Fractal

☆ Κ.Π. Καβάφης – Ας φρόντιζαν..  

Γράφει ο Ευάγγελος Τρυψιάνης // *

 

 

Στο εν λόγω ποίημα ο Καβάφης «ξεμπροστιάζει» (δια μέσου της ειρωνείας) με ποιητική μαεστρία έναν τυχοδιώκτη! Τον ανώνυμο ήρωα της μάζας, που στην εποχή της παρακμής μπορεί και περνιέται για «κάποιος». Αυτόν που «λοιδορεί» το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα για το επίπεδο και την ποιότητα τής ζωής του αλλά ταυτόχρονα το συντηρεί. Αυτόν που συμβιβάζεται με το «μέσο όρο» και τελικά καταλήγει να τον εκπροσωπεί. Αυτόν που «πλασάρει» δήθεν «προσόντα» και απαιτεί να βολευτεί! Αυτόν που συναλλάσσεται «κάτω από το τραπέζι», μ’ αυτούς που καταριέται και περιφρονεί στις παρέες και στα καφενεία!  Αυτόν που «κρύβεται» πίσω από κλισέ φράσεις, που λειτουργούν σαν άλλα συγχωροχάρτια: «Δεν φταίω εγώ», «Το σύστημα είναι τέτοιο», «Κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο» κ.λπ., διαιωνίζοντας το μη φυσιολογικό! Αυτόν που ο Χ. Έσσε, στο βιβλίο του «Ο Λύκος της Στέπας», αποκαλεί μπουρζουά. Και ο μπουρζουάς είναι: «ένα πλάσμα με αδύναμες επιθυμίες, αγχώδες, φοβισμένο μη φανερωθεί και εύκολο να υποταγεί». Ένας τύπος που «δεν βάζει τίποτε πιο ψηλά από τον εαυτό του – όσο φτηνός και αν είναι» και «προτιμάει την άνεση από την ευχαρίστηση, την ευκολία από την ελευθερία..». Τέτοιος είναι εδώ ο πρωταγωνιστής μας.

 

 

Με αφορμή το ποίημα ας στοχαστούμε:

  • Ποιος είναι ο ρόλος του πολίτη και ποιος του πολιτικού;
  • Όταν ένας τόπος «καταρρέει» και οι άνθρωποί του δυστυχούν, ποιες είναι οι ευθύνες των πολιτών και ποιες των πολιτικών;
  • Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή των πολιτικών αντιπροσώπων; Θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά;
  • Ποιοι και με ποιους τρόπους συντηρούν το διεφθαρμένο και μη αποτελεσματικό σύστημα εξουσίας;
  • Τι σημαίνει να είναι κανείς «ενεργός» και «υπεύθυνος» πολίτης;
  • Τι σημαίνει «χρηστή διοίκηση» και «αξιοκρατία»;
  • Πώς μπορεί ν’ αλλάξει ο κακός τροπός διοίκησης και η ιδιοτελής συμπεριφορά των πολιτών;

 

Ας φρόντιζαν

Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.

Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια

όλα τα χρήματά μου τα ’φαγε:

αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.

 

Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.

Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος

(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·

τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ό,τι κι αν πεις).

Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,

κι έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.

Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.

Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·

κάπως γνωρίζω (κι είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:

του Κακεργέτη βλέψεις, και παλιανθρωπιές, και τα λοιπά.

Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα

ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,

την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.

Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω

να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.

 

Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους —

τους ξέρουμε τους προκομμένους: να τα λέμε τώρα;

αν μ’ εμποδίσουνε, τί φταίω εγώ.

Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,

κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,

θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.

Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,

πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.

Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.

Κι είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη

για το αψήφιστο της εκλογής.

Βλάπτουν κι οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Αλλά, κατεστραμμένος άνθρωπος, τί φταίω εγώ.

Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.

Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί

να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.

Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

 

Οι αναγνώστες της καβαφικής ποίησης διαβάζοντας τόν ποιητικό τίτλο «Ας φρόντιζαν» θα μπορούσαν ν’ αναρωτηθούν:

  • Ποιοι να φρόντιζαν;
  • Για ποιο αντικείμενο να φρόντιζαν;
  • Με ποιον τρόπο να φρόντιζαν γι’ αυτό;

Επίσης, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, θα μπορούσαν ν’ αναρωτηθούν:

  • Ποιος/α διατυπώνει τη συγκεκριμένη φράση και κάτω από ποιες συνθήκες;

 

Στο καβαφικό ποίημα «Ας φρόντιζαν» (γραμμένο το 1930) ο πρωταγωνιστής του, μία ανώνυμη ύπαρξη τής πόλης, εκθέτει στους αναγνώστες την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει (Κατήντησα σχεδόν ἀνέστιος καί πένης) λόγω της δαπανηρής ζωής στην Αντιόχεια, όπου και διέμενε (Αὐτή ἡ μοιραία πόλις, ἡ Αντιόχεια / όλα τά χρήματα μου τά ‘φαγε: / αυτή ἡ μοιραία μέ τόν δαπανηρό της βίο). Του άρεσαν, βλέπετε, οι απολαύσεις, η καλή – έκλυτη ζωή, και δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στις «Σειρήνες».

Όμως, παρά τη δύσκολη οικονομική του κατάσταση δεν το βάζει κάτω. Και γιατί να κάνει κάτι τέτοιο, όταν διαθέτει «προσόντα» που μπορούν να τον βγάλουν από το αδιέξοδό του; Διότι νέος και υγιής είναι (εἶμαι νέος καί μέ ὑγείαν ἀρίστην) και την ελληνική γνωρίζει (Κάτοχος τῆς ἑλληνικής θαυμάσιος) και μορφωμένος είναι (ξέρω και παραξέρω Ἀριστοτέλη, Πλάτωνα∙ / τί ρήτορας, τί ποιητάς, τί ὅ,τι κι ἄν πεῖς) και στρατιωτικές γνώσεις κατέχει (Ἀπό στρατιωτικά ἔχω μιάν ἰδέα) και φιλίες με μισθοφόρους έχει (ἔχω φιλίες μέ ἀρχηγούς τῶν μισθοφόρων) και την Αλεξάνδρεια ξέρει να την «περπατήσει» (Στην Ἀλεξάνδρεια ἔμεινα ἕξι μήνες, πέρσι)  και από διοικητικά κατιτίς γνωρίζει (Εἶμαι μπασμένος καμπόσο καί στά διοικητικά) και – κυρίως – είναι γνώστης του πολιτικού παρασκηνίου, της καμαρίλας (κάπως γνωρίζω -κ’ εἶναι τοῦτο χρήσιμον- τά ἐκεῖ: / τοῦ Κακεργέτη βλέψεις καί παληανθρωπιές, καί τά λοιπά). Μια χαρά «προσόντα»! Τι λέτε κ’ εσείς;

Έξάλλου, όπως μας εξομολογείται, είναι όχι μόνο πρόθυμος να υπηρετήσει την πατρίδα του, τη Συρία, αλλά και το πλέον ενδεδειγμένο πρόσωπο (φρονῶ πώς εἶμαι στά γεμάτα / ἐνδεδειγμένος γιά νά ὑπηρετήσω αὐτήν τήν χώρα, / τήν προσφιλῆ πατρίδα μου Συρία).

Βέβαια, γνωρίζει ότι όλα τα παραπάνω («προσόντα» και «καλές» προθέσεις) δεν αρκούν για να μπορέσει να γίνει «ωφέλιμος» για τον τόπο του και τους συνανθρώπους του! Υπάρχει, βλέπετε, ένα υπόγειο σύστημα συμφερόντων, πολιτικό-οικονομικής φύσεως, που δεν αφήνει κανένα «τίμιο», «αγνό» και γεμάτο «προσόντα» πρόσωπο – όπως ο πρωταγωνιστής μας (!) – να «σταδιοδρομήσει», να «προσφέρει» στο κοινωνικό σύνολο και στον τόπο του (Ἄν πάλι μ’ ἐμποδίσουνε μέ τά συστήματά τους – / τούς ξέρουμε τούς προκομένους: νά τά λέμε τώρα;). Τι φταίει, λοιπόν, και αυτός; Στο χέρι του είναι; (ἄν μ’ ἐμποδίσουνε, τί φταίω ἐγώ).

Γι’ αυτό και είναι πρόθυμος ν’ απευθυνθεί στις τρεις πολιτικές προσωπικότητες, Ζαβίνα – Γρυπό – Υρκανό (τρομάρα τους!), για να τον «βοηθήσουν» (και να τους «βοηθήσει»!). Δούναι και λαβείν. Σας θυμίζει κάτι; (Θ’ ἀπευθυνθῶ πρός τόν Ζαβίνα πρῶτα, / κι ἄν ὁ μωρός αὐτός δέν μ’ ἐκτιμήσει, / θά πάγω στόν ἀντίπαλό του, τον Γρυπό. / Κι ἄν ὁ ἠλίθιος κι αὐτός δέν μέ προσλάβει, / πηγαίνω παρευθύς στόν ‘Υρκανό).

Όλο και κάποιος απ’ αυτούς θα τον πάρει κοντά του. (Θά μέ θελήσει πάντως ἕνας ἀπ’ τους τρεῖς). Με το αζημίωτο (εξάλλου πολιτικοί τυχοδιώκτες είναι, όλοι το ξέρουν)! Αλλά τι φταίει και ο φίλος μας; (κατεστραμμένος ἄνθρωπος, τί φταίω ἐγώ). Μήπως υπάρχει κάποιος άλλος καλύτερος; Αυτόν θα διάλεγε, αν υπήρχε! (Μετά χαρᾶς θά πήγαινα μ’ αὐτόν). Γι’ αυτό και η συνείδησή του μένει ήσυχη (Κ’ εἶν’ ἡ συνείδησίς μου ἥσυχη)! Ας φρόντιζαν οι θεοί!  (οι άνθρωποι θα πω εγώ) να υπήρχε κάποιος που δε θα ’βλαπτε τον τόπο και τους ανθρώπους του!  (Ἀς φρόντιζαν οἱ κραταιοί θεοί / να δημιουργούσαν ἕναν τέταρτο καλό).

 

 


* Ο Ευάγγελος Τρυψιάνης είναι φιλόλογος (ειδίκευση: Νεοελληνική Φιλολογία), κάτοχος
MSc Εκπαίδευσης Ενηλίκων & MSc Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και δύο σχολικά βοηθήματα για την Ιστορία της Γ΄ Λυκείου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top