Fractal

Αγωνίζομαι, είμαι παιδί κι επιμένω να ονειρεύομαι!…

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

 

 

Χριστίνα Αργυροπούλου: «Τοπία μνήμης» Η ζωή ως αφήγηση αφηγήσεων, εγώ και ο κόσμος μου, Εκδόσεις Έναστρον 2023

 

Τα αφτιά του βιβλίου έχουν πάρει φωτιά από τα τόσα και τόσα που έχει κάνει. Πολυπράγμων, παλυδιάστατη, ταλαντούχα, σε όλα τα είδη της γραφής, και της επιστημονικής και της λογοτεχνικής.

Η Χριστίνα Αργυροπούλου δίδαξε παιδιά και συναδέλφους και με τον τρόπο της εξακολουθεί να διδάσκει. Μερικοί κάπως «κακεντρεχείς» μας κατηγορούν εμάς τους φιλολόγους ότι φορτώνουμε τα γραπτά μας με φιλολογικές γνώσεις. Καλά κάνουμε. Ο καθείς και τα όπλα του που είναι οι σπουδές του και οι ρίζες του και οι φιλοδοξίες του και το οικείο περιβάλλον του. Το κοχύλι μέσα στο οποίο γεννήθηκε κει έλαμψε το μαργαριτάρι.

Bella gerant alliitu felix Austria nube, λένε ότι είπε ο Θαδαίος Κοτσιούσκο, εθνικός ήρωας της Πολωνίας, όταν  ο κόσμος της κεντρικής Ευρώπης καιγόταν και η Αυστρία παντρολογιόταν. Η φράση του στα καθ’ ημάς είναι: ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται. Και για να πάμε στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, την ώρα που κάποιοι/οιες χαζολογούσαν με πολλά και ασχολούνταν με ασήμαντα, η συγκεκριμένη συγγραφέας είχε σκύψει στα βιβλία και αγωνιζόταν να διαμορφώσει τον κόσμο μέσα της…

Είναι ο Οδυσσέας Ελύτης που έχει πει πως ο ποιητής δεν διαμορφώνεται μέσα στον κόσμο αλλά ο κόσμος διαμορφώνεται μέσα στον ποιητή. Γιατί αγαπητοί φίλοι, η Αργυροπούλου μέσα σε όλες τις ιδιότητές της είναι και ποιήτρια. Και βέβαια όλοι μας ζούμε μέσα σε ένα κόσμο από άλλους διαμορφωμένο με νόμους και κανόνες από άλλους θεσπισμένους, αλλά  μέσα μας κρατάμε κι έναν κόσμο δικός μας. Και να εδώ μια αστραπή από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Παντούμ»:

Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους /στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια/ ψυχή μου λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους/ πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια.

Δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε τον Σεφέρη αλλά να δείξουμε πως ο καθένας μας φτιάχνει τον δικό του κόσμο μέσα του και, στην προκειμένη περίπτωση, η Αργυροπούλου, για να διώξει το σκότος της αμάθειας, σε μια εποχή που η Ελλάδα υπέφερε σε όλα τα πεδία και η κοινή λογική του καθημερινού ανθρώπου έλεγε «κάν την μοδίστρα» να βγάζει το ψωμί της… κορίτσι είναι, τι τα θέλει τα γράμματα;». Αυτή ήταν η ατάκα μέσα σε μια Ελλάδα που δεν είχε βγει ακόμα από τον αναλφαβητισμό της. Ευτυχώς όμως δεν ήταν όλοι οι γονείς έτσι και μας βοήθησαν να προχωρήσουμε, να μάθουμε γράμματα και να γίνουμε άνθρωποι.

Η Αργυροπούλου ανήκει σ’ αυτή τη γενιά, την πρώτη μεταπολεμική,  που είχε την τύχη να έχει γονείς με ανοιχτό μυαλό και η ίδια να είναι «παιδί φανατικό για γράμματα», όπως μας λέει ο Καβάφης για έναν νεαρό μιας άλλης εποχής και της δικής του.

Γι’ αυτό, δεν πρέπει να προσπεράσουμε ούτε το μότο ούτε την αφιέρωση του βιβλίου.

Στο μότο, ο Σωκράτης μιλάει για έναν πλούσιο νεαρό, χρυσό παιδί,  που είναι όμως «ανδράποδον» λόγω της απαιδευσίας του -ανεγκέφαλο, τον αποκαλούμε σήμερα- και στα εγγόνια της αφήνει παρακαταθήκη την αξία της παιδείας, παραθέτοντας του καθενός το όνομα ξεχωριστά.

Το βιβλίο έχει τίτλο ποιητικό, Τοπία της μνήμης, και ποιο βιβλίο δεν είναι της μνήμης; Τι είναι το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ; αφηγήσεις από τα τοπία της δικής του μνήμης, από τον κόσμο του… «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», λέει ο Σεφέρης ή «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»· και οι μελετητές λένε πως πονεί ή πληγώνεται για την κατάντια, αλλά εγώ θέλω να πιστεύω πως πονεί και πληγώνεται και από την ομορφιά. Δεν πάω στο Σούνιο ή στους Δελφούς για να θρηνήσω στα ερείπια, όπως η Ελλάδα του Ντελακρουά στα ερείπια του Μεσολογγίου, αλλά πάω για να θαυμάσω και το μνημείο.

       Η ομορφιά σου είναι πληγή στο πλευρό του κόσμου

λέει πάλι ο Σεφέρης στον «Θρήνο για τον Άδωνι», μέρες πασχαλιάτικες που έρχονται.

Κι όπως ο Προυστ κερδίζει το χαμένο χρόνο με την αφήγηση έτσι και η Αργυροπούλου με την «καταφυγή στους τόπους της μνήμης της παιδικής ηλικίας» εισπράττει παραμυθία και λύτρωση. Πότε έγραψε το βιβλίο;  στη διάρκεια της πανδημίας. Και η μνήμη τρέχει στα παιδικά της χρόνια, στο πατρικό σπίτι, στη φύση γύρω, στις μυρωδιές με αναφορές σε ποιήματα και ποιητές.

Μυρωδιές είναι η λέξη κλειδί:

Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω/ / λουίζα και βασιλικό /μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω / και τι να πρωτοθυμηθώ, λέει ο Ελύτης κι αμέσως μετά αρχίζει ένα κατάλογο του τι θα θυμηθεί: τη βρύση με τα περιστέρα, /των αρχαγγέλων το σπαθί /το περιβόλι με τ’ αστέρια / και το πηγάδι το βαθύ.

Η μυρωδιά του ψωμιού που έχει σημαντική παρουσία και στον Σικελιανό, δείχνει ποιες είναι οι κυρίαρχες αισθήσεις  και γράφοντας τα δικά της, μας λέει πως της έρχεται στο μυαλό της ο Ελύτης –τον αναφέραμε ήδη- και ο Καβάφης· ας θυμηθούμε πόσα μυρωδικά και ηδονικά μυρωδικά αναδίδουν οι στίχοι του, και πόσες μυρωδιές και γεύσεις από τα φαγητά της μητέρας (να τος πάλι ο Προυστ με εκείνο το τσάι, φλαμούρι, φασκόμηλο, τίλιο ή ό,τι τέλος πάντων ήτανε αυτό που έπινε η θεία Λεονί και εκείνος βουτούσε μέσα του μία μαντλέν. Αυτή η μικρή τελετουργία, σαν Θεία Κοινωνία, τον στοίχειωσε και απ’ την ανάμνησή της άρχισε να θυμάται…). Ενδιαφέρον είναι και το αφιέρωμα στον καφέ, ύμνος και εγκώμιο. Με ένα φλυτζάνι τσάι ή καφέ η Αργυροπούλου κοιτάζει με τα μάτια της μνήμης βουνά, κήπους, χωράφια, τον Ερύμανθο και γενικώς την «εξαιρετική γεωμετρία του τόπου». Δεν είναι τυχαία η φράση. Ο Λε Κορμπιζιπέ που είχε πριν 100 χρόνια επισκεφτεί την Ελλάδα είχε επισημάνει αυτή τη γεωμετρία. Το αέτωμα των βουνών της Αττικής συνεχίζεται στο αέτωμα του Παρθενώνα. Ισχύει και ανάποδα: Το αέτωμα του Παρθενώνα συνεχίζεται στα βουνά της Αττικής.

Κι ανάμεσα στα άλλα που θυμάται η Αργυροπούλου ήταν και το καφενείο, μια μικρή Βουλή, όπως σε κάθε χωριό, το θείο της και  δάσκαλό της, τις εισαγωγικές της εξετάσεις στο Γυμνάσιο, θέματα που έχουμε ξαναδεί και στην ποιητική της συλλογή Η λέξη και η Άβυσσος, εκδ. Γαβριηλίδη, 2015.

Μιλάει και τη ρατσιστική αντιμετώπιση των παιδιών της επαρχίας από τα παιδιά της μεγάλης πόλης… Μπούλιν το λέμε σήμερα και είναι και πιο άγριο. Και η ζωή θα κυλήσει και σε κάθε βαθμίδα που θα τελειώνει θα είναι πάντα στο πιο ψηλό σκαλί. Θα μας μιλήσει για τον διορισμό της στα Καλάβρυτα και τον τρόμο του γυμνασιάρχη του χωροφύλακα και του επιστάτη… και γιατί όχι και του εστιάτορα και του καφετζή και του ταχυδρόμου· από πού παίρνεις και σε ποιους στέλνεις γράμματα. Ακτινογραφία. Ας μην ξεχάσουμε και τον αξιωματικό των ΤΕΑ…

 

 

Και τα χρόνια περνούν φοιτά στη Φιλοσοφική στη Θεσσαλονίκη, αποκτά πολιτική συνείδηση. Κατεβαίνει στην Αθήνα και αντιμετωπίζει το χάος της μεγάλης πρωτεύουσας. Γίνεται καθηγήτρια και βυθίζεται στις μελέτες των μεγάλων συγγραφέων και ποιητών από τον Όμηρο μέχρι τις μέρες μας. Κάνει ταξίδια στην Κύπρο, στην Ευρώπη, στον Καναδά, στις ΗΠΑ, ένας θηλυκός Μαγγελάνος.

Ο Θανάσης Αγάθος έχει κάνει μια πολύ ωραία πύκνωση του όλου στην Εισαγωγή του βιβλίου και μας καθοδηγεί καθώς και ο πίνακας περιεχομένων της συγγραφέως για το τι θα βρούμε στα ενδότερα.

Και επειδή τα ενδότερα είναι πολλά θα σταθώ σε μερικές μόνο χαρακτηριστικές νύξεις: Η Χριστίνα και τα αδέλφια της ανεβαίνουν το δέντρο μέχρι απάνω, αλλά εκείνη δεν μπορεί. Επιμένει όμως και γουρλώνει τα μάτια, όταν, όπως λέει «μια φορά είδα να με φλερτάρει μια δεντρογαλιά, καθώς σκαρφάλωνα στο κορμό του δέντρου, μου κόπηκε η αναπνοή. Σιγά σιγά κατέβηκα και έκτοτε δεν συνεχίστηκε το άθλημα, διότι όπως λέει ο λαός: ‘‘Φίδι που κοιμάται μην το ξυπνάς’’ κυριολεκτικά και μεταφορικά». Εγώ, βλέποντας το φίδι, σκέφτηκα την Εύα στον παράδεισο κι εκείνο τυλιγμένο στον κορμό του δέντρου… Χριστίνα, να ένα μήλο, της είπε κι έτσι άρχισε το προπατορικό αμάρτημα, που ας το πούμε και αυτό είναι το αμάρτημα της «γνώσης».

Το βιβλίο είναι ενημερωτικό και πάνω στις δουλειές που κάνει ένας λαός ανάλογα με τις εποχές, ποια είναι τα προϊόντα και τα φρούτα της, υπενθυμίζοντας μας πως δεν υπήρχαν πάντοτε τα σούπερ μάρκετ, όπου βρίσκουμε «εκ πάσης γης τα πάντα», όπως λέει ο Θουκυδίδης για την Αθήνα της εποχής του. Με τον τρόπο της δηλαδή η Αργυροπούλου διδάσκει τις νεότερες γενιές να ξέρουν πως η φύση έχει κάνει τις δικές επιλογές για την παραγωγή και την κατανάλωση.

Τι κάνουν τα δυσάγωγα παιδιά; –έτσι αποκαλεί ο Παπαδιαμάντης τα άτακτα- τι κάνουν; Πηγαίνουν και καταστρέφουν τις χελιδονοφωλιές,  γιατί δεν είχαν συναίσθηση ότι τα πουλάκια φωλεύουν για να γεννήσουν κι αυτά και ότι χωρίς φωλιά δεν γεννιέται τίποτα. Σκεφτείτε την δύστυχη τη Λητώ που δεν έβρισκε γη να ακουμπήσει για να γεννήσει… Πόσα λέει ο μύθος και πόσες αλήθειες κρύβει και ποια πληγή αποκαλύπτει για όλους εκείνους που έχασαν τη φωλιά τους και περιφέρονται ανέστιοι, πένητες και ανεπιθύμητοι σε άλλες χώρες σήμερα. Η Αργυροπούλου μιλάει για τα τοπία της αλλά τα λόγια ξεφεύγουν και εξακτινώνονται σε πολλά άλλα πικρά και επίκαιρα.

Και φυσικά θα μας μιλήσει για όλα τα πουλιά του κήπου. Τους κοκκινολαίμηδες, τις καρδερίνες και τα ψηλά τα κυπαρίσσια που εκτός των άλλων μας θυμίζουν και τα νεκροταφεία. Και πόσο βασανιστικά επανέρχονται στη μνήμη τα οστά εκείνων που δεν είχαν την τύχη να εξασφαλίσουν μια θέση στο νεκροταφείο γιατί δεν έχουν βρεθεί ακόμα τα οστά τους εκεί απάνω στα βουνά που χάθηκαν πολεμώντας. Εδώ, η Αργυροπούλου θα μας μιλήσει και για τον αγαπημένο όλων μας Χριστόφορο Μηλιώνη, ο οποίος στο διήγημα «Δικαιοσύνη», όταν επισκέφτηκε εκείνους τους τόπους άκουγε το παράπονο των νεκρών που από τα χρόνια τα κόκκαλά τους θα έχουν πια ξασπρίσει και θα ’χουν γίνει βράχια που τίποτε δεν τα ξυπνάει. Ο Μηλιώνης αναφέρεται στα οστά των στρατιωτών της Κλεισούρας τα οποία ακόμα δεν έχουν περισυλλεγεί και η Χριστίνα παραθέτει και το απόσπασμα από το Μυθιστόρημα του Γ. Σεφέρη:

Οι σύντροφοι τελείωσαν / με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι./ Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

Ας προσθέσουμε ακόμα  έναν στίχο από το Άξιον Εστί:

Την οργή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τα αγάλματα

Τοπία μνήμης δεν είναι ο τίτλος του βιβλίου;

Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω…

Και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη  καίει άκαυτη βάτος

Ακούγεται η φωνή του Οδυσσέα Ελύτη.

Ο χρόνος τρέχει και έρχονται τα μακρινά ταξίδια κι η θάλασσα που κρυφομιλεί και πλέχει, / καμία φορά σηκώνεται κι ουρλιάζει/ Μα πάντοτε τα ύδατά της παραμένουν / θάλασσα της θαλάσσης, λέει ο Ανδρέας Εμπειρίκος.

Και όταν ουρλιάζει γίνεται ανθρωποπνίχτα και αντροχωρίστρα και μας παραθέτει η συγγραφέας ένα απόσπασμα από τον Ζορμπά του Καζαντζάκη που «Έγρουξε και δάγκωσε το μουστάκι του» (αγαπημένος και αυτός με ολόκληρο βιβλίο μελέτη που του έχει αφιερώσει).

«Η δική μας θάλασσα αναπνέει ανάμεσά μας, μας μιλάει με τις προαιώνιες φωνές της, οξύνει και φωτίζει τη σκέψη μας»… είναι «η αρχέγονη μήτρα», και από τη μήτρα αυτή θα γεννηθούν και θα αρμενίσουν στα πέλαγα όλοι  οι αρχαίοι ήρωες και οι ηρωίδες και θα γίνουν εκστρατείες και θα γραφτούν τραγωδίες και θα αναδυθεί από μέσα τους όλος ο ελληνικός πολιτισμός και τα συνεπακόλουθά του.

Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσεις;

ρωτά ρητορικά ο Σεφέρης και η απάντηση είναι: «κανείς», όπως και το βιβλίο θέλει πολλή δουλειά για να το εξαντλήσει κανείς. Όποιος  όμως το κρατά στα χέρια του κάνει το ωραίο ταξίδι του Οδυσσέα και της απογόνου του Χριστίνας Αργυροπούλου που κατάφερε να κλείσει τα πάντα σε 300 και πλέον σελίδες, όπως ο Αίολος τους ανέμους όλους σε ένα ασκί…

Οι φωτογραφίες βεβαιώνουν του λόγου της το αληθές και οπωσδήποτε μας συγκινούν βαθιά. Γιατί όλα αυτά με τον τρόπο τους, λίγο πολύ, είναι και δικά μας, συμπαθητικά. Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε η εικαστικός Δήμητρα Τριανταφυλλοπούλου. Όλα ωραία και συγκινητικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top