Fractal

Προσωπικές μνήμες κι επινοήσεις

Γράφει ο Αλέξανδρος Αραμπατζής // *

 

Κριτική ανάγνωση της συλλογής διηγημάτων «Κινητή γιορτή», της Αρχοντούλας Διαβάτη, εκδ.Νησίδες, 2018

 

Θεωρώντας ότι το εύρος της ποιητικής, της δημιουργικής φαντασίας και της θεματικής ποικιλίας του πρόσφατου βιβλίου της Αρχοντούλας Διαβάτη ΚΙΝΗΤΗ ΓΙΟΡΤΗ, είναι αρκετά εκτεταμένο, οπότε θα αρκεσθώ σε μερικές επισημάνσεις, υπό μορφήν σχολίων, καθόσον – όπως λέει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, είναι γνωστό ότι ένα σχόλιο είναι διαφορετικό από μια σταθμισμένη ανάλυση που διαχωρίζει τη σκιά από το φως.

Νομίζω πως είναι πράγματι μια ευτυχής συγκυρία να παρουσιάζεται ένα αυγουστιάτικο απόγευμα, ένα καλοκαιρινό βιβλίο που περιέχει σε μεγάλο βαθμό τη θέρμη, τη δροσιά, την ευφορία και τη λαμπρότητα του καλοκαιριού.

Θα ήθελα να διαβάσω ένα απόσπασμα από το αφήγημα ΑΓΑΠΗΣ ΑΓΩΝΑΣ ΑΓΟΝΟΣ, που περιγράφει θαυμαστά το καλοκαίρι, σ.50.

«…Ακόμα ένα προσκύνημα στις Κυκλάδες και στα μικρά Δωδεκάνησα, που για μένα ένα δώρο από μόνο του είναι έτσι κι αλλιώς το καλοκαίρι, που έμαθα να το αγαπώ από τα παιδικά μου χρόνια, για το ατέλειωτο παιχνίδι, για το πρωτόγνωρο φως των πραγμάτων, σκέφτομαι τώρα, και τη γενναιοδωρία του απέναντι στον κοινωνικό δαρβινισμό του χειμώνα. Ο χειμώνας είναι για τους πλούσιους – το έλεγαν οι μεγάλοι ή το υπονοούσαν απλώς, κι έβγαζαν το τραπέζι στην αυλή για μια φέτα καρπούζι όλοι μαζί με γέλια κάτω απ’ τ ’αστέρια, στο καλοκαιριάτικο βράδυ- ο πατέρας εργάτης, εκτεθειμένος να δουλεύει όλη τη χρονιά στις βροχές και στα χιόνια, στη βία του χειμώνα….»

Τα κείμενα του βιβλίου, παρότι δείχνουν σε πρώτη ματιά απλά, είναι βέλη αιχμηρά που βγαίνουν ευθύβολα από τη φαρέτρα της συγγραφέως.

Η ποιότητα της τροχιάς τους άλλωστε σφραγίζεται από πλήθος δυναμικών δεικτών, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει από τη μια η ραφινάτη, σικάτη, γλαφυρή, ζωντανή και ευλύγιστη γραφή και από την άλλη ένα πληθυντικό αξιακό πεδίο που επιτρέπει να αναδειχθούν σπάνιοι και πρωτότυποι θεματικοί πυρήνες.

Καταρχήν, νομίζω πως μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε ότι η κυρίαρχη κατάσταση και συνθήκη που επικρατεί και ορίζει σχεδόν το σύνολο των θεματικών πυρήνων του βιβλίου είναι αυτό που ο Μπέκετ αποκαλεί «δικέφαλο τέρας και καταδίκης και σωτηρίας, ο Χρόνος». Δεν είναι τυχαίο ότι στο ΦΕΥΓΩ ΑΛΛΑ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ, προηγούμενο βιβλίο της συγγραφέως, βρίσκουμε ως προμετωπίδα τους στίχους του Τ.Σ.Έλιοτ, από τα τέσσερα κουαρτέτα –  Χρόνος παρών και περασμένος χρόνος /  είναι ίσως κι οι δυο παρόντες στον μελλοντικό καιρό / και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.

Επίσης στον ΠΡΟΛΟΓΟ του ίδιου βιβλίου, η συγγραφέας παραθέτει το παρακάτω απόσπασμα, εν είδει μανιφέστου των προθέσεων και φιλοδοξιών της γραφής της: Ήθελα να φωτογραφίσω τον χρόνο, όπως το έκανε ο Όγκι Ρεν, ο ιδιοκτήτης του μικρού καπνοπωλείου στο Μπρούκλιν που προμήθευε ιστορίες τον Πολ Όστερ….»

Άλλα σχετικά παραθέματα στις σελ. 64 από την ΚΙΝΗΤΗ ΓΙΟΡΤΗ:

«….Eponine et Azelma…”, τα κοριτσάκια του Θερναδιέρου ντύνουν με κουρελάκια τις κούκλες τους μπροστά στο σβηστό τζάκι… Οι Άθλιοι, κι εμείς στο μάθημα της μετάφρασης, ήλιος που στραφταλίζει και παίζει στα τζάμια μπρος απ’ τη Λεωφόρο Στρατού, κι όταν βγαίνουμε απ’ την τάξη η αυλή είναι κατάλευκη και η αίσθηση της χαράς τσουχτερή. Από τότε μοσχοβολούν στη μνήμη τα Χριστούγεννα με χιόνι, ήλιο και ένα βιβλίο..»

Και στη σελ.65, από το ΔΕΛΤΙΟ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ:

«….Και ελιές. Περίεργες ελιές στο πρόσωπο, στον λαιμό, στο σώμα, παντού: μια σιωπηλή συνωμοσία από μικρές ελιές και καφετιούς λεκέδες στα χέρια και στα μπράτσα, που αρχίζουν να κρέμονται κι αυτά σαν να ζητάνε συγνώμη  για κάτι επαίσχυντο. Ιδού η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κι εμένα που μου άρεζαν τα λατινικά και ο Κάτουλλος- basia mille, χίλια φιλιά στην Κλωδία…»

 

Αρχοντούλα Διαβάτη

 

Όλες αυτές οι μνημονικές αποτυπώσεις των γεγονότων καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αναφορών από διακοπές και ταξίδια, γιορτές και συναντήσεις, μέχρι στιγμιότυπα από χαρακτηριστικές εικόνες της Θεσσαλονίκης, στιγμιότυπα μοναξιάς, θλίψης και οδύνης, ή ιστορικές συγκυρίες που βιώθηκαν τραγικά, σε μια σύμπλεξη και συνεπίδραση του ατομικού με το συλλογικό και τανάπαλιν.

Η Α.Δ. ξέρει να παρατηρεί πρόσωπα και πράγματα, τις σχέσεις μεταξύ γνωστών, άγνωστων και τυχαίων προσώπων, τις σχέσεις μεταξύ προσώπων  και πραγμάτων, τη σύνθεση και τη διάλυσή τους, τις οποίες μεταφέρει στο χαρτί με δονούμενη ευαισθησία και διαύγεια, διεισδύοντας στο βάθος της «θεατρικής σκηνής», όπου συντελούνται οι συγκρούσεις ενός καθημερινού μικρόκοσμου, συνθέτοντας  την φαινομενολογία της καθημερινής ζωής. Αυτόν τον μικρόκοσμο βέβαια, όπως ένα συνωστισμό στο λεωφορείο, μια αίθουσα αναμονής στο νοσοκομείο, μια πολιτιστική εκδήλωση, μια οικογενειακή γιορτή, ένα βιβλίο, μια συζήτηση, έναν περίπατο στην πόλη κ.τ.λ, όλοι έχουμε τη δυνατότητα να τα παρατηρήσουμε και ίσως να τα σχολιάσουμε θετικά ή αρνητικά. Πλην όμως για να αποδώσουμε την καίρια σημαντικότητά τους, το βάθος των μορφών τους, τη μικρή τους λεπτομέρεια που κάνει  τη μεγάλη διαφορά, πρέπει να διαθέτουμε την αισθαντικότητα της συγγραφέως, που πετυχαίνει όχι μόνο να βιώσει το γεγονός ή τις καταστάσεις, αλλά και να μας τις μεταφέρει μετουσιωμένες σε ποιοτική λογοτεχνική γραφή, έχοντας επεξεργαστεί με ενσυναίσθηση τα διάφορα στοιχεία και αποφεύγοντας να δώσει ένα απλό ρεπορτάζ τηλεοπτικού τύπου ξερό και απογυμνωμένο από κάθε συναίσθημα.

Σχετική με τα παραπάνω θεωρώ πως είναι η διάκριση του Λούκατς ανάμεσα σε διήγηση και περιγραφή. Η διήγηση, κατά τον ΛΟΥΚΑΤΣ, προϋποθέτει τη συναισθηματική εγγύτητα, τη συμμετοχή του συγγραφέα στο περιεχόμενο της διήγησης, ενώ η περιγραφή αντίθετα απαιτεί μιαν απόσταση από τα γεγονότα που ισοδυναμεί με την ψυχρή παρατήρηση και συνεπάγεται μια στατικότητα, όπου  τα στοιχεία ισοπεδώνονται, αποκτώντας όλα την ίδια αξία (παράθεση στατιστικών εικόνων, άψυχων πραγμάτων ή ψυχικών καταστάσεων). Η διήγηση αξιώνει μιαν επιλογή των στοιχείων εκείνων όπου ο έντονος ή αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας τους παρουσιάζει ένα γενικότερο ενδιαφέρον. Υπ’ αυτήν την έννοια και κατά την προσωπική μου εκτίμηση, τα κείμενα του βιβλίου ορθώς χαρακτηρίζονται ως διηγήματα και όχι αφηγήματα, σύμφωνα με τις σχετικές ενστάσεις.

Επιπροσθέτως παραθέτω ένα σύντομο απόσπασμα κριτικής της Διώνης Δημητριάδου: Η Α.Δ. δείχνει εδώ με τα αφηγήματά της τους τόπους όπου θα πρέπει να περιπλανηθεί κανείς προκειμένου να συμφιλιωθεί το έσω με το έξω σκηνικό. Πολύτιμες μνήμες διαθλώνται διαπερνώντας τη γραφή και (αλλάζοντας τη διαδρομή τους από προσωπική, σε κοινό κτήμα) βρίσκουν εύστοχα τον αναγνώστη. Αλλά και επινοήσεις της γραφής μεταφέρουν μέσα τους προσωπικά βιώματα.

Τελική επισήμανσή μου: Η Α.Δ. έχει ξεπεράσει όλες τις συμβάσεις και τα στερεότυπα, το μοντέρνο, το μεταμοντέρνο, τους –ισμούς, τις μόδες, τις σχολές, τις τάσεις κ.τ.λ. Τολμάει και  προβάλλει την προσωπική της ματιά και συνθέτει με αυθεντικό τρόπο τον προσωπικό της λόγο, χωρίς αναστολές ή επιφυλάξεις, καθόσον η προσωπική της φωνή έχει σφυρηλατηθεί εις βάθος χρόνου και εμπειριών, γεγονός που την καταξίωσε ως σημαντική συγγραφέα, γι’ αυτό χαίρει απεριόριστης εκτίμησης τόσο από το λογοτεχνικό σινάφι, όσο και από τους αναγνώστες.

 

 

* Ο Αλέξανδρος Αραμπατζής είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top