Fractal

Οκτώ ήχοι για την Μαργαρίτα

Γράφει ο Πάνος Νιάγκος // *

 

Αναστασία Ευσταθίου «Οκτώ ήχοι για την Μαργαρίτα», εκδ. Κάκτος

 

Με χαρά καταγράφω τις σκέψεις μου για το υπέροχο βιβλίο της Αναστασίας Ευσταθίου «Οκτώ ήχοι για την Μαργαρίτα» από τις εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ. Γιατί είμαι ανάμεσα σ’ αυτούς που θα δουν το νέο «καραβάκι» της Αναστασίας να αφήνει το καρνάγιο όπου γεννήθηκε και να ξεκινάει το ταξίδι για το οποίο προορίστηκε να κάνει. Ένα ταξίδι δύσκολο αλλά και ελπιδοφόρο μαζί, γιατί κουβαλάει όχι μόνο την ιστορία μιας σπουδαίας γυναίκας στις σελίδες του αλλά και ένα σπουδαίο κομμάτι από την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας. Της πατρίδας μας.

Περιδιαβαίνοντας  ανάμεσα στις λέξεις και στις εικόνες οι ήχοι που αντιλήφθηκα δεν ήταν μόνο οι οκτώ που έγιναν κομμάτι της ηρωίδα μας. Το εκκλησιαστικό Οκτώηχο που ήταν το αγαπημένο της βιβλίο, έμοιαζαν με μια σειρά από σκαλοπάτια όπου ανέβαζαν την Μαργαρίτα πιο ψηλά προς τον Γολγοθά της αλλά και προς τη λύτρωση της. Αυτή η θαρραλέα γυναίκα έγινε αφορμή να ακούσω ήχους- και μάλιστα τόσο ζωντανούς – από τις κορυφές του Χελμού, απ’ τα αθάνατα νερά της Στυγός, από ατσάλινες λάμες σπαθιών και ντουφεκιές από καρυοφύλλια. Από κραυγές αγωνίας και θρήνου, αλλά και από ζητωκραυγές νικών και ευτυχίας. Οι περιγραφές της συγγραφέως υποστηρίζουν όλες τις αισθήσεις που μπορεί να νιώσει ένας αναγνώστης. Και αυτή η ικανότητά της κάνει όντως την ανάγνωση να κυλάει μπροστά στα μάτια μας αβίαστα και με προσμονή για την επόμενη σελίδα της ιστορίας. Ο ρυθμός είναι τόσο όσο. Δεν βιάζεται άλλα ούτε και καθυστερεί να προχωρήσει. Κάθε κεφάλαιο δίνει μια ειλικρινή οπτική προς όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται και βλέπουμε κάθε πτυχή του χαρακτήρα και της προσωπικότητας τους έτσι ώστε στο τέλος του βιβλίου να έχουμε αποκτήσει μια θέα 360 μοιρών για όλα τα γεγονότα και για όλους τους ήρωες του ιστορικού μυθιστορήματος. Να έχουμε γνωρίσει τις ανάγκες τους, τις αγωνίες τους, τους φόβους τους και τα όνειρά τους.

Το κυριότερο όνειρο όμως εδώ είναι αυτό που ζουν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και η Μαργαρίτα Βελισσαροπούλου. Δύο πλάσματα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους που μοιάζει με θαύμα το απόλυτο ταίριασμα τους. Από τη μια ένας άνδρας επαναστάτης, γεμάτος πληγές από τις μάχες και τις κακουχίες, που μύριζε αίμα και μπαρούτι. Αλλά και με πληγές ψυχικές που τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα. Ακόμα και στον ύπνο του. Ένας άνδρας που ο μεγαλύτερος του πόθος ήταν να δει την πατρίδα του ελεύθερη.

Και απ’ την άλλη μια κοπέλα φοβισμένη, χωρίς όνειρα και στόχους, παρά μόνο καθήκον για αυτά που διάλεξαν άλλοι για τη ζωή της. Η συνάντησή τους και η ένωσή τους ήταν ένα θαύμα από τα τόσα που χρειάστηκε να υπάρξουν σε μια σκοτεινή εποχή για την πατρίδα μας.

Η Μαργαρίτα, ένα κοριτσάκι που γεννήθηκε στη Νωνάκριδα Αχαΐας και αφέθηκε από τους γονείς του να μεγαλώσει σε ένα μοναστήρι – τη Μονή των Καταφυγίων – ήταν ένα γράμμα που ήρθε από το μέλλον με παραλήπτη τον μεγαλύτερο ίσως ήρωα που ανέδειξε η ελληνική επανάσταση, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Μετά από πολλά χρόνια περιορισμού στο μοναστήρι, η μοίρα της φανέρωσε, αυτό για το οποίο προοριζόταν. Να γνωρίσει τον Θεόδωρο – χωρίς να ξέρει αρχικά ποιος ήταν – και να του δώσει νέα πνοή ακριβώς τη στιγμή που τη χρειαζόταν. Ειδικά ύστερα από τον θάνατο του γιού του Πάνου. Αυτή η πνοή θα αποδεικνυόταν  ότι ήταν τόσο σημαντική, γιατί δεν ωφέλησε μονό τον Κολοκοτρώνη αλλά και ολόκληρο το αγωνιζόμενο έθνος. Αυτή η συνάντηση αν δεν ήταν αληθινή, θα έλεγε κανείς, ότι ήταν μια θαυμάσια επινόηση της συγγραφέως να εξελίξει την ιστορία της.

Όμως η συγγραφέας πάτησε πάνω σε ένα αληθινό μονοπάτι και με τον τρόπο της έφερε στην επιφάνεια με δεξιότητα, κάθε λεπτομέρεια που αφορά την πορεία αυτού του τόσο σημαντικού ζευγαριού εκείνης της ιστορικής περιόδου. Είναι επίσης τόσα σημαντικά πράγματα που αντιλαμβανόμαστε μέσα στο βιβλίο. Όπως η διάχυτη  αίσθηση για τη δουλειά που έγινε πάνω στην έρευνα. Πλήθος στοιχείων που αφορούν γεωγραφικές περιοχές, ονόματα και οικογένειες που έπαιξαν ρόλο και επηρέασαν με τις πράξεις τους την πορεία σπουδαίων γεγονότων, συνέπειες θετικές και αρνητικές για υποθέσεις που περιστρέφονταν στην περιφέρεια της επανάστασης, ανατροπές εικόνων που έχουμε ως τώρα, για λόγους που δεν είχαμε καν υποπτευθεί. Μια αληθινή κατάδυση στον βυθό της ιστορίας. Περισυνέλεξε όσο πιο πολλά πολύτιμα αντικείμενα χρειαζόταν για το βιβλίο της, ανάμεσα στα χιλιάδες που αφορούν την επανάσταση του 1821, και τα έφερε στην επιφάνεια. Κάθε πληροφορία και κομματάκι ιστορίας, το κράτησε με αγάπη και φροντίδα. Το ξεσκόνισε και το καθάρισε με το λογοτεχνικό σκουπάκι της και το τοποθέτησε με σεβασμό στο βιτρό του μυθιστορήματος της. Και κάθε γυαλάκι συμπλήρωσε την τεράστια εικόνα που ονειρεύτηκε να δείξει. Ολοκληρώνοντας κάποιος το βιβλίο θα έχει την ευκαιρία να δει το φως όλων των χαρακτήρων και των γεγονότων της ιστορίας να διαθλάται και να αποδίδεται με πιστότητα και ψυχραιμία αλλά και με ευαισθησία.

Ομολογώ ότι πολλά από αυτά που διάβασα δεν τα γνώριζα με τόσες λεπτομέρειες. Ο χρόνος που απαιτήθηκε για την ανακάλυψη όλου αυτού του υλικού σίγουρα ήταν πολλαπλάσιος του χρόνου που χρειάστηκε για να γίνει βιβλίο. Όμως η συγγραφέας δεν τσιγκουνεύτηκε ούτε τον χρόνο ούτε τον κόπο. Γιατί πρώτα αγάπησε τους ήρωες της. Μίλησε μαζί τους, περπάτησε μαζί τους, τους ακολούθησε στα βουνά,στις πεδιάδες, σε πόλεις που έσφυζαν από ζωή και σε χωριά που τα σκέπαζε η σκόνη και ο καπνός της επανάστασης. Λερώθηκε από το ίδιο χώμα και βράχηκε από τα ίδια νερά απ’ όπου περνούσαν οι ήρωες της, τους άκουσε με προσοχή, τους σκεφτόταν ακόμα και όταν ξεκουραζόταν, και όταν ωρίμασε μέσα της αυτή η αγάπη, αποφάσισε να γράψει γι’ αυτούς. Τους έδωσε φωνή και την ευκαιρία να πουν αυτά που δεν πρόλαβαν να μοιραστούν.

 

Αναστασία Ευσταθίου

 

Ας μιλήσουμε για τη γλώσσα. Κυριαρχεί, βέβαια, το ύφος της συγγραφέως αλλά όταν μιλούν οι ήρωες ακούμε τη φωνή και τις ντοπιολαλιές της εποχής. Πόσο αυθεντικό αποτύπωμα αλήθεια είναι αυτό που αφήνει το εργαλείο της γλώσσας. Ίσως είναι και η σπονδυλική στήλη που κρατάει το σώμα του κειμένου τόσο σταθερό και συνάμα ευλύγιστο στα μάτια και στη σκέψη του αναγνώστη. Όλες αυτές οι λέξεις και εκφράσεις που ακούγονταν τότε, αλλά ακόμα και τώρα σε πολλά μέρη, στολίζουν και χρωματίζουν κάθε δράση που λαμβάνει μέρος στο πεδίο.

Ο πλούτος της ψυχής όμως της Μαργαρίτας Βελισσαροπούλου είναι τελικά αυτό που γοητεύει τον αναγνώστη. Ακόμα και τις στιγμές που δεν μιλάει λέει πολλά η σιωπή της. Η ζωή της ήταν μια αιώνια σκάλα. Ποτέ δεν βρήκε μια κατηφοριά που θα ανακούφιζε τα πόδια της. Μια σκληρή πέτρινη σκάλα, σαν αυτή που ανέβαινε κάθε μέρα από τ’ Ανάπλι μέχρι πάνω στο Παλαμήδι. Χίλια σκαλιά κάθε μέρα για να πηγαίνει λίγο φαγητό και μερικά καθαρά ρούχα στον άνθρωπό της. Και αυτά ύστερα από χίλια παρακάλια στον αντιβασιλέα Αρμανσμπεργκ. Μέσα στο σκοτεινό κελί που είχαν ρίξει τον Κολοκοτρώνη, αυτή ήταν που συμπλήρωνε το λάδι στο καντήλι της ζωής του. Δεν άφησε τη φλόγα του να σβήσει.

Η αντοχή αυτής της γυναίκας συναγωνίζεται την αντοχή του σπουδαίου αυτού ανδρός. Ποιος να το φανταζόταν ότι αυτό το φοβισμένο κοριτσάκι που εμφανίζεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου θα μεταμορφωνόταν σε βράχο ακλόνητο που πάνω του θα ακούμπαγε ο ήρωας της επανάστασης. Ο πρωταγωνιστής όμως αυτού του βιβλίου είναι η Μαργαρίτα και είμαι πεπεισμένος ότι στο πρόσωπό της, η συγγραφέας βρήκε την ευκαιρία να τιμήσει όλες εκείνες τις γυναίκες που έδωσαν και έχασαν τα πάντα για χάρη της επανάστασης και της ελευθερίας. Για όλες εκείνες τις γυναίκες που δεν θα μάθει ποτέ κανείς τίποτα. Κανένα βιβλίο δεν θα τις μνημονεύσει με το όνομά τους και κανείς δεν θα αφήσει ένα λουλούδι έστω στο μνήμα τους για τις θυσίες τους.

Η Μαργαρίτα ήταν η σκιά του Κολοκοτρώνη σε κάθε βήμα. Διακριτική και πάντα έτοιμη να διορθώσει η να συμβουλεύσει τον αγαπημένο της σε ότι χρειαστεί. Δεν την ένοιαζε που δεν την είχε στεφανωθεί επίσημα. Είχε γίνει  πανωφόρι για κάθε μπουρίνι που θα απειλούσε τον ήρωα της. Είχε τον γιό της τον Πάνο, τον καρπό του έρωτά της με τον Θεόδωρο της. Αυτό το παιδί ήταν και η άγκυρα της ζωής της πια. Και από κει κρατιόταν και αντιμετώπιζε κάθε φουρτούνα και κάθε κύμα που ξέσπαγε πάνω της.

Όμως όλα τα βιβλία τελειώνουν κάποτε. 10 Μαΐου 1870 η Μαργαρίτα αφήνεται στο ταξίδι που θα την οδηγήσει και πάλι κοντά στον αγαπημένο της ήρωα της ζωής της. Αυτό το φοβισμένο κοριτσόπουλο κατάφερε και έφτασε 77 χρονών. Τα 18 που πέρασε με τον Θοδωράκη της – όπως τον φώναζε- ήταν σαν έζησε 100. Νιώθοντας το τέλος να έρχεται πρόλαβε να γράψει όλα όσα πέρασε από παιδί μέχρι εκείνη τη στιγμή που έβλεπε τον δρόμο της να λιγοστεύει. Τα παρέδωσε στην αγαπημένη της εγγονή την Καλλιόπη, το ένα από τα τρία παιδιά του Πάνου της, ώστε όλες αυτές οι μνήμες να παραμείνουν ζωντανές και να μαθευτούν όλα τα σημαντικά, αλλά ακόμα και μικρά που έζησε με τον Κολοκοτρώνη. Μια διαθήκη με κληρονόμους κάθε Έλληνα και Ελληνίδα.

Σ’ αυτό το βιβλίο η διαχείριση τόσων πληροφοριών δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την εμπειρία τόσων χρόνων στη συγγραφή. Η απόδοση τόσων συναισθημάτων δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη βαθιά ευαισθησία της συγγραφέα. Η επιλογή των γεγονότων και ο χρόνος για το απαραίτητο κοσκίνισμα σε κάθε κεφάλαιο δεν θα ήταν δυνατό να γίνει χωρίς την υπομονή της. Και η ολοκλήρωση ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την αγάπη για τη γραφή, για τους ήρωες της, και για τους αναγνώστες.

Ένα βιβλίο δεν τελειώνει στην τελευταία σελίδα όταν αξίζει. Όταν  ολοκλήρωσα την ανάγνωσή του, συνέχισε να με ακολουθεί και σίγουρα θα με απασχολεί για αρκετό καιρό ακόμα. Περνάνε μέσα μου δεκάδες στιγμιότυπα σαν μικρές ταινίες και αισθάνομαι τουλάχιστον τυχερός που είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και ‘γώ τη ζωή αυτής της θαυμάσιας γυναίκας, της Μαργαρίτας.

 

 

* O Πάνος Νιάγκος είναι συγγραφέας

 

Ακράτα, 8/8/2022

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top