Fractal

Διήγημα: “Αφωνία”

Γράφει ο Ευθύμιος Καλομοίρης // *

 

 

 

 

Μια μεταπάνκ μελωδία ξύπνησε τον Στέργιο. Έκλεισε το ξυπνητήρι, άνοιξε τα μάτια, χαμογέλασε, σηκώθηκε, πλύθηκε, ντύθηκε, χαμογέλασε ξανά: με την παραπάνω ή με οποιαδήποτε άλλη σειρά. Ναρκωμένος απ’ τη νύστα μα χαρούμενος σε κάθε περίπτωση.

Στις δώδεκα και σαραντατέσσερα μετά μεσημβρίας θα αναλάμβανε επίσημα τα αναβαθμισμένα του καθήκοντα στο Ίδρυμα Βιοκοινωνικής Ανάπτυξης και Ψυχαναλυτικής Νοηματοδότησης. Σταθερός στη ρουτίνα του έφτιαξε καφέ, με φειδώ τη στέβια, ώσπου συμπτωματικά διαπίστωσε, πριν την πρώτη γουλιά, πως ήχος κανένας δεν έβγαινε από το στόμα του. Οι χορδές του να πάλλονται – τις έβλεπε νοερά να σπαράσσονται – μάταια όμως.

Κουβαριάστηκε στον καναπέ στο χολάκι. Ο στερνός της κλάσης του που ανέβαινε αφήνοντας τα ασαφή, επουσιώδη, αόριστα καθήκοντα και να τού τύχει τώρα αυτό; Μουγκός στην πράξη, πώς θα καθοδηγούσε το απομεσήμερο τους τρόφιμους που αδυνατούσαν μόνοι τους να πλοηγηθούν συνειδητά στις όποιες συντεταγμένες; Να απαντά πώς, στις αφελείς ερωτήσεις με τις οποίες θα τον βομβάρδιζαν;

Μια σπίθα μέσα του, ελπίδα θαμπή, τον έστειλε στην εξώπορτα. Ο παθολόγος του Ιδρύματος ήταν φίλος του, εντός των ωραρίων της υπηρεσίας έστω, στο εντευκτήριο έτρωγαν μαζί. Τη βοήθειά του να ζητούσε άμεσα και καταρχάς διακριτικά.

Βγήκε στο δρόμο, στη μετροδιαδρομή δεν είχε σκοπέλους, τους ανελκυστήρες μόνο παρέκαμψε που απαιτούσαν φωνητικές εντολές. Οι περιπλοκές τον υποδέχτηκαν με το που πέρασε στη ρεσεψιόν του γυάλινου φιμέ κτιρίου, ιδιοκτησία ολάκερο του Ιδρύματος.

«Ωραία μέρα σήμερα, ε;» τσίριξε – το συνήθιζε – ο υπεραιωνόβιος θυρωρός, ξεχασμένος στην ίδια τρύπα από τον Χρόνο αλλά και από γενιές και γενιές διοικήσεων.

Τού αποκρίθηκε με ένα νόημα αντί για το ευφυολόγημα που υπό κανονικές συνθήκες θα σκαρφιζόταν ως απάντηση. Προχώρησε βιαστικά.

Στο πλατύσκαλο δεν έκανε αριστερά όπως κάθε πρωί αλλά δεξιά, προς την πτέρυγα που βρισκόταν το ιατρείο. Μακρόστενος διάδρομος, υποφωτισμένος, με εμφανώς ανηφορική κλίση. Στους τοίχους εκατέρωθεν, μονόχρωμοι πίνακες σε μουντές εκφάνσεις του μπλε του κόκκινου του πράσινου, όλοι με υπογραφή ενός άσημου νοτιοσλάβου ζωγράφου, τέλος εικοστού αιώνα.

Πόρτες άνοιγαν σποραδικά, εργαζόμενοι ξεπρόβαλλαν μέσα από αυτές. Όταν διέβλεπε ότι οι ρότες τους θα τέμνονταν στην προέκτασή τους, προλάβαινε να τους αποφεύγει χαιρετώντας τους προκαταβολικά. Σε μια αυτοσχέδια, ευγενική ίσως νοηματική: τα χέρια να τεντώνει με ορμή, κεφάλι να ταλαντεύεται πέρα δώθε, χαμόγελο λειψό περιορισμένο στα χείλη. Αντικρίζοντάς τον οι άλλοι εξόκειλαν από την πορεία τους, έσκυβαν και τον προσπερνούσαν με ζιγκ ζαγκ.

Δοκίμασε το κουδούνι στο ιατρείο, ο βόμβος τον ειδοποίησε ότι μπορούσε να περάσει. Ο γιατρός τον υποδέχτηκε γελαστός, ο Στέργιος σχεδόν δεν τον κοίταξε. Έψαξε στην τσέπη του, πλησίασε και του έδωσε το χαρτί που είχε προετοιμάσει. Φράσεις λίγες, κοφτές, να περιγράψει ξεκάθαρα τι του συμβαίνει.

Ο γιατρός διάβασε το κειμενάκι, χαλάρωσε, τεντώθηκε προς τα πίσω στην πολυθρόνα. Ένα θρόισμα στο βάθος, τρίξιμο έπειτα, το παραβάν που έκρυβε τη μία πλευρά της αίθουσας τραβήχτηκε στο πλάι. Και όπως παραμέρισε, μια ομάδα ατόμων από το προσωπικό του Ιδρύματος εμφανίστηκε. Η σύνθεση να μοιάζει τυχαία. Άλλοι ανάμεσά τους είχαν έρθει κάποτε μαζί με τον Στέργιο, άλλοι παλιότεροι. Σε διαφορετικές ιεραρχικές βαθμίδες και ποικίλες κατηγορίες καθηκόντων. Με φωτισμένα τα πρόσωπά τους, να καμαρώνουν και να τον πλησιάζουν με συγχρονισμένο βηματισμό.

Ο γιατρός τον σκούντησε και του επέστρεψε το χαρτί, δείχνοντάς του κάτι στην άλλη σελίδα. Το πήρε στα χέρια του και διάβασε την καλλιγραφικά γραμμένη απάντηση:

«Κανείς από όσους εργάζονται στο Ίδρυμα δεν μπορεί να μιλήσει. Οι τρόφιμοι μόνο, μιλάνε».

 

 

 

* Ο Ευθύμιος Καλομοίρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος. Το 2015, εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων Η ζωή δεν αγαπάει τις αλήθειες

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top