Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ: Ο θάνατος ποτέ δεν βάζει τέλος

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

 

 

Ζαχαρίας Στουφής: “Μαρμαρού”, ΑΩ εκδόσεις

 

Για μια ακόμη φορά ο Ζαχαρίας Στουφής δηλώνει τη σχεδόν εμμονική του προσήλωση στον χώρο των νεκρών, αντλώντας από την πλούσια σκοτεινή παράδοση του λαού, με θρύλους που απομένουν ζωντανοί και πολύ ενδιαφέροντες στη σημειολογία τους, προσθέτοντας στα γραπτά του ψήγματα μιας προσέγγισης του επέκεινα χώρου, μια ρηγματώδη όψη, από όπου θα μπορούσαν να φθάσουν ως εμάς οραματικές εικόνες από το θεωρούμενο αθέατο τοπίο, εν δυνάμει όμως ορατό. Έχοντας εντρυφήσει στα αόρατα (έστω μη διακριτά για τους πολλούς) περάσματα που διαχωρίζουν (όχι πάντα με απόλυτη «στεγανότητα») τη ζωή από τον θάνατο ή αλλιώς τη μη-ζωή, έχοντας ασχοληθεί επί μακρόν με τη θανατολογία σε μοιρολόγια, σε νεκροταφεία, σε επιτύμβιες επιγραφές, εύλογα μπορεί να θεωρηθεί συγγραφέας-αποτυπωτής του άφατου, του μη-λογικού. Ωστόσο υπαρκτού;  Η σκοτεινή πλευρά της ζωής είναι πολύ πιο κοντά από όσο φανταζόμαστε, πολύ πιο ανθρώπινη στην υφή της αλλά και πολύ πιο δαιμονική από τα προσωπεία, με τα οποία κατά καιρούς η φαντασία έχει καλύψει στους ενδόμυχους φόβους μας. Είναι οι αφηγήσεις των γονιών και των παππούδων που συχνά ανοίγουν παράξενα παράθυρα στη φαντασία μας.

Ένα παραμύθι (για μεγάλα και «κακά» παιδιά, όπως γράφει ο ίδιος) είναι και η Μαρμαρού, η ιστορία που έρχεται από πολύ παλιά, ζυμωμένη μέσα στις αφηγήσεις από γενιά τη γενιά στο χωριό της καταγωγής του, την Άνω Βολίμα της Ζακύνθου. Εκεί, άλλωστε, είχε τοποθετήσει και τη νουβέλα του Ο τάφος του διαόλου (ΑΩ, 2019). Το ιδανικό σκηνικό για να διαδραματιστεί η σκοτεινή ιστορία, εκεί στο κλειστό και απομονωμένο τοπίο, όπου η δεισιδαιμονία και η πρόληψη μπορούν ανεμπόδιστες από αστικές οριοθετήσεις να διαιωνίσουν τη δική τους αλήθεια, την άλλη όψη του κόσμου. Η ιστορία αφορά τον Παναγιώτη, έναν αγρότη που θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί ένα πλάσμα έξω από τον κόσμο ετούτο, μια γυναίκα βρικόλακα, τη Μαρμαρού, που έχει στοιχειώσει το σπίτι του. Διακόσια χρόνια μετά τη δολοφονία της από τον καταπιεστή άντρα της, θα εμφανιστεί στη ζωή του Παναγιώτη για να διεκδικήσει την ιδιοκτησία της, αλλά και τον έρωτά του. Η αφήγηση δεν θα ακολουθήσει μια ευθύγραμμη χρονική πορεία. Θα μας οδηγεί πότε διακόσια χρόνια πριν, στο 1722, όταν συντελέστηκε το έγκλημα, πότε στο μεταπολεμικό 1949, για να συναντήσουμε τον έρωτα της Μαρμαρούς με τον Παναγιώτη. Και στο τελευταίο κεφάλαιο είμαστε πια στο 2004, για να δούμε ότι το θεωρούμενο τέλος δεν υπάρχει, ή όπως γράφει στην προμετωπίδα του κεφαλαίου: Ο θάνατος ποτέ δεν βάζει τέλος,/ και οι νεκροί δεν πέφτουνε για ύπνο.

Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που ο Στουφής αφηγείται την τρομακτική του ιστορία. Η γλώσσα του είναι απλή, οι προτάσεις του σύντομες και κοφτές, λεπτομέρειες χωρίς ιδιαίτερη σημασία υπεισέρχονται στην πλοκή, τα γεγονότα συνοδεύονται από μια στοιχειώδη επεξηγηματική συγγραφική αναφορά. Η αφήγηση αφαιρεί όλα τα στοιχεία που θα παρέπεμπαν στο λογοτεχνικό ψεύδος, καθώς ο αφηγητής διαρκώς υπενθυμίζει πως αποστασιοποιείται από την ιστορία, διατηρώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του μεταδότη, του αναπαραγωγού της ιστορίας. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά της προφορικής παράδοσης που διέσωσε θρύλους και παραμύθια, προσθέτοντας ή αφαιρώντας στοιχεία από στόμα σε στόμα, διατηρώντας, όμως, τον κεντρικό πυρήνα ατόφιο. Σκόπιμα ή όχι, λοιπόν, ο Στουφής διατηρεί εδώ αυτό το ύφος και αυτή τη γλώσσα, έτσι που και η δική του αφήγηση να προσομοιάζει σε παραμύθι.

 

Ζαχαρίας Στουφής

 

Πέρα από το προσφιλές γι’ αυτόν θέμα της νεκρολογίας-θανατολογίας, το συγκεκριμένο βιβλίο ανοίγει το τοπίο για κάποιες ακόμα σκέψεις. Θα μπορούσε η Μαρμαρού να συμβολίζει τη θυματοποίηση τη γυναίκας; Διαχρονικό το θέμα μέσα στις κοινωνίες της ανδρικής υπεροχής, εκεί που κι ο Θεός, όπως είναι φυσικό, έχει αρσενικό πρόσωπο για να καλύπτει με ιερότητα όλα τα ανομήματα. Η ιστορία, όμως, της Μαρμαρούς αναδεικνύει τη νίκη της, ακόμα και αν αυτή συντελείται σε χώρο εξω-ανθρώπινο. Είναι αυτή που θα διαιωνίσει την ύπαρξή της (μη-ύπαρξη για τα λογικά μέτρα, μα ποιος λογαριάζει σε τέτοια θέματα τη λογική;) μέσα στον θρύλο, μέσα στο παραμύθι. Ο Στουφής κατάφερε, για μια ακόμη φορά, να μας οδηγήσει σε χώρο άχωρο, σε χρόνο άχρονο, και όλο αυτό να το θεωρήσουμε ιστορία. Δεν το λες και λίγο.

Στο εξώφυλλο του φροντισμένου από τις ΑΩ εκδόσεις βιβλίου η ζωγραφιά της Μαργαρίτας Βασιλάκου αποδίδει ακριβώς το κλίμα της ιστορίας. Διαβολική, δαιμονική μορφή, μα ταυτόχρονα τυραννισμένη.

 

 

Απόσπασμα

 

Τότε μια γυναικεία φιγούρα, που το ύψος της δεν ήταν μεγαλύτερο από ένα ψωμομάχαιρο, εμφανίστηκε να περπατάει πάνω στο τραπέζι. Η μικροσκοπική γυναίκα, που ήταν όμοια με κούκλα στην ομορφιά και στο μέγεθος, πλησίασε πολύ κοντά στο κεφάλι του Παναγιώτη, μα αυτός, κοιμισμένος καθώς ήταν, δεν την αντιλήφθηκε. Τον περιεργάστηκε για λίγο και μετά έσκυψε πάνω από το κεφάλι του και φύσηξε με δύναμη τα μαλλιά του. Ο Παναγιώτης σταμάτησε να βαριανασαίνει και κούνησε νευρικά το χέρι του σαν να προσπαθεί να διώξει μύγα. Η μικροσκοπική γυναίκα φύσηξε ξανά τα μαλλιά και τότε ο Παναγιώτης άνοιξε τα μάτια του και σηκώνοντας το κεφάλι την είδε σε απόσταση αναπνοής να στέκεται μπροστά του. (σ. 51).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top