Fractal

Χιλιαστές στον Μεσαίωνα και στον… 20ό αιώνα!

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης //

 

Νόρμαν Κον: “Αγώνες για την έλευση της χιλιετούς βασιλείας του Θεού”, Μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες 1999, σελ. 418

 

Πρόκειται για ένα έργο κλασικό στο είδος του, που η δημοσίευσή του γέννησε ένα νέο πεδίο έρευνας και προβληματισμού. Το βιβλίο, το οποίο γράφτηκε κατά τη δεκαετία 1946-1956, πραγματεύεται τις διάφορες χιλιαστικές αιρέσεις που άνθησαν ανάμεσα στα φτωχότερα στρώματα της βόρειας και κεντρικής Δυτικής Ευρώπης, κατά τους Ύστερους Μεσαιωνικούς Χρόνους, δηλαδή από τον 11ο έως και τον 16ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Βρετανό ακαδημαϊκό ιστορικό στο πανεπιστήμιο του Σάσεξ Norman Cohn, αυτές οι μεσαιωνικές χιλιαστικές αιρέσεις διέθεταν πέντε κοινά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας την πίστη σε μια σωτηρία: συλλογική, επίγεια, επικείμενη, συνολική και θαυματουργή. Εν ολίγοις, παρουσίαζαν τη λύτρωση από τα εγκόσμια δεινά να λαμβάνει χώρα πάνω σε αυτή τη γη στο προσεχές μέλλον με θαυματουργικό και πλήρως μεταμορφωτικό τρόπο, οδηγώντας τους πιστούς σε συλλογική ευτυχία. Η πιο ενδιαφέρουσα και προκλητική άποψη του παρόντος βιβλίου, που έχει επηρεαστεί από την ψυχανάλυση, είναι ότι όλες οι παραπάνω αιρέσεις προσομοιάζουν σε πολλά με τα δύο μεγάλα επαναστατικά πολιτικά κινήματα του εικοστού αιώνα: τον ναζισμό και τον κομουνισμό. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στην έντονα ανησυχητική εντύπωση που αποκόμισε ο Cohn, ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού στην κεντρική Ευρώπη, από την πρόσφατη διάδοση εκείνων των δύο ιδεολογιών στην Ευρώπη.

Όταν μιλάμε για «χιλιασμό», ουσιαστικά αναφερόμαστε σε μια ιδέα που προέρχεται από την κατά λέξη ερμηνεία σε ένα χωρίο της Αποκάλυψης, σύμφωνα με την οποία πρόκειται να επανέλθει ο Χριστός στη γη και να βασιλεύσει χίλια χρόνια σε συνθήκες επίγειου παραδείσου, που θα προηγηθούν της έσχατης κρίσης και της αιωνιότητας. Κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό από τους πιστούς ορισμένων δογμάτων μέχρι και σήμερα (πχ Μάρτυρες του Ιεχωβά). Με την πλατύτερη έννοια του όρου, τείνουμε να αναφερόμαστε σε κάποιες μορφές πολιτικού μεσσιανισμού που γνώρισε ο σύγχρονος κόσμος. Θα ήταν βέβαια λάθος να κάνουμε λόγο για «τον χιλιασμό», σαν να πρόκειται για κάτι ενιαίο. Στην πραγματικότητα, η γκάμα των χιλιαστικών αιρέσεων ήταν αρκετά μεγάλη και εκτεινόταν από την πιο ήπια ειρηνοφιλία (πχ Φραγκισκανοί Πνευματικοί 13ου αιώνα) μέχρι την πιο άγρια επιθετικότητα (πχ Αδελφοί του Ελεύθερου Πνεύματος), μας λέει ο Cohn.

 

Ο Βρετανός ιστορικός και ακαδημαϊκός Norman Cohn

 

Αρχικά, όπως και η γραμμική αντίληψη της ιστορίας, έτσι και οι εσχατολογικές προφητείες ουσιαστικά προέρχονται από τους κατοίκους του αρχαίου Ισραήλ. Ο εβραϊκός λαός υπήρξε ίσως ο μοναδικός που συνδύαζε τον ασυμβίβαστο μονοθεϊσμό με μια ακλόνητη πίστη στο ότι αποτελεί ο ίδιος τον περιούσιο λαό του Θεού. Το αποτέλεσμα ήταν να αντιδρά στην καταπίεση και τη δυσφορία, ομολογώντας την ενοχή του που εγκατέλειψε τον Θεό και προβάλλοντας τις αξιώσεις των προφητών για μελλοντική αποκατάσταση του βασιλείου του. Γύρω στο 165 π.Χ. εμφανίστηκε ίσως η πιο καθοριστική: το όραμα του προφήτη Δανιήλ, που εκφράζεται στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου του, εξέφραζε ρητά και απερίφραστα την έλευση ενός μελλοντικού βασιλείου το οποίο θα αγκαλιάζει όχι μόνο την περιοχή της Παλαιστίνης με τους κατοίκους της, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο. Εδώ αποκρυσταλλώθηκε για πρώτη φορά ο πυρήνας της μονοθεϊστικής εσχατολογίας. Ο κόσμος κυβερνιέται από μια κακή, τυραννική και δαιμονική εξουσία, η τυραννία της οποίας γίνεται διαρκώς πιο δυσβάσταχτη, μέχρι που ξαφνικά οι Άγιοι του Θεού θα ξεσηκωθούν και θα την ανατρέψουν, εγκαθιδρύοντας το δικό τους βασίλειο, το οποίο θα είναι η τελείωση της ιστορίας που θα σημάνει και την οριστική νίκη του καλού στον κόσμο. Στο όραμα του Δανιήλ όμως, η εσχατολογία συνδυάστηκε με τη μεσσιανική προσδοκία ενός σωτήρα ο οποίος, ως δίκαιος και σοφός απόγονος του Δαβίδ, θα γινόταν ο λυτρωτής της ανθρωπότητας. Έπειτα, η Αποκάλυψη, το βιβλίο που γράφτηκε από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, υποσχόταν στους Χριστιανούς την αιώνια βασιλεία, μαζί με τη δεύτερη και τελική έλευση του μεσσία:

«Καὶ εἶδον θρόνους, καὶ ἐκάθησαν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ κρῖμα ἐδόθη αὐτοῖς, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ οἵτινες οὐ προσεκύνησαν τὸ θηρίον οὔτε τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔλαβον τὸ χάραγμα ἐπὶ τὸ μέτωπον αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὴν χεῖρα αὐτῶν· καὶ ἔζησαν καὶ ἐβασίλευσαν μετὰ τοῦ Χριστοῦ χίλια ἔτη» (Αποκ. 20,4).

Αν και βέβαια οι Χριστιανοί κατά βάση έδιναν και δίνουν ένα αλληγορικό νόημα στις προφητείες αυτές, θεωρώντας ως μεσσία τον Ιησού Χριστό και ως βασιλεία την αιώνια ζωή μαζί Του, πολλοί Εβραίοι φαντάζονταν τον μεσσία τους ως έναν δυνατό πολέμαρχο που θα οδηγούσε το έθνος στην εγκόσμια δόξα. Ακόμη και ανάμεσα στους Χριστιανούς (πχ κατά Cohn, στους Αποστολικούς Πατέρες Παπία και Ειρηναίο) αναπτύχθηκαν αντίστοιχες ιδέες, αν και φυσικά η Εκκλησία, ειδικά ύστερα από τον 4ο μ.Χ. αιώνα, τις αποδοκίμαζε όλο και περισσότερο. Όταν λόγου χάρη ο Άγιος Αυγουστίνος παρουσίαζε την αλληγορική ερμηνεία του, κατά την οποία η χιλιετής βασιλεία αποτελεί συμβολική προεικόνιση της εκκλησίας των πιστών Χριστιανών, αυτό που έκανε ήταν η άρνηση του χιλιασμού. Διότι η εσχατολογία και ο μεσσιανισμός δεν ταυτίζονται με τον χιλιασμό. Αντίθετα, ο τελευταίος αποτελεί μια μορφή «εκκοσμίκευσης» αυτών στο επίπεδο της ερμηνείας, αφού προβάλλει την αξίωση για επίγεια και υλική πραγματοποίηση της μεσσιανικής βασιλείας πριν την πνευματική βασιλεία της αιωνιότητας. Σύμφωνα με τον Karl Löwith, η πίστη στην πρόοδο, ακόμη και το ιδεώδες της σύγχρονης επιστήμης κυριαρχίας στη φύση, αποτελεί μια εκκοσμίκευση της χριστιανικής πίστης: η ελπίδα για τη Βασιλεία του Θεού στον άλλο κόσμο αντικαταστάθηκε από την ελπίδα για επίγειο παράδεισο. Αν είναι βέβαιο πως ο Χριστιανισμός άνοιξε τον δρόμο σε μια πίστη στην ιστορική πρόοδο του ανθρωπίνου γένους, είναι εξίσου βέβαιο ότι αυτό συνέβη εξαιτίας του σταδιακού «ξεθωριάσματός» του μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσω του οποίου η πίστη στην πρόοδο αντικατέστησε βαθμιαία την πίστη στην Πρόνοια. Όπως μας λέει και ο Karl Mannheim,  οι Νεότεροι Χρόνοι σηματοδοτούν τη σταδιακή απομάκρυνση από την υπερβατικότητα υπέρ των ουτοπιών που αναφέρονται στο ενδοϊστορικό γίγνεσθαι: ο χιλιασμός, ο φιλελευθερισμός, ο συντηρητισμός και ο σοσιαλισμός αντιπροσωπεύουν επιμέρους στάδια αυτής της διαδικασίας εκκοσμίκευσης. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός ότι ο Mannheim εντάσσει τους αναρχικούς οπαδούς του Μπακούνιν όχι στη σοσιαλιστική ουτοπία αλλά στον χιλιασμό. Οι αιρετικοί χιλιαστές που σκιαγραφεί με τόσες λεπτομέρειες ο Cohn στο παρόν βιβλίο, δίκαια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αναρχικοί.

Ωστόσο, το όραμα του Δανιήλ προέβαλε και μια ακόμη ιδέα που επρόκειτο να διατυπώσει και η Αποκάλυψη των Χριστιανών: πρόκειται για τη μορφή του αντίχριστου, ενός θελκτικού και συνάμα θηριώδους δεσπότη που, ως όργανο του διαβόλου, θα συγκρουστεί με τον Θεό και στο τέλος θα νικηθεί. Σε όλη τη διάρκεια των Μεσαιωνικών Χρόνων, άνθρωποι νόμιζαν ότι έβλεπαν στο πρόσωπο διαφόρων μισητών αρχόντων την απεχθή μορφή εκείνου. Παράλληλα, κατά τον Μεσαίωνα έγιναν δημοφιλείς και ορισμένα βιβλία («Σιβυλλικά»), τα οποία φυλάσσονταν στη Ρώμη και διατείνονταν ότι κατέγραφα τα λόγια εμπνευσμένων προφητισσών. Δύο από αυτές, η Τιμπουρτίνα (μέσα 4ου αιώνα) και ο Ψευτο-Μεθόδιος (μέσα 7ου αιώνα), εδραίωσαν την πεποίθηση ότι λίγο πριν τη συντέλεια του κόσμου θα βασιλεύσει ένας ικανός και άξιος άρχοντας, γνωστός και ως «αυτοκράτορας των τελευταίων ημερών», για την πραγματική ταυτότητα του οποίου πολλές εικασίες έγιναν κατά καιρούς (πχ συχνά χρησιμοποιούνταν το όνομα «Φρειδερίκος»).

 

Ο Τόμας Μύντσερ και ο Γιαν Μπόκελσον, ευρύτερα γνωστός και ως «Ιωάννης του Λέιντεν»

 

Κόντρα σε μια ισχυρή προκατάληψη της εποχής μας, ο Cohn εξηγεί ότι οι περισσότεροι Χριστιανοί κατά τον Μεσαίωνα δε ζούσαν αναγκαστικά με την αναμονή μιας άμεσης έλευσης του Ιησού Χριστού. Αντίθετα, προσδοκούσαν τη μεταθανάτια δικαίωσή τους, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν μια όσο το δυνατόν καλύτερη ζωή μέσα στο πλαίσιο του συστήματος των τιμαρίων. Ωστόσο, η παρακμή της φεουδαρχίας, και μαζί της θείας νομιμοποίησής της, ευνόησε την ανάπτυξη ακραίων κινημάτων εξισωτισμού. Οι υποσχέσεις αυτών των κινημάτων ήταν απεριόριστες και ο αγώνας που προωθούσαν έμοιαζε να λαμβάνει εσχατολογικές διαστάσεις. Μάλιστα, στους χιλιαστές «προφήτες» έτειναν ευήκοα ώτα οι ανυπεράσπιστοι άνθρωποι που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας και όχι μόνο ήταν φτωχοί, χωρικοί άκληροι ή ανειδίκευτοι εργάτες στις πόλεις, αλλά δεν είχαν ούτε τη συναισθηματική στήριξη που προσέφερε η ένταξη στις παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες. Με λίγα λόγια, οπουδήποτε υπήρχε ανοργάνωτος και εξατομικευμένος πληθυσμός σε ύπαιθρο ή και πόλεις: τέτοια παραδείγματα ήταν η Φλάνδρα και η Βόρεια Γαλλία του 12ου και 13ου αιώνα, η Ολλανδία και η Βεστφαλία του 16ου, καθώς και η Βοημία του 15ου.  Οι οπαδοί των χιλιαστών ήταν επομένως όχι απλά φτωχοί αλλά φτωχοί που ο παραδοσιακές τους αξίες είχαν γκρεμιστεί. Αυτό παρατηρείται από τα τέλη του 11ου αιώνα και ύστερα. Από τότε και μετά παρατηρείται το φαινόμενο να υπάρχουν οι διάφοροι «μεσσίες των φτωχών».

Όλα τα μεγάλα αιρετικά κινήματα του όψιμου Μεσαίωνα μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο μέσα στο πλαίσιο της λατρείας για την εθελούσια φτώχεια και ως υποκατάστατα της Εκκλησίας, την οποία όχι τόσο άδικα ταύτιζαν με τη λαγνεία και την πλεονεξία. Παρόλο που η Εκκλησία προσπάθησε να προσεταιριστεί τις λαϊκές επιθυμίες ιδρύοντας, τον 13ο αιώνα, τα μεγάλα επαιτικά τάγματα (πχ Δομινικανοί, Φραγκισκανοί, απέτυχε να ελέγξει πλήρως τις μάζες. Διότι, όσο και αν καθόριζε τη ζωή του μεσαιωνικού ανθρώπου, πολλές φορές της ήταν δύσκολο να ικανοποιήσει πλήρως τις πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου της που η ίδια τροφοδοτούσε. Η «σιμωνία» (εξαγορά εκκλησιαστικών αξιωμάτων) και οι πολιτικές φιλοδοξίες χαρακτήριζαν αρκετά μέλη του ανώτερου κλήρου και μάλιστα υπάρχουν παραδείγματα κληρικών, που έφερναν στις εκκλησιαστικές συνόδους τις παλλακίδες με τις οποίες συζούσαν. Η λαϊκή αγανάκτηση εκφραζόταν λοιπόν μέσω της εμπιστοσύνης σε κάθε λογής αιρετικούς θρησκευτικούς καθοδηγητές, που περιόδευαν και κήρυτταν αποσκοπώντας να βαδίσουν στα χνάρια των Αποστόλων του σωτήρα Ιησού Χριστού. Το μεγαλύτερο χιλιαστικό ξέσπασμα προήλθε ως αντίδραση στην ισχυρότερη συμφορά του Μεσαίωνα, η οποία δεν είναι άλλη από την επιδημία μαύρης πανώλης που μέχρι σήμερα μας είναι γνωστή ως «μαύρος θάνατος» (1348-1353).

Αυτοί οι καθοδηγητές δεν προέβαλαν όλοι τις ίδιες αξιώσεις. Οι Τανχέλμος και Έον ισχυρίζονταν πως ήταν θεοί, ο Εμίκο, ο ψευδο- Βαλδουίνος και οι ψευδο-Φρειδερίκοι έλεγαν πως ήταν οι αυτοκράτορες των τελευταίων ημερών, ενώ οι Τζον Μπολ, Μάρτιν Χούσκα, Τόμας Μύντσερ και Γιαν Μπόκελσον έλεγαν πως αποτελούν τους προδρόμους του επανερχόμενου Χριστού. Συνήθως τέτοιοι άνθρωποι ήταν μικροαριστοκράτες ή διανοούμενοι, ενώ ο πλέον χαρακτηριστικός τύπος τέτοιου «προφήτη» ήταν ο τέως ιερέας που είχε γίνει ανεξάρτητος ιεροκήρυκας, πιθανώς έχοντας ήδη ζήσει για ένα διάστημα ως ερημίτης. Ο Cohn σκιαγραφεί τους διάφορους αιρεσιάρχες: από τον Εμίκο του Λάινινγκεν ως τον «βασιλέα Ταφούρ», τον Τανχέλμο, τον Έον και τον Τόμας Μύνστερ, που το 1524-1525 καθοδήγησε την εξέγερση των χωρικών στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση πριν τη Γαλλική επανάσταση. Ο αββάς με τις προφητείες που άσκησαν τη μεγαλύτερη επίδραση στον ευρωπαϊκό χώρο μέχρι την εμφάνιση του μαρξισμού, λέει ο Cohn ήταν ο Ιωακείμ της Φλώρας. Αν και εκείνος δεν ήταν (συνειδητά) αιρετικός, οι εικοτολογίες του περιελάμβαναν την ιδέα μιας τρίτης εποχής («εποχή του Πνεύματος»), η οποία θα ήταν μεταξύ του 1200 και 1260 και θα σηματοδοτούσε την εμφάνιση ενός νέου μοναχικού τάγματος, που θα κήρυττε παντού το Ευαγγέλιο και θα προετοίμαζαν τον κόσμο για τα έσχατα προσηλυτίζοντας τους Εβραίους και φέρνοντας έναν αγαθό ηγεμόνα που θα εξάγνιζε όλη την ανθρωπότητα λίγο πριν έρθει ο αντίχριστος.  Ο Cohn βλέπει αυτό το ιωακείμιο μοτίβο της τριάδας να επαναλαμβάνεται με αμιγώς κοσμική μορφή στις φιλοσοφίες της ιστορίας που διατύπωσαν αιώνες αργότερα οι Λέσινγκ, Φίχτε, Σέλινγκ, Κοντ και Μαρξ. Ακόμη και η περίφημη αρχική ιδέα του Μάιλερ βαν ντε Μπρουκ περί ενός Τρίτου Ράιχ φαίνεται πως αντλεί την καταγωγή της από τον Ιωακείμ. Επίσης, οι μοναχοί που λίγο αργότερα ακολούθησαν τον Φραγκίσκο της Ασίζης, πλησίασαν αρκετά για το μοναστικό τάγμα που ο ίδιος είχε διαβλέψει. Ο 14ος αιώνας σήμανε την παρακμή του χιλιασμού στη Γαλλία και την άνοδό του στη Γερμανία.

 

 

O Cohn προβαίνει και σε περιγραφές της αίρεσης των μαστιγωμένων, που με αρκετή ζωντάνια αναπαρέστησε και ο σκηνοθέτης Άλκμαρ Μπέργκεν, στη γνωστή ταινία του με τον τίτλο «Η έβδομη σφραγίδα» (1957). Συγκεκριμένα, λέει ο Cohn, κάθε ομάδα μαστιγούμενων αποτελούνταν από πενήντα έως τουλάχιστον πεντακόσιους ανθρώπους και είχε έναν ηγέτη, ο οποίος άκουγε τις εξομολογήσεις των μελών, τους μαστίγωνε και επέβαλε άφεση αμαρτιών. Μια από τις πιο ακραίες αιρέσεις όμως, ήταν εκείνη του Ελεύθερου Πνεύματος, βασικό δόγμα της οποίας ήταν ότι οι βαθύτερα μυημένοι σε αυτό έχουν αποκτήσει ένα είδος «ανοσίας» απέναντι στην αμαρτία και συνεπώς είναι σε θέση να διαπράττουν οποιαδήποτε πράξη επιθυμούν, χωρίς να φοβούνται μην αμαρτήσουν. Οι πράξεις όσων συμμετείχαν σε αυτή περιελβάμβαναν την ελευθερογαμία, τη ληστεία και την άσκηση βίας.

Μια άλλη αίρεση, οι «αναβαπτιστές» (ή αλλιώς βαπτιστικές αιρέσεις), ήταν διάσπαρτες ομάδες που δεν αποδέχονταν το βάπτισμα και γενικά τα εκκλησιαστικά μυστήρια, απαιτώντας από τους νεοφερμένους οπαδούς τους να βαπτίζονται (ξανά) δημόσια, αλλά αυτή τη φορά στο δικό τους δόγμα. Τελικά, όλες αυτές οι ομάδες θεωρήθηκαν αιρετικές και η Καθολική εκκλησία μαζί με διάφορους ηγεμόνες, ύστερα από αιματηρές συγκρούσεις, τις κατέπνιξαν. Όταν, το 1534, ο Γιαν Μπόκελσον κατέκτησε την πόλη Μύνστερ, εγκαθίδρυσε εκεί μια θεοκρατική τυραννία με έντονη τρομοκρατία. Απαγορεύτηκαν όλα τα βιβλία πλην της Βίβλου, οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν σε κοινοκτημοσύνη αγαθών και επιβλήθηκε η πολυγαμία.  Τελικά, οι ηγεμόνες πολιόρκησαν την πόλη και οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να λιμοκτονούν και το καθεστώς κατέπεσε.  Αφού κάηκε στην πυρά και ο τελευταίος «μεσσίας» Γιαν Μίλεβσεν, το 1580, έκλεισε ο κύκλος των μεγάλων μεσαιωνικών χιλιαστικών κινημάτων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top