Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Μια διαφορετική ανάγνωση στην ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

 

 

Emily Dickinson: «Ποιήματα» Εκλογή-Προλεγόμενα-Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης, εκδόσεις Κίχλη

 

Εάν ποτέ ήταν δυνατό

στόμα θνητό να ξέρει

το βάρος το αρχέγονο

της λέξης να προφέρει –

θα συνθλιβόταν απ’ αυτό.

[Εάν ποτέ ήταν δυνατό]

 

Η ποίηση απαιτεί τόλμη, ευθύτητα και αυθεντικότητα, προκειμένου να λειτουργήσει αφενός προς τον δημιουργό της, αφετέρου προς τον αποδέκτη της. Όταν επιχειρεί να «μιλήσει» σε μια νέα γλώσσα, τότε ας δεχθούμε πως και η μετάφρασή της έχει τις ανάλογες απαιτήσεις. Πολύ περισσότερο αν πρόκειται για την εμβληματική Έμιλυ Ντίκινσον στα ικανά (ποιητικά και κριτικά) χέρια του Κώστα Κουτσουρέλη. Μελετώντας την ποίηση της Ντίκινσον και έχοντας επίγνωση πως δεν θα άξιζε να προσφέρει μια ακόμη μετάφραση δίπλα στις πολλές, επέλεξε να πέσει στα βαθιά και να παρουσιάσει μια μετάφραση-μελέτη, μια «άσκηση λόγου», ικανή να ανατρέψει όλα όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε για την ποίησή της.

Αφήνοντας στην άκρη όλη τη μυθολογία γύρω από το πρόσωπό της και την «περίκλειστη» ζωή της, άγγιξε τα ποιήματά της με μοναδικό γνώμονα την ποιητικότητα της απόδοσής τους στη νεοελληνική γλώσσα· ακόμα και αν αυτό επέβαλε συχνά την «αλλοίωση» της αρχικής μορφής. Οι περίφημες «παύλες» της, για παράδειγμα, ή άλλα σημάδια που ίσως αποτελούσαν δείγμα πρόχειρης ή βιαστικής γραφής,  (σε κάθε περίπτωση, μιας γραφής γεμάτης από πάθος αλλά, ακριβώς γι’ αυτό,  αναπόφευκτα χωρίς σύστημα) που προοριζόταν για το συρτάρι  ή έστω για να τα δουν λίγοι οικείοι και φίλοι, δεν αποτέλεσαν δεσμευτικό παράγοντα για τη μετάφραση. Αντιθέτως δόθηκε σημασία στον ρυθμό, τη μουσικότητα, τη μεταφορά της ρίμας στα ελληνικά μέτρα, έτσι που να κερδηθεί το στοίχημα κάθε μεταφρασμένου ποιήματος: να λειτουργεί το μετάφρασμα ποιητικά και στη νέα γλώσσα, καθώς αυτό που έχει τη μέγιστη σημασία, μιλώντας για ποίηση κυρίως,  δεν είναι μόνο η πιστότητα των λέξεων αλλά η ποιητικότητά τους, η ακουστική απόδοση της ρυθμικής διαφοράς από γλώσσα σε γλώσσα. Το αποτέλεσμα είναι μια νέα μορφή της ποίησής της, χωρίς το ανούσιο και περιττό (μα και εντελώς άστοχο)  βάρος μιας ποιητικής οίησης, ενός πνεύματος υψηλής διανόησης, που έτσι κι αλλιώς δεν χαρακτήριζε την ποιήτρια. Φρέσκια, δροσερή, έτοιμη να διαβαστεί από το ελληνικό κοινό σαν μια πρωτότυπη ελληνική ποίηση, καθαρή και απροσχημάτιστη, που βλέπει τον κόσμο αφιλτράριστο.

Τολμηρός και (ευτυχώς) αιρετικός στις απόψεις του ο Κουτσουρέλης, ανατρέπει τεκμηριώνοντας την πάγια άποψη περί «αγνοημένης ποιήτριας εν ζωή» καθώς και την τοποθέτησή της σε έναν πρώιμο μοντερνισμό. Πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη με εκτενή προλεγόμενα και αρκούντως διευκρινιστικά για τον τρόπο που αντιμετώπισε την περίπτωση της Ντίκινσον και τη μετάφραση των ποιημάτων της, αποδεικνύοντας τη ρηξικέλευθη πρότασή του για την ανάγνωσή τους. Πρωτόγνωρη η απόδοση, πρωτόγνωρη και η ανάγνωση της ποίησης της Ντίκινσον – όσες φορές κι αν έχουμε διαβάσει τα ποιήματά της, όσες θεωρητικές αναλύσεις κι αν έχουμε μελετήσει, τούτη εδώ η μετάφραση διαφέρει και πρωτοτυπεί ως τρόπος προσέγγισης, αφενός εμπλουτίζοντας τη γνώση μας  για την ποιήτρια, αφετέρου (εξίσου σημαντικό αυτό) προσφέροντας τέρψη ξεχωριστή στην ανάγνωση.

 

Emily Dickinson

 

Κάποια δείγματα εδώ, που δείχνουν πού έχει ρίξει το βάρος ο μεταφραστής· λόγος που ρέει χωρίς δεσμευτικά προσκόμματα, με ρυθμό και μουσικότητα.

 

Δεν είδα βάλτους όσο ζω,

 ωκεανούς δεν είδα

 μα ξέρω τι ’ν’ τα ρείκια εγώ

και πώς μοιάζει το κύμα.

 

Δεν μίλησα με τον Θεό,

τον Ουρανό δεν βρήκα

μα τόση πίστη έχω σ’ αυτόν

 που είναι σαν να πήγα.

[Δεν είδα βάλτους όσο ζω].

 

Δεν ξέρω η Αυγή πότε θα ρθει

 γι’ αυτό την πόρτα έχω ανοιχτή.

 Εκτός κι αν έχει αυτή φτερά

 κι έχει το αέρι πρύμα,

εκτός κι αν πέσει στα νερά

 και φτάσει με το κύμα.

[Δεν ξέρω η Αυγή πότε θα ρθει].

 

Προαίσθημα: μακριά στη χλόη σκιά,

πώς δύει ο δίσκος του ήλιου ένα σημάδι –

στην έκπληκτη τη χλόη μήνυμα

πως άλλο δεν θ’ αργήσει το σκοτάδι.

[Προαίσθημα: μακριά στη χλόη σκιά]

 

Μια «ποίηση ενιαία από την αρχή ώς το τέλος», μια «ακροβασία πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας», όπως εύστοχα επισημαίνει ο μεταφραστής. Εν τέλει, μια ποίηση που διαβάζοντάς την ο Έλληνας αναγνώστης θα τη θεωρήσει οικεία, δική του, γνώριμη κι αγαπητή. Και αυτό ας θεωρηθεί το σπουδαιότερο στη σημαντική αυτή εργασία του Κώστα Κουτσουρέλη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top