Fractal

Διήγημα: “Ταμάρα”

Γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας //

 

 

 

 

 

Εκείνη είναι πιο δίκαιη από εμένα

“Γένεση 38:26”

 

 

Χαϊδεύει την κοιλιά της με απλωτές κινήσεις, παρακολουθεί το χαμόγελό της, το σύνθετο τής το επιστρέφει πιο εντυπωσιακό, η γαλήνη πάνω σε ένα ανθοδοχείο με ορχιδέες, ζει την κάθε στιγμή, ακόμη και του ύπνου της. Μια μέλισσα ζουζουνίζει, είναι η μνήμη των όσων πέρασε, είναι η θύμηση της δύναμής της και το μεγαλείο της ψυχής που πλούμισε το σώμα με μια νέα ζωή. Ξέρει καλά πως δύναμη είναι αυτό που δεν βλέπουν οι άλλοι,  αυτό που εσύ τους επιβάλλεις υποδόρια.

Χαϊδεύει την κοιλιά της, οι λεπτοδείκτες τρέχουν, το πρωί έγινε μεσημέρι, τώρα το σύθαμπο γεμίζει το δωμάτιο, η ευτυχία είναι πιο μεγάλη απ’ το παιδί που κινείται μέσα της;

Βαριά τα βήματα έξω από την πόρτα, ήχος αμβλύς, ένας σπιούνος που κάνει επιτηδευμένο θόρυβο, ένα τρίξιμο που επιμένει, ποιος είναι; Ποιος είναι αυτός ο τρίτος που προσπαθεί να τους ξοκείλει από το ταξίδι τους; Ποιος προσπαθεί να βαδίσει δίπλα της, αυτός ο τρίτος δεν μπορεί παρά να είναι ο εχθρός. Εχθρός προ των πυλών!

Τα βήματα στάθηκαν, πήραν μια ανάσα, ακούει το χτύπημα, οξύθυμο που γίνεται βαρύ, αυτός θέλει να επιβληθεί, αυτός ο ξένος προσπαθεί να εισβάλλει στον χώρο τους, εκεί που ταξιδεύουν οι δυο, κανείς δεν χωρά δίπλα τους, αυτός ο κρότος εξακολουθεί και μια φωνή προσπαθεί να επιβληθεί στην κατάνυξη των ημερών της. Ποιος είναι; Ποιος επιμένει να τους εκτρέψει από τη ρότα τους; Και η φωνή, αυτή που αδυσώπητα  δέρνει το ξύλο, άγρια και σιγανή, τρόμο να σπείρει σε ετούτην προσπαθεί χωρίς να γεμίσει ήχο τον υπόλοιπο χώρο.

Άνοιξε!

Ω, τι ωραίο το φουστανάκι που έφτιαξες για την κούκλα σου, η μητέρα, εκείνη καμάρωνε, καρό φουστανάκια και πάνω τους κόκκινες παπαρούνες, άσπρες μαργαρίτες και σύννεφα, μετασχηματισμοί από σύννεφα, και δέντρα με άνθη, και δέντρα με καρπούς και καρποί και η γύρη των λουλουδιών και των πεύκων και μια όμορφη θάλασσα, δεν έμαθε να ταξιδεύει, φορεματάκια έραβε για τις κούκλες της και μετά, είχε κάτι ρετάλια η μητέρα, μοδίστρα η μητέρα, της τα έδινε, τα έκανε μπαλίτσες και τα έβαζε κάτωθε των φορεμάτων, μικρές μπαλίτσες στην αρχή που μέρα τη μέρα, μήνα τον μήνα μεγάλωναν, στην κοιλιά τής μιας και αρχέγονης κούκλας τα έβαζε, και η κοιλιά από ανυποψίαστη μεγάλωνε, και μετά μήνες γινόταν και πάλι όπως στην αρχή ήταν και μια νέα αλλά μικρότερη κούκλα στηνόταν δίπλα στη μεγάλη, και αυτήν τη μεγάλη κούκλα, δίπλα της έξι μικρές, την είχε ως τα δεκαοχτώ της, τότε που έφυγε από το σπίτι, πήγε στην πρωτεύουσα να βρει τον αστεροειδή της.

Και ξάπλωνε στην κοιλιά της μάνας, η μάνα το χαιρόταν, ξάπλωνε από πάντα στην κοιλιά της μάνας και νανουριζόταν, ή αγνάντευε το σύμπαν, ή μελετούσε τους θορύβους, ακούγεται; τη ρωτούσε η μάνα και λέγανε ιστορίες, η μάνα της ζωής, αυτή των ονείρων, σε κλωτσάει, ρωτούσε σοβαρά, η μάνα γελούσε, τώρα τρώει, της απαντούσε, τώρα τρέχει, τώρα ροχαλίζει και γελούσε και εκείνη με το κεφάλι στην κοιλιά και άκουγε και ονειρευόταν τη δική της κοιλιά γεμάτη ζωή. Έφτασε στα δεκαοχτώ, στην κοιλιά της μάνας η ζωή της, εκεί ονειρευόταν ταξίδια με ένα μεγάλο ιστιοφόρο, να τρέχουν οι θάλασσες, να κυματίζει η γαλήνη και η κοιλιά της με τον καρπό έτοιμο και γινωμένο, έξι γέννες είχε μετά από δαύτην την πρωτότοκη η μάνα και σαν έφτασε στα δεκαοχτώ, θα φύγω, είπε, θα πάω να βρω τον αστερισμό μου.

Πού θα πας άμαθό μου, η μάνα, ήταν η πρώτη και δεν είχαν κόψει ακόμη τον ομφάλιό τους, πού θα πας εκεί στον χαμό; Ο πατέρας ο άλαλος, δεκαοχτώ χρόνια στη δουλειά τον θυμάται, πρωί ίσαμε το βράδυ και μετά να γυρνάει βαρύς, να της χαϊδεύει το κεφάλι, τι κάμει το λατρευτό μου και μοναχά σε κάθε γιορτή και σε κάθε σκόλη στο μεσημεριανό τραπέζι να γεμίζει με γέλια το σπίτι, με διαφορετικά γέλια από εκείνα των παιδιών και της μάνας, μονάχα γελούσε ο πατέρας, έλεγε κάποιες κοφτές κουβέντες και γελούσε, αρχοντάνθρωπος ίσα με κει πάνω, στο ταβάνι έφτανε και δεν έδωσε κανένα δικαίωμα σε κανέναν, άφησέ την να βρει τον δρόμο της, ο πατέρας, και η μάνα τον αγριοκοίταζε, ο πατέρας χαμήλωνε, η μάνα, εκείνη η μικρούλα που όλοι απορούσαν πως έβγαζε τόσο μεγάλα παιδιά τον κεραυνοβολούσε και ο πατέρας χαμήλωνε, την έφτανε στο μπόι, δεν ήταν των λόγων, άφησέ την να βρει τον δρόμο της, έλεγε σταθερά και μουρμουριστά και η μητέρα αγρίευε, δεν θα πας σε εκείνον τον χαμό, φώναζε, προσπαθούσε να επιβληθεί με κάτι άγριο που έβγαζε στο πρόσωπο, άφησέ την να βρει τον δρόμο της, μειλίχιος ο πατέρας.

Χαϊδολογεί την κοιλιά της, οι κινήσεις της μεθυστική χορογραφία, πεταλούδα που έμαθε να κολυμπά στη θάλασσα, να παρατηρεί στον βυθό τη γέννεση νέων οργανισμών, να γυρίζει ανάσκελα και να χρωματίζει τα σύννεφα με μωρουδίστικα, πρέπει να έφτασε στο μπόι τον πατέρα, τον θυμάται και χαμογελά και αναδύεται σαν καπνός και σημαδεύει τον ουρανό, τον δίνει τα σχήματα του γιου της, γιος είναι, της το είπαν, κλωτσάει την μπάλα μέσα της, χαίρεται, ερωτευμένη με τον καρπό της και εκείνο το χτύπημα στην πόρτα, ποιος είναι; Ποιος προσπαθεί να μπει ανάμεσά τους, ποιος ο εισβολέας, αυτή δεν έχει λάφυρα, μονάχα τον καρπό της, δεν γίνεται να παραδώσει το κάστρο της, τα τείχη είναι απόρθητα, χαμογελά, μια χαραμάδα από την κουρτίνα αφήνει μια μικρή αχτίδα και εκείνη έρχεται και ξαπλώνει στην κοιλιά της. Άκου! Λέει. Άκου! Δες πως χτυπάει! Το ρολόι μιλάει πως έφυγε ο ήλιος και η φωνή στην πόρτα αγριεύει.

Άνοιξε!

Δεν ήταν του επιπέδου της ο Ηρακλής, ένας οικοδόμος ήταν, αυτή αρτίστας της μόδας, σχεδιάστρια με πλούσιο πελατολόγιο, αλλά ο Ηρακλής ήταν ο άντρας των ονείρων της, ψηλός και γεροδεμένος, στητός και με άκρα πεύκου, κάτωθέ του θα γεννήσω, σκεφτόταν, παιδιά γίγαντες και τιτάνες και ονειρευόταν την κοιλιά της να αποκτά ζωή και πέρασαν τα χρόνια. Και ήταν ο Ηρακλής τεράστιος και γερός, ίδιος ο πατέρας της και ο πατέρας του πιο γίγαντας και η μάνα του νταρντάνα, όχι σαν τη μάνα της την καχεκτική, τι παιδιά θα μου δώσει αυτός ο τιτάνας, σκεφτόταν και πέρασαν τα χρόνια. Πέντε για την ακρίβεια. Άσφαιρος ο Ηρακλής και όλο δεν πειράζει της έλεγαν, μπορείτε να πάρετε παιδί, αυτή δεν ήθελε παιδί, ήθελε να ζήσει με την κοιλιά της εννιά μήνες ερωτευμένη, δεν πειράζει της έλεγαν.

Και ποια θα είναι η κληρονομιά σου στη γη, κάρφωνε του Ηρακλή, και τι μισθό θα δώσουμε στον Κύριό Σου αν δεν του δώσουμε καρπό από την κοιλιά μου, τον σαΐτευε και ποια βέλη της νεότητάς μας θα δοξάσουν τον Θεό Σου, τον λοιδορούσε και εκείνο το αυξάνεσθαι και πληθύνεσθαι; Τελικά είσαι όσο Χριστιανός λες; Και ήταν ευκολόπιστος και θρησκόληπτος ο άμοιρος.

Άσφαιρος ίσον τίποτα, του πετούσε, άχρηστος μου είσαι, το έλεγε σιγανά και μισητά, άσφαιρος και άχρηστος, έλεγε, βελόνα που δεν την νιώθεις, εισχωρεί στην καρδιά σου και θα στην κεντήσει. Άχρηστος, το ακούς; Εκείνος δεν μιλούσε, το μίσος της για μήνες τον δηλητηρίαζε, άχρηστος ίσον ένα μηδενικό, αλλά και εκείνο κάτι είναι, εκείνος άλαλος. Γλίστρησε είπαν από ένα μαδέρι από την οικοδομή, πως γλίστρησε όλοι απορούσαν, γλίστρησε και γέμισε τον ακάλυπτο με πόνο και αίματα και αυτή ανακουφίστηκε, άσφαιρος ήταν, πήγε να βρει μπαρούτι στο σύμπαν του, σκέφτηκε και πέταξε τις δύσκολες σκέψεις με μια μελωδία του μεγάλου ερωτικού.

Αφήνει στην κοιλιά της τα δυο μπλε καλτσάκια, κεντημένα ώρες, ένα μπλε ζακετάκι, τα έπλεκε αργά για να νιώσει τη ζωή του μέσα τους, τα αφήνει στην κοιλιά της και το νιώθει που θέλει να τα φορέσει, θέλει να βάλει στο στήθος του εκείνα τα δυο μωβ τριαντάφυλλα που πλουμίζουν το πλεκτό, μυρίζει από κει μέσα το άρωμά τους, αχ μανούλα, το ακούει και ο θόρυβος από την πόρτα την ξεσηκώνει και πάλι. Εκείνος, ο τρίτος, προσπαθεί να εισβάλει, την πολιορκεί για ώρα, είναι βέβαιη για τη δύναμη των τειχών της, απλά την εκνευρίζει εκείνος ο θόρυβος, ξέρει πως η μοναδική είσοδος είναι και απόρθητη, δεν υπάρχει κερκόπορτα και εκείνος έχει πια αποθρασυνθεί, έχει καλά καταλάβει πως η πύλη δεν πέφτει, φωνάζει, έχει μια δυνατή και κοφτή φωνή, πιστεύει πως με το άγριό της θα μπει στο κάστρο της, εκείνη βουλιάζει στο μαξιλάρι και ακούει τον χτύπο του γιου, μα η φωνή επιμένει.

Άνοιξε!

 

Την πλεύρισε ο Αστέρης ή τον πλεύρισε; Αδελφός του Ηρακλή και ίσαμε εκείνον, γιατί να πέσει στα ξένα, σκέφτηκε εκείνος, το ίδιο Τιτάνας, σκέφτηκε εκείνη, ο καρπός του θα είναι μεγαλειώδης, ούτε έρωτας μήτε σαλιαρίσματα, μονάχα βρισκόταν και έγιαναν τον πόθο τους. Στην αρχή εκείνος έπαιρνε κάποιες προφυλάξεις, δεν χρειάζεται, τον έπεισε, εκείνος σκέφτηκε τόσα χρόνια με τον Ηρακλή παιδί δεν κάμαν, μα την τελευταία στιγμή πάντα τραβιόταν και πείσμωσε η Ταμάρα και όλο γαλιφιές ήταν και όλο προσπαθούσε να τον κρατήσει μέσα της, μα λες και πείσμωσε και εκείνος και όλη τη ζωή έξω την έριχνε και χανόταν άδικα στο χώμα. Πέρασαν μήνες, έφτασε χρόνος και βαρέθηκε το παιχνίδι του και όλο με νέες μαγγανείες προσπαθούσε να τον κολακέψει, μα εκείνος όλο και τραβιόταν, είχαν δυο ζωές τι την ήθελε την τρίτη και εκείνη δως του βοτάνια και πασαλείμματα, όλο και κάτι μάθαινε και τον τάιζε, τον πότιζε και μια μέρα κάτι δεν κάθισε καλά και ο Αστέρης έφυγε από την καρδιά του πάνω που πείσθηκε πως μέσα της θα ρίξει τη ζωή του.

Σίγησε η πόρτα, εκείνος ο τρίτος βαρέθηκε, μπορεί να κουράστηκαν οι φωνές και να προσπαθούν να ανασυνταχθούν, τράβηξε το χέρι της, ο καρπός της κοιμήθηκε. Ένα νανούρισμα ανεβαίνει, φτάνει ίσαμε το ταβάνι, τρίβεται στις κουρτίνες και μπορεί να περνά και έξω, ένα τραγούδι έχει τη δύναμη να νικά τα πάντα και όταν είναι νανούρισμα ή παιδικό τραγούδι ξεχύνεται στις θάλασσες, δεν το τρομάζουν οι ανέμοι και στην καταιγίδα γαντζώνεται, γιατί ένα παιδικό τραγούδι μπορεί να ζώσει με τη γη και το σύμπαν όλο.

Εκείνος, ο τρίτος, εκείνος που ελλοχεύει στη σκοτεινιά τανύσθηκε, μυρίζει τις κινήσεις του, τον αφουγκράζεται, δεν μπορεί να αντέξει μια δύναμη ανώτερή του, ίσως να έχει καταλάβει πως έχει νικηθεί, ίσως να προσπαθεί να γαντζωθεί από τον τοίχο και να ψηλώσει, αυτή συνεχίζει, ο καρπός μου θα ωριμάσει, ο καρπός μου θα μελώσει, θα πάρει ζωή από τη ζωή μου, δύναμη θα δώσει στη δύναμή μου.

Εκείνος, ο τρίτος, ο άφανος θόρυβος, παίρνει τη στερνή του δύναμη, είναι ο ρόγχος της δύναμής του, χτυπά την πόρτα σιγανά, την τράνταζε για ώρα και την βρήκε απόρθητη, χτυπά την πόρτα ήσυχα και προσπαθεί να αντρώσει μια φωνή.

Άνοιξε σου λέω.

Τον ονόμασαν Αλέξανδρο. Τον λέγαν Αλέκο και τον φώναζαν έτσι μιας και σε τίποτα τον άλλον δεν μπορούσε να τον μοιάσει. Ίσως μονάχα στην κορμοστασιά. Μπουνταλάς και απτάλης, τα χέρια και τα πόδια του τρέχαν τόσο έξω του λες και διπλόκαρφα τα συγκρατούσαν στο σώμα. Είχε όμως καρποφορήσει δυο τιτάνες και τρεις αμαζόνες, ίσαμε το πιο απόμακρο αστέρι όλοι τους.

Δεν ήταν δύσκολο, με λίγο φτιασίδι αυτή και με ένα γερό μεθύσι εκείνος, να του κλέψει τον καρπό του και να τον αποθέσει μέσα της. Εκείνος τίποτε δεν κατάλαβε, ή ίσως να ένιωσε μιαν ευχαρίστηση που ποτέ του δεν είχε ξανανιώσει χωρίς να κατέχει τον λόγο. Εκτός από το σπέρμα του και το δακτυλίδι του η αποζημίωσή της, ένα μονόπετρο, κληρονομιά του πατρική.

Και ήταν κάποιες φορές μετά τη συνουσία που την κοίταζε πονηρά δίχως τον λόγο να κατέχει, λες και μυριζόταν πως κάτι το απόκρυφο τους ένωνε. Εκείνη ενδοσκοπούσε να δει αν της έφτανε η μια φορά και σαν είδε τα σωθικά της να της μιλούν για την άλλη ζωή, παράτησε τα πάρε δώσε μαζί τους και τράβηξε στη ζωή της.

Τα πεθερικά της δεν παραξενεύτηκαν, τι να γυρεύει η χήρα στα χνώτα μας, μικρή και ζουμερή ήταν, αποξενώθηκαν τελείως. Σαν έμαθε ο Αλέκος για την εγκυμοσύνη της αγρίεψε. Βρε το τσουλί! Μας σκότωσε το όνομα και σε άλλον έδωσε το γλυκό της. Αγρίεψε και πείσμωσε, χωρίς συνέχεια η γενιά του και δαιμονίστηκε και πίστεψε πως έφτασε τον μέγα στρατηλάτη.

Είναι αυτοκράτειρα ή βασίλισσα; Μην και πανδαμάστρια του σύμπαντος; Δεν ξέρει αν φημίζεται για την ομορφιά της, είναι όμως ονομαστή για την αποφασιστικότητά της. Διάγει τους χρυσούς μήνες της ιστορίας της και την αυτοκρατορία της την έστησε με πείσμα και υπομονή, βοηθούμενη μονάχα από την εξυπνάδα και τη διορατικότητά της.

Ελέγχει το βασίλειό της, όπως ράβει ένα πλεκτό. Ελέγχει τον χώρο της, κατέλαβε προσωρινά τον χώρο κάποιων άλλων, τώρα έχει αποτραβηχτεί. Και όμως, της αρκεί η αυτοκρατορία της, δεν θέλει άλλα εδάφη, δεν θέλει υπηκόους, έχει τον δεύτερο εαυτό της, θα έχει μια άλλη ζωή δίπλα της, έχει και την τέχνη της, την τρίτη της ζωή.

Βασιλεύει σε μια αυτοκρατορία που ίδρυσε χωρίς εκστρατείες, με κάποιους μικρούς τοπικούς πολέμους, γιατί δεν επιζητά την αιωνιότητα παρά την κατάληψη του παρόντος με το όνειρό της. Δεν θέλει να είναι δημοφιλής, δεν το επιζητεί, γι’ αυτό της αρκεί η αξιοσύνη στην τέχνη της. Δεν θέλει επεκτάσεις εδαφών και νέες κυριεύσεις, προς το παρόν της αρκεί το πελατολόγιό της.

Τα όνειρα πήραν ζωή, ποθητό της είναι να ζει μες στη ζωή αυτήν, δεν έχει νέα όνειρα, προς το παρόν. Ένας χαρταετός αγκάλιασε την κουρτίνα, έχει παιδικά χεράκια πάνω του, γέλια παιδικά και φωνές που θα τον ανεβάσουν ψηλά, πόσο ψηλά μπορεί να ταξιδέψει ένας χαρταετός παίρνοντας φωνές παιδιών και χαρές τους;

Ο τρίτος, εκείνος που έξω από την πόρτα επιμένει να της αποδείξει και την ύπαρξη ανεπιθύμητων, έχει πάρει ζωή, τη στερνή δύναμη που λένε πως παίρνουν οι ετοιμοθάνατοι, άνοιξε πουτάνα, φωνάζει, είναι μια φωνή που αγκυλώνεται στον έξω χώρο, μια φωνή που μπορεί να τρομάξει τους γείτονες, δεν μπορεί όμως να την εκτρέψει από τις σκέψεις της.

Σε έναν μήνα θα έχω τον γιο σου, του λέει σταθερά, κανένας φθόνος παρά μια σιγουράδα και στριμώχνει κάτω από την πόρτα το μονόπετρο και νιώθει πως η έξω ζωή χάνεται. Σβήνει σαν τα βήματα που τα μασάει ο διάδρομος. Ένας γδούπος θα ακουστεί, κάποιες φωνές και η σειρήνα από ένα ασθενοφόρο κάποια λεπτά μετά.

Πόσες ζωές θέλεις για να ζήσεις ζωή μου; λέει στον καρπό της και εκείνος γελάει γάργαρα και της υπόσχεται μύριες ζωές για μέλλον.

Αυτό γράφει η ιστορία τους. Όμως η αλήθεια του κόσμου, η υπέρτατη αποκάλυψη του ουρανού είναι πως η ζωή παίρνει ζωή για να δώσει. Αυτή είναι η πιο βαθιά αλήθεια των ανθρώπων που για να ανθίσουν θυσίασαν τα πάντα.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top