Fractal

Βίος επί Κρόνου

Γράφει ο Στάθης Κομνηνός // 

 

 

 

 

ΒΙΟΣ ΕΠΙ ΚΡΟΝΟΥ ΄Η…ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ΤΑ ΕΝΝΙΑΜΕΡΑ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΛΑΔΟΣ  ΕΠΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ

 

 

 

ΒΙΟΣ ΕΠΙ ΚΡΟΝΟΥ Η ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΛΑΔΟΣ… ΕΠΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΔΕΚΑΕΠΤΑ

 

 

 

ΣΚΗΝΕΣ

Αφιερώνεται ως απελπισμένη κατάνυξη στον Ντιλαουάρ, ως νυγμική προτροπή στο Imperium Mundi κι ως ληρηματικός ασπασμός στα πρόσωπα που όλοι είμαστε.

 

 

 

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

(Όλοι οι ήρωες του έπους είναι άχρονοι. Κατά συνέπεια, μπορούν να τοποθετηθούν σε όλο το χρονικό εύρος. Είναι και οιασδήποτε ηλικίας.)

Στέφανος Μερακλής : Ερευνητής στη NASA (Αφελώς ελληνοβατών ονειροδίφης)

Socrates Κρόου : Αρχηγός του αμερικανικού κόμματος των Λαοκρατικών (Ύπαγε οπίσω μου…)

Πρόεδρος των Η.Π.Α και αρχηγός του αμερικανικού κόμματος των Αδαμικών (Βοήθειά μας…)

Πρόεδρος του Κονγκρέσου (Προσήλυτος στα καθ’ ημάς)

Γερουσιαστές Αδαμικών (Ιστορικά αναλισκόμενοι)

Γερουσιαστές Λαοκρατικών (Το ίδιο)

Τεχνικοί Θεάτρου (Το ίδιο)

Συνεργάτες Στεφάνου στη NASA (Το ίδιο)

Συνεργάτες του Κρόου (Το ίδιο) (Μα επιτέλους, γιατί ;)

Διευθυντής τμήματος της NASA (Περαστικός από τα μέρη)

Μπόρα βαν ντερ Μπούσιτσα : Δημαρχίδα Αθηναίων (Μυστακοφόρος (αφανώς) ελληνλληνίς κομματολάγνος)

Μάσα Μπαρουφοπούλου-Παπαράκη : Μεγαλομοντέλο (Αειθαλής εξωθεσμικός ρυθμιστής)

Ομοούσια Τριάς (Λίλης, Λωλής, Κλικλής) : Αρχέγονοι έλληνες κομματογεννήτορες

Κομματικοί τριαδογλύφτες παρατρεχάμενοι (Αείποτε συμβαίνοντες. Κι αψοφητί.)

Αρχιεπίσκοπος ελλαδικού ορθοδοξισμού (Απορώ κ εξίσταμαι)

Τουργούτ : Σκηνοθέτης (Ελληνομιγάς θεατράνθρωπος) και Ηθοποιοί (θεατρική αυλή αυτού). (Ανεξαιρέτως επώνυμοι και αδρώς επιχορηγούμενοι)

Άλεξ : Συνεργάτης του Κρόου (Ευχάριστα απρόβλεπτος)

Άλεξ Άλεξ : (Αγαλάζευτα) Ελληνομανής θεατρικός συγγραφεύς (Σωτήρ. Θεέ μου φύλαγε…)

Αθάνατοι εν υπερώω διατελούντες (Επώνυμοι διανοητές, πολιτισμοκρατούντες)

Αδιάφορα (ανεκτικά, χαλαρά και αθυρματικά) χειραγωγούμενο πλήθος κόσμου

Ελλαδίτες δημοσιοτροφούμενοι (παχυλοϊσχνά) υπάλληλοι, Δημ. Σύμβουλοι και προϊστάμενοι (θεσμικά αδειοθήρες-αεργοπάγοι)

Ελλαδίτες επικεφαλής διαστημικής αποστολής και (τρόπος του λέγειν) υφιστάμενοί τους

Χαλικοβάτες (πτωματοφώροι) ελληνικού δημοσίου (Λαβυρινθοειδώς και ατελεσφόρως απομυζούμενος λαός σε σύμπραξη)

Εργάτες (γενικά). (Αυτοσχεδιάζοντες σε κάποιου κασίδι το κεφάλι)

Φτύνως Σαββατού, Στέας Λαπαδούτογλου κ Σία : Καναλάρχης και τηλεοπτικομάνι (Αξιοθρήνητα αμνοτραφείς επήλυδες και περιτωμματοδότες, Κύριε Ελέησον.)

Κολωνού, Ψιψινάκης, κ.τ.λ : Ελλαδική επιτροπή διαστημικής αποστολής (Αρχή ψιλιάσματος, ονομάτων επίσκεψις)

Αστροναύτες της επανδρωμένης διαστημικής αποστολής (Αξιοκρατικά περγαμηνοκρατούντες και εμπαραθυρούμενοι)

Δημοσιογράφος (Ανένταχτος ; Αθησαύριστος ; Αχειραγώγητος ; )…!

Ντελάλης-Λιανοπωλητής (Πάντοτε ευρισκόμενος)

Δικαστής, Εισαγγελέας, Συνήγοροι, Διάδικοι (Επιστήμονες παραγραφολόγοι-αναβαλοσημολόγοι, τσεπογεμίζοντες και κομματοπρομαχούντες)

Μάρτυρες (Λογιών-λογιών καρύδια)

Ένορκοι-Ψάλτες (Ρεμπετάδοντες και ορθοτομούντες βάσει δικονομίας)

Κακομοίρα-Μπουρδομοίρα (Ενσάρκωση πολιτισμικής ιθαγένειας πατριαρχικοπαρακολουθούμενη και ανερυθρίαστα εκμεταλλευόμενο πρόσωπο, χρήζον θεραπευτικής υποστήριξης. Προτιμητέο πανεθνικό υποκοριστικό του ανωτέρω ονόματος εις -άκι.)

Στάθης Κομνηνός : Δημιουργός του έπους (Πραγματικός ; Ατάλαντος ; Βαβελιστής ; Πάντως, ακαθάρευτος, συμπλεγματικός, εμπαθής, αξιολύπητος και φιληματοδεής.)

Αμήν : Πάντες οι θεατές της παράστασης (Αν ξεκουνηθούν να συμμετάσχουν, να παίξουν κι ανασηκώσουν, επιτέλους, τους γλουτούς)

 

 

Σημείωση : η Ελλάδα κατά πρόταση του Κογκρέσου και της Γερουσίας των ΗΠΑ έχει αναλάβει διαστημική αποστολή. Ενόψει των όσων διαδραματίζονται αυτή ακριβώς τη στιγμή και των δεδομένων που λαμβάνουμε από το διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb θεώρησα καλό να δημοσιεύσω από το μικρό απόσπασμα. Το έργο γράφτηκε το 2006.

Στάθης Κομνηνός

[Σκηνή Γ’ απόσπασμα]

……………..

……………..

Στεφ. : Το επιτελείο σας ;

(Ο επικεφαλής σφυρίζει με τα δάχτυλα για να συγκεντρωθούν οι υφιστάμενοί του. Οι τελευταίοι ξεπροβάλλουν, αργά και χαλαρά, απ΄όλες τις μεριές. Πηδούν, με τα τραπουλόχαρτα στα χέρια, πάνω από τις κοτρώνες και κάθονται, ικανοποιημένοι από το άλμα τους, πάνω τους. Κάποιες στιγμές, στη ροή της σκηνής, πονά ο πισινός τους από τα βράχια ή το ανώμαλο έδαφος και σηκώνονται για να ξεπιαστούν, τρίβοντάς τον λυσσαλέα. Κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης που κάνουν στον Στέφανο Μερακλή, στριφογυρίζουν ή πηδούν πάνω απ’ τις πέτρες, σηκώνονται ενίοτε και να περιφέρονται στο χώρο για τσιγάρο, πίνουν ηχηρά καφέ, παίζουν νηφαλιότατα πρέφα, συμπληρώνουν δελτία προπό. Κατά την είσοδό τους, κυκλώνουν τον Στέφ. Μερακλή, ο οποίος στο ξάφνιασμά του υποχωρεί, πέφτοντας στο έδαφος και χωρίς να διακόπτουν την πρέφα, βγάζουν από την κωλότσεπη τσαλακωμένα χαρτιά και τον βαμβαρδίζουν με σχέδια, έτσι που στο τέλος ζαλισμένος και παραιτημένος τους κοιτά άναυδος. [Η σιωπή του εκλαμβάνεται ως συγκατάθεση που ο επικεφαλής σπεύδει να διαβιβάσει στο Υπουργείο Το επιτελείο και ο επικεφαλής εκφέρουν τις προτάσεις τους με βαριεστημένη νηφαλιότητα, επιβολή και αναισχυντία θεωρώντας τη στάση αυτή ως φυσική στάση άψογης συνεργασίας.)

Επικεφαλής : Δόξα τω Θεώ, να ζήσετε χίλια χρόνια κύριε Μερακλή ! Καλά κάνατε

(Ο Στέφανος τον κοιτά με βαθιά απορία), καλά κάνατε. Άνθρωποι που προτιμούν το χώμα (Κάθεται κι αυτός οκλαδόν καταγής. Το ίδιο κάνουν και οι τρεις υφιστάμενοί του. Λίγο μετά, οι τελευταίοι, αφού έχει πιαστεί ο πισινός τους, σηκώνονται και κάθονται στους βράχους και χρησιμοποιούν έναν ως τραπέζι για την πρέφα και τους καφέδες) δεν μπορεί ποτέ νά ’ναι ψηλομύτηδες (χτυπά επιδοκιμαστικά τον Στέφανο στην πλάτη).

Συναχτήκαμε λοιπόν όλοι. Από πού να ξεκινήσουμε κύριε Μερακλή ;

Στεφ. : Προτιμώ απ΄την αρχή. Από την κίνηση.

Επικεφαλής : Οπως αγαπάτε. Εμείς, άλλωστε, είμαστε ικανοί να ξεκινάμε από οποιοδήποτε σημείο και ανακατωτά. Καύσιμα λοιπόν.

Β Υφισταμ. (μάγκικα) : Και χρόνος… (χωρίς να σηκώνει κεφάλι από το χαρτοπαίγνιο)

Στεφ. : Το άδειασμα του χρόνου εξαρτάται από το πώς κινείται κανείς και με τι.

(Ρουφούν ηχηρά τον καφέ και φυσούν, καταπρόσωπό του, τον καπνό του τσιγάρου)

Επικεφ. (εγκρίνοντας μάγκικα) : Μέσα.

Γ Υφισταμ. (στο χαρτοπαίγνιο) : Πεντακόσα στο καπίκι.

Στεφ. : Όπως γνωρίζετε η απόσταση Γης-Κρόνου είναι ενάμισυ δισεκατομμύριο χιλιόμετρα. Μια ώρα φωτός περίπου.

Επικεφ. : Αχαχούχα, καλά αρχίσαμε ! (Οι συνεργάτες του κουνούν τα κεφάλια και τα χέρια τους αποδοκιμαστικά συνεχίζοντας την πρέφα) Πώς είπατε, ώρα φωτός; Χα,χα,χα, ακόμα εκεί μείνατε κύριε Μερακλή ;

Α Υφισταμ. (στον συμπαίκτη του) : Η κάσα μηδενίζεται ρε.

Στεφ. : Τι εννοείτε;

Επικεφ. : Πως, με το συμπάθιο, είστε βαθιά νυχτωμένος.

Στεφ. : Παρακαλώ ;

Επικεφ. (επίσημα και αυτάρεσκα) : Κυκλοφορεί ακριβέστερη μονάδα μέτρησης για τα πλανητικά ταξίδια.

Στεφ. (με έκπληξη αμηχανίας) : Καινούργια μονάδα μέτρησης ; !

Επικεφ. : (αυτάρεσκα) : Καινούργια για τους έλληνες όχι. Ακριβείας όμως ναι.

Στεφ. (ψελλίζοντας και με αίσθημα αυτομεμψίας) : Συγχωρέστε με, δεν είμαι ενημερωμένος για…

Επικεφ. (επιτιμητικά κάπως) : Λείπετε πολλά χρόνια απ’ την πατρίδα… Δεν σκέφτεστε ελληνικά, νομίζω, κύριε Μερακλή. Το υπουργείο συγκοινωνιών βασίστηκε στα έργα των προγόνων και ανακοίνωσε διεθνώς τη νέα μονάδα μέτρησης.

(Ο αέρας δεν σταματά να φυσά από παντού. Οι υφιστάμενοι, αργά και χαλαρά, παίζουν αδιάκοπα πρέφα και κινούνται στο χώρο όπως περιγράφηκε παραπάνω.)

Στεφ. (ψελλίζοντας καταρακωμένος) : Δεν άκουσα τίποτα. Μεταξύ μας, αισθάνομαι κρετίνος.

Β Υφισταμ. (χωρίς να σηκώσει το βλέμμα και να διακόψει το χαρτοπαίγνιο) : Κομμάτι αρχοντομαλάκας… Πενήντα το καπίκι.

(παύση)

Στεφ. : Και ποιά είναι αυτή η μονάδα;

Επικεφ. : Ό,τι πιο φυσικό στην ελληνική ψυχή, ό,τι πιο φυσικό. Μετράμε τον κόσμο με εκλογικές αναμετρήσεις. Πώς αλλιώς ;

Στεφ. (κλονιζόμενος) : Πώς ; !!! (Πρώτη ένδειξη ζάλης και αισθήματος ναυτίας. Πιάνει την κοιλιά του) Μια ζάλη…Η κοιλιά μου κάπως… Αλίμονό μου…

Γ Υφισταμ. : Αμάν ξεψυχισμός !

Επικεφ. (μη δίνοντας σημασία) : Βέβαια. Ο διαστημικός χρόνος είναι πολιτικός.

Γ Υφισταμ. (στο χαρτοπαίγνιο) : Βγήκα μάγκες. Ξηλωθείτε. Σόλων !

Στεφ. (αιφνιδιασμένος) : Σόλων ; (Με κόπο) Μα τι σχέση έχει ο κομματικός χρόνος ;

Επικεφ. : Άστε τα, η ακριβέστερη μονάδα κοσμικής μέτρησης είναι οι ελληνικές εκλογές.

Στεφ. (συνερχόμενος κάπως) : Μα αυτές γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια !

Επικεφ. : Κατ’ εξαίρεση αγαπητέ, κατ’ εξαίρεση…Συνήθως έχουμε ανά δύο στην καθισιά μας.

Στεφ. : Ζαλίζομαι..Σκοτοδίνη…

Επικεφ. (μη δίνοντας ουδεμία σημασία και με πλήρη φυσικότητα) : Για μας, μια ωρίτσα φωτός, όπως λέτε, ή με τη σύγχρονη επιστημονική ορολογία μιάμιση ελληνική εκλογή, είναι κάτι συνηθισμένο. Βλέπουμε την απόσταση Γης-Κρόνου, σαν την απόσταση Τρικούπη – Ρηγίλλης… άντε, κομμάτια να γίνει, και με παράκαμψη από παράδρομο στον Περισσό, έτσι για γούστο, για να δεις τ’αρχαία.

(Ο Στέφανος συνέρχεται με κόπο)

Στεφ. (με ισχνή φωνή) : Δεν είναι ώρα γι’ αστεία κύριοι.

Επικεφ. : Πώς σάς πέρασε τέτοια ιδέα ; Σάς δηλώνω σαφώς : για απόσταση μιάμισης ελληνικής εκλογής (ο Στέφανος χτυπά απελπισμένος το κούτελό του), ο τύπος καυσίμου πού ’χουμε δεν παίζεται. (Εκμυστηρευτικά) Μεταξύ μας, το ελληνικό μας καύσιμο επαρκεί να καλύψει άπειρες ελληνικές εκλογές.

Στεφ. (έχοντας αναλάβει δυνάμεις, επιθετικά) : Άπειρες ; Μα τι κοτσάνες λέτε κύριε ; Τί λέτε ; Δεν υπάρχει τέτοιο καύσιμο στον κόσμο… (Διαλλακτικά) Μια στιγμή. Ακούστε. Οι αμερικανοί συνάδελφοί μου στη ΝΑΣΑ επινόησαν, με χημικές διεργασίες απόσταξης, καθαρές μορφές ενέργειας με βάση την υδραζίνη, το υπεροξείδιο του αζώτου, κηροζίνη, υγρό υδρογόνο. Η ταχύτητα του «ΠΕΡΙΚΛΗ» θα αυξηθεί κατά 63%. Γνωρίζω τα πράγματα από κοντά.

Α Υφισταμ. (εξανίσταται και μαζί του οι υπόλοιποι) : Τί λέει ; ! Καθαρές μορφές ενέργειας ; (πετάνε την τράπουλα στον αέρα από αγανάκτηση)

Β Υφισταμ. : Πού ξανακούστηκε κάτι τέτοιο ; Άκου εκεί, καθαρές μορφές ενέργειας…

Στεφ. : Μα…

Γ Υφισταμ. : Για ποιούς μάς πέρασες και μάς βρίζεις κατάμουτρα ; Με ποιό δικαίωμα…

Α Υφισταμ. : Τί θράσος !

Στεφ. : Πώς ; !…

Β Υφισταμ. : Για Θεός, μωρέ, περνιέσαι ;

Γ Υφισταμ. : Ξενερωσιές. Ξενερωσιές και βράσε όρυζα.

Α Υφισταμ. : Δε στέκονται αυτά στην Ελλάδα.

Β Υφισταμ. : Την κόλαση που έμαθες στα ξένα που πλανιόσουν, σού τη χαρίζουμε κατάπλασμα να κάνεις.

Γ Υφισταμ. : Να, μάς χάλασες και την παρτίδα τώρα…

Επικεφ. : Μου τους βαριοκάρδισες, τι κατάλαβες τώρα ;

Στεφ. : Όχι…

Α Υφισταμ. : Και σε πιστεύαμε για νταλκαδιάρη…

Β Υφισταμ. : Σωστά. Χωμένο στ’ αναμπουρδούκλωμα, στ’ ανακάτωμα, στη συνουσία…

(Τον κοροϊδεύουν κουνώντας κεφάλια και χέρια. Αδιαφορούν, μαζεύουν τα χαρτιά και συνεχίζουν να παίζουν, να καπνίζουν και να πίνουν καφέ.)

Γ Υφισταμ. : Καθαρές ;! Τζούφια πράματα. Τ’ αυτάκι μας δεν ιδρώνει με κάτι τέτοια.

Στεφ. (αναθαρρίζοντας) : Κύριοι ! Μα τι λέτε ; Ο καθένας θέλει ένα ξεκάθαρο δρόμο να βαδίζει.

Επικεφ. (νηφάλια) : Όχι οι έλληνες. Ξέρουν τα παιδιά (κουνούν επιδοκιμαστικά το κεφάλι). Εμείς εδώ, έχουμε και πλανητολογούμε ανάκατες, ανάμειχτες, πως το λένε βρε αδελφέ, αναμπουρδουκλωμένες μορφές ενέργειας. (Ο Στέφανος στριφογυρίζει γύρω τους απελπισμένος)

Γ Υφισταμ. (χωρίς να τον κοιτά και συνεχίζοντας το χαρτοπαίγνιο) : Η δεύτερη πατρίδα σου σού άλλαξε τα φώτα. (Στους συμπαίκτες του) Σόλων !

Β Υφισταμ. (χαρτοπαίζοντας μανιωδώς) : Πες τους πως τα απόνερα απ’ το σαπούνισμά τους βρωμίσαν την υφήλιο.

Α Υφισταμ. : Ορθόν ! Μες στο πολύ συγύρισμα και στη μεγάλη τάξη κάποιο άσπλαχνο τέρας πάντοτε φωλιάζει. (Στους συμπαίκτες του) Σόλων !

Επικεφ. : Σωστά μιλούν τα παιδιά κυρ-Μερακλή. Πουριτανισμοί εδώ δεν χωρούνε. Όταν μιλάς για καθαριότητα, να ξέρεις μάς προσβάλλεις. Όλους εμάς τους έλληνες. Μπορεί νά ’μαστε τοσοδούληδες και λερωμένοι, ανάκατοι, ανάμειχτοι, χιλιομπουρδουκλωμένοι και τσαπατσουλοβλάχοι, όμως όλα στον κόρφο μας τουρλού-τουρλού τα κλείνουμε, χωρίς ν’αφήνουμε κανένα στην απόξω. Εμείς, ξενιτεμένε Μερακλή, με σύστημα διακρίσεις και στρατόπεδα δεν φτιάξαμε ποτέ μας !

Β Υφισταμ. : Σ’ έλιωσε η ανησυχία. (Στο συμπαίκτη του) Μηδένισε τη μπάζα.

Γ Υφισταμ. : Μάς έπρηξες καημένε. Τι βουρδούλιο είσαι σύ !

Α Υφισταμ. : Ησύχασε και λίγο. (Στους συμπαίκτες του) Εκατό το καπίκι.

Επικεφ. : Σωστά. Στη χώρα τούτη δεν χρειάζεται καμιά ανησυχία, πάντα τη σκαπουλάρεις. Εδώ ’ναι όλα ξέφραγα και μπάζουνε τα πάντα για να διαβαίνουμε φιλάνθρωπα από τις συμπληγάδες. Γιατί ’μαστε υπεράνω ! Μάς τα χώνεις, μάς τα σούρνεις και δεν κοιτάς τη δεύτερη πατρίδα σου. Σ’ αυτήν να πεις αλίμονο, που φράζει με συρματόπλεγμα και το σκατό της, κομμάτια νά ’ναι ο κόσμος μας, χιλιοπετσωκομμένος, τσεκούρι να πέφτει καθαρό σε κάθε μικρογλίστρα.

Α Υφισταμ (σε φιλικό, παρηγορητικό τόνο) : Άκουσε κυρ-Στέφανε. Κάτσαμε ’δω χάμω προχθές -μια που θα ’ρχόσουν- και παίζοντας μια πρεφούλα σκεφτήκαμε απλά.

Επικεφ. : Να μη το παινευτώ, αλλά λύση τεφαρίκι ! Οικολογική, οικονομική και παραδοσιακή.

Β Υφισταμ. : Κυρ-Στέφανε, η αστροφυσική θέλει έλληνα για να τα παίξει. (Στους συμπαίκτες του) Σόλων !

Επικεφ. : Πες τα ρε Μήτρο, ν’ αγιάσει το στόμα σου !

Γ Υφισταμ : Ιδού ο τύπος του ελληνικού καυσίμου : Ε = Ατ χ Κη χ Νκ χ Φε4

Στεφ. (γουρλώνοντας τα μάτια από την έκπληξη) : Τί είναι αυτό ;

Επικεφ. : Ο τύπος, αγαπητέ μου.

Στεφ. : Δεν καταλαβαίνω, τί γλώσσα είν’ αυτή ;

Επικεφ. : Εδώ που τα λέμε, ξέχασες και το γάλα της μάνας σου κυρ-Στέφανε. Μα δεν αναγνωρίζεις τη γλώσσα του παππού σου ;

Α Υφισταμ. : Μού επιτρέπετε, κύριε επικεφαλής. Θα εξηγήσω εγώ.

Τα καύσιμα του ελληνικού διαστημοπλοίου «ΠΕΡΙΚΛΗΣ», πειραματικά ελεγμένα και με ειδική σύσταση, είναι : μπουζουριασμένος Αέρας Τήνου – η διασπορά του στις δεξαμενές καυσίμων, παίρνει παραμάζωμα τα κομματογλοιόνια που κατσικώνονται στα φωτόνια που ελευθερώνει ο αντιδραστήρας και τα αδρανοποιούν. Ακατέργαστα Κατσάβραχα Ηπείρου -καθώς καίγονται απελευθερώνουν τούς πάντες και διαλύουν επιπλέον τις επιθέσεις κομητών, μετεωριτών κ.τ.λ. Θαλασσοδαρμένο κυκλαδίτικο Νερό -απορροφά προς ώφελος του διαστημοπλοίου, τη Σκοτεινή προβατόσχημη Ύλη και τη μεταβάλλει σε επιταχυντική θερμότητα και τέλος το σπουδαιότερο : συμπυκνωμένο καλοκαιριάτικο Φως απ΄όλη την επικράτεια -έλκει τη Σκοτεινή Ενέργεια σαν μαγνήτης μεταβάλλοντάς τη σε ήλιο και προσφέροντας έτσι μαγκιόρικα ατέλειωτη πτητική ικανότητα. Συνεπώς, Ε = Ατ χ Κη χ Νκ χ Φε4.

Επικεφ. : Και πρόσεξε, νοθεία εδώ δεν παίρνει ούτε και λαθρεμπόριο.

Β Υφισταμ. : Ούτε τιμή π’ αυξάνεται με πουτανίσιο τρόπο.

Γ Υφισταμ. : Γιατί έχουν ατίμητη τιμή.

Στεφ. (σε παραληρηματική απόγνωση) : Πού ξανακούστηκε… Ποιές εργαστηριακές αποδείξεις σαν δίνουν το δικαίωμα να… Τί αβάσιμα πράγματα είν’ όλα τούτα… Χωρίς… Δεν βασιστήκατε σε…Ποιό πείραμα… Τί καραγκιοζιλίκιααα…

Α Υφισταμ. : Σιγά κυρ-Στέφανε και θα μάς μείνεις. Μη σκιάζεσαι.

Γ Υφισταμ. : Σιγά και θα τη βρούμε την άκρη. Νηφαλιότης.

Στεφ. (μη καταθέτοντας τα όπλα και αναλαμβάνοντας νέες δυνάμεις) : Μα τί λέτε ;! Μιλάτε για πρωτόγονες μορφές ενέργειας. Εδώ…

Επικεφ. (διακόπτοντάς τον) : Τα πράγματα αγαπητέ μας κυρ-Στέφανε είναι απλά : επιμένουμε στην πρωτοτυπία και τη σύνθεση. Γι αυτά μιλάμε.

Β Υφισταμ. : Βεβαίως.

Α Υφισταμ. : Σύμφωνος και χαλαράαα.

Επικεφ. : Όμως η έκπληξη δεν ήρθε ακόμα.

Β Υφισταμ. : Δωράκι !

Στεφ. (έμφοβος) : Έκπληξη ;

Επικεφ. : Εμείς κουραδόμαγκες δεν είμαστε. Θα πάμε για να κάτσουμε.

Στεφ. (τρέμοντας από αγωνία) : Πού ;

Όλοι οι υφιστάμενοι μαζί : Στον Κρόνο ! (Πετούν την τράπουλα ενθουσιασμένοι)

Επικεφ. (στριφογυρίζοντας το δείχτη στην ανοιχτή παλάμη του) : Ζούλια ψώρα. Αποικισμός !

(Ο Στέφανος παραδέρνει ζαλισμένος ανάμεσά τους)

Α Υφισταμ. : Εκεί που ζούμε πάντοτε, εκεί θα ξαναζήσουμε.

Β Υφισταμ. : Δε μασάμε κυρ-Στέφανε εμείς.

Α Υφισταμ. : Ο τρόμος στη ζωή μας !

Γ Υφισταμ. : Οι έλληνες δε χάνουν τέτοια κελεπούρια.

Β Υφισταμ. : Ο Κρόνος είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μας.

Α Υφισταμ. : Εμείς μασάμε επανδρωμένες αποστολές και τέτοια φλώρικα. Αποικισμός !

(Ο Στέφανος σπαράζει σα ψάρι)

Β Υφισταμ. : Υπάρχει πιό λαμπερή ατραξιόν στο ηλιακό σύστημα από τους δακτυλίους του Κρόνου;

Γ Υφισταμ. : Πιο αστραφτερή ομορφιά ; Αναμφίβολα όχι.

Α Υφισταμ. : Άρα κοσμικό σουξέ άνευ προηγουμένου. Είσαι και μουσικός…

(Ο Στέφανος χτυπιέται, μουγκρίζει)

Β Υφισταμ. : Το υπουργείου τουρισμού με την γυαλάδα και την αμαβρόβραμότητα που του κάθισε, κατάστρωσε σχέδιο τουριστικής εκμετάλλευσης του Κρόνου.

Γ Υφισταμ. : Θα εκμεταλλευθούμε τουριστικά όλες τις ομορφιές που διαθέτει ο Κρόνος.

Α Υφισταμ. : Άγριες ομορφιές, Στέφανε Μερακλή.

Β Υφισταμ. : Ο κόσμος δεν θα βλέπει θρίλερ. Θα το ζεί. Ολοζώντανα. Reality στον Κρόνο.

Γ Υφισταμ. : Όλα τα θρίλερ εδώ. Τα πάντα.

Α Υφισταμ. : Έχουμε τον Κρόνο μέσα μας. Όλοι τον γουστάρουμε. Εμείς τον πλάθουμε. Εκεί θα ζούμε τη ζωή μας.

Επικεφ. : Και για να δεις τι επαγγελματίες είμαστε, κάναμε και εξομοίωση.

Στεφ. (ψελλίζοντας) : Εξομ…

Β Υφισταμ. (παιχνιδιάρικα) : Τυχεράκια, συνεργάτες που ’κονόμησες.

Γ Υφισταμ. : Θα κατεβούμ’ αργά στην ατμόσφαιρα του Κρόνου…

Α Υφισταμ. : Χαλαράαα. Τίποτα δεν μας βιάζει.

Στεφ. (ψελλίζοντας απεγνωσμένα) : Η ατμόσφαιρα του Κρόνου μοιάζει με γλίτσα.

Επικεφ. : Άει γιάσου, τί ’χες Γιάννη τί ’χα πάντα. Σα στο σπίτι μας. Ζούμε καθημερινά αυτή την καφεκίτρινη ογκώδη ατμόσφαιρα. Αυτή την μουντή καφετιά ομίχλη. Είμαστε περήφανοι που θά ’χουμε βιός στον Κρόνο και θέλουμε να μάς θαυμάσουν κι άλλοι.

Β Υφισταμ. (ενθουσιωδώς και μη σταματώντας το χαρτοπαίγνιο) : Τουρίστες του σκοτωμού !

Γ Υφισταμ. : Όσοι πιστοί προσέλθετε.

Επικεφ. : Άνετο περιβάλλον εξομοίωσης. (Ο Στέφανος τρέμει) Δώσε βάση. Λιόσια, Ηρώδου Αττικού, εξομοίωση στο Μάξιμουμ, μέσω Σοφοκλέους, Ρηγίλλης και Χαριλάου Τρικούπη. Όλα να συνδέονται. Τό ’να χέρι νίβει τ’ άλλο κύριε Μερακλή στην Ελλάδα. Αδέλφια είμαστε όλοι. Οι τράπεζες, προσφέθηκαν να στρώσουνε το δρόμο.

Β Υφισταμ. : Με όση γλίτσα βάζει ο νους !

Γ Υφισταμ. : Γλυκαλιμπουρδονώμαστε !

Α Υφισταμ. (με κομπασμό) : Ευτυχώς στις δύσκολες ώρες είμαστε πάντα μονιασμένοι εμείς οι έλληνες.

Στεφ. (πιάνοντας το στομάχι του) : Ανακατεύομαι…

Επικεφ. : Ατιμούτσικο, ζεις από τώρα τον Κρόνο…Έτσι λοιπόν, σε κάθε ελληνική κυβέρνηση έβαζαν χέρι βοηθείας. (Με χαλαρωτική ανακούφιση)Και στρώθηκε η γλίτσα. Αλλά τι να τα πολυλογώ, θα μάς καμαρώσετε.

Στεφ. : Τα νεύρα μου. Φέρτε μια φούχτα χάπια. Θα πούμε πως δεν άκουσα. Πέστε για κάτι άλλο. Να, για το Κοσμοδρόμιο.

Επικεφ. : Μπα εδώ δε χωρά κουβέντα. Έπεσε τελεσίγραφο.

Στεφ. : Να χαρείτε, μην αρχίσουμε πάλι.

Α Υφισταμ. (κατόπιν βαριεστημένου νεύματος του επικεφαλής) : Ρε, δε πα να λες…

Β Υφισταμ. : Η κυβέρνησή μας είναι καλό παιδί, υπάκουο. Όχι σαν κάποιους λατινοαμερικάνους…

Γ Υφισταμ. : Υπακούει ζαχαρένια στη μοδάτη παρουσία της κυρίας Μάσας Μπαρουφουπούλου-Παπαράκη.

Στεφ. : Ποιανής;

Α Υφισταμ. : Είπαμε, της αυτού Μεγαλομοντελάτης Υπογειότητας κυρίας Μάσας Μπαρουφουπούλου-Παπαράκη.

Στεφ. (υστερικά) : Και ποιά είναι αυτή ;

Επικεφ. : Έλληνας, και δεν γνωρίζετε την κυρία Μάσα ; Απίστευτο !

Β Υφισταμ. : Πού ζεις καημένε…

Γ Υφισταμ. : Τι στόκο μάς ’στείλαν, να παρ’ η ευχή.

Α Υφισταμ. : Στραβάδι με τα όλα του.

Β Υφισταμ. : Όρνιο ανεπανάληπτο.

(Ο Στέφανος οδύρεται σιωπηρά. Με φυσική κωμικότητα, ξεμαλλιάζεται, χαστουκίζεται, θρηνολογεί με στόμα ορθάνοιχτο, δίχως ήχο.)

Β Υφισταμ. : Ρε πεοκρούστη, όπου υπάρχει Μάσα υπάρχουν και ζουμιά ! Μπλάστρι για τις κοιλίτσες τους κι απέ για τις δικές μας.

Επικεφ. : Κάτσε ρε κόρυζα φευγάτη. Πότ’ είδες μονοπώλιο να δίνεται η σοφία ; Όλοι χτυπούνε φλέβα. Κι ο μαλακοπίτουρας, αν του κάτσει, κατεβάζει παπάδες. Αν πρέπει να εκτοξευθεί κάτι από την Ελλάδα, αυτό μόνο από το Μαραθώνα πρέπει να γίνει.

Στεφ. (σε παροξυσμό) : Το έργο απαιτεί ειδικές γνώσεις. Ποια είναι τα προσόντα αυτής της κυρίας ;

Επικεφ. : Αααχ, θα λιποθυμήσω ! Τα προσόντα της ; Ξεσκότισε καημένε ! Έχει φραγκάτο σύζυγο, τριάντα δύο βίλες, λιάζεται πα σε κότερα και στη καβάτζα φυλά και χίλια συνολάκια. Στην τελική, δεν θα συζητήσουμε κιόλας. Μάσα είπε και ελάλησε : Μαραθώνας.

Στεφ. : Πού είναι οι θεσμοίοιοιοι ; Είναι εξωθεσμικιάαααα. Τα νεύρα μου σαλτάρανεεεε. Σώστε με από δαύτουςουους. (Λιποθυμά)

Επικεφ. : Ποτίστε τον, μάς τά ’χει κάνει ξέφτια. (Με την τράπουλα στα χέρια, συνεφέρνουν το Στέφανο. Αυτός στηρίζεται στα πόδια του και κοιτά ολόγυρα σαν αποβλακωμένος.)

(Ακούγεται απότομα η μουσική Oh my darling Clementine. Εισέρχονται εν πομπή, ξαφνικά και με οχλοβοή, οι πολιτικοί, ακολουθούμενοι από τούς βαστάζους και τα λακέδικα επιτελεία τους. Εποχούνται σε βαγόνι χειροκίνητου τρένου με πολύχρωμα λαμπιόνια και είναι πιασμένοι σε γιάνκα και στριμωγμένοι μέσα στο σακί, που αυτή τη φορά είναι τρύπιο για να φαίνονται τα αυτοκρατορικά τους υποδήματα. Τα επιδεικνύουν, σηκώνοντας καθένας το πόδι του προς τους θεατές και δείχνοντάς το με το χέρι. Είναι καταστόλιστοι, ως λατέρνες, κι αστραφτεροί (Χρυσά ημίψηλα, πορφυρά βυζαντινά υποδήματα, τεράστια δαχτυλίδια), ωστόσο είναι και πάλι γυμνοί από τη μέση κι απάνω και χαϊδεύουν μακάριας τις γενειάδες τους. Δεν κοιτούν ποτέ καταπρόσωπο τους θεατές, αλλά μόνο την «ομοούσια φύση» τους. Ο Λωλής δεν παύει να φυσά, με όλους τους δυνατούς τρόπους, καταπάνω τους σαλιώνοντας τους ενίοτε. Εκείνοι σκουπίζονται στωικά. Σε σχήμα καμινάδας το τρένο έχει ένα θεόρατο πορτραίτο του Tweed. Περιδιαβαίνουν το χώρο ταχύτατα (δεν αποβιβάζονται ποτέ από το τρένο που το κινούν οι βαστάζοι). Ο ρυθμός ομιλίας τους είναι πολύ γρήγορος. Ο Στέφανος τους κυνηγά, ως ελπιζόμενη σανίδα σωτηρίας, για να υποβάλλει ερωτήσεις και να δεχτεί λογικές λύσεις, στο τέλος απογοητευμένος τούς βρίζει ασύστολα. Οι ομοούσιοι τν αγνοούν πλήρως και επιδεικτικά. Ο προϊστάμενος και οι βοηθοί του κάθονται απαθείς στις κοτρώνες συνεχίζοντας το παιχνίδι τους και δείχνοντας πως έχουν συνηθίσει τέτοιες εισόδους επιθεώρησης. Ο χρόνος είναι prestissimo.)

 

 

 

 

Λίλης : Ιδού Κλικλή, η ομούσια πολτική μας «ξέφραγο αμπέλι» ’πέδωσε καρπούς.

Κλικλής : Ούτε λόγος, ρε ομοούσιε Λίλη. Ήταν βέβαιο, δεν τό ’ξερες ; Στηριζόταν στην πολιτική «μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώσετε» που χαράξαμ’ εμείς την περασμένη εβδομάδα επί κυβερνήσεώς μας «όσα φάμε όσα πιούμε κι όσα αρπάξει ο κώλος μας»

Στέφ. (τρέχοντας πίσω τους να τους προφτάσει και λαχανιάζοντας) : Πρόεδροι, υπάρχει πρόβλημα. Πρόεδροι…Ομοούσιοι….Ο χρόνος…Ο Κρόνος..Ο επικεφαλής…Η πρέφα…Η Μάσα…

Λωλής(αγκαλιάζοντας, ως κοινός σύνδεσμος των δύο, αγαπητικά και περιπαθώς μ’ ένα χαμέγολο ύψιστης μακαριότητας, τους άλλους δύο) : Ομοούσιε κολλητέ, τα παραλές. Πού θα βασιζόταν το «μπάτε σκύλοι αλέστε» αν δεν είχαμε νομοθετήσει, τον παραπάνω μήνα, το «τρεις γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένον αχειρώνα» με τη συμπληρωματική τροπολογία «τρεις λαλούν κι ένας χορεύει» ; (Ξεφυσά εμπνευστικά)

Στεφ. : Διαστημικός…σχεδιασμός…Εξομοίωση…Καπίκια…Σόλων..Σόλων και βιός στον Κρόνο..

Κλικλής : Ε τώρα, μη τα θέλετε κι όλα δικά σας ρε Λωλή. Το νομοσχέδιο «στου κουφού την πόρτα» μιμήθηκε μέχρι τα μπούνια το διάταγμα «ό,τι δεν φτάν’ η αλεπού» που βγάλαμε επί ημερών μας. (Ο ένας της τριάδας Λωλής, θωπεύει μελοδραματικά τους άλλους δύο με ύφος αποβλακωμένης μακαριότητας) Στεφ. : Προσάναμμα ! Δαυλί !

Λίλης (δείχνοντας το χώρο) : Άστ’ αυτά και θαύμασε. Αυτά κι αυτά μάς φέρνουν πρώτους στις δεμοσκοπήσεις. Λιλαμπρυσμένον έθνος !

Κλικλής : Πρώτους ! Όχι και πρώτους. Ίσα είμαστε, κι εσείς έχετε τρείς μονάδες και τριακόσια τριακοστά τρίτα σερμαγιά. Άκου πρώτους…Υπερβολές ! Σε μιάμιση βδομάδα σχηματίζουμε κυβέρνηση, θα δεις. Στεφ. : Σωτηράκια της φακής! Τυραννίσκοι της δεκάρας! Λίλης : Άσ’ τα ψόφια…Η ’ξουσιά είναι δεκή μας για τουλάχστον τρισήμσυ βδομάδες ’κώμα. Μ’ άνεση. Στεφ. : Γραπώστε τους !

Κλικλής : Τι τα θες ρε Λίλη, το καλό είναι που υπάρχει ενιαίο πολιτικό όραμα. (αλληλοασπάζονται και μιξοκλαίνε πανευτυχείς)

Λίλης : Α, η αληθειά να λέγεται ομούσιε. Στεφ. : Κοντορεβυθούληδες! Ανυπαρχτούληδες!

Κλικλής (με πλήρη αυτοπεποίθηση) : Βρε, ενιαίο δόγμα :«Φάγωμεν, πίωμεν» τώρα τρίχες θα λέμε ; Στεφ. : Απρόσωπα μαμόθρεφτα ! Βολευτές ! Ετοιματζήδες ! Ανέραστοι !

Στεφ. (τελείως εξουθενωμένος λαχανιάζει και μόλις προφέρει κάποιες λέξεις) : Στον Κρόνο…ο Βίος…Η κάσα..Η πρέφα…Εκλογές…Σόλων…Στον Κρόνο…Στον Κρόνο…

Λίλης (δείχνοντας ολόγυρα) : Κολλητέ, με σεγκίνηση στο λέω, τα βλέπεις κι εσύ, τέλιο σύστεμα : σχεδιασμός με ’ξαερισμό ! Τέλιο σύστεμα. ’ξαεριζόμενο ! Άντε, την κάνουμε τώρα.

Κλικλής : Για πού είπανε καλέ ;

Λωλής : Ξέρω ’γω…κάτι παπαριές μού σφύριζε η γραμματέας για το κέντρο, λέει, διαστημικών κατασκευών…(Φυσώντας και φτύνωντας ασύστολα) άντε το γοργόν και πλάκα-αραλίκι-φράγκο έχει…

Κλικλής : Το τρένο περνά, περνά και σφυρά : τσαφ τσουφ

(Χάνονται απ΄τη σκηνή. Η μουσική υπόκρουση, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, σταματά. Ο Στέφανος κάθεται σε μια κοτρώνα λαχανιασμένος.)

Επικεφ. : Ας επανέλθουμε.

Στεφ. (στηρίζεται, ξέπνοος, σε μια κοτρώνα, παίρνει κάπως κουράγιο και συνεχίζει τον αγώνα) : Και σαν τι έχετε υπόψιν για την πορεία που θ’ ακολουθήσει η επανδρωμένη αποστολή ;

Ποιά πορεία προτείνετε ν’ακολουθήσουμε ;

Επικεφ. : Ε, τι νά ’χουμε υπόψιν… σκεφτήκαμε να τ’αφήσουμε όπως λάχει.

Α Υφισταμ. : Υπόψιν ; ! Δεν είναι σοβαρά πράματ’ αυτά.

Β Υφισταμ. : Χαλαράαα

Γ Υφισταμ. : Όσα πάνε κι όσα έρθουν.

Α Υφισταμ. : Σάμπως και να προγραμματίσουμε βγαίνει κάτι ; Αν είναι νά ’ρθει θε να ’ ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει….

Στεφ. (σε νευρικό κλονισμό) : Αρχίζουν και παίζουν τα νεύρα μου.

Επικεφ. : Μη τα παίρνεις όλα στα σοβαρά Στέφανε, άκου τη συμβουλή μου, το αγώι τρώει τον αγωγιάτη. Δε βαριέσαι βρε αδελφέ, έχει ο Θεός.

Β Υφισταμ. : Σωστά.

Γ Υφισταμ. (ανάβοντας τσιγάρο) : Στόμα θεού.

Α Υφισταμ. : Γιατί στραβοστομίζεις ;

Στεφ. (ουρλιάζοντας με σπασμένα νεύρα) : Ποια πορεία θα ακολουθήσει το ελληνικό διατημόπλοιοοοο ;

Επικεφ. : Θά κάνουμε ό,τι βλέπουμε. Ό,τι μάθαμε πάππου προς πάππου.

Στεφ. (σε παράκρουση) : Δηλαδήηηη ;

Επικεφ. : Πρώτα, χτίζουμε σχολειό κι αν φέρ’ η τύχη, έπειτα, κοιτάμε αν υπάρχουν μαθητές.

Β Υφισταμ. : Δηλαδή, δεν θ’ ακολουθήσουμε ευθύγραμμη πορεία.

Γ Υφισταμ. : Μας βγήκε πάντα σε καλό.

Α υφισταμ. : Άλλωστ’ έχουμε, ανέκαθεν, ως σήματα πορείας τους μεταβλητούς Κηφείνες. Δε χανόμαστε.

Β Υφισταμ. : Στο κάτω της γραφής, σου μένει το σχολειό, η χαρά της τσάρκας θέλω να πώ.

Επικεφ. : Λογαριάζουμε κυρ-Στέφανε να μπούμε σε κάθε τροχιά πλανητών.

Α Υφισταμ. : Να πιούν τ’ αστροναυτάκια μας και κάνα καφεδάκι να στανιάρουν για τη συνέχεια.

Επικεφ. : Ε, πρώτα μια τσάρκα στον Αρη, μετά στον Ερμή και μετά στον Δία κι ύστερα στην Αφροδίτη κι αν…

Στεφ. (διακόπτοντάς τον και σε πλήρη αποσυντόνιση) : Γέμισε σταυροδρόμια ο εγκέφαλός μουουου…Το κεφάλι σκορδαλιά…Ζούρλαα ! (Λιποθυμά)

Επικεφ. : Νεράκι στον κυρ- Στέφανο. Ψυχώσου κομματάκι.

(Βγαίνει ένας βοηθός και φέρνει νερό. Ο Στέφανος πίνει. Δείχνει να συνέρχεται κάπως και να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του.)

Στεφ. (ικετεύοντας τους και προσπαθώντας και διαλύσει, μάταια, το χαρτοπαίγνιό τους): Ακούστε παιδιά, παρακαλώ ακούστε. Η πορεία σας δεν είναι λογική, δεν είν’ η αναμενόμενη. Δεν είναι ξεκάθαρη.

Επικεφ. : Τα κοσμικά ταξίδια δεν θέλουν το ξεκάθαρο, αγαπητέ. Θέλουν φαντασία ! Απορώ μαζί σας κύριε Μερακλή. Τ’ ομολογώ.

Στεφ. : Γιατί;

Επικεφ. : Διότι δείχνετε έκπληξη.

Στεφ. : Δεν θά ’πρεπε;

Επικεφ. : Όχι φυσικά. Είστε έλλην.

Στεφ. (ψελλίζοντας με αφάνταστο κόπο) : Και πώς θα γίνουν όλα αυτά ;

Επικεφ. : Τώρα μάλιστα, έτσι σε θέλω, εδώ είναι το ζουμί. (Ενώνοντας τους αντίχειρες και τους δείκτες των χεριών του, ως έκφραση βαθυστόχαστης δήλωσης) Λοιπόν, αναντάμ παπαντάμ ασχολιόμαστε με μαύρες τρύπες. Δεινοί στις εισόδους, δεινότεροι στις εξόδους. Ε, πάλι η μαύρη τρύπα θα μας οδηγήσει σ’όλα αυτά.

Όλοι μαζί (ενώ σταυροκοπιούνται) : Μεγάλ’ η χάρη της !

Στεφ. (με κωμική οδύνη και αλλόφρων) : Μαύρη τρύπα ίσον καταστροφήηη !

Α Υφισταμ. : Όχι για τους έλληνες. Ζείτε εκτός.

Β Υφισταμ. : Στην Ελλάδα έχουμε (κάνοντας μια με υπονοούμενο άσεμνη χειρονομία) μακρά παράδοση στις τρύπες.

Γ Υφισταμ. : Διαχειριζόμαστε τις μαύρες τρύπες. Τις γεμίζουμε με λογιών-λογιών υλικό.

(Ο Στέφανος, στο άκουσμα αυτών των λόγων, λιποθυμά πάλι. Δεν τον συνεφέρει κανείς. Οι υφιστάμενοι, τού πιάνουν αμέσως το δεξί χέρι και τού βάζουν μια πένα. Ο επικεφαλής παίρνει ένα χωνί, το βάζει μπρος στ’ αυτί τού Στέφανου και τού φωνάζει.)

Επικεφ. : Η μαύρη τρύπα είναι το φόρτε μας. Από κούνια. Καταβροχθίζει ό,τι ύλη διαθέτουμε : άστρα, δάση, μονοπάτια, πορτοφόλια. Το κοσμικό μας πόθεν έσχες καταρρέει. Αλλά χαμπάρι εμείς. Τ’ αυτάκι δεν ιδρώνει. Και να σου πω και κάτι, δίνουμε κι ένα χεράκι. Έτσι για το καλό. Παιχνίδι να γίνεται. Να ψάχνουμε, να βρίσκουμε, να χάνουμε…να περνά ευχάριστα ο καιρός.

(Παίρνει το χωνί ο Α Υφιστάμενος και κάνει τα ίδια.)

Α Υφισταμ. : Ρε, δεν μας τρομάζει τρύπα καμιά. Σ’ όλα τα μεγέθη και διαστάσεις.

Οταν καμπυλώνει χώρους, όταν στρεβλώνει χρόνους. Όταν μια τοσοδούλα τρυπίτσα καταπίνει τεράστια ύλη και λες αμάν με ρούφηξε, πάει νά ’ταν κι άλλος.

(Παίρνει το χωνί ο Β Υφιστάμενος)

Β Υφισταμ. : Μάλιστα, αφοβία στη θέα τους ! Δε πα να μη φαίνεται. Τη μυρίζεσαι εσύ και την ξετρυπώνεις πριν πει κίμινο. Χώνεσαι βαθιά μέσα, δεξιοτεχνικά και την αρμέγεις ώσπου η τρύπα να σηκώσει τα … χέρια ψηλά και να δουλεύει πια για σένα.

(Παίρνει το χωνί ο Γ Υφιστάμενος)

Γ Υφισταμ. : Προσοχή : χωρίς καμιά προφύλαξη, άσε τα φλώρικα που λένε… Καμιά προφύλαξη, γιατί ξέρεις πως άμα χωθείς μέσα, την έκανες λαχείο. Θα στα ξεράσει όλα. Όσα έχει καταπιεί. Όλα τα χρήματα που λέγαν κι οι αρχαίοι.

Α Υφισταμ. : Και μπορεί να σου κάνει και κάνα δωράκι επιπλέον.

Επικεφ. : Μάλιστα κι αυτό είναι το ωραίο. Μαύρες εκπλήξεις-Τρύπιες εκπλήξεις.

(ταρακουνώντας τον) Ορθόν. Μαύρη τρύπα ίσον κλέβω τον κλέφτη. Ξέρεις, παλιόμαγκα, πώς έχουμε, βοήθειά μας, μια τρυπάρα στο κέντρο του συστήματός μας.

Β υφισταμ. : Του γαλαξία μας, της ζωής μας. Ακούστηκε, το λένε και οι υπουργοί που τα πολλά κατέχουν, πως έχει Μάσα ένα εκατομμύριο ηλιακές μάζες. Και σουλατσάρει ανενόχλητη.

Γ Υφισταμ. : Και νά ’ταν μόνον αυτή; Εδώ ’χουν βγει σεργιάνι φουρνιές-φουρνιές και τριγυρνάνε χαλεύοντας διαχειριστές καπάτσους.

Επικεφ. : Ε, αυτό μας τη βαράει. Μια τρύπα ολομόναχη χωρίς να την τρυπήσει κανείς ; Απαράδεκτον ! Δεν το σηκώνει η ελληνική ψυχή. Η τρύπα είν’ το σπίτι μας. Κυρ-Στέφανε μάθε το καλά : οι παντός είδους μαύρες τρύπες είναι το φόρτε κάθε έλληνα.

Α Υφισταμ. : Μ’ αυτές γεννήθηκε.

Β Υφισταμ. : Και μ’ αυτές θε ν’ αποθάνει.

Επικεφ. : Γι αυτό η Ελλάδα πηγαίνει στον Κρόνο σφηνώνοντας το διαστημόπλοιό της στην τρύπα και βγάζοντάς το γεμάτο θερμοκρασίες και υλικό που θα το εκσφενδονίζουν στο διάστημα ως την Μεγάλη Σύνθλιψη.

Γ Υφισταμ. : Ορθόν. Γιατί θα ξεζουμίζουμε τα βαρυτικά της πεδία για γρηγορότερη άφιξη και παραμονή στον Κρόνο. Εκεί που φαίνεται νας μάς ρουφά θα μάς ξεράσει πέρα !

Α Υφισταμ. : Αν μπορεί ας κάνει κι αλλιώς.

Στεφ. (πνέοντας τα λοίσθια, σχεδόν σε κώμα, και έχοντας ανασηκωθεί ελάχιστα μ’ όση δύναμη μπορεί να βρει μέσα του ως τελευταία απόπειρα να τους μεταπείσει): Τρέλλα..Καθαρή…Βαρυτικό πεδίο…Έλξη…Όχι άπωση…Ο θάνατος… (σωριάζεται αναίσθητος)

Επικεφ. : Σε φάγανε, δόλιε, τα μαύρα ξένα και δεν σκαμπάζεις γρι.

Β Υφισταμ. (υπερήφανα) : Ελληνικός ο σχεδιασμός γεμάτος μαύρες τρύπες ! (σηκώνουν νικητήρια τα χέρια που βαστούν τα τραπουλόχαρτα)

Γ Υφισταμ. : Αμέ. Βουρ, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.

Α Υφισταμ. : Κι φλώροι που φοβούνται να τα πουν και να τα κάνουν

Του Κρόνου τους δαχτύλιους στη ζήση τους δεν πιάνουν.

Επικεφ. : Το ελληνικό επιτελείο σχεδιασμού ελάλησε. Άντε και δεν έχουμε χρόνο να χάνουμε. Αρχίζει κι ο αγώνας σε λίγο. Άκουσες όλες τις απόψεις της ομάδας σχεδιασμού, δεν έφερες καμιά αντίρρηση (οι υπόλοιποι κουνούν τα κεφάλια επιδοκιμαστικά) και υπογράφεις το πρωτόκολλο σχεδιασμού. Άντε και σε καλή μεριά.

(Τού πιάνουν το χέρι και τον κάνουν, βρισκόμενο ακόμη σε αφασία, και υπογράφει. Έπειτα, με αστραπιαία ταχύτητα παρατούν τα πάντα στην ανοιχτή αλάνα, το επίσημο, υπογεγραμμένο έγγραφο σχεδιασμού, τσιγάρα, καφέδες, μολύβια, το Στέφανο αναίσθητο και φεύγουν, περνώντας μερικοί από πάνω του, πρόσω ολοταχώς. Ο αέρας φυσά.)

 

 

© Στάθης Κομνηνός

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top