Fractal

Πόνος για την γενέτειρα Μεγαλόνησο

Γράφει η Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη //

 

Η νέα ποιητική συλλογή του Μάριου Μιχαηλίδη «Των Ενυπνίων»(εκδ. Νίκας). Μια απόπειρα κριτικής προσέγγισης.

 

Τελικά τι είναι η νύχτα; Ο αδιαμφισβήτητος εαυτός των ενυπνίων; Ο καθρέφτης τους; Μια σκοτεινή, όσο και διάφανη «παρουσία», φευγαλέα και μαγική, γεμάτη με τα όνειρα και τους εφιάλτες της; Ή απλώς ο αντίποδας της μέρας; Όπως και να αντιπροσωπεύεται καλύτερα, είναι συναρπαστικό ένα βιβλίο να αφιερώνεται στα κατ’ εξοχήν παιδιά της, τα όνειρα, με τον πολύπλευρο τρόπο που το κάνει η νέα ποιητική συλλογή του Μάριου Μιχαηλίδη «Των ενυπνίων», η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νίκας.

Το μότο από την «Τρικυμία» του Σαίξπηρ, με το οποίο ο Μιχαηλίδης ξεκινά την περιήγησή του στον κόσμο των ονείρων, συνοψίζει το ευρύτατο φάσμα των συλλογισμών στους οποίους ο κόσμος αυτός αποδίδεται. Και ποιος είναι αυτός ο κόσμος; Προφανώς όχι εκείνος που αντικατοπτρίζει τα όνειρα που κάνουμε ξύπνιοι, στην πραγματικότητα. Μάλλον είναι ο κόσμος των κανονικών ενυπνίων, ή, ο κόσμος των συναισθημάτων, και ο κόσμος του ελληνικού μύθου και της ιστορίας – τρεις εκδοχές, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τόσο όνειρα, όσο και εφιάλτες.

«Μετέωρος κολυμβητής // Σε αεροστεγώς κλεισμένο σύμπαν // Συσκευασία πόθων // Με ημερομηνία λήξεων ναδίρ // Έτσι μού ’ρχεται να μην ξαναδώ όνειρα», μας λέει ο Μιχαηλίδης σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής – το «δ’», μεταφέροντάς μας σε μια δίσημη ατμόσφαιρα ορισμού τόσο ενός πραγματικού ενυπνίου, όσο και μιας μεγάλης επιθυμίας, η οποία όμως παραμένει απατηλή.

Τα όνειρα είναι απατηλά. Αυτή η αίσθηση διαποτίζει ολόκληρη την ποιητική συλλογή· χαρακτηριστικό παράδειγμα λόγου χάρη αποτελεί το ποίημα «κβ΄», στο οποίο ο ποιητής γράφει αναφανδόν: «(…) Κι ατίθασα θραύσματα γίνονταν // Αιμάτινες αιχμές που πέφτοντας // Θρυμμάτιζαν επιφάνειες ονείρων…».

Τι άλλο μπορεί να θρυμματίζει τις επιφάνειες των ονείρων εκτός από την πραγματικότητα; Διαβάζουμε στο ποίημα «ια’»: «Τα τοπία μας μολύνθηκαν // Οι εσώκλειστοι ρύποι διαστέλλονται // Και η μεμβράνη ξερνά // Έμπυα αποστήματα… Το πράγμα επείγει // Οι αρχές να βγάλουν επιτέλους // Τα λερά τους πρόσωπα και // Να φορέσουν // Κατάλευκα αγάλματα και / Κήπους με ανεμώνες». Άλλο ένα παράδειγμα δίσημου ποιήματος, όπου η κυριολεξία παραπέμπει στη μόλυνση του περιβάλλοντος, αλλά η συνυποδήλωση μιλά για την διαφθορά της εξουσίας, και την ηθική έκπτωσή της.

Συγκλονιστική μάλιστα είναι η απεικόνιση της ιστορικής πραγματικότητας του Ελληνισμού, μέσα από το απέθαντο όνειρο του κυπριακού ελληνισμού για ελευθερία, αλλά και τον μόνιμο εφιάλτη της ιστορίας του, έτσι όπως αυτός παρουσιάζεται στο «κγ’». Στο συγκεκριμένο ποίημα, ο Μιχαηλίδης συνδυάζει δύο ποιητικούς τρόπους: αρχίζει με στίχους και συνεχίζει με πεζό κείμενο. Το εκπληκτικό είναι ότι στο πεζό μιμείται και αποδίδει με ξεχωριστή ικανότητα, γλωσσικά και υφολογικά, την “μαρτυρία” του κύπριου Ιερέα Γεωργίου Οικονόμου. Ο ποιητής, στο σημείο αυτό, στηρίχτηκε στα όσα αναφέρει ο ιστορικός Κηπιάδης στα Απομνημονεύματά του σχετικά με τις επισκέψεις του Κανάρη στα βόρεια παράλια της Κύπρου, καθώς και στα όσα θλιβερά συνέβησαν την 9η  Ιουλίου 1821 στη Λευκωσία. Αξίζει, πιστεύω, να δούμε όλο το ποίημα.

Ο ΔΙΑΚΟΝΟΣ  Ανδρόνικος είδε καθ’ ύπνους

Μάχαιρα πνιγμένη στο αίμα και

Σπουργίτια με σφαγμένους λαιμούς

Να γυροφέρνουν στα στενά της Λευκωσίας

 

Μα το ’πε κι ο λοξίας γέροντας Θεόδουλος

Δραγάτης ο ύπνος και τα σεντόνια μια θηλιά στο

Ικρίωμα του ονείρου

Γρηγορείτε  ότι  ολοφύρεται η νύχτα και

Στεναγμός βρυχιέται ανείπωτος

 

Τον παρηγορούσε όμως που  ο παπά Γεώργιος

Έλεγε πως όπου να ’ναι θα φανεί ένα

Τρικάταρτο που το λαλούν Ελλάδα

 

Σήμερον εν έτει 1821 και μηνί Ιουνίω, εγώ ο ελάχιστος Γεώργιος, ιερέας εις τον Άγιον Ευλάλιο Λαπήθου, ανέβλεψα φωτί μεγάλω, γιατί πάλε ήρτασιν απού την Ελλάδαν ο Κανάρης τζαι οι εδικοί του αράξοντας κάτω εις του Γιαλού την Πέτραν. Ότι την αρμάταν των Τούρκων την εβάλασιν ομπρός τζαι ύστερις που το φευγιόν της είπασιν να πάρουν μιτά τους σιτάρκα τζαι ζα. Επέψαν δκυό νομάτους, μα το χωρκόν αντίρρησεν εις την πλερωμήν τζαι κατεβήκαν στον γιαλόν ούλλοι οι χωρκανοί  με ρίφκια, σιτάρκα  τζαι καμπόσα που τους κήπους. Εγώ εκράτουν το Ευαγγέλιον τζαι με τους ψαλτάες εψάλλαμεν Τη Υπερμάχω. Οι γεναίκες εστέκουνταν μαζί με τα παιθκιά τους τζαι εκλαίασιν οπού είμαστον ούλλοι στην σκλαβκιάν χρόνους πολλούς τζαι η Ελλάδα ήτουν πολλά μακριά μας. Εφκήκεν έξω ο Κανάρης τζαι μιτά του άλλοι ναύτες κλαίοντα με τα που ’θωρούσαν. Τότες επήαν οι χωρκανοί τζαι  εμπήκασιν στο πλοίον με τα πράματα που εκουβαλούσαν τζαι εγένηκεν σαν να’τουν παναΐριν.

Ήρτεν η ώρα τους να φύουσιν τζαι εμείς εστεκούμαστον περίλυποι εν ταις καρδίαις ημών. Ετραβήσασιν την άγκυραν, εσηκώσαν τα πανιά τζαι φευγόντα, έναν κομμάτιν της καρκιάς τζαι του μυαλού μας έφευκεν μιτά τους.  Τέσσερις δικοί μας, ο Κωστής του Σάββα, ο Στυλλής του Αντρέα, ο Νίκος του Παυλή τζι’ ο Βαρνάβας του Αδάμου, είπαν το τζ’εκάμαν το. Εχωστήκαν μες στ’ αμπάριν τζ’ επηαίναν να πολεμήσουν τον Τούρκο στην Ελλάδαν.

 

Άκουγε ο διάκονος Ανδρόνικος κι ένιωθε στα

Σπλάχνα του  ελευθεριάς λαλήματα

Μα  σαν  έριχνε η νύχτα  βαρύ  ένα πέπλο

Ένιωθε πάλι  που μια μαύρη  σπάθα ορθωνόταν…

 

Ξημερώματα του μηνός Ιουλίου ημέρα ενάτη τζαι πριχού να βκει ο ήλιος, έστειλεν ο τριασκατάρατος Κιουτσιούκ Πασάς τζαι επιάσασιν τον Αρχιεπίσκοπον τζαι ούλλους του Δεσποτάες που τάχατες εξεσηκώνασιν τον κόσμον τζαι εδκιούσαν τους όπλα να κάμουν επανάστασιν. Λόγια τούτα του Κιουτσιούκ που εφουσκώσασιν τα μυαλά της Πόρτας. Τζαι εφέραν τους στη Χώραν, στο Σαράιν, τζ’ εσφάξαν τους οι άπιστοι. Τότες ήτουν που εμαύρισεν ο ουρανός τζαι σ’ ούλλην την Κύπρον εγένηκεν χαλασμός Κυρίου που τα αστραπόβροντα τζαι την ανεμοζάλην.

 

Μάριος Μιχαηλίδης

 

Οι συγκρίσεις με την προ 47 χρόνων τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και με τις ακατάπαυστες απειλές που δέχεται ο Ελληνισμός από την γείτονα, περιττεύουν.

Ο πόνος για την γενέτειρα Μεγαλόνησο, καθώς και η άδολη αγάπη για την Ελλάδα, είναι άλλη μια συνιστώσα της θεματικής του Μιχαηλίδη, και όχι μονάχα σε τούτη την ποιητική συλλογή. Εδώ, στο εξαιρετικό πεζόμορφο «κδ’», ο ποιητής διαπορεύεται την ελληνική ιστορία με τρόπο επικό: «…Και τότες το πέλαγο εθεοκρούστη και γίνηκε καταποτήρας που τους ρούφηξεν όλους εξόν από εκείνο το τρικάταρτο που έλαμνε γοργά μες στου γιαλού τα πλάτη κι ακόμα γοργολάμνει το σκαρί που το λαλούν Ελλάδα…».

Όλα όμως σ’ αυτό το βιβλίο εκτυλίσσονται σαν όνειρο και σαν εφιάλτης, ακόμη και ο μύθος: «Έγερνε ο ήλιος και μια σκιά // Πλημμύριζε το υπογάστριο του ουρανού… // Τότε έβγαινες εσύ γυμνή και ματωμένη // κρατώντας στάχυα αμφιτενώς και // Ανακρούοντας δύσθυμους παιάνες // Έπιανες με τα ελευσίνια χέρια σου // Κάνιστρα καρπούς…», μας γράφει στο ποίημα «ιη’», παραπέμποντάς μας στην θεά Δήμητρα.

Σαν όνειρο εκτυλίσσεται ακόμη και ο έρωτας, ο οποίος παντού περικλείει μιαν απώλεια. Το πρόσωπο της αγαπημένης είναι αόρατο και άπιαστο, και δυστυχώς, κατοικοεδρεύει μονάχα μέσα στο όνειρο: Παράδειγμα το ποίημα «η’» στο οποίο ο Μιχαηλίδης λυρικότατα το επικαλείται: «Όμως φεύγοντας από // Τις γαλάζιες ώρες // Θυμήσου εμένα που // Συλλαβίζω τον έρωτα // Στους έρημους δρόμους // Του κόσμου μας».

Από αυτούς τους «έρημους δρόμους», μας αποκαθαίρει η νύχτα. Μας το δηλώνει ξεκάθαρα το ποίημα «ι’», αλλά και το «ιζ’»: «Νύχτα μου καλή μου νύχτα // Τίναξε τα κρόσια των εβένων σου // Κι άκου το πλατάγισμα // από τα κρίματα της μέρας // Μες στη συναστρία των ερώτων σου // Υπέροχο ενδιαίτημα και εξιλασμός // Την ώρα της συμπαντικής αποδημίας».

Δεν είναι, όμως, μονάχα ο λυρισμός που χαρακτηρίζει την συναισθηματική ποίηση του Μιχαηλίδη. Είναι -σε εξαιρετικό βαθμό- και  ορισμένες μεταφορικές επινοήσεις που αγγίζουν τα όρια ενός λεπτού αυτοσαρκασμού. Γράφει, λόγου χάρη, στο ποίημα «ε’»: «Έγραψα ένα ποίημα // Σε χαρτί συσκευασίας τροφίμων // Όταν πέθανε το γατί μας το // Περιτύλιξα με ποίηση // Τώρα κάθομαι και λογαριάζω // Σε ποιες χωματερές μας έχουν ρίξει».

Την ίδια διάθεση παρατηρούμε και στο  ποίημα «ιδ’», αλλά αυτή τη φορά με έντονη χρήση των μέσων του υπερρεαλισμού: «Η σκευή μας είναι καμωμένη // Από ευγενή μέταλλα // Τροχεία αθιγγάνων έτριζαν ακαταπαύστως // Υπό το βλέμμα των λαμπρών εκείνων τελετών // Υπέρ της παλινοστήσεως των μονοπτέρων // Στιλπνά και αγέρωχα έντομα // Με προτεταμένα επιστόμια // Έκρουαν τις πανοπλίες μας (…) // Τι καλά, τι καλά // Αντιφώνησε ο πρωινός κορυδαλλός. // Ωστόσο στα ευγενή μας μέταλλα // Αντηχούν ακόμη τα σαρκικά άσματα και // Τα θραύσματα των οστών μας…».

Το διαχρονικό αμάλγαμα της ελληνικής γλώσσας που χαρακτηρίζει το έργο του Μιχαηλίδη κοσμεί και την εν λόγω ποιητική του συλλογή, παραπέμποντάς μας στον μεγάλο Κωνσταντίνο Καβάφη, τον οποίο άλλωστε ο ποιητής επικαλείται συχνά. Είναι ένα αμάλγαμα το οποίο, μαζί με την ελληνική αρίθμηση των ποιημάτων, υπερτονίζει όχι μόνο την ευχέρεια με την οποία αυτός «παίζει» με τη γλώσσα, αλλά και την αγάπη του γι’ αυτήν.

Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά ακόμη για τούτη την πολλά σημαίνουσα ποιητική συλλογή του Μάριου Μιχαηλίδη. Θα προτιμήσουμε όμως να ολοκληρώσουμε εδώ την ανάλυσή μας,με μια αναφορά στο λυρικότατο πεζόμορφο «λζ’» και τους εαρινούς εξιλασμούς που προσφέρει, καθώς και στο «λη’», το οποίο με «των δασκάλων την ψυχή», μας ορμηνεύει «Τόλμη και γράμματα, πίστη, αγάπη και θάρρος // Για των καιρών τα γυρίσματα»…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top