Fractal

Διήγημα: “Κομποστοποίηση”

Γράφει η Μαρία Βέρρου //

 

 

 

 

 

Κομποστοποίηση

 

Έτσι το ‘λεγε ο πατέρας. Είχε αναλάβει την παραγωγή λιπάσματος για τους κήπους όλων των γύρω σπιτιών και κατηύθυνε τους γείτονες διδάσκοντας τους τον τρόπο περισυλλογής των οργανικών απορριμμάτων. Η μάνα φώναζε γιατί κάθε τόσο ερχόταν κι έψαχνε την κουζίνα της, άδειαζε τον κουβά με τα τσόφλια των αυγών, τα φλούδια από τ’ αγγούρια, τα πορτοκάλια, πήρε κι ένα σκουπιδοφάγο και τον συνέδεσε όχι απευθείας με την αποχέτευση μας αλλά με ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύνολο σωληνώσεων και διακλαδώσεων που εισχωρούσαν βαθειά μέσα στη γη για να καταλήξουν σε ένα δικής του κατασκευής συλλέκτη απορριμμάτων που τον λειτουργούσε μόνον αυτός. Με τον ίδιο τρόπο είχε φτιάξει άλλους τόσους για τους γείτονές μας, καμιά δεκαριά, κι αυτός, ως τελικός αποδέκτης, επεξεργαζόταν τα οργανικά απόβλητα με τέτοιο τρόπο ώστε φρόντιζε το σύνολο που έπαιρνε από αυτά να φτάνει για τις ανάγκες λίπανσης και των δέκα γειτονικών κήπων με τον δικό μας. Ο πατέρας ήταν ευτυχισμένος με το έργο του και χανόταν όλη τη μέρα από το σπίτι. Η μάνα μου ανησυχούσε κάποιες φορές αλλά ποτέ δεν έβαζε με το μυαλό της το κακό. Αλαφροΐσκιωτος είχε γίνει. Το βράδυ όταν γύριζε εκτός από το ότι είχαν μαζευτεί πάνω του όλων των ειδών οι μυρωδιές, από πευκοβελόνες, μουχλιασμένα χόρτα, ρίζες κολλημένες στα μαλλιά του, στο παντελόνι του, τα χέρια του ήσαν μαύρα ανάμεσα στα νύχια, πολλές φορές εύρισκε χώματα στα μάγουλα, στις άκρες των χειλιών του. Κάτι ξεχασμένα μυρμήγκια βολτάριζαν στο γιλέκο του, μάλιστα κάποια στιγμή μάζεψε από το σώβρακό του μία σαρανταποδαρούσα που του είχε αφήσει ένα τεράστιο οίδημα αφού είχε ρουφήξει ένα κομμάτι σάρκας, κόκκινο και ήδη έμπυο. Εκνευριζόταν η μάνα μου, με όλα αυτά αλλά κάπου βαθειά μέσα της τον δικαιολογούσε μιας και το έργο που παρήγαγε δεν ήταν και αμελητέο! Και όχι μόνο αυτόˑ το λίπασμα λειτουργούσε ευεργετικά στα φυτά της και ενώ μέχρι πριν την εκδήλωση των οικολογικών ανησυχιών του πατέρα μου η βουκαμβίλια της στεκόταν μαραζωμένη, σήμερα την έβλεπε ολοζώντανη και θαλερή.

 

Εκείνη τη μέρα όμως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έλειπε από το πρωί ως συνήθως, είχε βραδιάσει, είχε φτάσει μεσάνυχτα και ακόμα ήταν έξω. Άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια. Στην αρχή πήρε σβάρνα τους γείτονες. Όλοι τον είχαν δει αλλά δεν είχε σταθεί σε κανέναν περισσότερο από μερικά λεπτά. Πήγε στην αποθήκη, έψαξε στα εργαλεία του, άνοιξε τα τελάρα του, τους κουβάδες δεν εύρισκε τίποτε που θα μπορούσε να την βοηθήσει. Τότε μαζευτήκαμε όλοι και πήραμε την απόφαση να τον ψάξουμε πιο διεξοδικά. Μήπως είχε χαθεί μέσα στις σωληνώσεις; στους δαιδάλους των φυτών και των ριζών; άνοιξαν την καταπακτή που οδηγούσε στο τούνελ και άρχισαν να ψάχνουν μπαίνοντας σιγά σιγά και με προσοχή όλο και πιο βαθειά στο χώμα. Και μύριζαν όλων των ειδών τις μυρωδιές της γης, είδαν όλα τα χρώματα των ριζών, μαγεύτηκαν από την ατελείωτη ποικιλία των φερτών υλικών που τα υπόγεια ποτάμια στοίβαζαν τόπους τόπους στις απέραντες σωληνώσεις που ο πατέρας είχε κατασκευάσει. Όμως αυτός πουθενά. Ώσπου συνάντησαν έναν τυφλοπόντικα. Καθώς το φως από τον φακό έπεσε πάνω στα μάτια του ενοχλήθηκε, όμως είδαν ότι στο στόμα του κρατούσε ένα κομμάτι που έμοιαζε σαν κομμένο από το γιλέκο του. Η μάνα μου αλαφιάστηκε. Πάει πέθανε. Σκέφτηκε. Κάπου θα τον βρω μισοφαγωμένο από τα σκουλήκια και τα τρωκτικά της γης. Άρχισε να φωνάζει, αλλά χώμα έμπαινε στο στόμα της και μπούκωνε τον λαιμό της με αποτέλεσμα να κόβεται ο ήχος στη μέση. Κάτι φίδια μικρά και λευκά σαν αόρατα διέτρεχαν τον χώρο σχεδόν παράλληλα μαζί της. Εμείς ακολουθούσαμε βουβοί. Τι να λέγαμε; η φωνή της μάνας από μόνη της έφτανε. Την είδαμε που έκλαιγε. Μάνα μην κλαις. Κάπου εδώ θα είναι. Μην απελπίζεσαι. Μας άκουσε το φίδι που ήταν σαν αόρατο την πλησίασε και με τη γλώσσα του της άφησε κάτι λέξεις στο αυτί. Η μάνα μετά από αυτό άρχισε να σκάβει, γέμισε η ποδιά της χώμα, τα νύχια της μαύρισαν και μετά από λίγο βλέπει τον πατέρα μας καθισμένο σε μία πέτρα, να κρατά στα χέρια του ένα μαύρο σβώλο και να του μαλάζει την κοιλιά. Η μάνα ξέχασε τον πόνο, τον φόβο και έγινε ολόκληρη ένας θυμός. Πού είσαι και σε ψάχνω κι έχω τρελαθεί από την αγωνία; τότε ο πατέρας γύρισε την κοίταξε και της είπε. Τούτο τον μικρούλη σκαντζόχοιρο ήρθα να σώσω γιατί είχε μπει μέσα στις σωληνώσεις, τις είχε φράξει, κινδύνευε να τιναχτεί όλο το σύστημα στον αέρα κι αυτό να ψοφήσει μόνο κι αβοήθητο.

 

Εκείνο το βράδυ η μάνα μου δεν τον δέχτηκε στο κρεβάτι της. Μία και μοναδική φορά. Δίπλα της, σ’ ένα ψάθινο καλάθι, είχε βάλει τον μικρό σκαντζόχοιρο που είχε αρχίσει ήδη να νοιώθει καλύτερα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top