Fractal

Διήγημα: “Η αφιέρωση”

Του Χρήστου Μαργανέλη// *

 

 

Η αφιέρωση

 

ΤΟΝ ΕΙΔΕ ή δεν τον είδε; Ιδού η απορία, η οποία δυστυχώς δεν θα λυθεί σε κάποιο άδηλο σαιξπηρικό μέλλον, αλλά σήμερα το βράδυ όταν επιστρέψει στο σπίτι του. Η γυναίκα του ήταν που γύρισε το κεφάλι μέσα από το Καγιέν, το οποίο έστριβε αργά από την Ακαδημίας προς την Ασκληπιού. Κοίταξε αριστερά, όχι επίμονα, μάλλον μηχανικά, με αδιάφορο όπως του φάνηκε βλέμμα, και προχώρησε στην ουρά με τα άλλα αυτοκίνητα. Καθόταν, όχι μόνος, σ’ ένα τραπεζάκι του γωνιακού μαγαζιού. Άρα, το σωστό ερώτημα είναι: μας είδε ή δεν μας είδε;… Βέβαια, η περιοχή ήταν γνωστό δικηγορικό στέκι και το γραφείο δεν ήταν μακριά, αλλά η πρώην ασκούμενή του θα έπρεπε να είναι μακριά –και όχι δίπλα του– πίνοντας μπύρες. Και αυτό δεν θα σήμαινε απαραιτήτως κάτι, αλλά δυστυχώς η φέρελπις λειτουργός της Δικαιοσύνης εμπλεκόταν μαζί του σε μια από τις υποθέσεις που κοσμούσαν το βεβαρυμμένο ερωτικό μητρώο του. Αλλιώς δεν θα ανέλυε τώρα το βλέμμα της συζύγου, καρέ καρέ, σαν αστυνομικός ντετέκτιβ. Έπρεπε να δείχνει αξιόπιστος. Δεν είχε καμία όρεξη να πάρει διαζύγιο με την κατασκευαστική εταιρεία του πεθερού. Και έως τώρα, πολύ το είχε ρισκάρει.

Ύστερα από λίγο έμεινε μόνος και σκεφτόταν πώς να χειριστεί την κατάσταση. Δεν χρειάζονται απότομες κινήσεις, λουλούδια, γλύκες, Αράχοβες και τέτοιες τρίχες. Η Αθηνά δεν είναι κανένα χάπατο. Τι στην ευχή ήθελε κι αυτή στο κέντρο; Στην Κηφισιά είναι το αρχιτεκτονικό γραφείο. Κοιτάει γύρω, βλέπει ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο και μπαίνει μέσα. Η επιλογή έγινε με τη βοήθεια μιας υπαλλήλου. Ο δικηγόρος άρχισε να φτιάχνει την ιστορία στο μυαλό του. «Βρέθηκα με συναδέλφους, σε σκεφτόμουν. Θέλησα να σου πάρω δώρο. Είδα το βιβλιοπωλείο, έψαξα πολύ, βρήκα το κατάλληλο. Αδύνατο σημείο, το γεγονός ότι δεν είμαι της λογοτεχνίας. Αλλά, έχουμε δει την ταινία, οπότε…».

Έφτασε στο σπίτι. Είδε την Αθηνά ξαπλωτή στο σαλόνι με το λάπτοπ στα γόνατα. Χαλαρή κατάσταση. Καλό αυτό, σκέφτηκε. Αλλά, όχι σίγουρο. Δεν είναι ο τύπος που θα περιμένει με την παντόφλα. Αντίθετα, η οργή της εκδηλώνεται με αφόρητες σιωπές ημερών και ποινές με άγνωστη ημερομηνία λήξης. Ίδωμεν…

-Επιτέλους έφτασα, χαμός στους δρόμους, τι κάνεις; Πού είναι τα παιδιά;

-Επάνω, βλέπουν σειρές με τους φίλους τους. Παρασκευή σήμερα…

-Το κατάλαβα ότι είναι Παρασκευή! Κόλαση, το κέντρο. Δεν σε ξέχασα όμως. Αυτό είναι δικό σου, λέει. Και της δίνει ένα πακέτο με απλό περιτύλιγμα βιβλιοπωλείου.

-Βιβλίο! Τι ωραία, σ’ ευχαριστώ! Το ανοίγω αμέσως. «Ο επίμονος κηπουρός». Έχουμε δει την ταινία όμως, έτσι δεν είναι;

-Ναι, αλλά το βιβλίο δεν συγκρίνεται. Άσε που έγραψα κι αφιέρωση, είχα έμπνευση σήμερα. Ξεφύλλισέ το, μπαίνω για μπάνιο, λέει και της δίνει ένα υπηρεσιακό φιλί.

«Σε παραδέχομαι φίλε, άψογος χειρισμός», σκέφτηκε η Αθηνά. Σε είδα με το Τζενάκι στην Ασκληπιού, με είδες και συ, αλλά δεν είσαι σίγουρος τι είδα. Να σου πω, είχα και τον νου μου στις ειδήσεις, γιατί λέγανε για τον Ελαιώνα. Μεγάλη επένδυση, και πρέπει να είμαστε μέσα. Πιο σοβαρό θέμα, δεν νομίζεις; Ξέρω ότι συμφωνείς. Αγοράζεις λοιπόν δώρο από το διπλανό βιβλιοπωλείο, που κατά κάποιον τρόπο εξηγεί την παρουσία σου εκεί. Εφόσον χρειαστεί. Αλλά η καλλιτεχνική πινελιά είναι η επιλογή του βιβλίου και η αφιέρωση: «Μαζί μέχρι το τελευταίο ηλιοβασίλεμα». Υπενθύμιση της ανδρικής σου αξιοπιστίας! (Να δω εμένα στοχοποιημένη ακτιβίστρια κι εσένα δίπλα μου, απέναντι στους δολοφόνους… Ε, πάει, το τερματίσαμε!). Τι θα τράβηξες, καημένε μου, μέχρι να τα μοντάρεις όλ’ αυτά. Δυστυχώς, ποτέ δεν θα μάθεις πόσο σε θαύμασα. Έχεις ακόμα πολύ βρόμικη δουλειά με τις χρήσεις γης και τ’ αμφισβητούμενα οικόπεδα. Άσε τις περίεργες υποθέσεις που έχεις κλείσει για την εταιρεία. Χαμάλης πολυτελείας είσαι! Το αξίζεις το ερωτικό μπόνους, δεν κοστίζει και τίποτα…

-Αγάπη, παραγγέλνω κινέζικο!, του φωνάζει και πετάει το βιβλίο στην τσάντα. «Να θυμηθώ κάποια στιγμή να το πάω στη δημοτική βιβλιοθήκη. Κρίμα να πάει χαμένο». Η Αθηνά διάβαζε αρκετά, παρά τον περιορισμένο χρόνο της. Έτσι είχε μάθει και τα δυο παιδιά τους. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν το είχε αγοράσει αφού έκανε το κλασικό λάθος να δει πρώτα την ταινία. Ο κινηματογράφος, βλέπετε, έχει λεηλατήσει τη μαγεία της λογοτεχνίας για να φτιάξει τον δικό του μύθο. Το αντίτυπο αυτό όμως, έτσι κι αλλιώς δεν επρόκειτο να το κρατήσει. Θα το έβαζε στην αναγνωστική ανακύκλωση.

***

Πέρασαν μήνες από τότε. Ο «Επίμονος κηπουρός» παρέμενε ανέγγιχτος στα ράφια της δημοτικής βιβλιοθήκης. Εκείνο το απόγευμα δεν είχε πολύ κόσμο στην αναγνωστήριο. Αλίμονο! Πού ζούμε! Είχε μάθει όμως από μικρός να έρχεται. Οι γονείς του Χάρη τον έφερναν εδώ με την αδελφή του για να εξοικειωθούν με τα βιβλία και το διάβασμα. Από έξι ετών είχαν κάρτα μέλους. Έμεινε η συνήθεια του διαβάσματος, της βιβλιοφιλίας. Ακόμα και τώρα, που συνεχίζουν να σπουδάζουν, και οι παρέες τους είναι εδώ και κει, τη βόλτα στη δημοτική βιβλιοθήκη θα την κάνουν. Πότε μαζί, πότε χώρια. Εκεί ο Χάρης γνώρισε την Άννα. Στον διάδρομο με την ξένη λογοτεχνία. Εκείνος εντυπωσιάστηκε με το βιβλίο που την είδε να διαλέγει και με αυτό που είδε γενικώς στη μορφή της.

-Το έχεις διαβάσει; τον ρώτησε, καθώς τον είδε να κοιτάζει επίμονα.

-Όχι, αλλά έχω δει την ταινία. Μετά, δεν λέει να το διαβάσεις.

-Κι εγώ την έχω δει. Αλλά μου τράβηξε την προσοχή η αφιέρωση. Του την έδειξε. Σήκωσε το φρύδι. Φρόντισε να μην γελάσει ειρωνικά.

-Δεν έχει υπογραφή, ποιος να το χάρισε; Άνδρας ή γυναίκα;

-Ή κάτι άλλο; συμπλήρωσε εκείνη.

-Ναι βέβαια, θα μπορούσε, απάντησε ο Χάρης εξίσου σοβαρά.

-Και φαίνεται ολοκαίνουργιο. Δεν έχει διαβαστεί. Πώς βρέθηκε στη βιβλιοθήκη;

-Πολλά μυστήρια…, η υπόθεση σηκώνει καφέ!

Άκρη δεν βγήκε με την αφιέρωση, αλλά ήταν ζευγάρι εδώ και μερικούς μήνες, και το βιβλίο είχε πια γίνει η ιστορική αναφορά τους. Στην ερώτηση του πώς γνωριστήκατε, είχε την κυρίαρχη θέση. Έπλαθαν με τον νου τους διάφορες ιστορίες για τους προηγούμενους κατόχους του βιβλίου. Ποια ιστορία αγάπης κρυβόταν; Ποια περιπέτεια; Κάποιος θανάσιμος χωρισμός; Μια ηρωική θυσία; Σίγουρα, οι άνθρωποι αυτοί θα ήταν ξεχωριστοί, κατέληγαν. Δεν θα ήταν από αυτούς που συναντά κανείς καθημερινά! Το δανείζονταν εναλλάξ και το είχαν πάντοτε μαζί τους.

Μια Παρασκευή, την κάλεσε στο σπίτι. Θα της γνώριζε τους γονείς του.

«Όπως ξέρεις, ο πατέρας μου είναι δικηγόρος και η μάνα μου αρχιτεκτόνισσα. Όλη την ημέρα τρέχουν σε δουλειές. Αλλά, κάθε Παρασκευή βράδυ μαζευόμαστε όλοι. Θα παραγγείλουμε κινέζικο και θα δούμε καμία σειρά. Φυσικά, θα τους πούμε για το βιβλίο. Είμαι περίεργος να δω τι γνώμη θα έχουν για την αφιέρωση. Μην ξεχάσεις να το φέρεις μαζί σου!».

 

 

 

 

*Χρήστος Μαργανέλης. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Παλιά Κοκκινιά του Πειραιά. Σπούδασε σε Νυχτερινή Τεχνική Σχολή. Σήμερα είναι συνταξιούχος και κατοικεί στο Περιστέρι Αττικής. Έχει δημοσιεύσει το ιστορικό διήγημα «Ο πραματευτής», στην «Ανοικτή βιβλιοθήκη» και στην ιστοσελίδα «Το βιβλίοnet».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top