Fractal

«Κάθε σχέση, όσο ανυπόστατη και τυχαία κι αν είναι, αφήνει σημάδια στο σώμα…»

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

 

 

Εντοάρντο Αλμπινάτι: “Ιστορία μιας μοιχείας” Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, Εκδόσεις Πατάκη

 

«Το γυμνό σώμα της μοιχείας τυλιγμένο σ’ έναν μανδύα παρθενικής αγνότητας…» και η τραγικότητα των εραστών όταν διαπιστώνουν ότι «η ζωή τους δεν τους είναι αρκετή» και αναρωτιούνται αν «υπήρχε ένας καλύτερος τόπος, ένας κήπος χωρίς αμάρτημα;»

Ιδού ένα καταπληκτικό αφήγημα, που αποθεώνει την ποιητική στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, η νουβέλα τού Εντοάρντο Αλμπινάτι «Ιστορία μιας μοιχείας». Ένας άντρας, μια γυναίκα, μια μοιχεία, ένα τέλος, ένας συγγραφέας που ξέρει να διεισδύει στους χαρακτήρες, ξέρει να οικοδομεί τον ουρανοξύστη τής συγκίνησης, ξέρει να βαθαίνει το εφήμερο και να του δίνει τη διάσταση της διαχρονικότητας, αλλά και της μοναδικότητας, σ’ ένα θέμα τόσο καθημερινό και αρχαίο, όσο ο άνθρωπος.

Ο Έρρι – Εράλντο – 37χρονος, πατέρας δυο κοριτσιών. Η Κλεμ – Κλεμεντίνα – 29χρονη, μητέρα νεογέννητου αγοριού.

Και των δυο οι σύζυγοι, ιδιαίτερα δοτικοί. Χωρίς αναταράξεις οι σχέσεις τους. Και όμως ο Έρρι και η Κλεμ θα γίνουν εραστές, ξεκλέβοντας κάποια βιαστικά δίωρα για να κάνουν έρωτα. Μέχρι που οργανώνουν μια δραπέτευση δυο ημερών, στο τέλος τού καλοκαιριού. Φυγάδες από τα μάτια όλων ζουν μιαν άλλη πραγματικότητα, αυτήν που ίσως μόνο δυο εραστές μπορούν ν’ αντιληφθούν:

«Δεν κατάφερναν τώρα να μιλήσουν αναμεταξύ τους, γεμάτοι και εκστατικοί, δέσμιοι μιας πληρότητας που, αν είχε διαρκέσει λίγο παραπάνω, θα τους είχε συνθλίψει».

 

Η γραφή τού Αλμπινάτι αγγίζει τα όρια του ποιητικού ρεαλισμού, εκφράζει με λυρικότητα, τόσο τα συναισθήματα, όσο και τις εικόνες, βγάζοντας, και μέσα απ’ αυτές, τον ερωτισμό που γεννά η φυγή των εραστών:

«Η θάλασσα είναι ασάλευτη, ο βυθός είναι μακριά ακόμα, εκεί κάτω, παρότι τα διάσπαρτα βράχια, σκούρα πάνω στη λευκή άμμο, φαντάζουν να πάλλονται, γιγάντια. Ίσως επειδή την έχει συγκλονίσει η απίστευτα πλούσια χρωματική ποικιλία, τοπάζι, όνυχας, βηρύλλιο, λάπις λάζουλι, οψιδιανός, τόσο στην πέτρα όσο και στους κυματισμούς κάτω από το σκάφος (υπάρχουν ως και φλέβες μαύρου και γυαλιστερού νερού, σαν οπαλίνα όχι λιγότερο διαυγής από την ανοιχτόχρωμη), η Κλεμεντίνα αναζητεί μια ουδέτερη περιοχή στην επιφάνεια της θάλασσας, για να ξεκουράσει το βλέμμα της, μα δεν τη βρίσκει».

Ιδιαίτερα δεξιοτεχνικά ο συγγραφέας ανατέμνει τον φόβο, με τον οποίο η επίγνωση του πρόσκαιρου ραντίζει τα δυο σώματα. Σαν αόρατος ψυχολόγος κινείται ανάμεσά τους, φωτίζοντας μύχιες σκέψεις, αλλά και ενοχές:

«Είναι γυμνοί και κρυώνουν, ο ήλιος κι η αγάπη δεν τους ζεσταίνουν αρκετά, τρέμουν, λίγο από τη γύμνια, λίγο απ’ την υπερδιέγερση κι από έναν ανεξήγητο φόβο γι αυτό που κάνουν. Από πάνω τους ένας γλάρος κρώζει ανόητα, βραχνά και μονότονα, η βάρκα λικνίζεται ανεπαίσθητα στην άγκυρα, στα δυο μέτρα, σ’ έναν πυθμένα τόσο καθαρό, που το σκαρί φαντάζει μετέωρο στον αέρα. Όλα αυτά θα μπορούσαν και να διαρκέσουν, ο ήλιος να ακινητοποιηθεί στον ουρανό σ’ εκείνο το ύψος, η ολοκληρωτική ευχαρίστηση κι η ηρεμία να μην έρθουν ποτέ, τα κορμιά να μην στεγνώσουν, η βάρκα να μην ξαναφύγει για το λιμανάκι του μεγαλύτερου νησιού και το ιπτάμενο δελφίνι ποτέ πια προς τη στεριά…»

Η επιθυμία τών εραστών να μείνουν για πάντα μαζί, σε μια σχέση, όμως, που ήδη γνωρίζουν πως έχει ημερομηνία λήξης. Επίγνωση των ορίων; Ή επίγνωση μιας πραγματικότητας που ξέρουν ότι δεν θέλουν να την αλλάξουν; Την απάντηση την ξέρει ο συγγραφέας:

«Και οι δυο τους απέχουν ακριβώς δυο ώρες από το σπίτι τους, από τη λεγόμενη πραγματικότητα, που εκείνοι πρώτοι αναγνωρίζουν ως πραγματικότητα, δική τους. Τότε λοιπόν τούτη εδώ τι είναι;»

 

Εντοάρντο Αλμπινάτι

 

Η πραγματικότητα είναι πως πίσω από τον καθένα υπάρχει ένας γάμος, μια σύζυγος για τον Έρρι, ένας σύζυγος για την Κλεμεντίνα. Ο συγγραφέας φωτογραφίζει τα εσώτερα του καθενός. Ο Έρρι αντιμετωπίζει αυτήν τη συζυγική σχέση ως αναγκαίο κακό και δεν τον πειράζει παρά μόνο το ενδεχόμενο μήπως κάποια στιγμή στερηθεί αυτά που του προσφέρει η Κλεμεντίνα. Αντίθετα, η Κλεμεντίνα αγανακτούσε για τη σχέση του Έρρι με τη σύζυγό του. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει την ιδέα πως ό,τι ο Έρρι πρόσφερε σ’ εκείνη, το πρόσφερε και στη σύζυγό του.

Είναι η ζήλια το επόμενο στάδιο που αναζητά τον ορισμό της από τον συγγραφέα:

«Η ζήλια, τι είδους πόνο προκαλεί, από τι προστατεύει σε τελική ανάλυση, αν αυτός είναι κατά βάθος ο σκοπός κάθε πόνου, να μας κάνει ν’ αποφεύγουμε περαιτέρω σφάλματα;

[…]

»Ναι, ζηλεύω, σκέφτεται ο Έρρι, ζηλεύω πολύ. Ζηλεύω φριχτά, απελπισμένα. Όχι για την αγάπη που τρέφει για κάποιον άλλον, όχι για το σώμα της που το αγγίζει και το φιλάει κάποιος άλλος, ή άλλοι, αλλά για όλη της τη ζωή, αυτό ναι. Όπως εξάλλου ζηλεύω και τη ζωή της γυναίκας μου, παραδέχτηκε μέσα του ο Έρρι…»

Το να δραπετεύεις από την πραγματικότητα και τις καταστάσεις μέσα στις οποίες κινείσαι είναι εύκολο, μας λέει ο συγγραφέας, όχι όμως και το να δραπετεύεις από τον εαυτό σου. Αυτός σε ακολουθεί. Η Κλεμεντίνα φαίνεται να μιλά με άνεση στον άντρα της, όταν εκείνος της τηλεφωνεί, ενώ αυτή με τον Έρρι απολαμβάνουν το δείπνο τους. Όμως, κλείνοντας το τηλέφωνο, δάκρυα κυλούν στα μάτια της…

«Ψέματα, απιστίες, εξαπάτηση, και η ζωή να μη σου φτάνει, γιατί; Του Έρρι του έχει συμβεί μια δυο φορές, αλλά δεν του ήταν αρκετές για να δώσει μια απάντηση. Αντίθετα η Κλεμεντίνα το ξέρει ήδη, το σκέφτηκε προκαταβολικά, το καταλάβαινε πριν ακόμα συμβεί. Και είναι η πρώτη φορά που της συμβαίνει. Όμως το είχε ανέκαθεν φανταστεί. Από κοριτσάκι, παρότι δεν αφέθηκε ποτέ σ’ αυτήν, η Κλεμ γνωρίζει την ιδιόρρυθμη φύση της, γνωρίζει τις αμφιταλαντεύσεις και τους πειρασμούς και τις τρελές ιδέες. Στα δεκαπέντε της, κοιταζόταν στον καθρέφτη και μουρμούριζε ονειροπόλα: ‘‘Εγώ δεν θα ανήκω ποτέ ολοκληρωτικά σε κανέναν’’».

Αυτήν την ιδιόρρυθμη φύση τοποθετεί απέναντι σ’ έναν καθρέφτη ο Αλμπινάτι και την ωθεί να αναλογιστεί τι ήταν ο εραστής για την ίδια: «… ένας καινούργιος άντρας, ένας εραστής, ένα υποκατάστατο, μια πιθανή λύση, εναλλακτική του συζύγου της; Ή πιο πολύ μια λύση εναλλακτική όλου του τρόπου ζωής της, της σκέψης της;».

 

Ερωτηματικά, ερωτηματικά, ερωτηματικά. Ακόμα πιο αμείλικτα από την πραγματικότητα, που θέλει τους εραστές να βιώνουν εκτός από την ανησυχία τού δραπέτη και το ανολοκλήρωτο της ύπαρξής τους.

«Τι σημαίνει για δυο εραστές να κοιμηθούν μαζί, ή πιο σωστά, να βρεθούν μαζί το ξημέρωμα, στο ίδιο κρεβάτι, στο κρεβάτι όπου είχαν χυμήξει, βγάζοντας με μανία τα ρούχα τους, το προηγούμενο βράδυ;»

Ένα ελληνικό τραγούδι, της Μαριάννας Κριεζή, που το τραγουδά η Δήμητρα Γαλάνη, το έχει πει, σε μουσική που σταλάζει αδιόρατο πόνο:

«Μια νύχτα μόνο σου ζητάω, μόνο μια

Όταν θα φέξει θα χαθώ και θα σε χάσω

Όπως η έρημος της νύχτας τη δροσιά

………………………………………………………..

Μια νύχτα μόνο κράτησέ με και μετά

Σαν ένα χάδι που σου γλύκανε τον πόνο

Ας με θυμάται το κορμί σου τώρα πιά…»

Ακριβώς αυτό θα εκφράσει ο Αλμπινάτι φωτίζοντας το πρόσωπο της Κλεμεντίνα παραμορφωμένο από την ηδονή τού σμιξίματος.

«Η αγάπη έπρεπε να μπει στη δοκιμασία μιας ‘‘νύχτας που θα την περνούσαν μαζί’’, διαφορετικά… Αυτό ήταν που επιθυμούσε η Κλεμεντίνα, ή μάλλον, αυτό που είχε ανάγκη, η δοκιμασία της διάρκειας, από τη δύση ως την αυγή, ο κύκλος μιας νύχτας μαζί…»

Η νύχτα θα περάσει. Θα τη βιώσουν οι εραστές ταξιδεύοντας ο ένας μέσα στον άλλον. Αλλά πάντα, κάθε νύχτα, έχει το ξημέρωμά της. Φεύγοντας μπορεί και να παίρνει μαζί της όχι μόνο το σκοτάδι και τους πόθους, αλλά και την «ιστορία μιας μοιχείας», που τόσο γλαφυρά αποτυπώνει ο Ιταλός συγγραφέας…

 

Λάρισα, 23/10/2019

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top