έπεσε στα πλακάκια της κουζίνας. Κατακαλόκαιρο ήταν και είχαν σηκώσει τα χαλιά. Κρατούσε το μπιμπερό με το γαλατάκι της. Θρυμματίστηκε σε χίλια μικρά γυαλάκια που λαμποκοπούσαν. Έκανε να τα πιάσει και γέμισε ο τόπος αίματα. Οι φωνές δεν άργησαν να ξεσπάσουν. Φαρμακερές αλληλοκατηγορίες, βλέμματα θανατηφόρα.

Γιατί το μωρό κρατούσε το μπουκάλι;

Ποιος φέρει την ευθύνη;

Ποιος τρέχει τώρα στα νοσοκομεία, οίκος ανοχής τα δημόσια, ξεροσταλιάζεις στην αναμονή και σε αγνοούν επιδεικτικά, κράτος ανύπαρκτο. Τα ιδιωτικά απλησίαστα, με το «καλησπέρα» φεύγει πενηντάρικο.

Εμπόλεμη ζώνη η κουζίνα. Ρυτίδες γύρω από δυο ζευγάρια μάτια όμοια με στόμια ηφαίστειων ενεργών, χείλη ασυγκράτητα, ανήμπορα να φυλακίσουν χολή, δηλητήριο από καιρό μαζεμένο. Στο πάτωμα μία μικρή λιμνούλα αίμα και από πάνω το μωρό. Δεν έκλαψε, μόνο με δυο μάτια μεγάλα σαν φανάρια αυτοκινήτου παρακολουθούσε αποσβολωμένο. Ήταν μόλις δεκαοκτώ μηνών.

 

Την είπαν Μαργαρίτα. Έφτασε δυόμιση χρονών για να γίνουν τα βαφτίσια, παραβιάζοντας κατά πολύ τις συνηθισμένες κοινωνικές συμβάσεις, θαρρείς και ήταν το μωρό μικροαντικείμενο, από καιρό ξεχασμένο σε ένα ντουλάπι. Στην εκκλησία και οι δυο σιωπηλοί παρακολουθούσαν το μυστήριο, μα ήταν τα βλέμματα που αντάλλασσαν καρφιά, τα ζυγωματικά σφιγμένα. Σαν έφτασαν στο σπίτι και έκλεισε η πόρτα πίσω τους, έγινε έκρηξη σφοδρή, λες και ήταν το διαμέρισμα εργοστάσιο νιτρογλυκερίνης. Εκείνη ούρλιαζε για την υποτίμηση και τις προσβολές που ανέχεται κάθε φορά που ανταμώνει με το σόι του, αυτός της απαντούσε με λόγια ξέχειλα από ειρωνεία, στην αρχή κάπως βαριεστημένα, έπειτα ύψωσε φωνή, να πλησιάσει τη δική της. Ο καυγάς θέριευε, η ένταση κόχλαζε, οι υδρατμοί θόλωναν τα τζάμια, πήραν να στάζουν από το ταβάνι. Κάποια στιγμή την άρπαξε από τον καρπό, κόλλησε το πρόσωπο του στο δικό της. Μάτια βλοσυρά, σκοτεινιασμένα, λέξεις που θύμιζαν κατάρες. Η φρεσκοβαφτισμένη Μαργαρίτα, μέσα στο δαντελένιο της φορεματάκι διακοσμημένο με λευκά ανθάκια, που σε εκείνο το κολαστήριο έμοιαζε με παραφωνία, οπισθοχωρούσε άναυδη, ώσπου ακούμπησαν τα μικρά χεράκια της στη δροσερή επιφάνεια του τοίχου και έμεινε εκεί, αθόρυβη, περιμένοντας να κοπάσει η μπόρα.

 

Όταν έκλεισε τα τρία, φώναξαν λίγους συγγενείς, κάποιους γονείς από τον νηπιακό σταθμό και μερικούς γείτονες, και έβαλαν την Μαργαρίτα εμπρός από ένα κεράκι αναμμένο. Τα ‘χασε η μικρή. Δεν το είχανε δα προβάρει και ποτέ το τι έπρεπε να κάνει. Κοιτούσε μία το κερί και μία όλα αυτά τα άγνωστα πρόσωπα που την έλουζαν με οίκτο και ανησυχία καθώς σιγοψιθύριζαν:

«Ακόμα να μιλήσει αυτό το παιδί…»

Σαν σχόλασε ο εορτασμός, ξεκίνησε πάλι ο χυδαίος σημαιοστολισμός. Τα αντιμαχόμενα πυρά είχαν ως αφετηρία τη στάση των συγγενών, τις παραινέσεις για επίσκεψη σε λογοθεραπευτή, ίσως και σε παιδοψυχολόγο. Για άλλη μία φορά η μικρή στέκονταν σαστισμένη μπροστά στις αντεγκλήσεις μιας ατελεύτητης σύγκρουσης με επίκεντρο την ίδια, σαν θεατής σε γήπεδο αντισφαίρισης…

Οι διαφωνίες μαίνονταν και ξεσπούσαν με το παραμικρό. Αφορμή μπορούσε να γίνει ένα κακομαγειρεμένο φαγητό, ο αυξημένος λογαριασμός του ηλεκτρικού, ακόμα και μια κουβέντα με δυσερμήνευτο επιτονισμό. Πάνω από το κοριτσάκι τότε ξετυλίγονταν ένα κουβάρι από ύβρεις, απειλές και από τη συνεχώς επαναλαμβανόμενη υπενθύμιση πως η ζωή και των δυο ενηλίκων που πλαισίωναν την καθημερινότητά της τελείωσε με τη γέννησή της. Δυο νευρωτικές φιγούρες, χέρια σπασμωδικά κινούμενα, μπάνιο, αλλαγή πάνας, τάισμα, ύπνος. Ελλιπής βλεμματική επαφή, μηχανικές οι κινήσεις που την αφορούσαν. Και το κοριτσάκι συναινούσε βουβό, σαν να μην ήθελε να ενοχλήσει. Σαν θλιβερή επωδός, εκείνο το σπίτι και τη ψυχή της μικρής στοίχειωνε μια διαρκής σύγκριση ευθυνών και μεγέθους αυτοθυσίας, μια διαμάχη για τα πρωτεία στην κούραση και στη δοτικότητα, μια κραυγή πως και οι δυο δικαιούνταν καλύτερη τύχη.

Τα βίαια επεισόδια αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, ενώ σε ρινγκ πλέον είχαν μετατραπεί όλοι οι χώροι, δημόσιοι και ιδιωτικοί. Επικρατέστερη τοποθεσία, η καμπίνα του αυτοκινήτου. Η Μαργαρίτα, πέντε χρονών πια, δεμένη στο καθισματάκι της, το προσωπάκι της ανέκφραστο, παρατηρούσε σιωπηλή μέσα από τα υγρά της ματόκλαδα, όσο εκείνη μοιρολογούσε για τον εγκλωβισμό και τη μοναξιά της, για το πάλαι ποτέ χυμώδες και γυμνασμένο της κορμί που θύμιζε τώρα στραβοχυμένο ζυμάρι, που χρόνο για τον εαυτό της δεν έχει ποτέ, ενώ αυτός εξοργισμένος αναλογίζονταν τις χαμένες ευκαιρίες για επαγγελματική καταξίωση, είτε αναπολούσε ξέγνοιαστες στιγμές και ηρωικές μπυροποσίες με φίλους, αφού, όπως τακτικά υπογράμμιζε με στεντόρεια φωνή, η ζωή στο σπίτι ήταν πλέον δυσβάστακτη.

Οι αντιθέσεις κάπως αμβλύνθηκαν όταν εκείνη άρχισε το τσιγάρο και αυτός επέτρεψε στον εαυτό του κανένα δυο ποτηράκια μετά το βραδινό γεύμα. Οι δυο τους τότε, προσηλώνονταν με ζήλο στις αμαρτωλές τους απολαύσεις και στη φωτισμένη οθόνη του κινητού τους λησμονώντας ο ένας τον άλλο, αλλά και τη διακριτική παρουσία της Μαργαρίτας που ‘παιζε οκλαδόν με τις κούκλες της στο πάτωμα, παρά το περασμένο της ώρας.

Όλα έδειχναν να αλλάζουν, καθώς η νηνεμία έκανε δειλά την εμφάνισή της, έχοντας ευσεβή πόθο -μα στόχο απατηλό- να ξεδιπλώσει ένα παχύ χαλί ασφάλειας κάτω από τα πόδια της μικρής Μαργαρίτας. Όμως για τις ειλημμένες στάσεις και για τις παρελθούσες συμπεριφορές οι συνέπειες δεν εξαϋλώνονται. Επιστρέφουν ζητώντας εμμονικά να εξαργυρώσουν το τίμημα…

Είχε πάρει να βραδιάζει και εκείνοι επέστρεφαν από εκείνα τα καταναγκαστικά δείπνα όπου οι συνδαιτυμόνες υποχρεώνονται να φορέσουν τα υποκριτικά τους χαμόγελα και να ανταλλάξουν αβροφροσύνες με πρόσωπα τα οποία δεν έχουν σε καμία εκτίμηση. Στην επαρχιακή οδό επικρατούσε ησυχία, ελάχιστα οχήματα διάλεγαν εκείνη τη διαδρομή μετά το σούρουπο. Αν και πιο σύντομος, ο δρόμος δεν ήταν καλά φωτισμένος και περίσσευαν οι απότομες στροφές. Γύρω, την απόλυτη ερημιά είχαν εκθρονίσει οριστικά τα φώτα από τις λιγοστές εντυπωσιακές κατοικίες που είχαν χτιστεί την τελευταία δεκαετία από αγανακτισμένους με την ένταση της μεγαλούπολης πολίτες. Οι νεοφερμένοι, με εξόφθαλμη οικονομική ευμάρεια και μεγαλόπνοο σχέδιο, σκόπευαν να κάνουν την περιοχή τη μικρή τους Εδέμ. Ήταν δε τέτοιος ο ζήλος τους να δημιουργήσουν τη δική τους οργανωμένη κοινότητα, ώστε απαίτησαν και κατάφεραν να τοποθετηθεί φωτεινός σηματοδότης και διάβαση σε μία διασταύρωση όπου είχαν σημειωθεί στο παρελθόν πάμπολλα ατυχήματα.

Μετά το δείπνο λοιπόν, ασφάλισαν με χέρια νευρικά τη μικρή στο καρεκλάκι της, βρόντηξαν τις πόρτες και επέτρεψαν στην καταιγίδα να ξεσπάσει. Ένα τηλεφώνημα στο κινητό της από απόκρυψη και η απάντησή της με μισόλογα και υπεκφυγές, ξύπνησε μέσα του το τέρας της αποκάλυψης. Καθώς ούρλιαζε, σάλια εκσφενδονίζονταν στο παρμπρίζ, χτυπούσε το ταμπλό, το χνώτο του μύριζε αλκοόλ, το πόδι του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το γκάζι. Εκείνη, έντρομη πια, τον παρακαλούσε να κόψει, να ηρεμήσει, θυμήθηκε να επικαλεστεί και την παρουσία της μικρής, που στο πίσω κάθισμα με μάτια βουρκωμένα και χεράκια αεικίνητα, χτένιζε την κούκλα της.

Ένας δυνατός κρότος, ένα φρενάρισμα και μετά σιωπή. Μια παύση που θαρρείς κράτησε έναν αιώνα. Έπειτα, τα δυο πρόσωπα στράφηκαν στην Μαργαρίτα και, σαν να το ‘καναν πρόβα μια ζωή, έβαλαν το δάχτυλο μπροστά στο στόμα και ξεφύσηξαν έναν συριστικό ήχο.

Οι επόμενες μέρες κύλησαν σε κλίμα επιμαχίας και ενορχηστρωμένων κινήσεων. Διαμέλισαν το αμάξι, πούλησαν τα ανταλλακτικά σε μάντρα αυτοκινήτων και επέστρεψαν στο σπίτι δίνοντας όρκο σιωπής και κατάπαυσης του πυρός. Η Μαργαρίτα απολάμβανε την πρωτοφανή ησυχία παίζοντας αμέριμνη, ενώ οι δυο τους κουλουριασμένοι στους καναπέδες βούλιαζαν σε μια αγωνία άφατη, όμοια με κινουμένη άμμο. Η τηλεόραση μονίμως ανοιχτή πρόβαλλε τα ειδησεογραφικά δελτία των τοπικών καναλιών. Φόβος ανομολόγητος τους τύλιγε καθώς τα μάτια τους κατάπιναν αχόρταγα τις αναμεταδόσεις του μακάβριου νέου:

Έγκυος στην 28η βδομάδα το θύμα εγκατάλειψης του θανάσιμου τροχαίου σε επαρχιακή οδό στα ανατολικά της συμπρωτεύουσας. Η άτυχη κοπέλα είχε βγει για βραδινό περίπατο, ενώ περπατούσε σε διάβαση όταν αδίστακτος οδηγός την παρέσυρε και την άφησε αιμόφυρτη. Έσβησε ακαριαία. Η αστυνομία κάνει έκκληση για στοιχεία και εμφάνιση μαρτύρων.

Η είδηση αναπαράγονταν σε ατέρμονη επανάληψη από τα μέσα και από τους κάτοικους της τοπικής κοινωνίας. Ο δολοφόνος με τους τέσσερις τροχούς όμως παρέμενε άφαντος. Μία ένοχη ανακούφιση στοίχειωνε και τους δυο.

Μετά από ένα εξάμηνο δεν άντεξαν, πήραν διαζύγιο. Αυτός εξαφανίστηκε βγαίνοντας από τη γονική υποχρέωση με μια μηνιαία τραπεζική κατάθεση. Εκείνη, στην αρχή αποφάσισε να σφίξει τα δόντια και να παλέψει με τη μητρότητα, σύντομα όμως οπισθοχώρησε. Στα πρόθυρα της κατάρρευσης και της απελπισίας αναζήτησε τη βοήθεια συγγενών. Τη λύση έδωσε μία άτεκνη θεία που προσδοκούσε να τη συντρέξει κάποιος την ύστατη ώρα του αποχαιρετισμού με τα εγκόσμια.

Χωρίς μάρτυρες και ευρήματα, οι αρχές σύντομα άφησαν να παραπέσει η υπόθεση του εγκαταλειμμένου θύματος στα ανεξιχνίαστα. Και η μικρή Μαργαρίτα, αυτόπτης μάρτυρας στο χρονικό ενός εγκλήματος, ενός προαναγγελθέντος διαζυγίου και ενός αθεράπευτου παιδικού τραύματος, σαν από πιστή προσήλωση στην εντολή που της δόθηκε εκείνη τη νύχτα, ίσως και από μια πρώιμα ανεπτυγμένη αντίληψη για τη ματαιότητα της ομιλίας σε έναν κόσμο που τα πάντα έχουν ειπωθεί, δεν μίλησε ποτέ. Στις στοές και στους λαβυρίνθους του μυαλού της κρύφτηκε παντοτινά η φωνή της μαζί με αυτό το αποτρόπαιο μυστικό.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top