Fractal

«Ο τρώσας και ιάσεται»

Γράφει ο Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου //

 

 

 

Ελένη Αράπη: «Μικρή Μεθόριος», Ιωλκός, 2023, σελ.80

 

Εδιζησάμην εμεωυτόν [Αναζήτησα τον εαυτό μου.]

 

Η ρήση του Ηράκλειτου είναι η προμετωπίδα και των πέντε ενοτήτων του βιβλίου. Πέντε ενότητες που η ποιήτρια φρόντισε να έχουν σαν μαρμαροχάρακτα προπύλαια [όπως ένα κατάφορτο δένδρο ρίχνει κάποιους από τους καρπούς γύρω του και σημαδεύει την εμβέλεια των κλαδιών του] αυτόνομα υπαινικτικά ρητά· σαν βελόνες πυξίδας που προσανατολίζουν την ‘’Αργώ’’ της σκέψης του αναγνώστη προς το χρυσόμαλλο δέρας του νοήματος.

Με όχημα το βαθυσκάφος του Ίμερου και με ακούραστες καταδύσεις στη γλώσσα και τη λέξη, η Ελένη Αράπη αλιεύει από το βυθό έρημα, ξεχασμένα κελύφη, αλλά και άγνωστους

ολοζώντανους πνευματικούς θησαυρούς. Με σκευή τις κλασσικές πηγές [πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, καθηγήτρια φιλολογίας] αισθητοποιεί το Αρχαίο Κάλλος, διακοσμεί τις πολυστρωματικές συνθέσεις παρεμβάλλοντας ονόματα και τοπωνύμια της μυθολογίας, ρήσεις και φιλοσοφικά αποφθέγματα. Ο ορυκτός πλούτος αναμεμειγμένος με «άμμο, κουρέλια και δονήσεις» αναπαλαιώνεται σε εναλλακτική φαντασμαγορία με αδιάκοπες μεταπηδήσεις από τα παλιά στα νεοφανή και με δραπετεύσεις των νεοφανών προς τα παλιά, καταργεί το βάραθρο που χωρίζει το χθες από το σήμερα κι ένας ηδύς, άχρονος ίλιγγος μας κατακλύζει.

Η ρήξη του «παρθενικού υμένα των λέξεων» ανοίγει τον δρόμο προς τα απρόσιτα πέρατα της ψυχής, προς την βαθύτερη γνώση του εαυτού, την ψυχολογική και μεταφυσική του διάσταση, στο αμέτρητο βάθος του Λόγου. Οι λέξεις, με την στατική και εννοιολογική τους διάρθρωση, επαναφέρουν την εκφραστικότητα χωρίς να ‘’σοκάρουν’’ τις συνήθειες της ποιητικής μας προσδεκτικότητας:

 

«Αίγαγρος τρύπησε τη μέσα σπηλιά/ κάλπασε καταρράκτης/ το ρο της ροής έφερε/

το ρο του οργασμού»  [ΤΟ ΡΟ ΤΗΣ ΡΟΗΣ]

 

Η μοναδικότητα της καίριας ερωτικής στιγμής που ψαύει άφοβα τον θάνατο κι αποκορυφώνεται σε μια βεβαίωση δημιουργίας, μέσα σε άπλετο φως. Μια εξομολογητική εξόρμηση που αρθρώνεται από λέξεις πυριφλεγείς, από τολμηρές ερωτικές αγορεύσεις, περιπλεκόμενες με λαμπρές εικόνες πέρα από τον αισθητό κόσμο, για την στιγμή της ύψιστης ερωτικής ευτυχίας που ακυρώνει την χρονική μας μηδαμινότητα:

 

«[…] μια βίωση εφηβική/ άναψε τον λύχνο/της σάρκας/ […]/ ΠΛΑΝΗΤΑΣ/ δίχως

όνομα/ ιστορία εστία/ […]/ Κάτω απ’ τις στάχτες/ το σπέρμα ακόμα αχνίζει».

 

‘’Η φωνή της γης επαληθεύεται ήδη στα λουλούδια’’ λέει ο Ελύτης. Η θεά της γονιμότητας αναγεννά τη φύση και τις αισθήσεις, σαν την αρχαίες ποικιλίες σταφυλιού, τον ΑΣΥΡΤΙΚΟ και το  ΜΑΥΡΟΤΡΑΓΑΝΟ που κινδύνευσαν με εξαφάνιση και διατηρήθηκαν χάρη σε λίγα διάσπαρτα αμπέλια στην υπόψυχρη γη.  Τα μουσικά προστάγματα του υποσυνείδητου, αυτού του θαυμαστού κλειδοκύμβαλου που αυτολειτουργεί, μελωδούν αλησμόνητους ήχους, το πάθος και τον παλμό αυτής της ανάγκης:

 

«[…]/ το στήθος/ -ω, το στήθος-/ στον πυρήνα του/ η ΜΙΚΡΗ ΜΕΘΟΡΙΟΣ».

 

Το πιο ακριβό μα και το πιο άφθονο νόμισμα της ζωής – λέει ο Αντρέας Καραντώνης- είναι ο

Έρωτας. Μ’ αυτό το πολύτιμο νόμισμα αγοράζεις τη ζωή και εξαγοράζεσαι απ’ αυτήν.

Γιατί μόνο από το «αποτρόπαιο βάθος ενός πλάνητα Έρωτα» ξεδιαλύνεται το κουβάρι του

κόσμου, καταργείται η απάθεια της αιωνιότητας, απαντώνται όλα τα αινίγματα και ο μίτος

μας οδηγεί μέσα από τη σύγχυση των διλημμάτων και των παραβολών του νου, στο

ανερμήνευτο, πρωτόφαντο φέγγος. Το φέγγος που ‘’ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα

δείξει’’ λέει με απορία ο Καβάφης κι ο Ελύτης: ‘’Τα παλιά φαίνονται πάλι σαν καινούργια.’’

«Η ύλη λαχταράει το σπέρμα» για να πάρει πνοή κι εμείς οι βροτοί  να γίνουμε μεγάθυμοι,

φιλόμουσοι και νάρκισσοι, [Ζαγρείς, Ορφείς και Προμηθείς], ν’ αποκτήσουμε θεϊκές

παραισθήσεις.

 

Κεκλιμένο ΣΚΑΡΙ το κορμί

 

Ελένη Αράπη

 

-«Στέκεις ανέγγιχτο χρόνια/ προσκυνητής στο μουράγιο/ να σε γλείφει η θάλασσα/ Έρωτες

θύελλες καταιγίδες/ τηλέφεια τραύματα…»-

 

σκουριάζει μακριά απ’ τα πελάγη των σκιρτημάτων που γεννούν κι εποπτεύουν όλες τις κοσμολογικές αλλαγές, μέσα στις οποίες εξαφανίζεται και λησμονιέται το υλικό μας άτομο· ποθεί να ξαναενωθεί μαζί τους, να ξαναζωντανέψει τις προσφιλείς του εικόνες, να ξανανοιώσει τον αναγεννητικό συγκλονισμό.

«Ο τρώσας και ιάσεται». Μόνο αυτός που προκαλεί την πληγή μπορεί να τη θεραπεύσει, η επιστροφή στη θάλασσα, δηλαδή, των συγκινήσεων και των αισθημάτων. Μακάρια τα οξειδωμένα σκαριά -μας λέει η ποιήτρια- ότι αυτών έστιν η βασιλεία και η δόξα των ωκεανών.

 

‘’Αιών παις εστι παίζων, πεσσεύων, ΠΑΙΔΟΣ Η ΒΑΣΙΛΗΙΗ’’: Ο αιών είναι ένα παιδί που παίζει,

που παίζει πεσσούς. Η βασιλεία είναι του παιδιού [Ηράκλειτος] και η στοχαστική ματιά της

Ε. Αράπη μας βλέπει στο μέλλον σαν κάκτους αγκαθωτούς, απομονωμένους κι

αγοραφοβικούς, καταδικασμένους στην ερημική, την άνυδρη μοναξιά.

Καθώς ζει τις εποχές ο πρωταρχικός ρόλος της ψυχής, κινείται επί ξυρού ακμής στον άξονα

μεταξύ των δύο πόλων, της αγάπης και του θανάτου, του φωτός και του σκοταδιού. Στο

πλαίσιο της Καρμικής Υποχρέωσης, η ψυχή, δέχεται τις συνέπειες των πράξεων πρότερων

ενσαρκώσεων, διαδικασία που είναι μέρος της Εξέλιξής της:

 

«Σήμερα κολύμπησα/ μέχρι τις όχθες του Αχέροντα/ […]/ Λένε ότι με βρήκαν/ στα βράχια/

απ’ τη μήτρα/ σέρνεται ακόμα/ ο λώρος». [ΑΝΤΙΠΕΠΟΝΘΟΣ]

 

Στο ποίημα για τη ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ η δημιουργός θέλοντας να δείξει την πιο κρυφή, μύχια μοναχικότητα όλων, ενστερνίζεται την αφόρητη μοναξιά της Ρωσίδας ποιήτριας που παρ’ όλους τους εραστές, τον σύζυγο και τον παράφορο έρωτά της με την Σονέτσκα Χόλλινταίη

 

«παρθένα ήταν/ κανείς δεν κατόρθωσε/ να την εμβολίσει/ τόσα χέρια/ δόντια/ φαλοί/

όρθια αιδοία/ άνυδρα όλα/…/ έπλεε κεχωρημένη/ συντετριμμένη/ a-part

 

και μόνο μετά το θάνατο της Σονέτσκα, αναζητώντας την χρυσή, διασκορπισμένη τέφρα του

πάθους, το ιδανικό του αδιαίρετου φιλίας κι έρωτα, μπόρεσε να το αποτυπώσει στο χαρτί, να

περιγράψει τη θυελλώδη σχέση.

Μάχεται η ποιήτρια «ενώπιος ενωπίω εαυτόν» να ξεφύγει απ’ αυτό το αγκάλισμα. Μέχρι

όμως αυτό το «αποτρόπαιο βάθος» βλέπει μ’ εκείνη την ‘’πρώτη’’ ματιά, τόσα καινούργια

πράγματα…Έως ότου ξαναέρθει στην αρχική στάση και τάση για την απογείωση, το πέταγμα

προς τα ψηλά. Πηγή της αενάου φύσεως και ιερό σύμβολο για τους Πυθαγόρειους είναι η

Τετρακτύς και η ποιήτρια με τον Τετράκτυνο Λόγο ξεφεύγει απ’ τον μαγικό κύκλο του

φασματικού. Κράζει στον θεό του φωτός Απόλλωνα να σπάσει τη σιωπή της λύπης, το

ΕΡΗΜΟ ΦΩΣ πάλι να κατοικηθεί. Επικαλείται την Αγία Έριδα, την ανήσυχη κι ανικανοποίητη

ιδέα της Ύπαρξης, ζητώντας να πιει το μεθυστικό της νέκταρ που δίνει πρόσβαση στην

ουτοπία και το όνειρο· την ‘’Φεύγουσα’’ την Ελευσίνια κόρη, την Περσεφόνη, να μεταλάβει

τον πνευματικό άρτο· τον αιώνιο έφηβο Διόνυσο, να μας μεταγγίσει «το πνεύμα της

ενέργειας», να το αφαιρέσει απ’ την βαρβαρότητα. Eπικαλείται το πνεύμα του Άγγελου

Σικελιανού να ξυπνήσει τον «αετό των Φαιδριάδων βράχων», με τον ίαμβο [βραχύ μακρό,

βραχύ μακρό] να εμφιλοχωρήσει στη Μικρή Μεθόριο [στον πυρήνα του στήθους], με

«πλεμόνια ηχεία» ν’ αναβλύσει το «ζέον ρήμα». Εσωτερική λειτουργία που ανανεώνει τα

φαινόμενα του κόσμου.

 

Διασχίζοντας προσεκτικά τις σελίδες του βιβλίου, όπως με αργή κωπηλασία περιπλέουμε ένα

ερημικό ακρογιάλι, αναφαίνεται μέσα από την αμφιλύκη των συμβόλων και των γλωσσικών

παραφυάδων, ένας χείμαρρος χλόης, κρυμμένες διανοητικές ομορφιές και σημασίες. Σαν

σωσμένα σπαράγματα από αρχαίο πάπυρο συναρμολογούνται τα νοήματα, λάμπουν σαν

δαυλός εγερμένος μέσα από τη στάχτη. Έτσι ανάβουν οι διακλαδώσεις μιας εξερευνητικής

παρώθησης, έτσι δημιουργούνται στον αναγνώστη αφορμές και παρορμήσεις να

οραματιστεί ιδεολογικά τον κόσμο, σαλπίζοντας το δικό του μήνυμα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top