Fractal

Διήγημα: “Πρόσκληση σε γάμο”

Γράφει η Τίνα Κουτσουμπού //

 

 

 

 

Η Ελπίδα κατεβαίνει τα σκαλιά βιαστική. Ντελικάτα με χάρη σφίγγει στα χέρια της τον φάκελο. Η πρόσκληση του γάμου, μια μπεζ ορθογώνια κάρτα, με καλλιγραφικά μαύρα γράμματα ξεχωρίζει από τα άσπρα σχισμένα αυτιά του.

Ο Δημήτρης, ο εγγονός της την περιμένει στο αυτοκίνητο. «Λοιπόν αργήσαμε. Πάμε;» της λέει ανυπόμονα εκείνος και πατάει το γκάζι απογειώνοντας το Φιατάκι του. Ο φάκελος στα χέρια της χοροπηδά καθώς το αμάξι στρίβει απότομα στη στροφή. Η Ελπίδα δεν μπορεί ακόμη να συνειδητοποιήσει το μεγάλο νέο. «Ο Νικηφόρος, αυτό το παιδί το τόσο αλλιώτικο, είναι όλο εκπλήξεις»μονολογεί κι ο νους της πετά πίσω στη γενέθλια πόλη της. Εικόνες του χθες περνούν τώρα μπρος στα μάτια της σαν στιγμιότυπα ταινίας. Μονότονος και σταθερός ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου, σαν μουσική υπόκρουση, θα την συνοδέψει στο ξετύλιγμα των αναμνήσεών της τότε που τριάντα χρόνια πριν, ο Νικηφόρος…

Είναι 2 του Φλεβάρη, εορτή της Υπαπαντής. Η Καλαμάτα γιορτάζει.

Οι καμπάνες από το πρωί ξεκουφαίνουν με τη μπάσα τους φωνή το πλήθος της πλατείας ενώ από τις παραμονές η πόλη όλη είναι στολισμένη. Αχάραγα ακόμη πλήθη πιστών στριμώχνονται να προσκυνήσουν τη θεία εικόνα της ενώ τα παπαδάκια με τα εξαπτέρυγα περιμένουν καμαρωτά για τη λιτανεία. Κάθε χρόνο το ίδιο γιορτινό σκηνικό επαναλαμβάνεται συντελώντας στην χαρμόσυνη ατμόσφαιρα.

Η Ελπίδα περιμένει στα σκαλιά του ναού κρατώντας τον εγγονό της απ’ το χέρι. Ο Δημήτρης δεν στέκεται λεπτό ήσυχος. Τον αγκαλιάζει ψιθυρίζοντάς του να είναι φρόνιμος στην περιφορά. Αποτραβιέται ενοχλημένος. Στα δέκα πιστεύει πως είναι πια μεγάλος για χάδια και υποδείξεις. Δεν θέλει να τον βλέπει κι ο Νικηφόρος.

–«Αγκαλιάστε εμένα κυρία Ελπίδα, αφού δεν θέλει ο Δημήτρης. Εγώ το θέλω» λέει με αφέλεια εκείνος και τρέχει βιαστικός να χωθεί στην αγκαλιά της. Ο Δημήτρης, κοιτά τον παρορμητικό του φίλο με αποδοκιμασία και τον προσπερνά με ύφος. Η Ελπίδα, του χαϊδεύει με τρυφερότητα, το μελαχρινό του κεφαλάκι. Οι τρεις τους χάνονται στο πλήθος.

Χαρούμενοι από την απρόσμενη χειμωνιάτικη λιακάδα, μπαίνουν στην εκκλησία και πλησιάζουν την θεία Εικόνα. Ο Δημήτρης φτάνει από μόνος του την εικόνα και προσκυνά. Ο Νικηφόρος όμως ζητά την βοήθειά της, κάνει αδέξια τον σταυρό του και κοιτά τις απόκοσμες μορφές των αγίων με ενδιαφέρον προσπαθώντας να διαβάσει τα ονόματα που ο αγιογράφος χάραξε στο πλάι κάθε τοιχογραφίας.

-Γιαγιά Ελπίδα, πού γράφει το δικό μου; έχω κι εγώ τον δικό μου άγιο;. Χαμογελά με τρυφερότητα η Ελπίδα για την αθώα ερώτηση και του δείχνει την τοιχογραφία του δικού του αγίου. Είναι πίσω απ’ την κολόνα, στο δυτικό τόξο κάτω από την αγία πύλη. «Ο Άγιος Νικηφόρος».Το παιδί στρέφεται στην αγιογραφία, και χαμογελά παρατηρώντας το θείο πρόσωπο. Μένει σιωπηλός σε όλη τη διάρκεια της θείας λειτουργίας κρατώντας από το χέρι σφικτά την Ελπίδα.

Νιώθει μια ξεχωριστή γαλήνη καθώς ο μικρός τής σφίγγει τη μέση και τον κλείνει στην αγκαλιά της. Μοσχομυρίζει το κεφαλάκι του παιδικό ταλκ.

Εκείνο την φιλά αδέξια κι έπειτα ακολουθώντας τον Δημήτρη, τρέχει σαν πουλί να παίξει κρυφτό με τα παιδιά της γειτονιάς.

Κάθε απόγευμα οι δυο γυναίκες, η Ελπίδα κι η Θεώνη, η άλλη μάνα, αντάλλασσαν επισκέψεις. Ήταν το συνήθειό τους. Μεγάλη σε ηλικία η Θεώνη για να αποκτήσει το δικό της παιδί, πήρε με μεγάλη σκέψη την απόφαση για υιοθεσία.

-Μαζί θα το αναθρέψουμε, είπε στον Θωμά, τον άντρα της, κι αν γίνεται και να μας μοιάζει λίγο!. Το τυχερό τους ήταν ο Νικηφόρος που επιτέλους τη φώναζε…Μαμά.

Και το ανάθρεφε με όλα τα καλά το ορφανό, η δόλια η Θεώνη, κέρβερος μην του τύχει κανένα κακό. Κι ο Νικηφόρος συμπλήρωσε αρμονικά την ευτυχία τους, δίνοντας άλλο χρώμα στη ζωή τους.

Αφηρημένη έννοια όμως η ευτυχία, δεν κρατά πολύ. Φτερό είναι στον άνεμο, που την φύσηξε μακριά παίρνοντας την χαρά και την γαλήνη από το έρμο της το σπίτι.

Ταλαιπωρημένη από τις ακτινοβολίες και τις πολυήμερες θεραπείες, η Θεώνη, πάλευε με τους φόβους της ψυχής της. «Καρκίνος» διέγνωσαν οι καθηγητές στο νοσοκομείο. «Λίγοι μήνες ζωής» της είπαν καθαρά και τελεσίδικα. Το νέο την ράγισε κυριολεκτικά. Ψυχή τε και σώματι. Πώς να το αντέξει; Και τι θα απογίνει ο Νικηφόρος; Δυο φορές ορφανός; Μέσα σε λίγα χρόνια; Κι ο Θωμάς, μήπως κι αυτός δεν ήταν άρρωστος και μεγάλος πια; Πώς θα τα καταφέρει να αναθρέψει το παιδί τους;

Αυτά κι άλλα πολλά τριβέλια κατάτρωγαν την τελευταία ικμάδα του πνεύματός της και τάραζαν συθέμελα το είναι της. Μοναδική της φίλη στα τελευταία της, η Ελπίδα, συζητούσε μαζί της και την συμπονούσε.

Θυμάται πάντα εκείνη τη θανατερή Πέμπτη που έστησαν τη Θεώνη στη μεγάλη σάλα, του σπιτιού της, ένα πάτωμα κάτω από το δικό τους, μέσα σε εκείνο το γυαλιστερό μαύρο κουτί. Παγωμένη, διάφανη, κερένια κούκλα, η Θεώνη με το νυφικό της φόρεμα. Στητός με τα καλά του δίπλα στο άψυχο κορμί κι ο Νικηφόρος, να κοιτά μια το κενό και μια το σπανό κεφάλι της μάνας, της μοναδικής του.

Είναι κάποιες φορές, μονολογεί η Ελπίδα που η ζωή κι η τύχη μάς χαρίζουν απλόχερα κι άκοπα αγαθά, αγάπη, φροντίδα, κι άλλες πάλι φορές που αισθανόμαστε την αδικία της στο πετσί μας. Άκαρδη και σκληρή ζωή επιφύλαξε η μοίρα στον Νικηφόρο. Τον έσυρε στην φουρτούνα της να παλεύει μόνος, παραδομένος στα καπρίτσια της. Από σαράντα κύματα περνώντας κι εκείνος, κατάφερε με τα πολλά, να σταθεί στα πόδια του.

Διπλά ορφανό, όταν ο κυρ Θωμάς αρρώστησε πολύ σοβαρά, τον εμπιστεύθηκαν κάποιοι συγγενείς στο «Σπίτι του Παιδιού». Για καιρό είχε χάσει κι η Ελπίδα τα ίχνη του. Θυμάται ακόμη την παραμονή της Υπαπαντής εκείνο το οξύ και διαπεραστικό κουδούνισμα πίσω από την εξώπορτα. Τρέχει ο Δημήτρης να ανοίξει ανυποψίαστος.

-Εσύ θα είσαι σίγουρα ο Δημήτρης. Με θυμάσαι; Είμαι ο Νικηφόρος Μάνεσης.

Ο Δημήτρης έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάει τον νεαρό που του χαμογελούσε με οικειότητα.

-Ο Νικηφόρος! κατάφερε με κόπο να ψελλίσει.

Χείμαρρος η εξιστόρηση της εφηβικής ζωής του εκεί στο παιδικό χωριό, ερχόταν αβίαστα και με μεγάλη τρυφερότητα για όσους τον βοήθησαν στην δεύτερη «υιοθεσία του».Μια νέα Μητέρα είχε μπει πια στη ζωή του τρία ακόμη «αδέλφια»,καινούργιο σχολείο με πολλές δραστηριότητες μα και κακές παρέες, στραβοτιμονιές, συμμόρφωση στο Σπίτι με πολλά πισωγυρίσματα ήταν και το τίμημα για την πρόωρη ενηλικίωσή του. Χαρούμενη που βρήκε επιτέλους το δρόμο του, η Ελπίδα, τον έβγαλε από το μυαλό της κι είχε καιρό να λάβει νέα του.

Μέχρι προχθές της Υπαπαντής, μεγάλη η Χάρη της, που έλαβε την πρόσκληση για να ξαναφέρει στο προσκήνιο το φλέγον θέμα: «Νικηφόρος».

«Με μεγάλη χαρά, η Αιμιλία κι ο Νικηφόρος, σας περιμένουν στους γάμους τους παραμονή της Υπαπαντής», μπλα, μπλα, μπλα…

Συγκινήθηκε η Ελπίδα που τους θυμήθηκε πάλι. Αυτό το παιδί, το τόσο αλλιώτικο, προσπαθούσε να κολλήσει τα κομμάτια της παιδικής του ηλικίας καλώντας συμπαραστάτες του στο πρώτο σημαντικό βήμα της ζωής του, ανθρώπους που τον γνώριζαν από παλιά. Έτρεξε να προφτάσει τη συνταρακτική είδηση στον Δημήτρη της,

Στηριγμένη τώρα στο μπράτσο του εγγονού της, η Ελπίδα πλησιάζει το ζευγάρι για τις ευχές.

«Να ζήσετε παιδί μου» τον φιλά συγκινημένη.

«Κυρία Ελπίδα…», ακούγεται με ένα τρέμουλο κι αυτός καθώς την αγκαλιάζει.

«Ω! ελάτε πια. Αφήστε τα δακρύβρεχτα!», ο Δημήτρης αστειεύεται πίσω τους και στριμώχνεται στο κάδρο για την γαμήλια φωτογραφία.

«Η ζωή έχει για όλους τελικά», αποφάνθηκε με τη σοφία τής ηλικίας της. Και σου επιστρέφει κάποτε τις χαμένες σου όμορφες στιγμές.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top