Fractal

Εκτόπιση και υπερορία: Το καφκικό πεπρωμένο των λαών των Βαλκανίων 61ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Διαγωνιστικό «Γνωρίστε τους γείτονες»

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας //

 

 

Αυτοκόλλητο [Nalepnica] (2020) – Georgi M. Unkovski (Βόρεια Μακεδονία)

 

 

 

Ο Ντέγιαν περιμένει εδώ και πολλή ώρα, σε μία μακριά ουρά κάποιας υπηρεσίας τού Υπουργείου Συγκοινωνιών, να ανανεώσει την άδεια κυκλοφορίας τού αυτοκινήτου του. Φτάνει επιτέλους η σειρά του να εξυπηρετηθεί και δίνει στην αρμόδια υπάλληλο τα χαρτιά του. Η υπάλληλος, χωρίς να τον κοιτάζει καν, με τον γνώριμο σε όλους μας κοφτό και άνευρο τόνο κάθε υπαλλήλου αντίστοιχων υπηρεσιών, του κατονομάζει ένα-ένα τα επιπλέον έγγραφα που πρέπει να της προσκομίσει. Ο Ντέγιαν την αποκρούει, δίνοντάς της αμέσως όποιο επιπρόσθετο έγγραφο του ζητάει. Στο τέλος, η υπάλληλος του λέει ξερά, ότι τα έγγραφα είναι όντως πλήρη, αλλά ότι δεν μπορεί να του ανανεώσει την άδεια, διότι υπάρχει έλλειψη στα αυτοκόλλητα που επικολλώνται υποχρεωτικά στις άδειες κυκλοφορίας με κάθε ανανέωσή τους. Υπάρχει γενική έλλειψη στην αγορά του εξηγεί κι έτσι, ούτε το Υπουργείο μπόρεσε να προμηθεύσει την υπηρεσία έγκαιρα με τα καινούρια αυτοκόλλητα. Ανήσυχος ο Ντέγιαν διαμαρτύρεται ότι ειδικά σήμερα πρέπει οπωσδήποτε να οδηγήσει κι ότι χωρίς την ανανέωση της άδειάς του κινδυνεύει να τον γράψουν. Η υπάλληλος τον καθησυχάζει: “Μην ανησυχείτε, το πρόβλημα είναι γνωστό στην τροχαία. Δεν θα έχετε κανένα απολύτως πρόβλημα.” Ο Ντέγιαν επιμένει, αλλά μάταια. Η υπάλληλος είναι κάθετη. Προχωράει στον επόμενο της ουράς.

 

 

Ο Ντέγιαν μπαίνει τελικά απογοητευμένος στο αυτοκίνητό του και ξεκινάει το ταξίδι του. H κόρη του έχει γενέθλια σήμερα. Πρόκειται να λάβει μέρος σε μία χορευτική εκδήλωση στην πρωτεύουσα κι ο Ντέγιαν πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκεται εκεί στην ώρα του, για να της δώσει το δώρο της. Με μεγάλη χαρά, κοιτάζει διαρκώς δίπλα του. Στη θέση τού συνοδηγού βρίσκεται το αλογάκι που της έχει αγοράσει.

Δεν προλαβαίνει να πάει μακριά κι ένα περιπολικό τον σταματάει στον δρόμο. Ο Ντέγιαν, με πολύ ευγενικό ύφος, σπεύδει να προλάβει τον αστυνομικό ότι η άδειά του είναι ληγμένη, αλλά ότι δεν ευθύνεται ο ίδιος γι’ αυτό, η υπάλληλος στην αρμόδια υπηρεσία του έχει πει ότι η τροχαία είναι ήδη ενήμερη για την έλλειψη των αυτοκόλλητων κι ότι δεν θα αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα. Όμως ο αστυνομικός δείχνει να μην καταλαβαίνει για ποιο θέμα τού μιλάει. Με βλοσυρό ύφος, λέει στον Ντέγιαν να βγει από το αυτοκίνητο και του εξηγεί ότι θα πρέπει να τον ακολουθήσει στο τμήμα, ενώ αυτός θα ρυμουλκήσει το αυτοκίνητό του με το περιπολικό. Ο Ντέγιαν, εμφανώς ανήσυχος και αγχωμένος, μπροστά στον ορατό κίνδυνο να αργήσει, επιχειρεί να δωροδοκήσει τον αστυνομικό. Μετά από λίγο βρίσκεται ήδη στο τμήμα δεμένος με χειροπέδες. Τον βάζουν στην αίθουσα 18 και του λένε να περιμένει.

 

 

Την ίδια στιγμή, σε μία άλλη αίθουσα, ο αξιωματικός υπηρεσίας συζητάει με έναν νεοπροσληφθέντα συνάδελφο για την περίπτωση ενός ψυχοπαθούς δολοφόνου που έχουνε φέρει μόλις στο τμήμα, ο οποίος πριν μία-δύο μέρες έκαψε ζωντανούς δύο ανθρώπους. Με νόημα, ο διοικητής λέει στον νέο συνάδελφο να πάει στην αίθουσα 13 και να έλθει σε μία πρώτη ‘επαφή’ με τον στυγερό εγκληματία. Ο νέος μπαίνει στην αίθουσα και αρχίζει να πλακώνει στο ξύλο τον δολοφόνο. Όταν μετά από αρκετή ώρα τελειώνει, βλέπουμε ποιος ήταν στην πραγματικότητα αυτός που έδερνε: ο Ντέγιαν. Ο αξιωματικός – πολύ αργά – αντιλαμβάνεται το τι έχει συμβεί, μπαίνει στην αίθουσα 18 και, μπροστά στον ξαπλωμένο στο πάτωμα κι αιμόφυρτο Ντέγιαν, δείχνει στον νέο συνάδελφό του το νούμερο 18 στο εξωτερικό τής πόρτας. Στην επόμενη σκηνή, ο αξιωματικός, μαζί με τον νεοφερμένο αστυνομικό που κοιτάζει αμήχανα, προσφέρει στον Ντέγιαν καφέ, τον ρωτάει μήπως θέλει και κάτι να φάει και προσπαθεί να του απολογηθεί και να ‘κλείσει’ κακήν κακώς αυτό το άβολο περιστατικό: “Εντάξει, ό,τι έγινε έγινε… Είναι πράγματα που συμβαίνουν… Ο συνάδελφος είναι νέος… Άνθρωποι είμαστε κι εμείς… Εάν θέλεις οτιδήποτε από ‘μάς, πολύ ευχαρίστως. Θέλεις να σε πετάξουμε μήπως κάπου;” Ο Ντέγιαν, μέσα στα αίματα, τους κοιτάζει άφωνος. Πριν φύγει από το τμήμα, αναφέρει και πάλι το πρόβλημα με τη ληγμένη άδειά του κι ότι πρέπει οπωσδήποτε να οδηγήσει. Ο αξιωματικός τού λέει πως ναι, το θέμα με τα αυτοκόλλητα είναι γνωστό κι ότι δεν πρόκειται να έχει πρόβλημα.

 

 

Ο Ντέγιαν, γεμάτος μώλωπες και αίματα στο πρόσωπο, μπαίνει ξανά στο αυτοκίνητό του και ξεκινάει. Όμως, λίγο μετά τον σταματάει κι άλλο περιπολικό. Και πάλι, σπεύδει – αυτήν τη φορά σαφώς πιο βαρύς και κουρασμένος – να εξηγήσει στον μπάτσο, τον λόγο για τον οποίο θα δει ότι η άδειά του είναι ληγμένη. Ο μπάτσος τον διακόπτει απότομα και του ζητάει να βγει από το αυτοκίνητο. Ο Ντέγιαν δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που του συμβαίνει. Βγαίνει και προσπαθεί πάλι με ευγενικό τρόπο, να εξηγήσει στον αστυνομικό το τι ακριβώς έχει συμβεί. Επικαλείται τον αξιωματικό τού τμήματος που τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα είχε κανένα πρόβλημα. Ο μπάτσος όμως είναι ανένδοτος. Έχει δει μέσα στο αυτοκίνητο το αλογάκι στη θέση τού συνοδηγού. Σκύβει προς τον Ντέγιαν και του ψιθυρίζει: “Κοίταξε να δεις: μου δίνεις το αλογάκι και δεν τρέχει τίποτε. Συνεχίζεις τον δρόμο σου κανονικά.”

 

 

Έκπληκτος, ο Ντέγιαν τού απαντά: “Δεν γίνεται. Έχω μία κόρη. Σήμερα έχει τα γενέθλιά της. Είναι το δώρο που της έχω πάρει!” “Κι εγώ έχω μια κόρη” του απαντά ο αστυνομικός. Κι αρχίζει να του μετράει τα χρήματα που θα χρειαστεί να πληρώσει σε πρόστιμα, εάν αρνηθεί να του δώσει το αλογάκι. Μπροστά στο πατρικό χρέος του απέναντι στην κόρη του και στο αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται με τον μπάτσο, ο Ντέγιαν χρειάζεται ένα δευτερόλεπτο μόνο για να αποφασίσει το πώς πρέπει να ενεργήσει. Αφήνει κατά μέρος το πρόσωπο του ευγενικού και νομοταγούς πολίτη που φορούσε μέχρι τώρα και παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Πρέπει να αποκαταστήσει την εικόνα του ως πατέρα στα μάτια τής κόρης του – κάτι που μέχρι σήμερα δεν είχε καταφέρει – και να διαφυλάξει τη δική του αξιοπρέπεια και της κόρης του. Απέναντι σε ένα τερατώδες, ανάλγητο, απάνθρωπο και απολύτως καφκικό κρατικό μηχανισμό που προσπαθεί να τον συνθλίψει, ο Ντέγιαν θα κάνει τα πάντα, ώστε να σταθεί όρθιος και να δείξει για πρώτη φορά την αγάπη του στην μικρή του κόρη.

 

 

Η διάρκειας μόλις δεκαεννέα λεπτών, μικρού μήκους ταινία τού Georgi M. Unkovski, είναι ένα πραγματικό αριστούργημα. Σπάνια έχει μπορέσει κανείς στον κινηματογράφο και στην τέχνη γενικά, με τόσο λιτά μέσα, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, με μία πραγματικά αξιοθαύμαστη οικονομία λόγων και δρώμενων, ταυτόχρονα να διασκεδάσει, να συγκινήσει, να προβληματίσει, να μας καλέσει σε στοχασμό και ξανά να προκαλέσει το γέλιο και πάλι το κλάμα και τελικά, να δημιουργήσει τη μόνη άξια λόγου Τέχνη: αυτή που, επειδή τροφοδοτείται από- και ενδιαφέρεται για τα απλά ζητήματα της καθημερινότητας των ανθρώπων, είναι και μία πρακτικά χρήσιμη Τέχνη και, κατ’ επέκταση, είναι και μία Τέχνη υψηλής αισθητικής. Οι πιθανότητές μας να διεισδύσουμε και σε βαθύτερα στρώματα της πραγματικότητας, είναι πολύ περισσότερες, εάν ξεκινήσουμε από το απλό και το καθημερινό, αυτό που βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας, παρά με την αντίστροφη φορά. Για την ακρίβεια, είναι μάλλον αδύνατο, ξεκινώντας από έναν αφηρημένο αισθητισμό, – οσοδήποτε εκλεπτυσμένος ή ευχάριστος κι αν είναι αυτός, – να καταφέρουμε ποτέ να μιλήσουμε για τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων και της ζωής. Ο Unkovski έχει επιλέξει την πρώτη οδό κι έχει θριαμβεύσει κυριολεκτικά. Έχει δημιουργήσει ταυτόχρονα μία ταινία που αποτελεί ένα πληρέστατο πορτρέτο τής κοινωνικής κατάστασης και των προβλημάτων τής γείτονος̇ έναν βαθύ κινηματογραφικό στοχασμό για το μείζον ζήτημα της γραφειοκρατίας και των χιλιάδων τρόπων με τους οποίους αυτή συνθλίβει και κατατροπώνει κάθε ατομικότητα̇ έναν ύμνο στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην αξιοπρέπεια και στον σεβασμό απέναντι στο άτομό του̇ μία ωδή στον απλό, καθημερινό αντι-ήρωα, στον άνθρωπο που, ενάντια σ’ ένα παρανοϊκό κι αυταρχικό περιβάλλον το οποίο προσπαθεί ανά πάσα στιγμή να τον διαλύσει, ανθίσταται με όποιον τρόπο διαθέτει και τελικά καταφέρνει να χαράξει τον δικό του δρόμο̇ ένα δριμύ κατηγορώ απέναντι στους απανταχού διεφθαρμένους εξουσιαστικούς μηχανισμούς – κυβερνήσεις, αστυνομία, απρόσωπες γραφειοκρατικές δομές κλπ. – οι οποίοι, από εγγυητές μίας ομαλής καθημερινότητας για κάθε πολίτη που υποτίθεται πως είναι, λειτουργούν από καταβολής κόσμου ως μηχανισμοί καταστολής και καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων̇ την απόλυτη τραγικωμωδία, η οποία μέσα στα δεκαεννέα μόλις λεπτά της καταφέρνει να μας προκαλέσει μία σχεδόν εξαντλητική, αλλά εν τέλει απολαυστική εναλλαγή γέλιου και συγκίνησης̇ και μία καθ’ όλα άρτια αισθητικά ταινία, η οποία γοητεύει με τις ήπιες καφκικές πινελιές τής ατμόσφαιράς της.

 

 

Εξόριστος [Exil] (2020) – Visar Morina (Κόσοβο)

 

 

Ο Τζαφέρ είναι ένας σαραπεντάρης Κοσοβάρος μετανάστης, ο οποίος ζει κι εργάζεται στη Γερμανία, σε κάποια χημική εταιρία. Μία μέρα, όταν επιστρέφει στο σπίτι του από τη δουλειά, βρίσκει στο γραμματοκιβώτιό του ένα νεκρό ποντίκι. Το εκλαμβάνει ως bullying από τους συναδέλφους του: η εταιρία στην οποία δουλεύει κάνει συστηματικά πειράματα με ποντίκια. Ο ίδιος, όπως είναι γνωστό σε όλους τους συναδέλφους του, έχει φοβία με τα ποντίκια.

Ο Τζαφέρ μπαίνει σιγά σιγά σε έναν φαύλο κύκλο αντίστοιχων συνειρμών, καχυποψίας και σταδιακά, όλο και πιο έντονου φόβου. Καθετί που συμβαίνει πλέον στη δουλειά του ή σε σχέση με τους συναδέλφους του, μετατρέπεται στην ασταθή συνειδησιακή κατάσταση του Τζαφέρ σε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Επιβεβαιώνει διαρκώς μέσα του το αδιαμφισβήτητο γι’ αυτόν γεγονός, ότι είναι διαρκώς θύμα τού bullying και των ξενοφοβικών συμπεριφορών των συναδέλφων του, αλλά κι από τη γερμανική κοινωνία συνολικά, η οποία του αποκαλύπτεται διαρκώς ως μία απόλυτα ρατσιστική κι εχθρική κοινωνία.

 

 

Ο Ουρς, ένας στριφνός και απότομος ηλικιωμένος συνάδελφός του, φαίνεται πως είναι αυτός που τον απεχθάνεται περισσότερο. Δεν του δίνει έγκαιρα πληροφορίες και υλικά που χρειάζεται ο Τζαφέρ ώστε να κάνει σωστά τη δουλειά του. Του αποκρύπτει ολόκληρα στάδια από τη δουλειά που έχει κάνει ο ίδιος κι οι υπόλοιποι της ομάδας. Όπως αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή ο Τζαφέρ, η ομάδα του τον έχει διαγράψει και από τη λίστα των παραληπτών ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, με αποτέλεσμα να βρίσκεται διαρκώς πίσω και να κάνει λάθη. Και τότε, ο Ουρς καραδοκεί να τον εκθέσει δημοσίως για τα λάθη του. Ο Τζαφέρ κάνει προσπάθειες να προσεγγίσει τον Ουρς, όμως συστηματικά προσκρούει στην αδιάλλακτη εχθρότητα κι επιθετικότητά του.

Όταν της περιγράφει τα καθέκαστα στη δουλειά, η γυναίκα του Νόρα τον αντιμετωπίζει με καχυποψία, επιμένοντας ότι όλα όσα της περιγράφει αποτελούν καθαρές συμπτώσεις ή αποκυήματα της φαντασίας του. Ωστόσο, κάποια στιγμή, ολόκληρη η οικογένεια γίνεται μάρτυρας ενός περίεργου γεγονότος: στην αυλή τού σπιτιού τους, μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, κάποιος έχει βάλει φωτιά στο καροτσάκι τής μικρής του κόρης. Όταν έρχεται η αστυνομία, ένας από τους αστυνομικούς τον ρωτάει περιπαικτικά “Μήπως είστε από την Ανατολική Γερμανία;” Ο Τζαφέρ ανταποδίδει και προσβάλλει τον νεαρό αστυνομικό, θεωρώντας ότι το κακόγουστο αστείο του επιβεβαιώνει την πεποίθησή του ότι γίνεται διαρκώς θύμα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Αργότερα, ωστόσο, η γυναίκα του τού εξηγεί ότι η αντίδρασή του υπήρξε και πάλι υπερβολική κι ανυπόστατη: πρόκειται για ένα πολύ γνωστό ανέκδοτο που κυκλοφορεί στη Γερμανία, το οποίο βασίζεται σε κάποιο πραγματικό περιστατικό με Ανατολικογερμανούς πού είχε συμβεί στο παρελθόν.

Ο Τζαφέρ βρίσκεται ήδη στη όρια τής ψύχωσης. Αρχίζει να βλέπει εφιάλτες. Συχνά περιέρχεται σε καταστάσεις ημι-ύπνωσης. Χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση των πράξεών του, κάποιο βράδυ κι ενώ κάνει έρωτα με τη Νόρα, ασκεί βία εναντίον της. Η Νόρα αντιλαμβάνεται σιγά σιγά, ότι ο Τζαφέρ βρίσκεται πια στην περιοχή τής παθολογίας κι ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στη σχέση τους. Αρχίζει να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από αυτόν.

Όμως, ο Τζαφέρ βρίσκει και πάλι νεκρά ποντίκια στο γραμματοκιβώτιό του. Αυτήν τη φορά το ποτήρι ξεχειλίζει. Τοποθετεί τα νεκρά κι αιμόφυρτα ποντίκια σε έναν κουβά, πηγαίνει στη δουλειά και τα αδειάζει όλα πάνω στο γραφείο τού Ουρς. Κατεβαίνει στη τουαλέτα τού κάτω ορόφου για να πλύνει τα χέρια του κι εκεί βλέπει ξαφνικά ένα σώμα να πέφτει από το γραφείο τού Ουρς και να κρέμεται στο κενό, ακριβώς έξω από το παράθυρο της τουαλέτας. Είναι ο Ουρς που μόλις έχει αυτοκτονήσει. Ο Τζαφέρ απολύεται άμεσα από την εταιρία. Λίγο αργότερα, θα δεχτεί μία επίσκεψη από μία περίεργη ηλικιωμένη κυρία, η οποία αποδεικνύεται πως είναι η χήρα τού Ουρς. Του εξηγεί με πικρία, ότι ο άντρας υπέφερε για πάρα πολλά χρόνια σ’ αυτήν την εταιρία, αλλά και όπου αλλού είχε δουλέψει πριν. Επειδή ήταν κάπως ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, είχε υπάρξει πάντα αντικείμενο bullying από τους συναδέλφους του κι αυτό τον είχε φέρει σε μία ιδιαίτερα δύσκολη ψυχολογική κατάσταση. Ο Τζαφέρ παραμένει σιωπηλός.

Ο Morina δημιουργεί μία έξοχη ταινία, η οποία δανείζεται στοιχεία από τον κλειστοφοβικό, υπαρξιακό κινηματογράφο τού Haneke και από τον τσουχτερό και πλούσιο σε μαύρο χιούμορ και ειρωνεία κοινωνικό (και υπαρξιακό) σχολιασμό τού Östlund1, ενώ κάνουν και εδώ περισσότερο από προφανή την παρουσία τους όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον παράλογο, γεμάτο αποξένωση, εχθρότητα και μοναξιά, εφιαλτικό κόσμο τού Κάφκα.

 

 

O Morina αρνείται να πάρει θέση. Δεν ενδίδει σε κανενός είδους στερεοτυπική σκέψη. Είναι όντως πραγματική η εχθρότητα των συναδέλφων τού Τζαφέρ εναντίον του και έχει όντως ως αφετηρία της την καταγωγή του; Φαίνεται πώς υπάρχει κάποια δόση αλήθειας σ’ αυτό: εκτός από τα ποντίκια που βρίσκει επανειλημμένα στο σπίτι του ο Τζαφέρ – τα οποία όμως μπορεί και να μην τα έχουν τοποθετήσει τελικά οι συνάδελφοί του και συγκεκριμένα ο Ουρς – και τη φωτιά στο καρότσι τής μικρής του κόρης, συνεχώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, οι συνάδελφοι και οι προϊστάμενοί του ξεχνούν τη χώρα από την οποία κατάγεται και τον αναγκάζουν να τους την υπενθυμίζει και μάλιστα δημοσίως. Πολύ συχνά, τον αποκαλούν Κροάτη. Ο διευθυντής τής εταιρίας, σε κάποια ομιλία του μπροστά σε όλο το προσωπικό, στην οποία τονίζει εμφατικά ότι στην εταιρία αυτή δεν γίνεται καμία απολύτως διάκριση κι ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του κοινού τους εταιρικού στόχου, επιλέγει αυτόν από όλους τους άλλους συναδέλφους του, ως το παράδειγμα ενός ξένου που η εταιρία τον έχει ‘αγκαλιάσει’ ως ισότιμο μέλος της: “Ας πούμε, εσείς κύριε. Δεν είστε από εδώ. Από ποια χώρα είπαμε ότι είστε;” Ο Τζαφέρ αργεί να απαντήσει. Μετά από ώρα, ψελλίζει: “Από το Κόσοβο.” – “Πώς είπατε;” τον ρωτάει και πάλι ο διευθυντής. “Από το Κόσοβο,” ξαναλέει ο Τζαφέρ.

Ή μήπως πρόκειται απλά για το ταραγμένο μυαλό ενός Κοσοβάρου μετανάστη στη Γερμανία, ο οποίος δεν τα καταφέρνει να ανταποκριθεί επιτυχώς στον ρόλο του ως εργαζόμενος σε μία μεγάλη, απρόσωπη εταιρία, ως πατέρας τριών παιδιών κι ως σύζυγος μίας μάλλον ψυχρής Γερμανίδας, η οποία φαίνεται να δίνει μεγαλύτερη σημασία στη διδακτορική της διατριβή, παρά στον άντρα της;

 

 

Ο Joseph Heller έχει γράψει: “Το γεγονός ότι είσαι παρανοϊκός, δεν σημαίνει ότι δεν σε κυνηγάνε.”2 Σίγουρα υπάρχει και κάποια δόση αλήθειας στο σύνδρομο καταδίωξης που ταλαιπωρεί τον Τζαφέρ. Όσο υπάρχουν και τα χαρακτηριστικά μίας ψυχο-παθολογικής κατάστασης. Όμως, το πού ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια ή ποιο από τα δύο ενδεχόμενα είναι πιο αληθές από το άλλο, σοφά, αποφεύγει να μας το πει ο Morina. Προτιμά να δημιουργήσει μία ταινία η οποία συγκεράζει στοιχεία θρίλερ, σουρεαλισμού, υπαρξιακού και οικογενειακού δράματος, αλλά και έντονου κοινωνικού προβληματισμού για το ιδιαίτερο φλέγον και επίκαιρο ζήτημα της μετανάστευσης. Κι έτσι, είναι σε θέση να μας σκιαγραφήσει ταυτόχρονα: τα πολύπλοκα προβλήματα τής ταυτότητας, της επώδυνης προσαρμογής, της αποξένωσης και της μοναξιάς που αντιμετωπίζει ο τυπικός Βαλκάνιος – ή άλλος – μετανάστης, ο οποίος καλείται να ενσωματωθεί σε ένα ριζικά διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον, όπως αυτό της Γερμανίας̇ τον διαβόητο πλέον – και απολύτως υπαρκτό στον α’ ή β’ βαθμό – ρατσισμό που οπωσδήποτε χαρακτηρίζει τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες κι ειδικότερα τη γερμανική, απέναντι στα εκατομμύρια των μεταναστών που έχουν συρρεύσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες από τις οικονομικά υπανάπτυκτες και πολιτικά ταλαιπωρημένες περιοχές τής Ανατολής και του Νότου̇ τις ρευστές και συγκοινωνούσες επικράτειες της ‘λογικής’ και της παράνοιας, της ‘υγείας’ και της ασθένειας, του ‘φυσιολογικού’ και του μη φυσιολογικού̇ και κυρίως, τον βαθιά παθολογικό και ανορθολογικό χαρακτήρα τής σύγχρονης δυτικής εργασιακής κολεκτίβας που λέγεται ‘γραφείο’. Το γραφείο, ίσως είναι τελικά κι ο κεντρικός πρωταγωνιστής τής ταινίας τού Morina, ο οποίος μας το παρουσιάζει ως το κατεξοχήν άντρο εχθρότητας, ανταγωνισμού, εγωισμού, ομογενοποίησης, απέχθειας προς το διαφορετικό, ως ένα συνώνυμο της κλίκας, του δοσιλογισμού και τελικά, του κεκαλυμμένου, του επιφανειακά ‘πολιτισμένου’, αλλά στην ουσία του βαθιά πρωτόγονου κι αδιαφοροποίητου διαχρονικά, εγγενούς στον άνθρωπο φασισμού.

Σίγουρα, ο Τζαφέρ έχει χάσει την ισορροπία του. Πολύ πιθανόν άλλοι παράγοντες να έχουν λειτουργήσει προς αυτήν την κατεύθυνση από την προηγούμενη ζωή και τα βιώματά του. Γίνονται κάποιες σύντομες νύξεις σε κάποιες αναμνήσεις του από το Κόσοβο, οι οποίες θα μπορούσαν ίσως να είναι τραυματικές. Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός, ότι το γραφείο κι οι συνάδελφοί του τον αντιμετωπίζουν υποτιμητικά και επιθετικά. Προφανώς κι ο Τζαφέρ από ένα σημείο και μετά έχει δώσει υπερβολική σημασία σε λεπτομέρειες και σε γεγονότα, τα οποία κανονικά θα έπρεπε να είχε αγνοήσει. Άλλο τόσο προφανές είναι ωστόσο, ότι ο βασικότερος χώρος εκδήλωσης κι αναπαραγωγής τού μίσους ανθρώπου προς άνθρωπο και μία από τις πιο σημαντικές εστίες ψυχολογικής μόλυνσης και παθογένειας σήμερα, είναι η λουστραρισμένη, κουστουμαρισμένη, ‘τεχνοκρατική’ εργασία χιλιάδων ανθρώπων μέσα στα λαβυρινθώδη λαγούμια των πολυώροφων εγκαταστάσεων των σύγχρονων εταιριών.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top