Fractal

Η μέρα που το Γενί Τζαμί έγινε βαλίτσα

Της Ελένης Σαμπάνη // *

 

 

Δημήτρης Μυστακίδης «Αμέρικα»

 

Εκείνη την Κυριακή το βράδυ, το Γενί Τζαμί γέμισε με ήχους από το πηγάδι του παρελθόντος, στολίστηκε με απλότητα και σιγά σιγά πήρε το σχήμα μιας αποσκευής ταξιδιού.

Εκείνο το βράδυ το Γενί Τζαμί διέσχισε το πιο δυσδιάκριτο όριο ανάμεσα στο χρόνο και το χώρο και ταξίδεψε σαν ένα άχρονο πλοίο της ξενιτιάς.

Εκείνη την Κυριακή το βράδυ ο Δημήτρης Μυστακίδης παρουσίασε τον πρόσφατο δίσκο του «ΑΜΕΡΙΚΑ» σε έναν χώρο σκηνοθετημένο επιμελώς αλλά βιωματικά ατημέλητα. Αγγίζοντας τα όρια της εικαστικής περφόρμανς, η συνάντηση αυτή έμοιαζε με ένα ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα, χωρίς φουρτούνες αλλά με την ηρεμία της πλεύσης μπροστά στον σκοτεινό ορίζοντα της νύχτας. Κι αυτό γιατί τα ταξίδια εκείνα της ξενιτιάς που περι-γράφει ο Μυστακίδης με τη ματιά του δεν έχουν τον πανικό του αγνώστου, αλλά την σιγή της θλίψης και της αποδοχής της μοίρας, καθώς τα τραγούδια αυτά αποτελούν «την πρωτογενή δυνατότητα του «ναυαγού» ως θεατή» όπως μας περιγράφει ο Μπλούμενμπεργκ στη μεταφορά της ύπαρξης ως ναυάγιο. Τραγούδια των ανθρώπων που αποχωρίστηκαν την πατρίδα και τους αγαπημένους τους για την Αμερική, μας μίλησαν για τις συνθήκες που βρήκαν εκεί, την περιθωριοποίηση και το μεγάλο βάσανο που έχει κληρονομήσει ο άνθρωπος από τα αρχαία, ακόμη, χρόνια, τη νοσταλγία. Οι αφηγήσεις διαχέονταν με την ακουστική ως τον τρούλο του κτιρίου και κατεβαίνοντας σαν αναρριχητικά φυτά στις κολόνες διασπείρονταν στο μαρμάρινο δάπεδο και σπρώχνοντας, κατέληγαν ανάμεσα στον κόσμο. Το σιγοψυθίρισμα της κιθάρας συνόδευε τις ιστορίες των ανθρώπων και σαν το κύμα που φτιάχνει η θάλασσα όταν συναντά τη στεριά, έσκαγαν όλα μαζί στο τέλος του διαδρόμου και στα σκαλιά έξω από το κτίριο.

 

Δημήτρης Μυστακίδης

 

Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν θρησκευτική, ο κόσμος στάθηκε με ευλάβεια απέναντι στο έργο που του παρουσιαζόταν. Για τη μυσταγωγική, όμως, αυτή διαδικασία δεν ευθύνεται μόνο ο δημιουργός αλλά και το κοινό του. Ένα μεγάλο μέρος του κοινού ήταν νέοι άνθρωποι που κατά βάση δεν έχουν ζήσει το ρεμπέτικο ούτε καν στην αναβίωση του. Πώς έγινε όμως κάτι τέτοιο; Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι η στάση αυτή ήταν ένα δείγμα θερισμού. Καμωμένος με υλικά κάμποσων χρόνων, ο Μυστακίδης με όποια ιδιότητα τον χαρακτηρίζει εμπλέκει και εμπνέει το νέο κόσμο να έρθει σε επαφή με το ρεμπέτικο τραγούδι και φαίνεται να είναι κάτι που έχει πιάσει. Φτιάχνει νόημα εκεί που δεν υπάρχει ή που δεν ήταν αρκετό για να γίνει αντιληπτό.

Σε αυτή του την πρόσκληση, όμως, στέκεται τόσο σαν καπετάνιος όσο και σαν ταξιδιώτης.  Ενώ φαινομενικά ήταν ένα one man show έμοιαζε περισσότερο με ένα υπαρξιακό μοίρασμα του εαυτού μέσα από την ιστορία και τη μουσική. Με βάση την εμπειρία, στην συγκεκριμένη συνάντηση ο Μυστακίδης άγγιξε με θάρρος την κοινωνική και προσωπική συνείδηση και κυρίως τη μνήμη. Ήταν σαν να πήγε σ’ εκείνο το μπαούλο που βρίσκεται στην άκρη του σαλονιού, να το άνοιξε και μπροστά στη μαζεμένη οικογένεια του σπιτιού, να βγάζει ένα ένα τα παλιά αντικείμενα -που είναι ήδη παρόντα- και να τα τοποθετεί ξανά στο χώρο μιλώντας τους γι’ αυτά από την ψυχή του. Δεν δίνει τόσο δικά του νοήματα όσο μάλλον αλλάζει τις διαδικασίες των τραγουδιών και της παρουσίασης τους. «Πιστεύω πώς ακόμη και το κοινό νόημα παραμένει πάντοτε προσωπικό, ανθρώπινο, επειδή, στη διαδρομή της ιστορίας, η έννοια της άλφα ή βήτα τέχνης καθώς και το νόημα της εξέλιξης της (από πού έρχεται και πού πηγαίνει;) ορίζονται και ξαναορίζονται διαρκώς από κάθε καλλιτέχνη, από κάθε καινούριο έργο» μας καταθέτει ο Κούντερα στις Προδομένες διαθήκες (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1996).

Δυνατό μέρος της παρουσίασης του δίσκου «ΑΜΕΡΙΚΑ» είναι το κομμάτι της προσφυγιάς του τότε αλλά και του τώρα. Συνήθως, θεωρώντας κάτι διαφορετικό και ξένο, το τοποθετούμε στον τόπο του Άλλου. Με την παρουσίαση και με όλη την προσωπική του στάση, κάνει το ξένο να πλησιάζει σιγά σιγά τον τόπο του εμείς, μετατρέποντας δηλαδή το ανοίκειο σε οικείο και πιο ανθρώπινο, γίνεται κομμάτι της εμπειρίας του καθενός, γίνεται δικό μου. Η ρεμπέτικη μουσική δρα εδώ ως ενδιάμεσος χώρος στον οποίο γεφυρώνεται η εσωτερική και προσωπική με την εξωτερική και συλλογική πραγματικότητα. Η μουσική αυτή αισθητική και κυρίως η δημιουργία, μας προσκαλεί να ξαναδημιουργήσουμε την ενότητα μέσα μας αντιστεκόμενοι στον κατακερματισμό και να γίνουμε σαν την φωτιά του Ηράκλειτου που παίρνει ό, τι είναι ξένο και το μετατρέπει στον εαυτό της.

Κάθε φορά που κάτι με εμπνέει μού έρχονται στο μυαλό τα λόγια του André Breton ότι «αγάπη είναι όταν συναντάς κάποιον» ή κάτι θα έλεγα εν προκειμένω «που σου λέει κάτι καινούριο για τον εαυτό σου» και προσπαθώ να δω τι έμαθα και γω από εκείνη την βραδιά και από το γενικότερο ενδιαφέρον μου για τη μουσική αυτή. Και σαν μορφή που σχηματίζεται στο νου, ο Μυστακίδης έχει βρει το πεσμένο νήμα της μνήμης, το έχει σηκώσει, έχει ενώσει με ένα γερό κόμπο τις δυο κομμένες του άκρες και διαβαίνει κρατώντας το τον κόσμο.

 

 

* Η Ελένη Σαμπάνη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1993 και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ψυχολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εκπαιδεύεται στην Συστημική και Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία. Ασχολείται με την ποίηση, το δοκίμιο και την κριτική βιβλίων, συνεργαζόμενη με λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες. Η ζωγραφική πλαισιώνει και πλαισιώνεται από τις προηγούμενες τέχνες με κοινό σκοπό την δημιουργία νέων αναγνώσεων και διαφορετικών κατασκευών πραγματικότητας.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top