Fractal

Ο έρωτας και η απουσία του. Η απώλεια και το πένθος.

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

 

 

 

 

Διονύσης Μαρίνος «Μπλε ήλιος», εκδ. Μεταίχμιο

 

«Αν τη ρωτούσε κανείς πριν από καιρό, θα απαντούσε με πόνο, διότι το είχε νιώσει στο πετσί της, ότι η καρδιά του Γεράσιμου είναι σαν ένα μεγάλο δωμάτιο. Ό,τι και να βάλεις εκεί μέσα να το στολίσεις, θα χαθεί σε μια παγωμένη απεραντοσύνη».

Με μία ενδιαφέρουσα δομή και την τεχνική χρήσης τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο Διονύσης Μαρίνος ξετυλίγει ένα σύνηθες ανθρώπινο  δράμα με ασυνήθεις εξελίξεις. Η πυκνή σε νοήματα γραφή του, άλλοτε ποιητική  και άλλοτε δημοσιογραφική- πάντα αισθαντική-, η διεισδυτικότητα στο εσώτερο των ηρώων του, η ευφυής διαχείριση της ροής του μύθου του, δημιουργούν ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με κυρίαρχο το παγκοίνως αναζητούμενο νόημα της ύπαρξης μέσα από την ανθρώπινη επαφή, εντέλει μέσα από την αγάπη. Ο έρωτας και η απουσία του.

Μαριάννα και Γεράσιμος. Ένας πολυετής γάμος σε αργό ρυθμό, χαμηλή θερμοκρασία, με όλα τα κοινωνικά πρέπει “ On”, τον έρωτα μισοαποψυγμένο προϊόν σχεδόν έτοιμο προς κατανάλωση. Τους χωρίζει μία δεκαετία. Εκείνος γύρω στα εβδομήντα, εκείνη μία καλοδιατηρημένη εξηντάρα. Εκείνος κλασικό αρσενικό που είχε πεισθεί ότι η έκφραση των συναισθημάτων δεν ταιριάζει στο φύλο του. Εκείνη ακόμη και όταν ξεχείλιζε από συναίσθημα το άφηνε να σβήσει. Στο κρεβάτι τους ο καθένας στη θέση του, το κέντρο ανέπαφο, σύνορο αδιάβατο ακόμη και στη διάρκεια των σπάνιων, χλιαρών ερωτικών τους συνευρέσεων.

 

«Το φως του δειλινού σκορπάει ακόμα κι αυτές τις αναμνήσεις που πάντα την ερεθίζουν όσο τις επαναφέρει στο προσκήνιο. Θα μπορούσαν να πήγαιναν μια βόλτα, έναν κινηματογράφο, να έπιναν οι δυο τους έναν καφέ, τα παιδιά είχαν μεγαλώσει, δεν τους χρειάζονταν συνέχεια μέσα στα πόδια τους. Είχαν ακόμη μια ευκαιρία να έρθουν κοντά, αλλά εκείνος έτρωγε γρήγορα, κάπνιζε το τσιγάρο του με δυνατές ρουφηξιές λες και δεν υπήρχε αύριο (Θα υπήρχε αύριο;) […]

Όταν πια βυθιζόταν σε μακάριο ύπνο η Μαριάννα άκουγε τη βαριά του ανάσα, το άρρυθμο ροχαλητό του, ενώ πίσω του, στο σαλόνι, στην κουζίνα, στο μπάνιο, από όπου τέλος πάντων περνούσε, είχε αφήσει τρύπες παντού να χάσκουν, που εκείνη προσπαθούσε να τις κλείσει μόνη της. Δεν γινόταν.»

 

Ιάσονας. Ένας σαραντάρης συγγραφέας σε αναζήτηση έμπνευσης. Σε μία σχέση που δεν πηγαίνει άλλο… Έρχεται σε επαφή με ένα απρόσμενο γεγονός, από εκείνα που έχουν καταλυτικές επιδράσεις στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων.

Δίνει το φιλί της ζωής σ’ έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που κατέρρευσε στη μέση του δρόμου. Τον ακολουθεί στο νοσοκομείο. Ειδοποιείται η σύζυγος από το τηλέφωνό του. Εκείνη, η Μαριάννα με μισοκουρεμένα μαλλιά εγκαταλείπει το κομμωτήριο και σπεύδει στο νοσοκομείο. Η συνάντηση μοιραία. Τον Ιάσονα τον έλκει παράξενα η συγκλονισμένη ώριμη γυναίκα από τον φόβο του πιθανού επικείμενου θανάτου του συζύγου της. Επιδιώκει την επαφή.

 

«Έξω ο ήλιος καίει, κι όμως αυτοί πήραν ζεστό καφέ που αχνίζει στα πρόσωπά τους, κρύβονται πίσω από την αχλή που σηκώνεται από το στόμιο του χάρτινου κυπέλλου σαν κισσός. Κάποιες στιγμές η σιωπή τους έχει πεισματική αντίσταση, συσσωρεύεται στα χείλη τους, κάνει τα χέρια τους να γραπώνουν το κύπελλό τους και να αφήνουν τη δριμύτητα της ζέστης να τους τσούζει έως το κόκαλο. […] Η Μαριάννα τραβάει μια τούφα από τα πιασμένα της μαλλιά. Της συνέβαινε πάντα όταν αισθανόταν αμηχανία να κάνει μικρά δακτυλίδια με τις άκρες των μαλλιών της. […]

“Δεν τα έφτιαξες τελικά” της λέει με νάζι.

“Που χρόνος; Τώρα προέχουν άλλα”

“Να τα κόψεις μπορεί να σου πηγαίνουν κοντά”. 

 

Τη Μαριάννα την συναρπάζει το ενδιαφέρον του νέου άντρα, παρά τον ειλικρινή πόνο για την κατάσταση του συζύγου της. Με διαρκή φλας -μπακ αναθυμάται τη ζωή της, την εγγύτητα που της έλειψε, το πάθος που δεν βίωσε, όλα όσα είχε δικαίωμα να ζήσει και δεν έζησε. Μήπως τώρα είναι η ώρα;

 

«Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά που οδηγούσαν στον όροφο της ΜΕΘ, το σώμα της αποκτούσε ξανά βάρος, γινόταν απτό, το στήθος της σφιγγόταν, το μυαλό της προσπαθούσε να αμυνθεί στην εικόνα του Ιάσονα, να μπει ξανά στην ιεροτελεστία του πόνου, έτσι όπως καθοριζόταν από τον χώρο, τη στιγμή, τη συνθήκη.»

 

Διονύσης Μαρίνος

 

Ο Διονύσης Μαρίνος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα αντιφατικά συναισθήματα της ηρωίδας του, με γραφή συγκλονιστικά ενδοσκοπική.

Αφηγείται με ημερολογιακές καταγραφές την πορεία της υγείας του Γεράσιμου, τις ανείπωτες σκέψεις, τους δισταγμούς έκφρασης των δικών του συναισθημάτων, για τους οποίους ψέγει τον εαυτό του. Καταγράφει λεπτομερώς τα συναισθήματα της Μαριάννας, τον πόνο και την ανησυχία για το μέλλον, τις ψυχικές της παλινδρομήσεις  από την ανάγκη για έρωτα που έχει τη μορφή του Ιάσονα που όμως μένει ανέκφραστη. Η ηρωίδα του πάντα διστακτική, εσωστρεφής, ενοχική, καθώς ο θάνατος καραδοκεί. Η απώλεια είναι σχεδόν βέβαιη.

 

«Η Μαριάννα βλέπει τη βροχή από το παράθυρο του σπιτιού της και μια μοναξιά, σαν παλίρροια, τυλίγει το σώμα της. Τα μάτια της σπιθίζουν ήρεμα, καθώς οι σταγόνες πέφτουν στις γλάστρες του μπαλκονιού και τις ποτίζουν. Έχει ξεχάσει να μαζέψει τις καρέκλες και κάτι ασπρόρουχα, αλλά δεν αποφασίζει να βγει έξω. Προτιμά να είναι προφυλαγμένη πίσω από το κρύο τζάμι. Η βαριά κουρτίνα που της κρύβει τη μισή εικόνα του έξω κόσμου, είναι σαν κρυφός υπαινιγμός. Η αθέατη πλευρά της καθημερινότητας της διαφεύγει». 

 

Ο Ιάσονας πληγώθηκε από τον αιφνίδιο θάνατο του αδελφού του, η πένα του είχε πάθει αφλογιστία, λες και πριν δεν έγραφε για ανθρώπους αλλά για ομοιώματά τους. Προσπαθούσε να απωθεί αντίστοιχα γεγονότα ώστε να μη τον ρίχνουν στη σπείρα της δικής του απώλειας. Το φιλί ζωής στον Γεράσιμο, η συγκίνηση της Μαριάννας για τον πιθανό χαμό του άντρα της τον συγκλονίζουν, τη βλέπει ως ομοιοπαθή, θέλει να ενώσει το δικό του πένθος με το δικό της, να την αγγίξει, την ερωτεύεται. Βρίσκει ξανά τη χαμένη του έμπνευση.

 

«Εκείνος, της εξηγεί πως οι λέξεις είναι κοντά του τώρα, τις αισθάνεται δίπλα του, τον συντροφεύουν, και το κείμενο απλώνει σιγά σιγά, αλλά με σταθερούς ρυθμούς. Δεν ξέρει τι να του απαντήσει, δεν γνωρίζει από τέτοια πράγματα.

“Μπορεί να ευθύνεσαι εσύ γι’ αυτό” της λέει κομπιάζοντας».

 

Ο Γεράσιμος πριν βυθιστεί σε κώμα αναλογίζεται αυτά που δεν έζησε, όση αγάπη δεν πρόσφερε με λόγια, με εγγύτητα, με ζεστασιά, όση δεν κατάφερε να εισπράξει από τη δική του ψυχρότητα.

Πεθαίνει. Τα πάντα αρχικά υποχωρούν μπροστά στην απώλεια, το πένθος. Ο συναισθηματικός κόσμος της ηρωίδας παρά τις αμφιταλαντεύσεις, δέχεται το βαθιά ριζωμένο μέσα της κατεστημένο ως λογική. Το αντικείμενο του πόθου της έχει μέλλον ενώ εκείνης βαίνει προς τη λήξη του. Η αξιοπρέπεια επικαλύπτει την ανάγκη.

 

«Έξω από το παράθυρο, στο νοητό κενό του βλέμματός της που ορίζεται από την επικράτεια του ουρανού, το μπλε φως αρχίζει σιγά σιγά να γέρνει και να χάνεται. Σαν να μην έχει προλάβει να υπάρξει και ηττήθηκε από το σκοτάδι που το κύκλωνε. Πόσο μικρή είναι η μπλε ώρα. Πόσο πολύτιμα μικρή.»

 

 

Το βιβλίο του Διονύση Μαρίνου είναι μια ελεγεία για τις χαμένες ευκαιρίες φυσικής απόλαυσης της ανθρώπινης εγγύτητας, μια ιστορία για τη μοναξιά που επιβάλλουν κάποιες κατεστημένες παλιές αντιλήψεις που δυστυχώς συνεχίζουν να διαβρώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις, σαρώνουν επιθυμίες και πάθη. Είναι ακόμη, ένα άτυπο χρονικό κάθε επικείμενης απώλειας και πένθους, γραμμένο με γραφή συγκλονιστικά ενδιαφέρουσα.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top