Fractal

Διήγημα: “Νυχτερινό Επισκεπτήριο”

Του Άγγελου Ευθ. Αγγελόπουλου // *

 

 

 

Νυχτερινό Επισκεπτήριο

 

Πήρε το βιβλίο και προσπάθησε να διαβάσει, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Της έρχονταν εικόνες από τα δύσκολα και θλιβερά που θυμόταν από την κλινική, όταν η μάνα της νοσηλευόταν. Η Έλενα Κ. ήταν αδύνατο να ησυχάσει.

Θυμήθηκε ζωηρά τότε που μικρή αναζητούσε τη μάνα της. Έκλαιγε κρυφά και την καλούσε να έλθει πίσω, χωρίς ανταπόκριση. Μια θεία της, τότε, είπε ότι δεν θα ξαναγυρίσει η μάνα της. Και αυτή κάποιες νύχτες, ξενύχταγε μένοντας όρθια στο κρύο, προσμένοντας το μητρικό χάδι.

Στην πολυθρόνα της η Έλενα ξαπλωμένη βυθιζόταν ολοένα, χάνοντας την απτή αίσθηση των αντικειμένων γύρω της. Μέσα στο μυαλό της όλα τα ένιωθε μπερδεμένα και ακατανόητα. Αναμνήσεις και ξεχασμένα πρόσωπα επανέρχονταν. Ένιωθε κάτι παράξενο. Στο πρόσωπό της ήταν αποτυπωμένη η απορία αν αυτό την αφορούσε άμεσα.

Εκείνη η μάνα, που πηγαινοερχόταν ή άλλοτε έμενε καθισμένη, της ήταν άγνωστη. Κρατούσε στην αγκαλιά το μωρό της και του μιλούσε, σε μια γλώσσα πρωτάκουστη. Χάιδευε το παιδί και αυτό ευχαριστημένο είχε αγγελική αγαλλίαση στο βλέμμα του. Το πρόσωπο αυτής της μάνας ήταν πολύ χλωμό και τα μάτια της μαύρα. Τα ρούχα που φορούσε ήταν τσαλακωμένα και λερά και τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα και ανακατωμένα.

Δυο γυναίκες με λευκά ρούχα ντυμένες, έστεκαν δίπλα της. Η μία απομάκρυνε το παιδί από το θάλαμο κι η άλλη έκανε στη μητέρα επίμονες ερωτήσεις για τη ζωή της, για τις σχέσεις της, για το πρόσφατο αλλά και το απώτερο παρελθόν της.

Αλλά η μητέρα έδινε απαντήσεις ακατάληπτες. Ο λόγος της είχε συχνές παύσεις και έμοιαζε σαν άλλες δυνάμεις έξω από αυτήν να κατευθύνουν τη σκέψη και τις κινήσεις στο σώμα της. Κοίταζε μακριά έξω από το παράθυρο. Δεν ήταν σίγουρο ότι έβλεπε στο εξωτερικό περιβάλλον.

Έξω στο προαύλιο, ο άνεμος κουνούσε τα κλαδιά των δένδρων και αυτά φαίνονταν να μπαίνουν στο εσωτερικό χώρο του κτηρίου και με φιδίσιο τρόπο να πλέκονται με σύννεφα που απλώνονταν και σκέπαζαν την οροφή του θαλάμου.

Κάποτε έφυγε σιωπηλή και σαν υπνωτισμένη, με αργά μηχανικά βήματα, κατευθύνθηκε στη στάση του λεωφορείου. Ο ουρανός όλο και σκοτείνιαζε και αστραπές φαίνονταν στο μακρινό ορίζοντα. Και σε απροσδιόριστο χρόνο, η νέα γυναίκα, σέρνοντας τα βήματά της, βρέθηκε στο σπίτι της, όπως κι άλλες φορές μόνη.

Μετά, ήρθε η ώρα που ξαναγύριζε στα φωτεινά, στα γνώριμα, μονοπάτια της. Και η Έλενα έβλεπε έξω στο δρόμο πως είχε ήδη ξημερώσει και πως η καταχνιά που απλωνόταν γύρω ολοένα διαλυόταν.

Τι σχέση μπορεί να έχει εκείνη η άγνωστη γυναίκα με τη δική της μάνα, διερωτήθηκε. Τι σχέση μπορεί να είχε κείνο το μωρό που αυτή είχε στην αγκαλιά της με τη δική της ζωή; Ένιωθε ότι κάτι δικό της έκρυβε η εικόνα, αλλά και σαν κάποτε να είχε ξαναζήσει αυτή την ακατανόητη συνάντηση και σχέση.

Σε κανένα θάλαμο δεν βρέθηκε χθες, σε κανένα νυχτερινό επισκεπτήριο, αφού για δύο μέρες έμεινε στο σπίτι της άρρωστη. Και από εκεί θα έπρεπε να ξεκινήσει για να στηρίξει σε λογική βάση την κάθε σκέψη της.

Το παιδί ήταν γνωστό, ήταν αυτό που ήξερε από το ίδρυμα που παλιότερα δούλευε, ένα εγκαταλειμμένο μωρό από γονείς ναρκομανείς. Αλλά εκείνη η μάνα τής ήταν άγνωστη κι ας αισθανόταν πως ήταν ένα πρόσωπο γνωστό της από παλιά, που σε κάποια φάση της ζωής το είχε κάπου γνωρίσει.

Ύστερα, σκέφτηκε και πάλι από την αρχή τα γεγονότα. Τότε αισθάνθηκε αυτό που πάντα ήξερε και επαναλαμβανόταν σαν κύμα θαλάσσιο μέσα της. Αυτό που το ξεχνούσε, όταν το σκέπαζε, αλλά που ξαφνικά και αστάθμητα, πιο απειλητικό, ξανάβγαινε στην επιφάνεια.

Πριν από χρόνια είχε βρεθεί στο θάλαμο, στην κλινική που νοσηλευόταν η μάνα της. Είχε ζήσει τη σκηνή αυτή, όταν η μητέρα της κοίταξε από το παράθυρο με τα σιδερένια κάγκελα, κάτω στον πολυσύχναστο δρόμο.

Έξω από εκείνο το κτήριο όλο σουρούπωνε, ενώ πλήθαιναν τα φώτα των αυτοκινήτων του δρόμου και οι σκιές απλώνονταν πάνω στο κτήριο.

«Αυτοί κάτω ήλθαν για μένα!, γι’ αυτό με επευφημούν, γι’ αυτό κορνάρουν και ανάβουν τα φώτα των αυτοκινήτων…» είπε η μάνα της, τόσο σιγά που μόλις ακούστηκε.

Τότε, ήταν η πολύβουη μηχανική κίνηση και ο φωτισμός του δρόμου που στο μυαλό της έπαιρνε άλλη διάσταση. Αισθάνθηκε να βυθίζεται σε κενό και έμοιαζε η όψη και το βλέμμα της, όπως του φοβισμένου ζώου σε ώρα κινδύνου.

Αλλά για την Έλενα Κ. δεν υπήρχε πλέον λόγος κάποιας συνέχειας σ΄αυτήν τη συνάντηση. Ήταν η ώρα προχωρημένη και το επισκεπτήριο είχε τελειώσει. Σιωπηλά είχε κλείσει την πόρτα πίσω της και βγήκε μόνη της, βαδίζοντας αργά, στη λεωφόρο απελπισμένη…..

 

 

 

 

 

Άγγελος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας το 1954. Είναι συν/χος δημοτικός υπάλληλος. Από το 2007 κείμενά του είναι δημοσιευμένα σε εφημερίδες, περιοδικά και blogs.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top