Fractal

Διήγημα: “Νεράντζια θανάτου”.

Του Παύλου Δ. Πέζαρου // 

 

 

 

Νεράντζια θανάτου

Ανθρώπινα πάθη σε καιρούς ταραγμένους III.

 

Πιάτο απλώνεται το λιμάνι από κάτω. Το μεγάλο καΐκι κάνει τον κύκλο του, πλησιάζει αργά στο μώλο και οι ναύτες, αφού δέσουν τα παλαμάρια στην προκυμαία, σηκώνουν και απιθώνουν προσεκτικά την κοφίνα στο μόνο διαθέσιμο μεταφορικό μέσο.

Μόλις αγνάντεψαν από ψηλά την πομπή, το κάρο να φέρνει τον πεθαμένο πατέρα από την Πρωτεύουσα, οι γυναίκες αλαφιάστηκαν κι άρχισαν να ολολύζουν, να χτυπούν τις παλάμες τους, να τις σφίγγουν και να τις σηκώνουν ψηλά, έτσι όπως αντίκριζαν λατρευτικά το Χριστό στο σταυρό κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Πολύ αργότερα, είδε μια μοναδική φορά να κάνουν το ίδιο και οι ηθοποιοί του χορού στο αρχαίο θέατρο.

Τα παιδιά παράτησαν το πετροβόλημα και στράφηκαν άλαλα στο γκρίζο, νοτισμένο κάμπο, να βλέπουν την αργή κίνηση του κάρου να σκαρφαλώνει στο χωριό. Θα πήρε πάνω από μια ώρα να φτάσει στα πρώτα σπίτια.

Έρχεται ο πατέρας, φώναζαν τα μικρότερα, ο οχτάχρονος Στυλιανός κι ο πεντάχρονος Μήτσος, ενώ ο Σταμάτης, ήταν δεν ήταν δύο χρονών, κοιτούσε και απορούσε με το θρήνο, της χαροκαμένης μάνας, της Καλής, όνομα και πράγμα, έκλαιγε κι αυτός, από την πείνα όμως, αφού είχε μείνει ατάιστος από το πρωί.

Έρχεται, είπε κάποιος, έρχεται να θαφτεί στη γη του, ν’ αντικρίζει για πάντα το πέλαγο από ψηλά. Έρχεται ο παλικαράς του χωριού, ο φτωχός οικογενειάρχης με τα τέσσερα αγόρια και τα τρία κορίτσια, να τον λατρέψουν οι γυναίκες, όπως του πρέπει.

Πού να βρεθούν λουλούδια αυτή την εποχή, Φλεβάρης μήνας, παγωνιά κι όλα ξερά. Μόνο τα ξινά πρασίνιζαν με τους καρπούς τους να δίνουν χρώμα στο παράξενο γκρίζο. Κι όταν τον απόθεσαν στη «σάλα» του φτωχόσπιτου, μια-μια έρχονταν οι γυναίκες να δουν το τελευταίο του πικρό χαμόγελο χαραγμένο στα λατρεμένα χείλη και να του φέρουν, να πάρει μαζί του, τι; Σπίτια, χωράφια άδεια αυτή την εποχή, άδειες οι αποθήκες, οι στάμνες και τα κιούπια, περίσσιο τίποτα, κι η καθεμιά προσήλθε με μια αγκαλιά κλωνιά από τις νεραντζιές, άχρηστα δέντρα, μόνο για στόλισμα, άντε και για κάποιο σπιτίσιο γλυκό, όποτε βρισκόταν ζάχαρη. Μια αγκαλιά κλωνιά με τα νεράντζια πάνω τους.

Ολόλυζαν οι γυναίκες κι ο Σταμάτης πεινούσε και όσο τις έβλεπε, τόσο έχανε κάθε ελπίδα ότι κάποια θα τον προσέξει να κλαίει απελπισμένα. Κι έλαμψε το μάτι του μόλις είδε τα νεράντζια πάνω στο φέρετρο, μαμ φώναζε κι άπλωνε το χέρι του να τα φτάσει, να τα πάρει από το φέρετρο (γιατί τα βάζουν σ’ αυτό το μπαούλο έτσι ψηλά, σκεφτόταν μάλλον) και να τα φέρει στο στόμα του.

(Ενορία Κύμης, 2000)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top