Fractal

Μια κριτική αντιμετώπιση της εικονογραφίας του 1821

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Παναγιώτης Πυρπυρής «Μια ανάγνωση της εικονογραφίας του 1821», εκδ. Δωδώνη

 

Το βιβλίο του Παναγιώτη Πυρπυρή «Μια ανάγνωση της εικονογραφίας του 1821», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Δωδώνη, είναι κατ’ αρχάς ένα ιδιαίτερα καλαίσθητο και ελκυστικό βιβλίο, καθώς πρόκειται για μία κατεξοχήν προσεγμένη έκδοση, που επιπλέον φιλοξενεί δεκάδες πίνακες ζωγραφικής, κάποιους μάλιστα και έγχρωμους. Κυρίως, όμως, είναι μια πολύ αξιόλογη, λεπτομερής και διεξοδική μελέτη, που προϋποθέτει μεγάλη έρευνα και επίπονη εργασία σε εύρος και σε βάθος, αποτελώντας μια αξιοπρόσεκτη ερμηνευτική προσέγγιση του ρόλου και της σημασίας των ζωγραφικών και χαρακτικών αναπαραστάσεων που σχετίζονται με την Επανάσταση του 1821, ενταγμένη στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο τόσο της εποχής παραγωγής των έργων όσο και της μεταγενέστερης αξιοποίησής τους. Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο τιμήθηκε από έναν εμβριθή πρόλογο του καθηγητή Γιώργου Κόκκινου, ο οποίος επισημαίνει τη συνεισφορά του στην ανάδειξη του οπτικού πολιτισμού και την ιδιαίτερη αξία του στο πλαίσιο ενός ευρύτερου διανοητικού κλίματος αποκάλυψης των ιδεολογικών διαθλάσεων και ενδεχόμενων διαστρεβλώσεων της Ιστορίας.

Το αντικείμενο του βιβλίου είναι αυτονόητα ερεθιστικό για μελέτη και αναγνώσεις (ως «μια ανάγνωση», εξάλλου, το ορίζει ο συγγραφέας, σε έναν προφανώς ταπεινό αυτοπροσδιορισμό), αφού πρόκειται για ένα θέμα με ποικίλες παραμέτρους και πολλαπλές πτυχές.

Το έργο, επίσης, του Παναγιώτη Πυρπυρή χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακή διεπιστημονικότητα, καθότι καταπιάνεται με την Ιστορία, αλλά και την κοινωνική και τη δημόσια εκδοχή της, τη διδακτική της, την ιστορία της τέχνης και την εικονολογία, ακόμη και την επικοινωνία.

Καθώς, ωστόσο, απευθύνεται και σε εκπαιδευτικούς, διατρέχει αρχικά και τις παιδαγωγικές προϋποθέσεις και συνιστώσες της αξιοποίησης των έργων στη σχολική τάξη, παρέχοντας από τη μια το πλαίσιο και από την άλλη τους τρόπους του οπτικού γραμματισμού και των πολυγραμματισμών με τους οποίους σχετίζεται. Έτσι, ο Παναγιώτης Πυρπυρής, καθώς διαπιστώνει είτε την απούσα ή ελλείπουσα είτε την πανηγυρική ή παραπλανητική χρησιμοποίηση των εικαστικών αναπαραστάσεων στο σχολείο, διεξέρχεται με βοηθητική επεξηγηματικότητα τις δυνατότητες αξιοποίησής τους, υποδεικνύοντας την κριτική αντιμετώπιση, την αποστασιοποίηση, την ένταξη στο συγκείμενο της δημιουργίας, την εκ παραλλήλου χρήση τους με άλλες πηγές, αλλά και συγκεκριμένες μεθόδους ανάγνωσή τους, με στόχο την καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης από κοινού φυσικά με την αισθητική απόλαυση και συγκίνηση.

Το μεγαλύτερο, ωστόσο, τμήμα του έργου είναι η ερμηνευτική, αλλά και πραγματολογική, προσέγγιση των ζωγραφικών και χαρακτικών έργων, που χωρίζονται σε κατηγορίες σύμφωνα με την προέλευσή τους, τον χρόνο παραγωγής, τους δημιουργούς και τη θεματολογία τους: φιλελληνικά (κυρίως ευρωπαϊκά) και ελληνικά, λόγια και λαϊκά, σύγχρονα της επανάστασης και μεταγενέστερα, πορτρέτα αγωνιστών ή ανωνύμων, απεικονίσεις πολεμικών ή περιφερειακών σκηνών, έργα συμβολικά, έργα θρησκευτικού χαρακτήρα ή αρχαιοελληνικού προσανατολισμού κλπ.

Ιδιαίτερα, πάντως, σημαντικοί για τον συγγραφέα είναι οι ιδεολογικοί καθορισμοί στη δημιουργία, την πρόσληψη, την ερμηνεία και την παράδοση των έργων τέχνης, το αξιακό φορτίο των έργων και τα συνοδά συμπεράσματα για την «αλήθεια» τους, που διαμορφώνουν και το ξεχωριστό στίγμα του βιβλίου. Έτσι, αναδεικνύεται η σχέση τους με την ιστορική πραγματικότητα ή την ιστορική μνήμη, η σχετικότητα της αξίας τους ως πηγών ή μαρτυριών, οι πιθανές σκόπιμες αποσιωπήσεις ή οι αντίστοιχοι επιτονισμοί, η σύνδεσή τους με την εθνική ταυτότητα. Διαφαίνεται ο ρόλος τους στη δημόσια ιστορία, στον τρόπο συγκρότησης της συλλογικής μνήμης ή των όποιων εθνικών μύθων, οι ιδεολογικές προθέσεις των δημιουργών, και, εντέλει, η εξακολουθητική σημασία τους στο -ανάλογα με τα ιστορικά δεδομένα- εκάστοτε παρόν.

Όπως επανειλημμένα τονίζει ο συγγραφέας, τα έργα δεν είναι «οιονεί αυτόπτες μάρτυρες» ή «οιονεί ιστορικοί αυτουργοί». Από την άλλη, φυσικά, παραμένουν αποδόσεις γεγονότων, τα οποία διασώζονται, αλλά και καλλιτεχνήματα με αισθητική αξία, ανεξάρτητα από τους ενδεχόμενους ιδεολογικούς επικαθορισμούς.

Ο Πυρπυρής καταπιάνεται και με τα αισθητικά και ιδεολογικά ρεύματα της εποχής εντός των οποίων εντάσσεται η παραγωγή των έργων τέχνης. Έτσι, υπάρχουν διαφωτιστικές αναφορές στο κυρίαρχο, κατά την εποχή της Επανάστασης, κίνημα του ρομαντισμού, στην τάση του οριενταλισμού, στον ρόλο του διαφωτισμού, στη σημασία της ανερχόμενης ιδέας του έθνους κλπ., που αναλύει με μεθοδικότητα και πληρότητα, μολονότι είναι δύσκολη η ενοποίηση όλων των τάσεων και του εύρους που παρουσιάζεται μεταξύ χωρών και καλλιτεχνών.

Εκτενής είναι η αναφορά στο κίνημα του φιλελληνισμού γενικά, που δικαίως παρουσιάζεται ως ευρύτερη αντίδραση απέναντι στη συντηρητική πολιτική της Ιερής Συμμαχίας και ως αγώνας για την αποτίναξη κάθε τυραννίας, αλλά και, βέβαια, στη φιλελληνική τέχνη, καθώς και στον αποφασιστικό της ρόλο για τη διάδοση της ιδέας της απελευθέρωσης και την αύξηση της συμπάθειας προς τον ελληνικό αγώνα. Η παραγωγή αντικειμένων καθημερινής χρήσης με θέματα από την επανάσταση, με συχνά ωραιοποιημένη την εικόνα της μαχόμενης Ελλάδας, η δημιουργία ζωγραφικών -και όχι μόνον- έργων, με βάση τις διακινούμενες πληροφορίες ή και τις επιτόπιες εντυπώσεις (αφού υπήρχαν και ζωγράφοι που ήρθαν στην Ελλάδα, πολλοί πολέμησαν και ζωγράφισαν εκ του φυσικού), οι λιθογραφήσεις, οι πωλήσεις, η εκτίναξη της σχετικής δημιουργίας μετά από εμβληματικά γεγονότα (π.χ. θάνατος Βύρωνα, πτώση Μεσολογγιού, σφαγή Χίου, θάνατος Μάρκου Μπότσαρη), καταδεικνύουν, κατά τον συγγραφέα, την απήχηση του φιλελληνισμού και ταυτόχρονα συντείνουν στην ενδυνάμωσή του, όπως και στην αλλαγή στάσης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, μολονότι παράλληλα υπάρχει η τάση για εξιδανικευτική απόδοση και για υπηρέτηση των δικών τους οραμάτων, ιδίως στα έργα των ρομαντικών. Ο Πυρπυρής υπογραμμίζει την προβολή του αρχαιοελληνικού στοιχείου στη φιλελληνική τέχνη, που εντάσσεται στην ανάγκη διαμόρφωσης ταυτότητας και στήριξης της εθνοτικής – πολιτιστικής συνέχειας, όπως και την αντίθεση Ανατολής – Δύσης σε θρησκευτική και πολιτιστική βάση: χριστιανισμός και ανθρωπισμός απέναντι στην αλλόθρησκη βαρβαρότητα. Ωστόσο, διαπιστώνεται και η σημαίνουσα ποικιλία στις εκφάνσεις της φιλελληνικής τέχνης, την οποία ο συγγραφέας εντάσσει στο πλαίσιο των εκάστοτε πολιτικών και ιστορικών δεδομένων, στοιχειοθετώντας με επάρκεια τις διαφορές και φωτίζοντας τις αποχρώσεις. Ιδιαίτερα αναδεικνύεται η συμβολή των Γάλλων, αλλά και των Βαυαρών, καλλιτεχνών με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης.

Ως προς την ελληνική ζωγραφική παραγωγή, όπως αυτή θεμελιώνεται από τον συγγραφέα, αναπτύσσεται κυρίως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και κατευθύνεται κατεξοχήν από τη Σχολή του Μονάχου, όπου, λόγω του Βαυαρού μονάρχη, κατέφυγαν οι περισσότεροι ζωγράφοι για να σπουδάσουν. Η ζωγραφική παραγωγή στην Ελλάδα με θεματολογία ή έμπνευση από τον αγώνα του ’21 συνέχισε με εξάρσεις και υφέσεις μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, αλλά και στον 20ό, ανάλογα και με τα εκάστοτε πολιτικοκοινωνικά δεδομένα, με μεγάλη πάντως απήχηση, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, στη νεοελληνική κοινωνία και σημαντική επιρροή στη συλλογική εθνική μνήμη και την υπηρεσία του εθνικού αφηγήματος.

 

Παναγιώτης Πυρπυρής

 

Διατρέχοντας το βιβλίο και τους δεκάδες πίνακες που παρατίθενται και σχολιάζονται με εξαιρετική επάρκεια από τον Παναγιώτη Πυρπυρή, θα επιλέξω εδώ να σταθώ ιδιαίτερα στις γυναικείες μορφές και τις σχετικές απεικονίσεις, ως ένα δείγμα που, πάντως, συμμετέχει με τις ιδιαιτερότητές του σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες.

Η περιήγηση στα έργα ξεκινά με τους περιηγητές, που πύκνωσαν την παρουσία τους τον 18ο και στις αρχές 19ου αιώνα, τάση που συνδέεται κατεξοχήν με την επικράτηση του νεοκλασικισμού, το ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα, αλλά και για την Ανατολή. Ο συγγραφέας τονίζει τη σημασία και την επιρροή των εκδόσεων λευκωμάτων με απεικονίσεις ελληνικών τοπίων και αρχαίων καταλοίπων, με συσσώρευση των  συμβόλων της αρχαιότητας (ερείπια, κίονες, επιγραφές, ονόματα: Όμηρος, Λεωνίδας κλπ.) και την αισθητοποιημένη αντιπαράθεση με τον βάρβαρο δυνάστη. Η προβολή της ελληνικής αρχαιότητας αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου. Ιδιαίτερη αξία έχουν οι αλληγορίες της υπόδουλης, συνήθως αλυσοδεμένης, Ελλάδας. Εδώ θέλω να σημειώσω, επιπλέον όσων αναφέρονται στο βιβλίο, το πολύ αξιοσημείωτο στοιχείο ότι, ενώ ποτέ μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, δεν υπήρχε Ελλάδα ως οντότητα, εντούτοις υπάρχουν απεικονίσεις της ακόμα και στην αρχαιότητα, ενώ σύσσωμη η Ευρώπη -ήδη από τον 15ο αιώνα, δηλαδή από την έναρξη της οθωμανικής κυριαρχίας- απεικονίζει αλληγορίες της Ελλάδας ως γυναίκας με το αίτημα της απελευθέρωσής της.

Η αλληγορία της Ελλάδας, η συμβολική μορφή της εμφανίζεται βέβαια και σε άλλους πίνακες, τόσο σύγχρονους της επανάστασης όσο και μεταγενέστερους, με εμβληματικούς τους: «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» του Ντελακρουά και «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» του Βρυζάκη. Στον πρώτο πίνακα, που λειτουργεί, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, σα «μια φωνή υπεράσπισης του αγώνα», η Ελλάδα, παρά την ήττα, που απλώς υπονοείται με ένα άψυχο χέρι κάτω από τα ερείπια, είναι μια νέα, φωτεινή και ακμαία γυναίκα, με αιματοβαμμένα ωστόσο χέρια, που δηλώνουν την τραγικότητα, ενώ ο νικητής Οθωμανός εμφανίζεται σκοτεινός, αν και περήφανος, σε δεύτερο πλάνο. Στην περίπτωση του Βρυζάκη, το συνολικό έργο του οποίου χαρακτηρίζεται από εξιδανίκευση, η Ελλάδα, που παραπέμπει σε Παναγία, όπως μας εξηγεί ο Πυρπυρής, αγκαλιάζει προστατευτικά, κάτω από τον ουράνιο θόλο, τους ήρωες στους οποίους οφείλει την ελευθερία της, που απεικονίζονται σύμφωνα με τις μορφές κυρίως των πορτρέτων του Κρατσάιζεν και με εμφατική ισοϋψία, ένα στοιχείο ναΐφ, που -κατά τη γνώμη μου- επιλέγεται για να δηλώσει την ισότιμη συμβολή τους, χωρίς να θέλει να ξεχωρίσει κάποιον ιδιαίτερα. Πίσω της διακρίνεται δωρικός ναός και στα πόδια της σπασμένες οι αλυσίδες που την κρατούσαν δέσμια. Αλλά και στη λαϊκή απεικόνιση η Ελλάδα παρουσιάζεται συχνά προσωποποιημένη, όπως στον Ζωγράφο του Μακρυγιάννη στον πίνακα «Η δικαία απόφασις του Θεού για την απελευθέρωση της Ελλάδος», όπου εμφανίζονται και άλλες αλληγορίες, π.χ. των τριών μεγάλων δυνάμεων που συνέβαλαν στην απελευθέρωση, με ταυτόχρονες πολιτικές και θρησκευτικές συνηχήσεις, όπως εύστοχα εντοπίζει ο συγγραφέας, π.χ. πίσω από την απελευθέρωση βρίσκεται η θεϊκή απόφαση και φιλευσπλαχνία, οι άγγελοι προσφέρουν τα σύμβολα της εξουσίας (θεόσταλτοι και οι βασιλείς), οι ιερείς εμφανίζονται ως μεγαλύτεροι σε μέγεθος από τους απλούς ανθρώπους, σύμφωνα με τη βυζαντινή ιεράρχηση.

Η ύπαρξη και υπογράμμιση των θρησκευτικών στοιχείων και συμβόλων στους πίνακες αποτελεί δικαίως μια ιδιαίτερη κατηγορία στο βιβλίο. Ενδεικτική εδώ και η αλληγορική λιθογραφία «Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό» του Χάρρο Πάουλ Χάρρινγκ, Γερμανού φιλελεύθερου φιλέλληνα, που προσέτρεξε και για να πολεμήσει, όπου η γυναικεία μορφή της Ελλάδας απεικονίζεται να κρατά έναν υπερμεγέθη σταυρό. Χαρακτηριστικά στοιχεία της κατηγορίας αυτής στην ευρωπαϊκή ζωγραφική αποτελούν η συχνή απεικόνιση του λάβαρου με τον σταυρό έναντι της ημισελήνου, η επανειλημμένη ζωγραφική απόδοση της θανάτωσης του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, όπως και ο μύθος της ευλόγησης των όπλων στην Αγία Λαύρα, που δεν συνέβη ποτέ και που έθρεψε τη διαιώνισή του, η συχνή σύνδεση θρησκευτικών συμβόλων με το αρχαιοελληνικό παρελθόν, αλλά κάποτε και με δυτικά σύμβολα (γοτθικές εκκλησίες, μετάληψη με όστια, συμφυρμός στοιχείων αμφίων κλπ.), η απεικόνιση ιερέων να μάχονται, η παρουσίαση των Ελλήνων ιδίως μετά τις καταστροφές ως νεομαρτύρων χριστιανών, η αναπαράσταση του θνήσκοντος ήρωα να συνηχεί τα πάθη του Χριστού, σε μια αναλογία θυσίας, με προφανή τη στόχευση στο θρησκευτικό συναίσθημα. Και Έλληνες ζωγράφοι απεικονίζουν τη συμβολή του κλήρου, μολονότι, όπως είναι γνωστό, στην πραγματικότητα η εκκλησία συνολικά δεν ήθελε τη διατάραξη του status quo και παρότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ’21 δεν ήταν πρωτίστως μια μάχη κατά των μουσουλμάνων, αν και φυσικά υπήρχε η θρησκευτική διαφορά, όσο, όπως γράφει ο συγγραφέας, η «αμφισβήτηση του παραδοσιακού κοινωνικοπολιτικού συστήματος, δηλαδή του ανάλογου με το Παλαιό Καθεστώς, που ανέτρεψε η γαλλική επανάσταση … εντάσσεται στο πλαίσιο των αστικών – εθνικών κινημάτων, αλλά και των αποσχιστικών, αυτονομιστικών κινημάτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». Ο Πυρπυρής, πάντως, περιλαμβάνει στο κεφάλαιο για την παρουσία των θρησκευτικών στοιχείων και τον πίνακα  του Νικολά Λουί Φρανσουά Γκος «Η μάχη της Ακρόπολης», που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παρουσία της γυναίκας, με κεντρικό πρόσωπο την Ασήμω Λιδωρίκη, σύζυγο του Ιωάννη Γκούρα, που πολεμά για την υπεράσπιση της Ακρόπολης από τους πολιορκητές Οθωμανούς το 1827. Όπως εύστοχα επισημαίνεται στο βιβλίο, τον ζωγράφο δεν τον ενδιαφέρει καθαυτό το γεγονός της μάχης, που απλώς αχνοφαίνεται στο βάθος του πίνακα, αλλά η συμβολική, αποφασιστική και έντονη -ακόμα και χρωματικά- παρουσία της γυναίκας, που μέσα στα αρχαία ερείπια (επαναλαμβανόμενος επιτονισμός της συνέχειας και του ορισμού της ταυτότητας) μάχεται και κατανικά τον δυνάστη με το σύμβολο της ημισελήνου καταπατημένο, προσομοιάζοντας με αλληγορία της Ελλάδας με την οθωμανική αυτοκρατορία ηττημένη στα πόδια της.

Η απεικόνιση στιγμιοτύπων της επανάστασης προφανώς συνιστά ένα πολύ αγαπητό θέμα και για λόγους αφηγηματικούς, διάσωσης των γεγονότων (αν και κάποτε με αυθαιρεσίες), αλλά και για λόγους συμβολικούς. Οι αναπαραστάσεις αφορούν τόσο στιγμές δόξας όσο και στιγμές ήττας, δράματος, που μάλιστα συχνά αποτελούν πηγή έμπνευσης ακόμα ισχυρότερης, δεδομένου ότι συνιστούν ηρωικές στιγμές θυσίας. Ο συγγραφέας διατρέχει με εξαιρετική εμβρίθεια το φαινόμενο, επισημαίνοντας τις πολιτικές και ιδεολογικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις εξεικονίσεις, π.χ. στην περίπτωση του Πέτερ φον Ες, εντεταλμένου ζωγράφου του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας, εντοπίζονται παραλείψεις, εξιδανικεύσεις, πολιτικές σκοπιμότητες, επικέντρωση στο άτομο κ.ά., ενώ παρατηρείται συνολικά η απουσία αναπαράστασης πράξεων θηριωδίας που έγιναν και εκ μέρους των Ελλήνων – το φαινόμενο της επιλεκτικής μνήμης ή λήθης. Ιδιαίτερα δημοφιλή θέματα υπήρξαν τα σχετιζόμενα με τον Βύρωνα, τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη και το Μεσολόγγι, που ο Πυρπυρής αναλύει με μεγάλη διεισδυτικότητα.

Ενδιαφέρον έχουν και οι αντιηρωικές σκηνές, τα προσωπικά δράματα, οι άμαχοι, έργα που προκαλούν έντονη συγκίνηση. Για παράδειγμα, στην «Ελληνίδα γυναίκα» του Βέλγου Ανρί Ντεσαίν, εικονίζεται η απελπισία των αμάχων (μάνα, παιδί) και κυρίως το αδιέξοδο (δίπλα στον γκρεμό, από κάτω οι Οθωμανοί, σκοτεινός ουρανός), ενώ, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, σ’ αυτό και σε ανάλογα έργα ασκείται έμμεση κριτική στην αδιάφορη στάση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Ανάλογο το θέμα και του εμβληματικού έργου του Ντελακρουά «Η σφαγή της Χίου», που άσκησε σφοδρή επιρροή στους ευρωπαϊκούς κύκλους υπέρ του ελληνικού ζητήματος και εξεικονίζει με ενάργεια το δράμα των αμάχων και ιδίως των γυναικόπαιδων, αν εστιάσουμε, μάλιστα, στο άδειο βλέμμα της απόγνωσης, που συναντούμε και στο «Ορφανό κορίτσι στο κοιμητήριο» του ίδιου ζωγράφου ή στο βρέφος που προσπαθεί να θηλάσει από το στήθος της νεκρής μάνας, μια σκηνή έντονης συγκίνησης, στο πνεύμα του ρομαντισμού.

Από την άλλη, το έργο του Λανσάκ «Οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου» παραπέμπει στην απόφαση των πολιορκημένων να μην πέσει κανείς στα χέρια των Οθωμανών. Επίσης, οι Σουλιώτισσες και ο χορός του Ζαλόγγου απεικονίστηκαν πολλαπλώς, μολονότι πρόκειται για περιστατικό παλαιότερο της επανάστασης, ως εμβληματικό παράδειγμα αυτοθυσίας, για την απόφαση να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και να αποφύγουν την αναμενόμενη ταπείνωση του βιασμού, σε μια εποχή που το έθνος οριζόταν με όρους αίματος. Η αυτοκτονία, που δεν έγινε κατ’ ανάγκην με πτώση από τον γκρεμό ούτε με χορό και τραγούδι και γύρω από την οποίαν υπήρξαν επίσης αρκετοί μύθοι, σήμαινε αποφυγή του υποχρεωτικού βιασμού και της φυλετικής ανάμειξης. Από τους σχετικούς πίνακες που παρουσιάζονται στο βιβλίο, θα σταθώ σε έναν  δημιουργημένον, μάλιστα, από γυναίκα, τον «χορό του Ζαλόγγου» της Θάλειας Φλωρά – Καραβία, μια πολυπρόσωπη σύνθεση με αρκετά σκοτεινά χρώματα που αποδίδουν, όπως και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, «την αγριότητα του τοπίου και της στιγμής». Ο συγγραφέας, πάντως, μας υπενθυμίζει ότι τα έργα που αποδίδουν τραυματικές σκηνές, όπως άλλωστε και ένδοξες, «συνιστούν μηχανισμούς πλάνης… για να δημιουργήσουν πλαστά συναισθήματα».

Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα πορτρέτα. Ο Πυρπυρής μας προειδοποιεί ότι και οι προσωπογραφίες (επωνύμων και ανωνύμων αγωνιστών), που αναπτύχθηκαν πολύ ως είδος στην εποχή (προφανώς λόγω της απουσίας φωτογραφίας, αλλά και λόγω της αίγλης των αγωνιστών) είναι εν πολλοίς στημένες σκηνές, υποταγμένες σε στερεότυπα, αποτελώντας εντέλει κοινωνικές ψευδαισθήσεις. Συχνά είναι εξιδανικευμένες τόσο ως προς τα χαρακτηριστικά και το ύφος όσο και ως προς τα περιφερειακά στοιχεία, π.χ.  την ενδυμασία. Συνεπώς, πρέπει να προσεγγίζονται με σχετική επιφύλαξη. Βεβαίως, υπήρξαν και τα εκ του φυσικού πορτρέτα, π.χ. του Φρίντελ και του Κρατσάιζεν, που πάντως παρουσιάζουν και διαφορές μεταξύ τους, αλλά και πολλά δημιουργημένα απλώς από περιγραφές. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση ενός φιλέλληνα από τη συνάντησή του με την Μπουμπουλίνα, που μεταφέρει ο συγγραφέας: «Την επομένη της άφιξής μας στο Άστρος δεχτήκαμε την επίσκεψη της διάσημης Μπουμπουλίνας. Μπορείτε να καταλάβετε την έκπληξή μας, όταν αντικρίσαμε αυτή τη γυναίκα που μας την είχαν παρουσιάσει στο Παρίσι σαν μια Ιωάννα της Λωρραίνης, γιατί ποιος θα ξεχάσει το σκίτσο της που παλεύαμε ποιος θα το πρωτοπάρει; Όμως, όποια κι αν ήταν η δική μας έκπληξη, της Μπουμπουλίνας ήταν ακόμα μεγαλύτερη, όταν της εξήγησαν ότι αυτό ήταν το πορτρέτο της που ερχόταν από το Παρίσι. Ξέσπασε σε γέλια κι εμείς τη μιμηθήκαμε ξεκαρδισμένοι, μα την πίστη μου, παρά την απογοήτευσή μας.» Η Μπουμπουλίνα, πάντως, ήταν μια από τις λίγες γυναίκες που απεικονίστηκαν, όπως και η Μαντώ Μαυρογένους, ενώ για τη Δόμνα Βισβίζη, που διακρίθηκε στους ναυτικούς αγώνες και για την οποίαν διαθέτουμε εικόνες, δεν στάθηκε δυνατό, μας λέει ο συγγραφέας,  να βρεθεί αν η μορφή της αποτυπώθηκε από ξένους καλλιτέχνες.

Η παραγωγή έργων τέχνης σχετίζεται, σε κάθε περίπτωση, όπως προκύπτει και από το βιβλίο, με το εκάστοτε παρόν και τις δεδομένες ιστορικές συνθήκες. Έτσι, η συνεχιζόμενη αναφορά στο ’21 σε μεταγενέστερες περιόδους, τόσο κατά τη διάρκεια του 19ου όσο και κατά τον πρώιμο 20ό αιώνα συνδέεται είτε με τις επετείους της Επανάστασης είτε κυρίως με αναβιώσεις εθνικών διεκδικήσεων και την επικράτηση της μεγάλης ιδέας, στο πλαίσιο της ενίχυσης του εθνικού αισθήματος. Οι Τήνιοι ζωγράφοι Νικηφόρος Λύτρας και Νικόλαος Γύζης, σπουδασμένοι στο Μόναχο, επιλέγουν θέματα του ’21 για να μιλήσουν για την εποχή τους, υπενθυμίζοντας τα κατορθώματα των προγόνων ή τη βαρβαρότητα των εχθρών. Ενδεικτικά, η απεικόνιση της Δόξας των Ψαρών ως γυναικείας φιγούρας από τον Γύζη, σε μια απόπειρα εικονοποίησης του γνωστού σολωμικού εξάστιχου, η οποία, όπως αναφέρει ο Πυρπυρής, μάλλον απογοήτευσε το κοινό, σχετίζεται με το κλίμα αποκαρδίωσης που συνόδευσε τον λεγόμενο «ατυχή πόλεμο» του 1897.

Ξεχωριστά ενδιαφέρον είναι το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που αναφέρεται στις αναπαραστάσεις του 20ού αιώνα και στη σύνδεσή τους με το εκάστοτε ιστορικό συγκείμενο, όπου το ’21 πρόσφερε προκλητικές αναλογίες. Η εποχή της αναζήτησης της ελληνικότητας στη γενιά του 30, η μεταξική δικτατορία, η Αντίσταση κατά της Γερμανικής Κατοχής, όταν πια η αριστερά προσχώρησε στην ιδέα του ενοποιητικού ’21 (και όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι και χαράκτες κατέφυγαν στο σύμβολο του ’21 για να παραβάλουν την αντίσταση στον κατακτητή, καθώς άλλωστε, όπως ορθά υπογραμμίζεται και στο βιβλίο, η χαρακτική πρόσφερε τη δυνατότητα της αναπαραγωγής και άρα της εξάπλωσης του μηνύματος), η καχεκτική δημοκρατία που ακολούθησε τον εμφύλιο, ακόμα και η εποχή της χούντας, οδήγησαν στη δημιουργία έργων συσχετισμένων με την Επανάσταση του 1821. Ενδεικτικά, ο χαράκτης Τάσσος σε λεύκωμα χαρακτικών του 1953 με τίτλο «Η καταστροφή των Ψαρών» απεικονίζει τη σπαρακτική, άλαλη απόγνωση των γυναικών.

Ενδιαφέρον, τέλος, έχει η λαϊκή και ναΐφ ζωγραφική, που εκκινεί από τον Παναγιώτη και Δημήτριο Ζωγράφο για τον Μακρυγιάννη (που απεικονίζουν τη συλλογική δράση χωρίς ανάδειξη του ατόμου) και φθάνει μέχρι τον Θεόφιλο, τον Μποστ, τον Σπαθάρη, κλπ. Ο Χρήστος Καγκαράς σε δύο έργα του, που φιλοξενούνται στο βιβλίο, θα παραστήσει τη μορφή της προσωποποιημένης Ελλάδας, ως έφιππη ή ιπτάμενη γυναίκα, με το σπαθί στο χέρι να οδηγεί τον αγώνα ενάντια στον όποιο εχθρό.

Κλείνοντας, θα έλεγα ότι το βιβλίο του Παναγιώτη Πυρπυρή είναι όχι απλώς ενδιαφέρον στην αφήγηση και ευχάριστο στην ανάγνωση, όχι απλώς συστηματικό στη δομή και μεθοδικό στην ανάλυση, όχι απλώς πειστικό στην επιχειρηματολογία και πολλαπλώς αξιομνημόνευτο στην ερμηνευτική προσέγγιση όσο και χρήσιμο στην εκπαιδευτική του συνιστώσα, αλλά και σωρευτικά, για όλους τους παραπάνω λόγους, ιδιαίτερα σημαντικό και πολύτιμο.

 

 

* Γιούλη Χρονοπούλου, Δρ. φιλολογίας

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top