Fractal

Διήγημα: “Do-nuts-Μέρες και νύχτες στο Παλέρμο” (Α΄ μέρος)

Της Μένης Πουρνή //

 

 

 

Do-nuts-Μέρες και νύχτες στο Παλέρμο (Α΄ μέρος)

 

 

Το σκούξιμο από την κεντρική λεωφόρο, δύο δρόμους παρακάτω κράτησε μία βδομάδα-ακριβώς όσο μείναμε στην πόλη. Τα βράδια ήταν αδύνατο να κοιμηθείς χωρίς ν’ ανοίξεις τα παράθυρα και το μαρτύριο μεγάλωνε από την φασαρία και τα φρεναρίσματα των «φτιαγμένων» αυτοκινήτων ξανά και ξανά στην, έτσι κι αλλιώς, λιωμένη άσφαλτο.

Καλομαθημένοι από την ησυχία και την γαλήνη που βιώσαμε στα χωριά του εσωτερικού, ο Σαλβατόρε ένιωσε πως το μεγάλο άστυ ακύρωνε ένα βασικό κομμάτι της παράδοξης εμπειρίας που είχε υποσχεθεί στο ευρωπαϊκό μωσαϊκό των φίλων του για τρεις εβδομάδες στην υπέροχη και ονειρεμένη (κατά δήλωσή του) πατρίδα του.

Ήμασταν καμιά δεκαριά γιάπηδες είκοσι πέντε-τριάντα χρονών που η υπερβολική φιλοδοξία μάς είχε φέρει να δουλεύουμε στα γραφεία πολυεθνικών στην κεντρική Ευρώπη και να οργανώνουμε μικρές ή μεγαλύτερες εξορμήσεις σε χώρες του εξωτερικού κι αν ήμασταν υπερήφανοι αρκετά, στους τόπους καταγωγής μας.

Στο Παλέρμο μέναμε σε ένα νοικιασμένο όροφο ενός παλιού αριστοκρατικού αρχοντικού με θέα στην θάλασσα στην οποία έφτανες περπατώντας λίγα στενά παρακάτω. Υπήρχε ο στερεοτυπικός διαχωρισμός σε δωμάτια ανδρών και γυναικών, αλλά τις περισσότερες ώρες βρισκόμασταν κάπου όλοι μαζί.

Την δεύτερη μέρα της παραμονής μας η ζέστη είχε γίνει πραγματικά αφόρητη και η υγρασία σε τσάκιζε. Προσπάθησα να κοιμηθώ στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι μα το μόνο που κατάφερα ήταν να ξεστρώσω το σεντόνι. Αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερα να κάνω μία βόλτα ως την θάλασσα και να γυρίσω πάλι για ύπνο.

Στην είσοδο ξενυχτούσε ένας ηλικιωμένος, κάτι σαν θυρωρός, που ήταν πάντα φιλικός και χαρούμενος, όταν μας έβλεπε εκτός από εκείνο το βράδυ.

«Εσείς πού πάτε;» ρώτησε με βλοσυρό ύφος.

«Μια βόλτα γιατί κάνει ζέστη».

«Καλύτερα όχι! Είναι βράδυ και επικίνδυνα».

«Μην ανησυχείτε, δεν θ’ αργήσω!»

Άρχισε να μιλάει μόνος του σε ακατάληπτα ιταλικά κι εγώ τον αποχαιρέτησα βγαίνοντας έξω.

Η νύχτα συνεχιζόταν με την ίδια ζωντάνια, όπως και την μέρα, με ανοιχτά μαγαζιά, με παρέες να γυρίζουν από το ένα νυχτερινό κέντρο στο άλλο, τουρίστες, γκρουπ ντόπιων νέων και εφήβων που νυχτοπερπατούσαν. Ακουγόταν πάντα ο θόρυβος των αυτοκινήτων που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα και των λάστιχων που σφύριζαν σε κάθε απότομο φρενάρισμα και ανάπτυξη υπερβολικής ταχύτητας.

Σε μεγάλο ποσοστό οι περαστικοί αυτοί ήταν μεθυσμένοι και στα όρια μεταξύ γλυκιάς μέθης και ανεξέλεγκτου κεφιού. Αρκετές φορές με σταματούσαν ζητώντας μου φωτιά, οδηγίες ή μόνο και μόνο για να μου την πέσουν. Μια φορά χρειάστηκε να συγκρατήσω τον υποψήφιο εραστή για να μην σωριαστεί στο οδόστρωμα με την μισομεθυσμένη παρέα του να ζητά συγνώμη εν μέσω ακατάπαυστων γέλιων.

Είχα αποφασίσει να φτάσω ως την παραλία παρά τα εμπόδια που, μάλλον, προφητικά με προειδοποιούσαν για το αντίθετο. Το κέντρο της πόλης ήταν γεμάτο ιστορία και κτίρια βγαλμένα από ταινία εποχής, σύμβολα της ταραγμένης ιστορίας του τόπου, καθιστούσαν ακόμη πιο δύσκολη την απόφαση της επιστροφής, όταν μέσα από τις σκιές των νυχτερινών φώτων σε καλούσαν να δεις τι κρυβόταν στην επόμενη στροφή.

Αδύνατο να αντισταθώ και να μην αρχίζω να φωτογραφίζω και πάλι, συνήθεια που εκνεύριζε την παρέα κατά την διάρκεια όλου του ταξιδιού. Λίγο πριν την Βιτόριο Εμμανουέλε είχα ξυπνήσει για τα καλά και είχα ξεχάσει την ζέστη και την υγρασία και φωτογράφιζα αυτόματα ό,τι υπήρχε τριγύρω.

Πήρα το ρίσκο να περπατήσω ανάποδα προσπαθώντας να φωτογραφήσω τα μπαρόκ κτίρια από μία ασυνήθιστη γωνία. Κανείς δεν υπήρχε στο δρόμο εκείνη την στιγμή και αυτό μου έδωσε περισσότερο θάρρος για την ασφάλεια του εγχειρήματος.

Ίσως και να ακούω πίσω μου την γρήγορη αναπνοή κάποιου που έτρεχε να γλιτώσει ή να φτάσει σε ένα μέρος που τον χρειάζονται άμεσα. Όμως, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από υπερβολικά πολλούς ανθρώπους βιάζονταν για να το θεωρήσω ανησυχητικό.

Κατάλαβα ότι ήταν αληθινό, όταν έπεσα πάνω σε ένα ιδρωμένο ανθρώπινο σώμα κι ένιωσα την κοφτή αναπνοή που κατόχου του να σταματά ακριβώς πάνω στον ώμο μου.

«Scusa!» είπε το ίδιο βιαστικά γιατί, προφανώς, και δεν είχε χρόνο για να αναλύσει διεξοδικά το λόγο που έπεσε πάνω μου.

Επειδή έπρεπε να περάσει από μπροστά μου για να φύγει, θα ‘βλεπα ξεκάθαρα το πρόσωπό του σε κάθε περίπτωση.

«Εσύ είσαι, Σαλβατόρε;»

τον είχα αναγνωρίσει χωρίς αμφιβολία.

«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;»

«Μία βόλτα. Εδώ έχει πολύ περισσότερη ζέστη απ’ όσο έχουμε συνηθίσει».

«Καταλαβαίνω… Είναι δύσκολο και για μένα. Δεν αποτελώ εξαίρεση. Θυμάται το μυαλό, όχι το σώμα…»

Δεν φαινόταν πολύ ευχαριστημένος που με είδε μπροστά του σε μία στιγμή που δεν ήθελε ίσως να δει κανένα. Αντί, όμως, να με προσπεράσει αφήνοντας με σύξυλη με μία πρόχειρη εξήγηση, έδειχνε να πήρε μία ανάσα.

«…Αλλά αυτό που μπορώ να σου πω στα σίγουρα είναι πως ακόμη και εγώ δεν θα έβγαινα μόνος μου περασμένα μεσάνυχτα στην πόλη».

«Δεν έχω πολύ μεγάλη αίσθηση του φόβου. Αλλιώς δεν θα είχα καταφέρει πότε να βγω ούτε στην αυλή του σπιτιού μου. Νομίζεις πως είναι εύκολο για μία γυναίκα να δουλεύει σε πολυεθνική;»

«Τώρα που το λες, κάτι παρόμοιο».

«Παραδέχεσαι, λοιπόν, κι εσύ ότι γίνονται διακρίσεις στο εργασιακό περιβάλλον των πολυεθνικών;»

«Έχεις, πραγματικά, όρεξη τέτοια συζήτηση στη συγκεκριμένη ώρα και μέρος που βρισκόμαστε;»

«Όχι, αλλά θα χαρώ πολύ να το χρησιμοποιήσω εναντίον σου μία επόμενη ομαδική διαμάχη. Και διαφορετικά θα πρέπει να σε ρωτήσω πού είχες πάει τέτοια ώρα χωρίς να ξέρω, αν με παίρνει να κάνω κάτι τέτοιο…»

«Μένουν κάποια δική μου στην πόλη και υπήρχε έκτακτη ανάγκη».

«Δεν μας που είχες πει αυτό».

«Ναι, γιατί ήρθαμε για διακοπές όχι για κοινωνικές επισκέψεις στη δική μου οικογένεια».

Υπήρχε μία μεγάλη δόση αλήθεια στα λόγια του. Δεν ήμασταν πόσο κοντά για να μας μιλάει για τις οικογενειακές του υποθέσεις.

Βέβαια, δεν υπήρχε και τίποτα κακό στο να μιλά κανείς για την οικογένειά του μέχρι εκεί που ήθελε.

Ενώ συνεχίζαμε να μιλάμε, ένα sport αυτοκίνητο από αυτά που θα λέγαμε φτιαγμένα σταμάτησε στην άκρη του πεζοδρομίου και έπαιξε τα φώτα προς το μέρος μας. Ένας νεαρός κατέβασε το παράθυρο του οδηγού και φώναξε, με κάποια αγένεια, είν’ η αλήθεια:

«Θείο, ποιο είναι το καυτό μωρό που έχεις μαζί σου; Να το πάω μία βόλτα;»

Ως στέλεχος πολυεθνικής μιλούσα αρκετές γλώσσες κι ήμουν αρκετά καταρτισμένη, ώστε να καταλάβω το νόημα της γεμάτης νεανική έπαρση πρότασης του νεαρού.

«Αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα είχα τόσο υψηλές προσδοκίες!»

«Να σου συστήσω τον ανιψιό μου» είπε κάπως μουδιασμένος.

«Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν μας σύστησες για την υπόλοιπη οικογένεια!» είπα πιο πολύ για να πικάρω το φιλάρεσκο νιάτο που μόλις είχε καταφτάσει.

«Ευχαριστώ, δεν θα πάρω! Θα συνεχίσω με τα πόδια μέχρι την θάλασσα».

«Δεν υπάρχει πρόβλημα! Μπορώ να παρκάρω και να πάμε μαζί».

«Ευχαριστώ και πάλι! Δεν θέλω να κάνω babysitting!»

Ο ανιψιός έδειξε να τσαντίστηκε. Βγήκε από το αυτοκίνητο αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα και ήρθε κατευθείαν να σταθεί μπροστά μου. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως μία γυναίκα τον έβαλε στη θέση του κι άρχισε να με βρίζει, ενώ τον παρακολουθούσα ατάραχη. Ο Σαλβατόρε τον έπιασε από το μπράτσο τραβώντας τον παραπέρα. Άρχισε να του μιλά και τον νουθετούσε επί είκοσι λεπτά κρατώντας τον από τα μπράτσα στη θέση του. Ύστερα ο νεαρός έφυγε σαν αστραπή μαρσάροντας.

Με την βεβαιότητα λήξης της παρεξήγησης κατευθύνθηκα ξανά προς τη θάλασσα αποφασισμένη να μην υποκύψω σ’ έναν πρόσκαιρο φόβο.

Ο Σαλβατόρε με πρόλαβε σχετικά σύντομα ζητώντας επανειλημμένα συγνώμη. Κάποια στιγμή κουράστηκα να τον ακούω και σταμάτησα λέγοντάς του πως δεν ήταν εκείνος που θα ‘πρεπε ν’ απολογείται.

Και συνέχισα:

«Όπως είπες κι εσύ πριν (ήταν η σειρά μου να του την πω), δεν είναι πάντα προς το συμφέρον μας να δείχνουμε την οικογένειά μας!»

Το περπάτημα πλάι στην θάλασσα θα ήταν ό,τι πρέπει, αν δεν είχε προηγηθεί η άνευ λόγου φασαρία με το σόι του οικοδεσπότη μας. Τώρα είχα πια θυμηθεί ξανά και τη ζέστη και την υγρασία και από πάνω την ταλαιπωρία που είχαμε περάσει, εξαιτίας τους, εδώ και δύο μέρες καλομαθημένοι από την δροσιά του υψομέτρου, ειδικά τα βράδια και την πολυτέλεια των μετριασμένων θερμοκρασιών της κεντρικής Ευρώπης.

Μαζί με τις δυσάρεστες αυτές αναμνήσεις, πλησίαζε ολοένα και περισσότερο η φασαρία από τις παράνομες κόντρες με αυτοκίνητα παρόμοια με αυτό του ανιψιού του Σαλβατόρε.

Αυτή δεν ήταν μία ασυνήθιστη εικόνα. Και στις πιο προχωρημένες πρωτεύουσες της βόρειας Ευρώπης έβλεπες τα άγρια νιάτα της σημερινής νεολαίας να μετρούν την αξία τη ζωή τους με τους ίππους των αυτοκινήτων κι όχι με τις στιγμές και τους ανθρώπους. Η αγαπημένη τους φιγούρα ήταν να διαγράφουν ομόκεντρους κύκλους γύρω από τον εαυτό τους με τις αμαξάρες τους, τα λεγόμενα donuts.

Είχα δει κι άλλες φορές παρόμοιο θέαμα σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, στις περιοχές, όπου το βιοτικό επίπεδο ήταν υποβαθμισμένο και κυριαρχούσαν τα πατριαρχικά πρότυπα, ως μία διαβεβαίωση της στέρεης, κατά την δική τους σκέψη, σύνδεση και ενσωμάτωσης τους με τον καλό κόσμο. Από την άλλη, ο καλός κόσμος, επειδή βαριόταν η τελειότητα δυτικής του πραγματικότητας μιμούνταν αυτά που έκαναν τα παιδιά τον υποβαθμισμένων προαστίων και για να μην μένουν έξω από το κυρίαρχο πνεύμα της εποχής.

Ήμουν πια πολύ μεγάλη για να εντυπωσιάζουμε επιδείξεις δύναμης κενού περιεχομένου κι όταν μπορούσα, δεν με ενδιέφερε ποτέ να γίνω μέρος μιας τόσο κοινής κατάστασης, που θα με εξίσωνε όχι με την κοινή λογική παρά με την κοινή βλακεία πού δεν γνώριζε όρια και κοινωνικές τάξεις.

Τι, λοιπόν, κι αν έβλεπα μπροστά μου πέντε-έξι κάγκουρες που είχαν ξοδέψει όλα τους τα λεφτά από τα πενιχρά τους εισοδήματα-διότι επρόκειτο περί εφήβων και μετεφήβων με άχυρο στο κεφάλι τους αντί για μυαλό.

Βάδιζα στο φρύδι της τσιμεντένιας αποβάθρας του λιμανιού επιλέγοντας να αγνοήσω τον εκ του προοιμίου στημένο σταματά για να τραβήξει την προσοχή οποιουδήποτε υπήρχε εκείνη τη στιγμή τριγύρω για να δηλώσουν την δύναμη και την κυριαρχία που τους έδιναν πάνω στους περαστικούς και τους θεατές κι αν ήταν περασμένη αυτή ώρα.

Όσο επέμεναν, τόσο εγώ απομακρυνόμουν.

 

(τέλος Α΄ μέρους)

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top