Fractal

Του Κανενός το ρόδο.

Γράφει ο Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου //

 

 

 

Στάθης Κουτσούνης: «Ρόδο σε καθρέφτη», Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2024, σελ. 48

 

Όγδοη ποιητική απόπειρα του πολυγραφότατου καθηγητή Στάθη Κουτσούνη.

[Έχει επίσης εκδώσει δύο πεζογραφήματα και πλείστες μελέτες, κριτικές και δοκίμια].

Η συλλογή αποτελείται από 24 ποιήματα και 40 ολιγόστιχα αλλά σπινθηροβόλα

«ιντερμέδια», που λειτουργούν σαν συνδετικά διαλλείματα.

 

Ο ποιητής δημιουργεί κυριότατα για να εκφραστεί αποτεινόμενος πρώτιστα στον εαυτό

του και δεν παύει να είναι ένας πολίτης του κόσμου που παντού και πάντα αντιμετωπίζει

τα ίδια κοσμογονικά προβλήματα, τα εσωτερικά θέματα του συνειδητού ανθρώπου. Οι

τίτλοι που χρησιμοποιεί έχουν ιδιαίτερη σημασία, λειτουργούν σαν Πύλη στην αισθητική

διάσταση των στίχων και τα ανύπαρκτα σημεία στίξης ευνοούν τον επιτονισμό, δίνουν

στα ποιήματα την αίσθηση μιας ιλιγγιώδους πτώσης, δίχως αλεξίπτωτο.

Τις σελίδες του βιβλίου σαρώνει μια λυπητερή ενατένιση εκείνου που αδιάκοπα

φεύγει χωρίς να μπορούμε -παραλυτικά αδρανοποιημένοι στα υπόψυχρα κελιά μας- να

κάνουμε τίποτα να το σταματήσουμε, όπως μέσα στο όνειρο που θέλουμε να τρέξουμε

να σωθούμε από κάτι το φοβερό ή να αδράξουμε κάτι το πολύτιμο και δεν μπορούμε να

σαλέψουμε. Αυτό το ‘’κάτι’’ ο Στάθης Κουτσούνης παλεύει να  προσεγγίσει φυτεύοντας

τους σπόρους του στο άνυδρο χαρτί, στα ρήματα των στίχων του:

«Κουκούτσια σπέρνει στο χαρτί/ο ποιητής τις λέξεις/και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές/να κόψει πορτοκάλια» [ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ 1]

έτοιμος πάντα, όμως, να επιστρέψει στην πραγματικότητα:

«[…]όμως εγώ με αίμα σε ορέγομαι/έλα δεν θέλω να σε κάνω ποίημα/δεν θέλω να παγιδευτείς/μες τον λαβύρινθο των λέξεων/για να σε καταπιεί το τέρας». [ΚΙΝΔΥΝΟΣ]

Γυναίκα η Ζωή για τον ποιητή, ορέγεται τις θηλές της, μεθάει με τ’ άρωμά της, ποθεί το

αγέραστο κορμί της, αλλά, «δειλές οι χούφτες, το σάλτο ριψοκίνδυνο, η πτήση με την

πτώση κολλητές» και πάντα καθηλώνεται μακριά απ’ της αφής το ρίγος.

Το έλλειμμα πίστης της εγγενούς προϋπαρξης σκοπού, ο τρόμος της έμπνευσης

[ΔΥΣΤΟΚΙΑ] ίσως και οι τύψεις  -μια πολλαπλή συνεκδοχή της ενοχής- είναι ο κρυφός

φωτισμός καίριων θεμάτων της συνείδησης του αυτοκρινόμενου ποιητή. Τα ερωτηματικά

απαντώνται με την ομοιοπαθητική ιδιότητα της ποίησης που αίρει τις αντιθέσεις [SIMILIA

SIMILIBUS]. Με τη φροϋδική αποκρυπτογράφηση της άρρενος σκέψης σε συνδυασμό με

τη φανέρωση μιας μπωντλερικής, σκληρής, αδιάφορης κι απάνθρωπης ομορφιάς για την

επιθυμία και τα δάκρυά μας, γίνεται πικρός προφήτης μιας αναπότρεπτης ήττας:

«Απρόβλεπτη κυκλοφορεί ανάμεσά μας/ερωτοτροπώντας με τους ηττημένους» [Η ΚΑΛΛΟΝΗ]

Βλέπει καθαρά τα ‘’αγγελοποιημένα φάσματα’’ που δεν κατοικούν πια σ’ αυτή την άμεση γη του. Σ’ ένα φόντο χρυσού δειλινού, αντικρίζει με σολωμική ματιά την ιδανική μορφή της απρόσιτης Ομορφιάς, με άμεσο αισθησιασμό την αποθεώνει, πάντα με γνώση και συνείδηση του φευγαλέου παρόντος και του περινέφελου μέλλοντος. Της ομορφιάς που μας κάνει να δακρύζουμε μ’ όλων των ειδών τα δάκρυα για τη μαύρη αλήθεια, την ίδιαπου κυβέρνησε κυριαρχικά τον Ρίλκε, την αίσθηση της εγκατάλειψης του φιλιού, της αιώνιας υγρής θέρμης του, στην μνήμη μιας μάταιης απαντοχής.

Η οδύνη για το χαμό της σάρκας με αντίβαρο το θεσπέσιο της αφθαρσίας ενός

ποιήματος, δημιουργεί ένα κόσμο με παράλληλα ψυχολογικά επίπεδα. Αυτή η μάταιη

οδύνη, σαν ανάλυση, γίνεται γενεσιουργός στο σώμα του ποιητή:

«Να τες οι φιλενάδες/πιασμένες χέρι χέρι/η καλλονή κι η ματαιότητα». [ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ 4]

Στο ποίημα ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΑ ο Στάθης Κουτσούνης μελανουργεί ένα ελεγείο για τα άγουρα,

τα χαμένα παιδιά στο Μάτι που, από το πολικό περιθώριο, μακριά απ’ το γονικό βλέμμα,

ψάχνουν στο βυθό της στάχτης τα παραναλωμένα όνειρα και παιχνίδια τους.

Ελεγειακά είναι και τα 4 ποιήματα για τη μητέρα· φωτίζεται το όραμα της εξευγενισμένης

μορφής της, η αβρή αφή της, το ανεξίτηλα εξεικονισμένο βίωμα. Ο ιερός κρίκος της

οικογενειακής ζωής σπασμένος, ο χαμένος ρυθμός της ηλιόλουστης μέρας, το οδυνηρό

συμπέρασμα. [ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΣΕ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ, ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ- 4 ποιήματα για τη

μητέρα]

Υμνωδός του κόσμου και συμπυκνωτής των Ωραιοτήτων και των δυνατοτήτων του ο

ποιητής, πασχίζει με όλες τις δυνάμεις της δημιουργίας της τέχνης του, αλλά βλέπει τα

ένστικτα και τη διάθεση που καλλιέργησε να ισοπεδώνονται από τις δυνάμεις της

καταστροφής. Ενσαρκώνεται πάλι και πάλι το αληθινό σώμα του ανθρώπου που δεν

πεθαίνει γιατί είναι το σκεύος όλων των στοιχείων της αθάνατης φύσης.

Τα νιάτα αποταμιεύονται μόνο στη θύμηση και όταν ανασύρονται από τα βάθη της

επιφέρουν την αβάσταχτη λύπη. Μέσα από μια πικρή καταγγελία, μελαγχολική και

έμφοβη, η νοσταλγία εκρήγνυται σαν ‘’παντερειπωτική’’ υδρογονοβόμβα, σαν

κατακλυσμός χωρίς φτερούγισμα ειρήνης, χωρίς σημάδι θεϊκής τύψης για όσα ημιτελώς

έχουν πλαστεί, χωρίς έλπιση παλιννόστησης παραδείσου [ΤΟ ΦΙΛΙ, ΝΙΑΤΑ, ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ].

Το καμένο χέρι δεν θα ξαναβλαστήσει,* το πρωτεύον αρχέτυπο της Ωραιότητας. Έτσι

βλέπει τον κόσμο ο ποιητής, σαν την Κόρη του Ευθυδίκου που έχει κομματιαστεί ο

χιτώνας της και δεν μπορεί να ξανάβρει την αρμονία των πτυχών του.

Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού κατεστραμμένη.*

Μαυροφορούσα Περσεφόνη η Ψυχή, στο πρώτο σινιάλο της Άνοιξης από τα τάρταρα

αναδύεται, τα μαύρα πέπλα της εκδύεται να τρέξει πάλι στους αγρούς. Έχει καταναλώσει

όμως τους σπόρους του ροδιού [το ρόδι ανήκει στα βασικά σύμβολα της ελευσινιακής

λατρείας] τα γέλια και τ’ αθύρματα πλέον ξεθυμασμένα κι εκείνη, σημαδεμένη από την

περιοδικότητα της φυλλοβολής, την επίγευση του σκοτεινού ασπασμού, τη χαμένη της

αθωότητα, φέρει στους ώμους μαύρο πέπλο το νικημένο μυστήριο της Ζωής:

«[…]και ρίχνοντας στους ώμους σου πέπλο/το νικημένο μυστήριο/κατεβαίνεις

ανέκφραστη/επάνω και κάτω τα ίδια ψιθυρίζεις/λίγο πριν σε χωνέψει ο ζόφος/παντού

ενεδρεύουν αράχνες/να με βυζάξουνε φαρμακωμένο γάλα».

[Η ΚΟΡΗ, ο τελευταίος στίχος παράφραση από το Μαουτχάουζεν του Ι. Καμπανέλλη]

Σαν τον Πωλ Μπάουμερ, τον συνειδητοποιημένο ήρωα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ ο

Κουτσούνης, δεν γνωρίζει παρά τον έσω πόλεμο, το «πανδαιμόνιο» της ψυχής, τα

«μελίσσια» των λέξεων και των στίχων, αυτά είναι τα όπλα του κι όχι οι σφαίρες, μ’ αυτά

πολεμάει να ελευθερώσει τη σκέψη του, πρώτος ‘’ιερολοχίτης’’ και τα πρωτεταμένα

στήθη του πάντα ματώνουν αριστερά- στο μέρος της καρδιάς. [ΠΟΛΕΜΟΣ]

Φανερά, έχουμε να κάνουμε με μια απογύμνωση που την υπογραμμίζει η αλλαγή του

ρηματικού τύπου, ο λυρικός ενεστώς γίνεται μελαγχολικός παρατατικός- η μουντή,

οπτική στάση της ρέμβης για τον κόσμο που ανα-φαίνεται μπροστά μας αλλά και πολύ

μακριά μας. [ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ 4]

 

Στάθης Κουτσούνης

 

Τέλος  «κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ’ τα πράγματα να τα προφτάσουν.»*

Όσο κι αν πασχίζει, μέσα από τη τελετουργία της εσωτερικής του ζωής, δεν μπορεί να

πετύχει την ανα-νέωση των φαινομένων.  Χωρίς αρχετυπικές αφορμές και παρορμήσεις,

διαβλέπει εκδιωγμένος μέσα από τα λαμπερά του φυλλώματα τον χαμένο παράδεισο.

Μα όσο κι αν χωρίζεται απ’ αυτόν, δεν τον χάνει από τα μάτια του, δεν μειώνει το

μεγαλείο του:

«Δίχως εσένα δεν θα υπήρχα/κι ας με κατατρώγεις ανεπαίσθητα/κάθε μέρα με συνεργό σου τον καθρέφτη/έλεγε στην όραση η ομορφιά».    [ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ 4]

………………………

 

Τον αθάνατα νεκρό ανατέμνει ο Στάθης Κουτσούνης- αυτόν που φαινομενικά μόνο

σκότωσαν οι καιροί. Τον νεκροτομεί με την αισθητική επιδεξιότητα που έχουν τα

δάχτυλα ενός πραγματικά δεξιοτέχνη χειρουργού, για να απομονώσει ένα προς ένα τα

φυσικά στοιχεία του οργανισμού του. Aναζητεί αέναα την εσωτερική του Ιθάκη, την δική

του Βεατρίκη. Αυτό προς το οποίο γυρίζουμε όπου κι αν ταξιδεύουμε και που το

λαχταρούμε για οριστικό μας αγκυροβόλιο. Κι εκείνος βλέπει τους χειμάρρους των

λέξεών του να εκβάλλουν στη θάλασσα που περιζώνει το ιδανικό νησί του. Το δικό του

Ελυτονήσι, εκεί όπου το παρελθόν έχει μια λάμψη και μια ευωδιά αιωνιότητας.

Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε.*

Ο μόνος σταθερός προσανατολισμός του Κουτσούνη είναι να προσανατολίζεται

ακατάπαυστα, δίχως όμως να πάψει να διαγράφει -ενδεικτικό της γονιμότητάς του- γύρω

απ’ τους τύπους αυτούς, παρεμφερείς γραμμές προς άλλα σημεία προσανατολισμού,

ενός σταθερού ποιητικού κόσμου. Ψάχτης κι ανακατασκευαστής, δεν διστάζει να κρούσει

το άγνωστο αναμένοντας την απάντηση στην δεύτερη, την έσω πλευρά του καθρέφτη

του νου· την πιο λαμπρή και την πιο σκοτεινή που ασταμάτητα μεγεθύνει το πριν και

συρρικνώνει το μετά, προσπαθώντας ακούραστα ν’ αλλάξει τους συσχετισμούς.

 

 

* Οδυσσέας Ελύτης

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top