Fractal

Διήγημα: “Ο έκτος από το πρωί”

Γράφει ο Σωτήρης Παυλέας // *

 

 

 

 

Τα πρώτα σημάδια κύφωσης στην πλάτη είχανε φέρει το δεξί του ώμο λίγο πιο χαμηλά, μια μικρή αστάθεια ήταν εμφανής στο περπάτημα του. Ωστόσο, αυτό δεν φαινόταν ικανό να πτοήσει τον κύριο Π από το να κάνει την προσπάθεια του να ετοιμαστεί γρήγορα, να τρέχει από δωμάτιο σε δωμάτιο, να ψαχουλεύει νευρικά στις ντουλάπες, να βάλει το καλό του σακάκι, τα καλά του παπούτσια, το καλό του πουκάμισο. Όφειλε, επίσης, να στρώσει την αραιή χωρίστρα στο γκρίζο του μαλλί, να μην ξεφεύγει τρίχα – μα γιατί δεν πήγε στον μπαρμπέρη χθες που είχε χρόνο; πώς και δεν το προνόησε; – Έπρεπε, φυσικά, και να ξυριστεί, προσεκτικά, να μην κοπεί, αλείφοντας τα γεμάτα πανάδες μάγουλα του με το καλό του άφτερ σέιβ. Το είχε κάνει δώρο ο γιος του, το έφερε από το εξωτερικό, όταν έκανε τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Ο κύριος Π δεν το είχε αποτελειώσει ακόμα. Έβαζε σπάνια από λίγες σταγόνες, το φύλαγε στο πάνω ράφι στο ντουλαπάκι του μπάνιου, κυρίως για τις φορές που τους επισκεπτόταν, ένιωθε ότι τον τιμούσε με αυτό τον τρόπο. Μετά τις σπουδές του, ο γιος είχε εγκατασταθεί μόνιμα πια έξω, είχε παντρευτεί και εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός, με υπεύθυνη θέση σε μια διεθνή κατασκευαστική εταιρεία. Ο κύριος Π ένιωθε ότι τον τιμά, φυλώντας το άφτερ σέιβ, διότι τον είχε κάνει έναν υπερήφανο πατέρα. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον έβλεπε συχνά, οπότε οι επισκέψεις του ήταν σημαντικές, ιδίως όταν γινόντουσαν με την οικογένεια. Και πολύ πιο σημαντικές, με την οικογένεια στην οποία είχε προστεθεί πριν πέντε χρόνια ο μικρός Π, το πρώτο εγγονάκι, είχε πάρει το όνομα του παππού του και είχε μετατρέψει τον κύριο Π σε ένα χαζοπαππού πρώτης τάξης.

Το ήξερε ότι έπρεπε να βιαστεί, να ετοιμαστεί, και του το υπενθύμιζε όλη την ώρα η κυρία Φ, η σύζυγος, η οποία είχε ενεργοποιήσει από το πρωί όλες τις συσκευές στην κουζίνα σε συνεχείς διεργασίες. Έπρεπε από την πλευρά της να φροντίσει για το πλούσιο τραπέζι, να υποδεχτούν το γιο με την οικογένεια. θα προσγειώνονταν το μεσημέρι και θα έρχονταν απευθείας για φαγητό. Και φυσικά, ήταν αυτονόητο ότι θα μαγείρευε μεταξύ άλλων λιχουδιών, την περίφημη συνταγή της, χοιρινό με δαμάσκηνα, το αγαπημένου του γιου. Η αποστολή του κύριου Π ήταν να μην την αφήσει να τα κάνει όλα μόνη της, δύο χέρια μόνο έχει κι αυτή – τι να πρωτοκάνει; Έπρεπε να κατέβει άμεσα στο κέντρο της πόλης στην κρεαταγορά και να διαλέξει τα καλύτερα φιλέτα, να ρωτήσει, να σιγουρευτεί ότι είναι ντόπια. Είχε πολύ καιρό να κατέβει στο κέντρο με το τρένο, θα ήταν μια ωραία απόδραση από τις καθημερινές ‘οδηγίες’ της συζύγου.

Ο κύριος Π ήταν κάτι παραπάνω από ενθουσιασμένος. Στη βιασύνη του σκόνταφτε από την αστάθεια, κουτουλούσε στις πόρτες, δεν τον ένοιαζε, είχε βάλει και ραδιόφωνο να ακούσει μουσική, ήταν μέρα γιορτής. Ωστόσο, αυτοί οι παλιοσταθμοί, αντί να παίζουν μόνο τραγούδια, όλο και διακόπτανε το πρόγραμμα για να κάνουν ανακοινώσεις, να μεταδίδουν τις εξελίξεις στο θέμα της μετάδοσης του επικίνδυνου ιού που είχε εμφανιστεί στη χώρα τους τελευταίους μήνες. ‘Αμάν πια με αυτόν τον ιό, μας έχουνε πρήξει’, μονολόγησε, ‘έχουμε άλλα να ασχοληθούμε τώρα, πιο ευχάριστα’. ‘Άντε γρήγορα, και μην ξεχάσεις να πάρεις τη μάσκα σου’, επανήλθε και τόνισε η κυρία Φ. Ο χαζοπαππούς κατεύνασε και το μυαλό του ήδη ταξίδευε λίγες ώρες μετά, όταν θα είχε και πάλι στην αγκαλιά το εγγονάκι.

Περπατούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σε λίγο θα έφθανε στη στάση του μετρό, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν για να οργανώσει την αποστολή του. Πριν την σύνταξη, ήταν υπομηχανικός σε δημόσια τεχνική υπηρεσία, έπρεπε και είχε μάθει να τα κάνει όλα σωστά. σε ποια στάση έπρεπε να κατέβει, σε ποιον κρεοπώλη να πάει, ποιο κρέας να αγοράσει, τα είχε πάρει όλα μαζί του άραγε; Το πορτοφόλι, το είχε πάρει; Το έβγαλε με άγχος από την τσέπη να το ξαναελέγξει. Μέσα στη βιασύνη, του έπεσε στα χορτάρια του πεζοδρομίου. Έσκυψε πιάνοντας την μέση του να το μαζέψει και αναγνώρισε τον παλιό του εχθρό. Το περδικάκι. Κάποια στιγμή είχε διαβάσει ότι η επίσημη ονομασία του φυτού ήταν παριετάρια. σε κάθε περίπτωση δεν το έκανε πιο συμπαθές στον κύριο Π. Η αλλεργία του σε αυτό, είχε ταλαιπωρήσει τα περισσότερα από τα νεανικά του χρόνια. Στο χωριό που μεγάλωσε, την άνοιξη και το καλοκαίρι, τον έπιαναν συχνά πυκνά κρίσεις φταρνίσματος. Εκείνα τα χρόνια δεν ξέρανε και πολλά από αλλεργίες και αντισταμινικά, με αποτέλεσμα η υπερπροστατευτική μητέρα του – θεός σχωρέστην – να νομίζει ότι είναι άρρωστος, να τον κρεβατώνει συνέχεια και να χάνει ξέγνοιαστες ώρες παιχνιδιού. Ο κύριος Π χαμογέλασε σε αυτές τις αναμνήσεις. ‘αλλά σε νίκησα όμως’ σκέφτηκε μνησίκακα, η αλλεργία τον είχε ξεχάσει για τα καλά.

Κοντοστάθηκε μπροστά από το μηχάνημα, χτύπησε το εισιτήριο του αργά και σταθερά, να το κάνει σωστά, να διασφαλίσει ότι δεν θα κολλήσουν οι θύρες, δεν θα τον καθυστερήσουν, ο συρμός μόλις είχε σταματήσει στην πλατφόρμα. Έτρεξε να μπει, παλεύοντας με την αστάθεια του και σφίγγοντας το πορτοφόλι στην τσέπη. Δεν έπρεπε να χάσει το τρένο, η κυρία Φ περίμενε τα φιλέτα πως και πως, ‘θέλανε χρόνο να καλοψηθούν’ του είχε εξηγήσει, ο γιος θα φίλαγε τα καλογυαλισμένα μάγουλα του κυρίου Π, το εγγονάκι θα όρμαγε στο σπίτι φωνάζοντας ‘παππού παππού’.

Το βαγόνι ήταν μισογεμάτο, βρήκε χώρο και στάθηκε στην μέση του. Οι ενημερωτικές οθόνες δεν διαφημίζανε πολιτιστικές εκδηλώσεις πια, όπως θυμόταν. Είχανε κατακλυστεί από σιωπηλές ανακοινώσεις για τον νέο ιό – είκοσι νέα κρούσματα στην πόλη Α – δέκα νεκροί σήμερα στην πόλη Β. Ξαφνικά, οι επιβάτες δίπλα του άρχισαν να του αφήνουν περισσότερο χώρο, να απομακρύνονται, έμεινε να στέκεται στο κέντρο ενός νοητού κενού δακτυλίου. Έκανε μια διακοπή από τις σκέψεις οργάνωσης της αποστολής του, κοίταξε γύρω του διερευνητικά. Μια σειρά από ζευγάρια ματιών, τον είχανε κάνει το επίκεντρο της προσοχής στο βαγόνι, μάτια διαφορετικά. άλλα καστανά, άλλα μαύρα, άλλα νεανικά, άλλα γερασμένα. Όλα όμως έδειχναν σχιστά, του έριχναν το ίδιο θυμωμένο βλέμμα, κύματα από βλέμματα πάνω από μια θάλασσα από ιατρικές μάσκες. Ο κύριος Π ρίγησε, η κύφωση στην πλάτη βάρυνε, τα πόδια του δεν τον κράταγαν καλά.

Είχε ξεχάσει να πάρει την μάσκα του. Μου το είχε πει και ξαναπεί η πάντα ενοχλητική με τις ‘οδηγίες’ της, κυρία Φ – μα που το είχε το μυαλό του; Αλλά είχε τόσο καιρό να μπει στο τρένο, σκεφτόταν άλλα. Έκανε μια περιστροφή να κοιτάξει γύρω. Ήταν ο μοναδικός που δεν φορούσε μάσκα. Χαμήλωσε το κεφάλι, ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Μα πώς το ξέχασε, πώς είχε κάνει αυτό το λάθος, αυτός που είναι πάντα τόσο οργανωτικός, όλοι οι συνάδελφοι στην υπηρεσία είχαν να το λένε. Μια παγερή σιωπή είχε απλωθεί στο βαγόνι, ένιωθε τα βλέμματα των επιβατών να τον διαπερνάνε, ελέγχανε την κάθε του μικροκίνηση. Οι ανακοινώσεις στις οθόνες επέμειναν στην μακάβρια ενημέρωση – είκοσι νέα κρούσματα στην πόλη Γ – δέκα νεκροί στην πόλη Δ. Ο κύριος Π δεν άντεχε τη θέση που βρισκόταν, το μόνο που ήθελε ήταν να ολοκληρώσει την αποστολή του, να αγοράσει τα σωστά, φρέσκα, ντόπια φιλέτα, να τα παραδώσει (πανηγυρικά) στην σύζυγο να τα μαγειρέψει, να υποδεχτούν μαζί το εγγονάκι τους.

Άρχισε να απελπίζεται, ντρεπόταν, έφερε τα χέρια του στο κεφάλι – απερισκεψία, διαπίστωσε λίγα δευτερόλεπτα μετά. Μύρισε άθελα του τα δάχτυλα, ήταν γεμάτα με την οσμή από το περδικάκι. Ο παλιός νικημένος εχθρός δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Άρχισε να τον γαργαλάει η μύτη, όλο το αναπνευστικό του σύστημα μπήκε σε υπερδιέγερση. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να φταρνιστεί, δεν έπρεπε να δώσει δικαίωμα. Έκλεισε την μύτη του, το έκανε χειρότερο, προσπάθησε να μην το σκέφτεται, όμως το γαργαλητό ήταν ανυπόφορο, τα μάτια του άρχισαν να δακρύζουν, είχε κοκκινήσει από την πίεση. Ο κόσμος μαζεύτηκε περισσότερο, μπήκε σε θέση ετοιμότητας, τα βλέμματα κλιμακώθηκαν από θυμωμένα σε αγριεμένα. Στις οθόνες, είκοσι κρούσματα στην πόλη Ε – δέκα νεκροί στην πόλη Ζ.

Ο κύριος Π φταρνίστηκε. Ο κύριος Π τελικά φταρνίστηκε, χάνοντας την ισορροπία του, κάνοντας περιστροφή λόγω της αστάθειας, βρέχοντας τους συνεπιβάτες γύρω του. Πέρασαν μερικές στιγμές απόλυτου τίποτα, απόλυτης αδράνειας, απόλυτης σαστιμάρας. Ένας κουστουμαρισμένος κύριος διέλυσε απότομα την αδράνεια, σήκωσε τον βαρύ καφέ χαρτοφύλακα, με τα δυο χέρια ψηλά και χτύπησε με δύναμη τον κύριο Π στο σαγόνι, φωνάζοντας ‘δεν θα ξαναφταρνιστείς σκατόγερε!’. Ο κύριος Π σωριάστηκε στο πάτωμα, συνέχισε όμως να φταρνίζεται, φτύνοντας πια σάλια με αίμα. Η παγερή σιωπή που προϋπήρχε στο βαγόνι, μετατράπηκε σε άναρχα ουρλιαχτά πολέμου. Μια ηλικιωμένη κυρία παράτησε τα βελόνια και το καλτσάκι που έπλεκε στο κάθισμα, σηκώθηκε, έβγαλε το μαύρο μποτίνι της και άρχισε να τον βαράει με μανία στο κεφάλι, γρυλίζοντας ‘να έμενες σπίτι σου, αντίχριστε!’. Ο κύριος Π προσπαθούσε να αποφύγει τα χτυπήματα, έσφιγγε μαζί και το πορτοφόλι, έπρεπε να γυρίσει με τα φιλέτα, τον περίμενε η κυρία Φ – συνέχισε να φταρνίζεται. Ένα μικρό κορίτσι που παρακολουθούσε από πίσω, έφυγε από το χέρι της μητέρας της, πέρασε τρέχοντας ανάμεσα στον κόσμο, άρπαξε τα βελόνια που είχε παρατήσει η ηλικιωμένη και τα έμπηξε με ορμή στα μάτια του κυρίου Π, τσιρίζοντας ‘δεν θα ξαναδακρύσεις!’. Στα επόμενα δευτερόλεπτα, το αλλεργικό πρόσωπο του χαζοπαππού δεχόταν κλωτσιές και μπουνιές από παντού. Σταμάτησαν μόνο όταν ακούστηκε το σπάσιμο του κρανίου.

Λίγο πριν φθάσει ο συρμός στην επόμενη στάση, όλα είχαν τελειώσει. Ο κύριος Π κείτονταν στο πάτωμα, τα χέρια του κράταγαν ακόμα το πορτοφόλι γύρω από το ανοιγμένο κεφάλι – είχε σταματήσει να φταρνίζεται. Ο νοητός κενός δακτύλιος εμφανίστηκε και πάλι στην μέση του βαγονιού, δακτύλιος αποστασιοποίησης των επιβατών από τα δενδροειδή ρυάκια αίματος που ανέβλυζαν από το κρανίο . Ο κουστουμαρισμένος σήκωσε το χαρτοφύλακα, τον σκούπισε και ίσιωσε τη γραβάτα. η ηλικιωμένη καθάρισε τα βελόνια και ξαναέπιασε το πλεχτό. το κοριτσάκι γύρισε στην αγκαλιά της μητέρα της. Οι οθόνες συνέχιζαν τη σιωπηλή μετάδοση των αριθμών ενημέρωσης.

Δύο άτομα με ειδική στολή και φορείο είχανε ειδοποιηθεί και περίμεναν στην πλατφόρμα. Με το άνοιγμα των θυρών, μπήκανε και στάθηκαν πάνω από το πτώμα. ‘Είναι ο έκτος από το πρωί’, σχολίασε ουδέτερα ο ένας. Κοιταχτήκανε, κατεύνασαν και οι δύο, κατέβασαν το φορείο και ξεκίνησαν την περισυλλογή του κύριου Π.

 

 

 

* [Με λένε Σωτήρη Παυλέα, ζω και εργάζομαι στην Αθήνα. Τα τελευταία δύο χρόνια ασχολούμαι με τη δημιουργική γραφή. Κείμενα μου έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικούς ιστότοπους, ενώ πρόσφατα, διήγημα μου διακρίθηκε στην μικρή λίστα του διαγωνισμού του Eyelands.]

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top