Fractal

«Κι η ποίηση έτσι»

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης //

 

Διώνη Δημητριάδου, “Ο ευτυχισμένος Σίσυφος”, εκδ. ΑΩ, 2019

 

Πόση πύκνωση, πόσοι κραδασμοί, πόσες ανατροπές, πόσοι δρόμοι μπορεί να επιχειρούνται με μια αράδα στίχους; Κι όμως, σε πείσμα κάθε άλλης μορφής λόγου, η ποίηση μπορεί και αυτούς να επιχειρεί και ακόμη παραπάνω. Διαβάζω, λοιπόν:

μια διονυσιακή μανία ιερή

θαρρείς φυσά καμιά φορά στην ποίηση

και τότε ο λόγος συναντά τις ξέπλεκες μαινάδες

που τρελαμένες ψάχνουνε

ποια θα ξεσκίσει πρώτη τον άμοιρο θνητό

για να τον κλάψει ύστερα πικρά μετανιωμένη

για τα φθαρτό του σώματος

απ’ την απάτη του θεού ξεγελασμένη

 

κι η ποίηση έτσι

Έστω και αν λείπει το δραματικό στοιχείο, εγώ θα μιλήσω εδώ για τη σκηνοθεσία της θεατρικής πράξης: ο ποιητικός λόγος παίρνει εκείνη την πόζα, έχει εκείνη τη μορφή που υποστηρίζει την έκφραση του νοήματός του. Εξηγούμαι. Υπάρχει εδώ μια αναλογία, που απαρτίζεται αφενός απ’ τις ξέπλεκες μαινάδες και αφετέρου από την ποίηση, για να υπογραμμίσει τη μεταξύ τους ομοιότητα με το καταληκτικό «έτσι». Ανάμεσά τους μεσολαβεί και ένα διάκενο με πολύ σημαντικό λειτουργικό ρόλο, αφού φιλτράρει την  ένταση και την παραφορά του πρώτου σκέλους και τη μεταστοιχειώνει στη στοχαστική ηρεμία και στη λακωνική αποφθεγματικότητα του δεύτερου σκέλους. Τούτη ακριβώς τη διαδικασία της παραφοράς, του φιλτραρίσματος και της μεταστοιχείωσης εικονίζει το ποίημα, σαρκώνοντας με τη μορφή που έχει λάβει την ιδέα που κομίζει.

Αλλά αν στάθηκα ειδικά σε αυτό το ποίημα δεν είναι γιατί το ξεχώρισα από τα άλλα,  σε αυτή τη συλλογή δύσκολα μπορείς να ξεχωρίσεις κανείς ανάμεσα σε όλα τα ξεχωριστά. Νομίζω όμως ότι εδώ η Δημητριάδου μιλώντας για την ποίηση μιλά και για τη δική της ποίηση, ανοίγει την πόρτα στο  δικό της εργαστήριο, σχολιάζει τη δική της συλλογή. Ιδού λοιπόν η ποιητική συλλογή της Δημητριάδου: εκκινεί από ένα σημείο ψυχικής έντασης, αλλά στην αισθητική επεξεργασία του καταφέρνει να το ελέγξει να το τιθασεύσει και να το αποδώσει άλλοτε με αφαιρετικό τρόπο, άλλοτε με εξομολογητικό τόνο άλλοτε με αποφθεγματική διάθεση, άλλοτε με δωρική αυστηρότητα και πάντα με μια ανυπόκριτη φυσικότητα.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Σε σχέση με τον «Βιωμένο χρόνο» βλέπω εδώ μια συνέχεια αλλά και μια περαιτέρω πρόοδο. Ξανά η ποιητική ματιά περιφέρεται ανάμεσα στο υπαρξιακό και στο κοινωνικό, ξανά το ποιητικό εργαστήρι κείται έξω από την αυταρέσκεια της ποιητικής σοφίτας και από τις βοές της αγοράς, ξανά ο ποιητικός τόνος εναλλάσσεται ανάμεσα στην πίκρα, στην κούραση, στην ήττα, στη σκληρή αυτοκριτική και στη λεπτή ειρωνεία, αλλά υπάρχει μια σημαντική εξέλιξη στην ποιητικότητα του λόγου. Ο ποιητικός ρυθμός είναι τόσο ενσωματωμένος στην εκφορά του λόγου και ακολουθεί τόσο ομαλά τον βηματισμό του, ώστε σαν να αναβλύζει από παντού, απ’ τη σύνταξη, τα εκφραστικά μέσα, το λεξιλόγιο, τα διάκενα των λέξεων ή των στροφών, πράγμα που δεν λείπει μάλιστα ούτε και από τα μικρά πεζά της συλλογής.

Κλείνω το σύντομο αυτό σημείωμα με μια παραδοχή. Είναι δύσκολο να είσαι αντικειμενικός για κάτι που σε κερδίζει απ’ την πρώτη λέξη μέχρι την τελευταία. Οπότε λείπει η αποστασιοποίηση που δικαίως αξιώνει η σοβαρή κριτική. Αλλά το ξανάπα κι αλλού, δεν γράφω κριτικές, αναγνωστικές εμπειρίες κομίζω. Στην περίπτωση δε της Δημητριάδου, θεωρώ αναγνωστικό μου καθήκον να κομίσω μετ’ επιτάσεως την αναγνωστική εμπειρία που αποκόμισα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top