Fractal

Ποίηση: “Το τελευταίο αντίο”

 Του Λάζου Μπλάνα // *

 

 

 

 

 

Ο κρότος των κουδουνιών είναι πένθιμος

Τελευταίο αντίο.

Πόσο κοστίζει μια αιώνια ανάμνηση;

Τα τελευταία δεύτερα προτού η ψυχή αποδημήσει,

λένε πως οι εικόνες

Διέρχονται άφιλτρα στις κόρες,

Τότε μακάρι κάθε ανάσα μου, να ναι λυκόφως:

Αστραφτερές μπίλιες μόλυβδου νοτίζουν

μ’ κρυστάλλινα δάκρυα το οβάλ πρόσωπο σου

Κείνο το δειλινό τ’ Απρίλη.

Τελευταίο αντίο

 

 

Τα υπόλοιπα αδυνατώ να θυμηθώ εναργώς.

Αδιάλυτο χιόνι πέφτει στη μνήμη

Εξοβελίζοντας στη λήθη κάθε ανάμνηση.

Συστέλλοντας κι απαξιώντας τη στιγμή.

Η Αυλαία αρνείται να πέσει.

Δυο συμφοιτητές πλησιάζουν υποψιασμένοι.  Κάτι κοσμογονικό συμβαίνει

ενώ είσαι βυθισμένη στην αγκαλιά μου.

(Η μόνη σου απαίτηση όταν τις νύχτες γινόμασταν ένα

Τι φοβόσουν κοριτσάκι μου;)

Τα νύχια μπήγουν τη σάρκα μου.

Ανεξίτηλα γλυκά στίγματα αρθρώνουν την σιωπή.

Είμαι σαν  χειροβομβίδα, αν αφήσεις την περόνη θα εκραγώ.

Σμίγω τα φρύδια μου. Φοβάμαι να κλά.. δεν μπορώ να κλάψ… Δεν θέλω να κλάψω.

«Χωρίζουμε και δεν θα με ξαναδείς». Σταγόνες ραντίζουν πέτρινο στόμα.

Τρομάζω. Ποσειδώνιες τρικυμίες πλημμυρίζουν την ψυχή,

Μυριάδες ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα τυλίγουν το λαιμό μας.

Κάνεις δυο βήματα πίσω- πάντα πήγαινες μπροστά-

Φωνάζεις: «Φύγε Λ, σ’ αγαπώ. Είναι οριστικό.» – Σαν το θάνατο;-

Απομακρύνομαι σφίγγοντας τις γροθιές. Γλιστρώ στο βρεγμένο πια χορτάρι,

Πιάνω την λάσπη του εδάφους, και κοιτώντας

επίμονα βλέπω στη χούφτα το μέλλον, Άλεφ του Μπόρχες.

Λάσπη, σκόνη, χαλίκια

όλα θυμίζουν θάνατο

Σκουλήκια, ρίζες, γόπες σβησμένες

Όλα θυμίζουν θάνατο

Ύλη, δέρμα, κύτταρα

Όλα θυμίζουν θάνατο

 

(Η πόρτα της αιωνιότητας σφραγίστηκε.

Κυριακή απόγευμα

βροχή δίχως ουράνιο τόξο)

 

 

Eρώτημα δεύτερο

 

Α) Στο «Σβήσε μου τα μάτια» ο Ρίλκε, εκφράζει την υπέρβαση του ερωτικού αισθήματος  αφαιρετικά. Στο σύμπαν του οι ερωτευμένοι γίνονται Ένα, «κι εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι». Πρόκειται για συνθήκη που ξεπερνάει τις νόρμες του Λόγου. Ο έρωτας υπερκερνά τις βασικές αισθήσεις  όρασης, ακοής όσο και τις διαστάσεις. Υπερπηδά την σωματική και οργανική συμβατότητα οδηγώντας το ποιητικό                                                                                                                               υποκείμενο σ’ ένα άλμα όμοιο με του Κίργκεγκααρντ. Πλέον, αποκτάει δική του οντολογία ως αυτόνομη δύναμη που κινητοποιεί το διαλυμένο υποκείμενο.

Β) Η δεύτερη επιλογή ήταν αβίαστη απόρροια συγκυριών. Ήθελα να γράψω για το έργο του Ελύτη αλλά διαβάζοντας 3ή φορά τα ποιήματα, αφού τελείωσα το πρωτόλειο του δικού μου, γοητεύτηκα από το ποιητικό υποκείμενο του Μιχάλη Κατσαρού στο «Οροπέδιο». Αρχικά παρουσιάζεται υπερβατικά κι απεριόριστα με πολύσημη κι αφαιρετική ερμηνεία.  Βρίσκεται «  μόνος  σ’ αυτόν τον περιορισμένο χώρο στον απέραντο χωρίς τείχη», θυμίζοντας αφενός την εικόνα του Σπινόζα για το θεό αφετέρου την έννοια του Λαβυρίνθου που δίνει ο Μπόρχες σ’ ένα διήγημα1. Το ποιητικό υποκείμενο ξεπερνά κάθε χωροχρονικό επίπεδο και αποκαλύπτεται ως ενοποιός δύναμη των αντιθέσεων. Είναι στο μεταίχμιο ζωής θανάτου «Σημαίες ζωής. Θάνατοι δεν υπάρχουν». Στο ποίημα εικονοποιείται το συνεχές «γίγνεσθαι» της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας και η μεταβολή, η οποία κηρύσσεται ως υπέρτατος φυσικός νόμος. Στο «οροπέδιο των πολιτισμών- των συντριμμάτων» το μοναδικό αεικίνητο είναι η «χλόη, τα δένδρα, ο ήλιος». Στο τελευταίο τρίστιχο η επανάληψη της λέξης
«κοιτάζω, κοιτάζω, πάντα και πάντα» παρουσιάζεται ένα ενεργό όσο και παθητικό υποκείμενο εν είδει Θεού. Τοποθετείται εκτός των ορίων με την μορφή του παρατηρητή που δέχεται όσα συμβαίνουν. Το σχήμα λόγου ‘ δραματοποίει’ τον φαύλο κύκλο γέννησης και θανάτου που διέπει τον κόσμο. Μ άρεσε η σύλληψη και προοπτική του Κατσαρού όσο κι ανακούφιση της εικόνα της ενατένισης της φύσης ως διαφυγή των διάδοχων μεταμορφώσεων.

  1. Στο έργο του Μπόρχες ο μεγαλύτερος λαβύρινθος είναι μια έρημος όπου ο χώρος μεν είναι περιορισμένος αλλά κι απεριόριστος ταυτόχρονα στα μάτια του χαμένου πρωταγωνιστή

Γ) Περισσότερο από τα υπόλοιπα επιλέγω το ποίημα του Ασλάνογλου «Αποχαιρετισμός». Πρώτον αγγίζει τρυπώντας τις ποιητικές και συναισθηματικές χορδές των αναγνωστών. Δευτερευόντως η λιτή, γυμνή γλώσσα και το απλό, πεζό ύφος του έργου αναπαριστά την συναισθηματική κατάσταση του υποκειμένου που βιώνει το αποχωρισμό. Η σκηνή του τραίνου αφ’ εαυτής ενέχει το συναισθηματικό στοιχείο. (Το τρένο λειτουργεί αμφίσημα στην κλασική λογοτεχνία, π.χ Ζολά, Τολστόι) Οι εικόνες του τραμ, των καφενείων διαχέουν μια γκρίζα και αμήχανη κατάσταση ως σύννεφα πριν τη μπόρα. Παρά το μικρό μέγεθος η αληθοφάνεια της ρεαλιστικής περιγραφής διαπερνά σαν ατσάλι την ψυχή. Η εικόνα  των «φωτειν[ων] σημάτ[ων], πικρά ολομόναχα φώτα» σκιαγραφεί την εικόνα αναπόλησης και νοσταλγίας των αναμνήσεων ενός μοναχικού ταξιδιώτη χωρίς ν’ κατονομάζει. Η εικονοποιητική δύναμη του έργου είναι συγκλονιστική. Τέλος παρατηρείται μια κλιμάκωση πένθους από τα πολιτισμικά κεκτημένα, τρένο, καφενεία, σακίδια, μέχρι την φύση που πενθεί με την βρο

 

 

 

* Ξεκίνησε για πολιτικός επιστήμονας, πέρασε από την συμβουλευτική ψυχολογία αλλά  κατέληξε να ξεσκονίζει βιβλιοθήκες κλασσικών λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Αποφοίτησε από την σχολή Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου, είναι co-founder των Καμένων Τετραδίων, στα οποία και σήμερα τελεί χρέη Editor-in-chief. Παράλληλα, πραγματοποιεί τη μεταπτυχιακή του διατριβή στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Πατρών στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής, με ενεργή συμμετοχή σε σεμινάρια και εργαστήρια Creative Writing και λεσχών ανάγνωσης.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top