Fractal

Οι κάποιες γραφές

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης // *

 

Κώστας Κουτρουμπάκης, «Οι κάποιοι», εκδ. Ενύπνιο, σελ. 79, 2021

 

«Να λοιπόν μια σημαία για τον μετασχηματισμό του μέλλοντος χρόνου. Δεν υπάρχει τέλος εκεί. Μονάχα αρχή.  Κι οι κάποιοι αρχίζουν την Ιστορία». «Σημαία» τιτλοφορείται κι είναι το τελευταίο κείμενο (σελ. 79) της συλλογής. Είθισται στο τέλος, ένα νεύμα του συγγραφέα, ένα σχόλιο, κάποιος χαιρετισμός. Κάπως έτσι εκλαμβάνω το συγκεκριμένο «διήγημα», ότι δηλαδή επιτελεί μια πρόσθετη λειτουργία σε σχέση με τα προηγούμενα. Θαρρώ λοιπόν ότι η «Σημαία» δεν κλείνει απλώς τη συλλογή, αλλά την ίδια στιγμή διατυπώνει το επιμύθιο και προσδιορίζει το στίγμα της ως προς το ύφος, το είδος και το θέμα της γραφής.

Ξεκινώ απ’ το θέμα. Ποιοι είναι αυτοί «Οι κάποιοι» που αρχίζουν την Ιστορία και τιτλοφορούν τη συλλογή; Η ανθρωπογεωγραφία του Κουτρουμπάκη δεν έχει να κάνει με ανθρώπους της διπλανής πόρτας αλλά με ανθρώπους που είναι κλεισμένοι πίσω απ’ την πόρτα ή με ανθρώπους που δεν έχουν ούτε μια πόρτα για να κλείσουν. Οι ήρωές του, αντλημένοι είτε απ’ τη μνήμη είτε συνηθέστερα απ’ την παρατήρηση, είναι σπασμένοι χαρακτήρες, φιγούρες με πολύ αδρά χαρακτηριστικά, πρόσωπα ταλαιπωρημένα, εξοβελισμένα, ξεχασμένα. Απέναντί τους στέκεται με διακριτικότητα και διάθεση κατανόησης, σαν να ψηλαφεί διά της γραφής τις ανοιχτές πληγές τους, σαν να ηχεί διά των λέξεων το βουβό βογγητό τους, αλλά χωρίς να παρασύρεται απ’ την ευκολία του εντυπωσιασμού και του μελοδράματος.

Το συγγραφικό ενδιαφέρον εστιάζει στις γωνίες του αστικού πλαισίου και δείχνει μια ιδιαίτερη προτίμηση για τις σκιάσεις του, φέροντας στο προσκήνιο ανθρώπινες μορφές που ξεφεύγουν απ’ το ταξικό, το ιδεολογικό και αισθητικό φίλτρο της κοινής όρασης. Νατουραλιστική ως προς τη θεματολογία της η γραφή του Κουτρουμπάκη σκιαγραφεί τον κόσμο της τρέχουσας κρίσης, τη μοναξιά, την περιθωριοποίηση, τη διάρρηξη των κοινωνικών σχέσεων, τον ρατσισμό, αλλά και τις αντιστάσεις ανθρωπιάς, τις χειρονομίες αλληλεγγύης, την αφοσίωση της αγάπης, έστω κι αν δεν μιλάει απευθείας για την κρίση. Η συγγραφική του επεξεργασία αναδεικνύει έναν άλλο κόσμο πίσω απ’ τον κόσμο της βιτρίνας, δίνοντας στο αστικό κάδρο τη διάσταση του κοινωνικού και μνημονικού βάθους.

«Μικρές μυθιστορίες» είναι ο εκδοτικός αυτοπροσδιορισμός της συλλογής, που τοποθετεί την ταυτότητα του βιβλίου στον χώρο της πρόζας, παρότι δεν λείπουν και οι καθαρά ποιητικές γραφές (Το κορίτσι Ζεν, Η βαρύτητα). «Μικροκείμενα», «μικρά πεζά», «μπονσάι», «μικροδιηγήματα» είναι οι άλλοι χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς δίνονται στο είδος, για να διασκεδάσουν τη φιλολογική αμηχανία της κατάταξης και να καθιερώσουν έναν κοινά αποδεκτό όρο για τέτοιας μορφής κείμενα, όπου σε συνθήκες απόλυτης οικονομίας και συντομίας λόγου η πρόζα αποποιείται μέρος της αφηγηματικότητάς της για να πλησιάσει την ποίηση ή απ’ την πλευρά της η ποίηση γίνεται ολοένα και πιο πεζόμορφη και αφηγηματική για να πλησιάσει την πρόζα –είδος που μπορεί να μην είναι νέο αλλά για ποικίλους λόγους φαίνεται να κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια.

Είναι η δεύτερη φορά που ο Κουτρουμπάκης κομίζει αυτό το είδος γραφής. Ούτε και στον Μαραγκό αντιμετώπισε τη γλώσσα σαν χαλί της αφήγησης και εκεί αναζήτησε την ποιητική ρυθμικότητα που ταίριαζε με το θέμα που κάθε φορά εξιστορούσε. Θαρρώ όμως ότι εδώ το κάνει ακόμη πιο φυσικά, ακόμη πιο αβίαστα: το τι και το πώς της αφήγησης δεν διακρίνονται πλέον ως αισθητικά σύμπαντα, το δεύτερο δεν τίθεται στην υπηρεσία του πρώτου. κάθε λέξη, κάθε ήχος, κάθε εκφραστικό μέσο του Κουτρουμπάκη είναι στη λεπτομέρειά του δουλεμένο και πολύ προσεκτικά επιλεγμένο, ώστε όχι μόνο να κουβαλάει το στόρι αλλά την ίδια στιγμή να παράγει αισθητικό αποτέλεσμα.

 

Κώστας Κουτρουμπάκης

 

Κάτι τέτοιο βέβαια οδηγεί σε μια διπλή αφαίρεση: αφενός η ιστορία απαλλάσσεται από οτιδήποτε περιττό, συμπιέζεται και συρρικνώνεται ώστε να μείνει μόνο η απολύτως πρώτη ύλη της, αφετέρου η γλώσσα ελαφραίνει από οτιδήποτε αχρείαστο, άσκοπο και διακοσμητικό, ώστε να ανακοινώσει με ακριβή δηλωτικότητα την πληροφορία της. Αποτέλεσμα τούτης της διπλής αφαίρεσης είναι η γλωσσική και αφηγηματική αφαιρετικότητα του λόγου, όπου η ποιητική ρυθμικότητα της γραφής συναντάται με το ελάχιστο της πλοκής για να εξασφαλίσουν από κοινού την πύκνωση και την καλαισθησία του νοήματος. «Γυρνούσαμε σπίτι. Τα παιδιά με το παγωτό στο χέρι. Έτρωγαν γρήγορα μη λιώσει», ξεκινά το δεύτερο διήγημα, «Το παγωτό» (σελ. 15). «Είναι μετανάστρια, μεσόκοπη. Οι γέροι στο απέναντι καφενείο την καρφώνουν με τις ώρες. Έχει μια άγρια σλαβική ομορφιά», ξεκινά το εικοστό ένατο διήγημα, «Η Χρυσοχέρα» (σελ. 67).

Λέγεται ότι το πρώτο βιβλίο περιέχει, προσημαίνει όλα τα κατοπινά του συγγραφέα, θυμάμαι ότι πολύ παλιά το διάβασα σε μια βιβλιοκριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Αλλά όσον αφορά την ίδια τη συγγραφική εξέλιξη του δημιουργού θαρρώ ότι σπουδαιότερο είναι το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο κτλ. βιβλίο, με την έννοια ότι πιστοποιούν αν η γραμμή της πορείας είναι ανοδική ή καθοδική ύστερα απ’ το πρώτο ξέσπασμα. Ήμουν πολύ θετικός στη βιβλιοκριτική μου για τον Μαραγκό (εκδ. Ενύπιο, 2018), ακόμη περισσότερο είμαι τώρα. «Οι κάποιοι» βεβαιώνουν μια ανοδική πορεία με σημάδια ωρίμανσης του συγγραφέα, προχωρούν ακόμη περισσότερο το είδος των μικροκειμένων ή όπως εδώ ονομάζονται των μικρών μυθιστοριών και εντέλει εισάγουν έναν ποιητικό νατουραλισμό που ξαναφέρνει στο προσκήνιο το κοινωνικό θέμα δίχως τις μυωπίες της νεότερης γραφής και τις αγκυλώσεις της παλιότερης.

 

 

* O Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top