Fractal

Διήγημα: “Ομίχλη”

Γράφει ο Γιάννης Πολυβώτης // *

 

 

 

 

 

Ομίχλη

 

Ντίνο μου, κρίμα που δε γνώρισες τον παππού σου. Κρίμα, ο Κωστής μου είχε τα ομορφότερα μάτια που ‘χω δει ποτές μου. Είχε ο άτιμος δυο μεγάλες πράσινες πέρλες, σα δυο δίνες ήταν, σε ρουφούσαν κατευθείαν στο βυθό τους. Αν πρόσεχες λίγο καλύτερα, το δεξί μάτι είχε στην άκρη του μια κίτρινη πιτσιλιά ‒ η υπογραφή του Θεού στο δημιούργημά του, έτσι του ‘λεγα για να τον πειράξω. Δυστυχώς, κανείς σας δεν πήρε τα μάτια του. Ούτε συ, ούτε η μάνα σου, ούτε η θεια σου. Κανείς σας. Φοβήθηκε ο Θεός να ξαναδώσει τέτοια μάτια σ’ άνθρωπο και τα κράτησε κείνος. Τουλάχιστον πήρες τ’ όνομά του, παιδί μου, κάτι είναι κι αυτό… Να πεις στη μάνα σου να ‘ρθει να με δει, έχει τρεις μέρες να περάσει, με ξέχασε. Να ‘ρθει να με ζυγίσει που δε βλέπω τα νούμερα στη ζυγαριά. Με στενεύει η μπλούζα, να δεις που πήρα κανά δυο κιλά, καταραμένα να ‘ναι…

Εσύ ‘σαι, Αγγελική; Δε σε κατάλαβα, με περγελούν τα μάτια μου, μεγάλωσα βλέπεις. Έλα, ανέβα να μας ψήσω καφεδάκια, να πούμε καμιά κουβέντα. Να σε τρατάρω λουκούμι τριαντάφυλλο; Πεντανόστιμα είναι, μου τα ‘φερε η κόρη μου. Περίμενε να μας βγάλω δυο καρέκλες να καθίσουμε στη βεράντα ‒ τις φυλάω μέσα να μη σκονίζονται όξω. Απ’ το γύφτο τις πήρα ‒ένα εικοσάρικο οι δυο‒ αλλά βγήκαν σκάρτες, το βγάζουν δε το βγάζουν το καλοκαίρι. Δε θα ξαναπάρω τίποτες απ’ αυτόν… Τι νέα, φιλενάδα; Τι κάνουν τα παιδιά σου; Εγώ όπως τα ξέρεις, εδώ, παρέα με τη μοναξιά μου. Ευτυχώς έχω τα κορίτσια μου. Δυο φορές τη βδομάδα έρχονται για τα χρειαζούμενα. Με προσέχουν πολύ οι καλές μου… Σταμάτησα να πολυκυκλοφορώ, βλέπεις, πονούν τα γόνατά μου, δεν είμαι πια για σούρτα‒φέρτα… Από καμιά φορά περνά κι ο εγγονός μου, ο Ντίνος μου, να δει τη γιαγιά του το παλικάρι μου. Να δεις πως μεγάλωσε ο μονάκριβός μου, δε χωράει απ’ την πόρτα πια, σκύβει για να περάσει. Του παππού του έμοιασε, θυμάσαι τον Κωστή μου, Αγγελική; Θυμάσαι πόσο ψηλός ήτανε στα νιάτα του; Όχι βέβαια τέτοιο μπόι σαν του Ντίνου μας. Σήμερα οι μανάδες δε βγάζουν παιδιά, θεριά βγάζουν. Απορώ πώς η Ελένη κατέβασε τέτοιο ντερέκι απ’ τα μέσα της χωρίς να μου μείνει στα χέρια.

Αμ πώς, μου πήρε η μάνα σου και κινητό να ‘χω. Για μια ώρα ανάγκης, λέει. Να μη χρειάζεται να σηκώνομαι ως το σταθερό, λέει. Μα είμαι γω για τέτοια; Αυτά είναι για σας, όχι για μας τους γέρους. Μα και συ, αγόρι μου, όλη μέρα μπλίκι‒μπλίκι είσαι, θα τα φας τα ματάκια σου, όπως τα ‘φαγα γω τόσα χρόνια στο ραφτάδικο… Μη με κρίνεις απ’ τα τωρινά, φωτιά ‘βγαζαν τα χέρια μου κάποτες. Βελόνι, κλωστή, δακτυλήθρα: αυτά ήσανε όλη μου η ζωή. Βλέπεις εκείνο το μικρό μαξιλαράκι, αυτό που ‘ναι πάνω στο τζάκι; Αυτή είναι η πελότα μου, μια ζωή τη μεταχειριζόμουν, σήμερα απέμεινε αναμνηστική. Τίποτες δεν έμεινε απ’ τα ραφτικά μου, τα χάρισα όλα εδώ κι εκεί. Ως και τη μηχανή τη δώσαμε στον παλιατζή, μόνο χώρο έπιανε. Το τι ‘χα φτιάξει με τα χέρια μου, Ντίνο μου, δε λέγεται. Πήγαινε μέσα στη ντουλάπα να καμαρώσεις εργόχειρα: κατωσέντονα, μαξιλαροθήκες, κουβερλί και δε συμμαζεύεται. Πάρε για σένα ό,τι θελήσεις, παιδί μου, άχρηστα μου ‘ναι μένα πια…

Ευτυχώς, Κωστή μου, που δε ζεις πια και δε βλέπεις την κατάντια μου. Αν έβλεπες πού μ’ έκλεισαν οι κόρες σου, θα τις σκότωνες με τα ίδια σου τα χέρια. Φαγώθηκαν, βλέπεις, οι λεγάμενες να δώσουμε το σπίτι μας αντιπαροχή. Να μπω, λέγανε, σ’ ένα διαμέρισμα της προκοπής, να γίνω άνθρωπος… Μπούρδες! Χρόνια με ζάλιζαν, στο τέλος με κατάφεραν ‒γλυκόστομες, από σένα πήραν‒ και ο Αργυρίου ‒ένας γερολαδάς εργολάβος της πλάκας‒ σήκωσε τούτη δω την αηδία, κακό χρόνο να ‘χει. Δεκάξι διαμερίσματα σύνολο, τα δυο τα πήραμε εμείς, ένα στον πρώτο και το ρετιρέ. Στην αρχή επέμεναν οι κόρες σου να κρατήσω το ρετιρέ, αλλά τι να το ‘κανα; Να κάθομαι μονάχη μου παρέα με τα πουλιά και τα σύννεφα; Καλύτερα στον πρώτο, από δω βλέπω κανέναν άνθρωπο που περνά απ’ το δρόμο μας και ξεχνιέμαι… Κωστή μου, πάει το σπίτι μας, πάει ο κήπος μας, τα δέντρα μας, πάνε όλα, άδικα των αδίκων. Θυμάσαι τι βεγγέρες κάναμε κάτω απ’ την κρεβατίνα; Θυμάσαι τι τραβούσαν οι γείτονες εξαιτίας μας κάθε δεύτερο Σάββατο; Ως και τους χωροφύλακες που ‘στελναν για διατάραξη, τους έπειθες να κάτσουν μαζί μας για κανά δυο ποτηράκια πριν το διαλύσουμε. Καταφερτζής μια ζωή! Σαν ‘ριξαν το σπιτάκι μας, όμως, μου ‘πεσαν τα μαλλιά απ’ τη στεναχώρια… Οι κόρες σου ‒για να με καλοπιάσουν‒ μου πήρανε τις πιο μοντέρνες συσκευές, αλλά τι να φτουρήσουν μπρος στη μασίνα μου; Έπειτα από κείνη την καταραμένη μέρα, τα φαγητά μου έχασαν τη νοστιμιά τους… Τελοσπάντων, ας μη τα σκαλίζω. Τουλάχιστον έσωσα τα έπιπλά μας, ως και τα δυο πιθάρια του κήπου κράτησα ‒ αυτά που ‘χες ζωγραφίσει εσύ, θυμάσαι; Σαν τακτοποιήθηκα ‒από πλήξη θες; από παράπονο;‒ το ‘ριξα στην κηπουρική. Γέμισα τη μπροστινή βεράντα με ζαρντινιέρες, αναρριχώμενα, λουλούδια, γλάστρες, μπαχάρια… Κακός χαμός, βοτανικός κήπος, έτσι μου λέγανε οι γειτόνισσες. Καμάρι το ‘χα. Τι τα θες, πέρασε ο καιρός, κουράστηκα να τα φροντίζω όλα μονάχη μου… Πάγωσε το χώμα τους, μαράθηκαν, τ’ άφησα και μ’ αφήσαν… Αυτά τα καινούρια σπίτια ‒τα διαμερίσματα‒ δεν τα θέλω καθόλου, σαν στοιβαγμένες κονσέρβες μάς έχουν παραπεταμένους. Θυμάσαι Κώστη μου, τότες που τα στομάχια των ταχυδρόμων χαλάγανε από τους καφέδες των νοικοκυραίων και οι σκουπιδιάρηδες τραγουδούσαν πάνω στα τρίκυκλά τους; Σήμερα κάτι κοριτσούδια στο σούπερ μάς παίρνουν τα ψιλά μες απ’ το χέρι, και αν θες να πληρωθείς πρέπει πρώτα να κλειστείς σ’ ένα κλουβί, πριν σ’ αφήσουνε να μπεις μέσα στην τράπεζα. Ασ’ τα, βράς’ τα, Κωστή μου, τυχερός είσαι που ‘φυγες πρώτος και γλίτωσες τα ρεζιλίκια μας, Ακούς; Ακούω να λες…

Εσύ ποιανού είσαι; Συμπάθα με, ξεχνάω πρόσωπα, παραμεγάλωσα, περνάνε τα χρόνια… Η μάνα σου καλά είναι; Πάντα καλά. Θες ν’ ανέβεις να σε κεράσω τίποτες; Έγινε, παιδί μου, όπως αγαπάς. Πήγαινε στην ευχή του Θεού. Να μου φιλήσεις τη μαμά και να προσέχεις στο δρόμο.

 

 

Καλώς τη θυγατέρα μου. Έλα! Βόλεψ’ τα στις θέσεις τους κι έλα να καθίσεις να τα πούμε. Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου, τι θα ‘κανα χωρίς εσάς δεν ξέρω. Μη περπατάς ξυπόλυτη, περίμενε να σου φέρω παντόφλες. Αχ, θα την αρπάξεις κι είναι ύπουλος ο καιρός φέτος. Πριν φύγεις να θυμηθείς να μου κόψεις τα χάπια στα τέσσερα… Α, θυμάσαι τη Μαρία, του μπακάλη η μάνα; Πέθανε ψες, η Βαρβάρα μού το ‘πε. Αύριο θα τη θάψουν, Θεός σχωρέσ’ την, μικρότερή μου ήτανε νομίζω… Όχι, δε θέλω. Αφού ξέρεις ότι σταμάτησα τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Καλύτερα έτσι, γλυτώνω και τα πολλά κόλλυβα – δεν είμαι για τέτοια με το ζάχαρο που ‘χω. Σ’ όλους λέω ότι πονούν τα γόνατά μου για να με συγχωρήσουν που δεν πηγαίνω… Φτου‒φτου, μη με βασκάνω, μια χαρά είν’ τα πόδια μου, δόξα σοι ο Θεός. Αλλά, κακομοίρα μου, μη σου ξεφύγει τίποτες πουθενά και ρεζιλευτώ τώρα στα τελευταία μου. Πρόσεχε, εμπιστευτικά σ’ το λέω.

Τώρα που μαλάκωσε ο καιρός βγαίνω και κάθομαι στη βεράντα, να σεργιανίσουν λιγάκι τα μάτια μου, πλαντάζω μες στο σπίτι κάθε χειμώνα. Να πεις της Κούλας να περάσει να μου ‘σιάξει λιγάκι τα μαλλιά. Περνάει ο κόσμος και με βλέπει έτσι αναμαλλιασμένη, ντροπής πράματα… Καθώς έρχεσαι, άνοιξε το ράδιο, έχω τα κέφια μου. Ο Ντίνος μου εικοσαρίζει σήμερα… Καλέ, όχι τόσο δυνατά, χαμήλωσέ το. Κλείσε τουλάχιστον τη μπαλκονόπορτα να μην ακούγεται απόξω.

Ο Κωστής μου όλη μέρα στο μαγαζί ήτανε, φρόντιζε να μη μας λείπει τίποτες. Κορώνα στο κεφάλι του μας είχε και τις τρεις. Ανάθεμά τον που σηκώθηκε κι έφυγε έτσι ξαφνικά. Εμείς οι γυναίκες είμαστε καταδικασμένες απ’ το Θεό γιατί μας έδωσε πιο γερά κορμιά απ’ των ανδρών μας. Στην αρχή φέρνουμε τα παιδιά τους, έπειτα τα κάνουμε ανθρώπους και στο τέλος τούς θάβουμε και τους πενθούμε. Ευχή και κατάρα να γεννηθείς γυναίκα… Πριν ένα μήνα έκλεισα τα ογδόντα τέσσερα, το πιστεύεις; Παντρεύτηκα πριν εξήντα δύο χρόνια και χήρεψα πριν εικοσιδυό. Δες τη βέρα μου, δες την πως έχει βυθιστεί μες στο δέρμα. Θαρρείς το σώμα μου προσπαθεί σιγά‒σιγά να την καταπιεί, σα να θέλει να σβήσει τις μνήμες μου πριν αποδημήσω εις Κύριον και κατέβω στο μνήμα. Μνήμες‒μνήμα, μπα σε καλό μου, χωρατεύω κιόλας… Είκοσι δύο χρόνια ζω με το φάντασμά του… Συνήθως τον βρίσκω να κάθεται ήσυχος‒ήσυχος στην πολυθρόνα του όπως έκανε πάντα. Μερικές φορές όμως, ζωντανεύει, βάζει τα καλά του και με περιμένει να σινιαριστώ, να βάλω το κόκκινο φόρεμα ‒το αγαπημένο του‒ και να βγούμε τσάρκα στου Νάσου, στο ταβερνάκι πίσω από τις γραμμές των τρένων… Δύο ολόκληρα χρόνια έκανε υπομονή ώσπου να παντρευτούμε, το πιστεύεις; Δυο χρόνια εγώ τίποτες, ούτε φιλί δε του ‘δωσα. Και ο δύσμοιρος περίμενε, περίμενε μέχρι να πω το ναι… Ντίνο μου… σχώρα με, αμαρτία να με βλέπεις έτσι… Σε παρακαλώ, μη δίνεις σημασία στα μάτια μιας γριάς. Γέρασα και ξεμωράθηκα… Μη παίρνεις τη ζωή και πολύ στα σοβαρά, της αξίζουν όλα και τίποτες συνάμα.

Κωστή μου, έλα, κάθισε εδώ. Μου λείπεις πολύ, ψυχή μου. Έλα, κάθισε σιμά μου να σε χαρώ πριν μας ξεχάσω μια και καλή. Δε σε χορταίνουν τα μάτια μου… Θυμάσαι τότες που ερχόσουν με την κούρσα και πηγαίναμε για τα κρασάκια μας με τον Τόλη, τη Δέσποινα, το Μίμη και τους άλλους; Κερατάδες, φύγατε όλοι σας και μ’ αφήσατε τελευταία να κλείσω την πόρτα. Γελώ και κλαίω με τις αναμνήσεις μου, νιώθω σα να ‘μαι μονάχη μου στον κινηματόγραφο. Να ‘παιζε και τίποτες καινούριο, συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, χιλιοπαιγμένες κοπιές που φθείρονται, σκευρώνουν και χάνουνται. Ας είχα τη δύναμη να φύγω με το κεφάλι ψηλά… Σου τ’ ομολογώ, αν και δε πρέπει. Ήρθε η ώρα, Κωστή μου, να πέσει η αυλαία και για μένα. Μια ζωή έτρεμα το θάνατο ‒το δικό μου και των αλλωνών‒, μα τον συνήθισα, δε τον φοβάμαι πια. Με κούρασε ο φόβος του, με κούρασε να τον προσμένω εδώ μέσα κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους, τους γεμάτους μ’ ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Προς τι; Οι θύμησές μου απέμειναν μονάχες τους: εσύ, τα μάτια σου, τα σουαρέ με τους φίλους μας, τα γιασεμιά του κήπου, το γέλιο του αδελφού μου, οι πλεγμένες ποδιές των κοριτσιών, το τριγωνάκι του Ντίνου που λέει τα κάλαντα. Θύμησες όλα, τίποτες αληθινό. Μα και αυτές τρεμοπαίζουν, σώνεται το λάδι τους, έρχονται και φεύγουν σα να μην τις έζησα ποτές μου. Σα να μου τις έδωσε κάποιος να τις φυλάξω προσεχτικά, ώσπου να γυρίσει πίσω και να του τις παραδώσω ακέριες. Ό,τι αγάπησα γλιστρά μες απ’ τα χέρια μου, όπως οι κορφές των δέντρων που η ομίχλη καταπίνει σαν κατεβαίνει απ’ το βουνό… Φεύγοντας σβήσε το φως. Καλή μας αντάμωση, άγγελέ μου…

Κάθισε, Ντίνο μου, πάω να μας φέρω τα καφεδάκια μας. Πόση ζάχαρη να σου βάλω; Καθόλου; Είσαι σίγουρος, παιδί μου; Σκέτος ο καφές είναι δηλητήριο. Τουλάχιστον θες λίγο γλυκό συκαλάκι; Ούτε απ’ αυτό; Α, γι’ αυτό εσύ ‘σαι έτσι κομψός… Πες μου, τι κάνει το κορίτσι; Καλά είναι; Πότε θα το πάρεις; Μην είσαι μπουνταλάς, αν τ’ αργείς θα σ’ αφήσει γι’ άλλονε και θα το χτυπάς το κεφάλι σου. Θα με θυμηθείς όταν θα ‘ναι αργά… Πώς τη λένε; Όλο μου λες και όλο το ξεχνάω. Α ναι, ωραίο όνομα έχει. Να μου γράψεις το όνομά της κάτω από τη φωτογραφία σας στην κορνίζα, να το θυμάμαι… Να εδώ, γράψε: Κωνσταντίνος‒Βασιλική. Καλά καλά, μη φωνάζεις: Ντίνος‒Βίκυ. Εσείς να ‘στε καλά, γλυκά μου παιδιά…

 

 

 

[Δράμα – Λονδίνο, 18 Δεκέμβρη 2019 – 12 Γενάρη 2020]

 

 

* Ο Γιάννης Πολυβώτης γεννήθηκε στη Δράμα το 1988, σπούδασε Αρχιτεκτονική στη Θεσσαλονίκη και ζει στο Λονδίνο. Διηγήματά του έχουν βραβευτεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, εκδοθεί σε συλλογικούς τόμους και δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top