Fractal

«Γι’ αυτό σας λέω πως είναι κοινωφελές να ξεφορτώνεσαι έναν τέτοιο τύπο»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Tanqui Viel «Άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα», Μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη Εκδόσεις Πόλις, σελ. 165

 

«Ενδεχομένως η μνήμη να μην είναι τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό, οι αιχμηρές άκρες  των εσωτερικών εικόνων, εννοώ, όχι οι ίδιες οι εικόνες μα το κοφτερό σκαμπανέβασμα των εικόνων μέσα μας, σαν να είναι δεμένες με αλυσίδες που τις εμποδίζουν να ξεκολλήσουν, αλλά οι τριβές που τις τεντώνουν και τις συγκρατούν μοιάζουν με όρνιο που σου ξεσκίζει τις σάρκες, και τότε, αν δεν υπάρχει  δαίμονας ή θεός για να σε ελευθερώσει, το μαρτύριο μπορεί να διαρκέσει χρόνια».         

  

Ο μέχρι πρότινος άγνωστος, σ’ εμένα, συγγραφέας Τανγκί Βιέλ, μας χαρίζει ένα βαθύ κοινωνικο-πολιτικο-ψυχολογικό νουάρ μυθιστόρημα που πραγματικά συνταράζει, όχι μόνο με το κεντρικό ηθικό ζήτημα που πραγματεύεται, αλλά και με τα πολλά επίπεδα ανάγνωσης που προσφέρει. Από τη μέση της αφήγησης ο αναγνώστης τοποθετείται θετικά απέναντι στον δολοφόνο. Πρόκειται για τον εξαπατημένο σε κάθε πεδίο του βίου του άνθρωπο, ακόμη και από τον ίδιο τον εαυτό του, που αποφασίζει την εξόντωση αυτού που πρόσθεσε το τελευταίο χαρτί πάνω στον πύργο από τα τραπουλόχαρτα, με αποτέλεσμα ο πύργος να καταρρεύσει.

Σκηνικό, μια μελαγχολική πόλη στις ακτές της Βρετάνης.

Η αφήγηση του ήρωα Μαρσιάλ Κερμέρ, ενώπιον ενός δικαστή, ξεκινά με την εξιστόρηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες συντελέστηκε το έγκλημα.

Μόλις λίγα λεπτά πριν την μοιραία κατάληξη του ”θύματος”, οι δύο άντρες επιβιβασμένοι στο πολυτελές σκάφος του δεύτερου τακτοποιούν τη σοδειά του ψαρέματος, έναν αστακό και δύο κάβουρες ενώ τα γλαρόνια γύρω τους πετούν ανυποψίαστα, όπως ανυποψίαστο ήταν και το ”θύμα”. Το ”θύμα”, στον αντίστροφο της πραγματικής ζωής του ρόλο πλέον, παλεύει να σωθεί μέσα στα παγωμένα νερά που τον ώθησε ο μέχρι πρότινος ”φίλος” του Μαρσιάλ Κρεμέρ.

Κατά τον Κρεμέρ: «ένιωθα ότι ακόμα και οι γλάροι, λευκοί και ψυχροί σαν νοσοκόμες, έτσι όπως δεν ανοιγόκλειναν ποτέ τα μάτια, ακόμη και οι γλάροι το ενέκριναν».

Ο Κρεμέρ ψύχραιμος, με την βεβαιότητα ότι ο Αντουάν Λαζενέκ είναι πλέον νεκρός, αφήνει το σκάφος στο σημείο από όπου το είχε παραλάβει, και προσποιούμενος ότι δεν συνέβη τίποτα, γυρίζει σπίτι του, όπου τον εντοπίζει η αστυνομία και τον συλλαμβάνει, όπως εξάλλου περίμενε.

Ο Κρεμέρ απολογείται ενώπιον ενός νεαρού, πολύ δεκτικού στο να τον ακούσει, δικαστή, που θα ήθελε να ήταν γιος του αντί του Εργουάν, του πραγματικού του γιου που ήδη βρίσκεται κλεισμένος σ’ ένα κελί τρία επί τρία απ’ όπου σίγουρα θ’ ατένιζε την πόλη, αφού λοιπόν υπάρχει κι αυτό μέσα στην ιστορία, οι βλακείες του Εργουάν. 

Και τώρα ερχόμαστε στο κυρίως ζήτημα που προκάλεσε όλα τα προηγηθέντα. Ο Κερμέρ μιλάει στον δικαστή για τη σταδιακή πτώση της ζωής του, που ξεκίνησε από το διαζύγιο με τη γυναίκα του Φρανς, την απόλυση από τη δουλειά του, τα μεγαλεπήβολα σχέδια ενός μεγαλοεργολάβου, του Αντουάν Λαζενέκ, για την ανέγερση ενός συγκροτήματος πολυτελών κατοικιών στην ακτή, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, την ατίθαση συμπεριφορά του γιου του, Εργουάν, που τον οδήγησε στη φυλακή. Ποιος έφταιγε για το τελευταίο;

 

«Η Φρανς  δεν μιλούσε, παρά μόνο κοίταζε τα φθαρμένα πλακάκια του δαπέδου κι έπειτα είπε, παρ’ όλα αυτά: Εσύ φταις. Μία μόνο φορά ίσως, μα μία μόνο φορά φτάνει για έναν άνθρωπο σαν εμένα, για να τον ισοπεδώσει και να ενεργοποιήσει μέσα του τον στόλο της ενοχής.»  

 

Ο Κερμέρ ζει με τον γιο του Εργουάν σ’ ένα παράσπιτο μέσα στη μεγάλη έκταση τη σπαρμένη με γκαζόν, το οποίο περιποιείται, κάτω από το κάστρο της πόλης που δεσπόζει πάνω από την παραλία. Πολύ κοντά του μένει ο Δήμαρχος Λε Γκοφ, με τον οποίον διατηρεί μια σχεδόν φιλική σχέση. Το είκοσι στρεμμάτων  ”οικόπεδο” μπροστά στη θάλασσα, χώρος που ανήκει σ’ όλη την πόλη, κάνει το πονηρό μάτι κάποιου, να γυαλίζει.

Ο «μεγαλοεργολάβος» Αντουάν Λαζενέκ εμφανίζεται στην πόλη με την αστραφτερή Πόρσε του, τα κομψά ρούχα και την εμφανή τάση για πολυτελή ζωή και ”μαγεύει” με τις υποσχέσεις του για αναβάθμιση της ζωής των πολιτών, τόσο τον Δήμαρχο ( Κερμέρ, αυτόν τον τύπο μας τον έστειλε η θεία Πρόνοια),  όσο και αρκετούς από τους απολυμένους εργάτες των Ναυπηγείων που μόλις είχαν λάβει τις όχι ευκαταφρόνητες αποζημιώσεις τους.

 

«Ο Λαζενέκ  ήταν από τους τύπους που κυκλοφορούν στον δρόμο με έναν χαρτοφύλακα ο οποίος ίσως να έχει μέσα δεσμίδες χαρτονομίσματα ή μερικά κιλά κοκαϊνη, αλλά εσύ σκέφτεσαι ότι περιέχει απλώς ασφαλιστικά συμβόλαια …»

 

Σε μία λαμπρή τελετή στο Δημαρχείο, ο Δήμαρχος Λε Γκοφ παρουσιάζει τον Λαζενέκ την μακέτα του έργου, που θα έδινε αίγλη και νέες προσόδους, από την τουριστική εκμετάλλευση, στην πόλη και τους κατοίκους της, με την χρήση του φιλέτου των είκοσι στρεμμάτων.

Κι ενώ ο ταλαίπωρος Κερμέρ είχε ως μελλοντικό σχέδιο ζωής ν’ αγοράσει ένα σκάφος, όπως έκαναν κάποιοι από τους απολυθέντες, με τις 400.000 φράγκα της αποζημίωσης, πείθεται να επενδύσει όχι μόνο αυτό το ποσό, αλλά και κάποιο από τις αποταμιεύσεις του, δηλ. 512.000 φράγκα στην επιχείρηση του Λαζενέκ.

Το γκαζόν μετατρέπεται σ’ έναν τεράστιο λασπόλακκο, το κάστρο κατεδαφίζεται, ο τόπος σαπίζει μπροστά στο μικρό σπίτι του Κερμέρ που νιώθει όλη αυτή τη φρίκη, ωστόσο υπομένει, έξι ολόκληρα χρόνια, δελεάζεται από τη ”φιλία” του Λαζενέκ, προδίδει τις σοσιαλιστικές του αρχές, αρέσκεται στη θωπεία της πολυτελούς ζωής, που του προσφέρει ο μεγαλοεργολάβος –πινάκιο φακής έναντι του ποσού της μεγάλης επένδυσης-  στάχτη στα μάτια του, ενώ η μακέτα βρίσκεται μέσα στη σκόνη του υπογείου του Δημαρχείου.

Η διάβρωση αγγίζει και το μικρό Εργουάν με θέση στα θεωρεία των γηπέδων, δώρα φανέλες διασήμων παικτών κλπ.

Το έργο μένει στάσιμο όχι όμως και η υποψία ότι ήταν πολλοί οι επενδυτές, που δεν κατάφερναν ούτε να το ομολογήσουν, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο δήμαρχος, που όμως δεν είχε επενδύσει δικά του χρήματα, αλλά του Δήμου. Πόσο του κόστισε αυτό;

Ο Λαζενέκ παρά τον εσωτερικό αναβρασμό των εξαπατηθέντων, εξακολουθεί να εμφανίζεται συχνά, πάντα με τον ίδιο μεγαλεπήβολο τρόπο και την επανάληψη των σχεδίων, κι έτσι όλοι υποκύπτουν στην παραπλανητική στρατηγική του. Ο Κερμέρ σκέφτεται, για να μένει εδώ πάει να πει πως δεν είναι ανέντιμος. Για να μένει εδώ, πάει να πει ότι το πιστεύει κι ο ίδιος, ενώ ίσχυε το ακριβώς αντίθετο: έμενε για να το πιστέψουμε εμείς, εννοώ, για να αναζωπυρώνει, θαρρείς, κάθε μέρα τη φωτιά που σιγόκαιγε μες στον καθένα μας, σαν να περιπλανιώταν μέσα σε κάθε ψυχή για να τροφοδοτεί τους φούρνους  με φτυαριές ξέχειλες με κάποιο ανεξάντλητο καύσιμο. Και τα κατάφερνε.

 

Tanguy Viel

 

Ο Κερμέρ αφήνει να πλανάται στον γιο του η εντύπωση ότι θα αγοράσει κάποτε το σκάφος, δεν του μιλάει για την επένδυση και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει εξαιτίας της.

 

«Τελικά, ήταν σαν να κινδύνευα να φορτώσω στην πλάτη του το βάρος που είχε συσσωρευτεί στους δικούς μου ώμους, και άρα, αντίστροφα, καλύπτοντας τις κακές σκέψεις μου με σιωπή, ναι, τον είχα προστατέψει, είχα κάπως καταφέρει να χτίσω το στεγανό τείχος που μας απομόνωνε, τον καθένα, στη μία και την άλλη πλευρά του κόσμου, δηλαδή εμένα όλο και περισσότερο μέσα στη λάσπη μιας οικοδομής που δεν προχωρούσε και εκείνον, απλώς, στην παιδική ηλικία.»

    

Αναγκάζεται να προστρέξει σε Τράπεζα για δάνειο, πράγμα που όταν πληροφορείται ο Λαζενέκ τον ρωτάει μήπως είναι ταπί, κι εκείνος, ο Κερμέρ, όντας ταπί, ντρέπεται να το ομολογήσει. Δεν ομολόγησε σε κανέναν ότι ”επένδυσε” τα χρήματά του για την ανέγερση πολυτελών κατοικιών γιατί μέσα του επικρατούσε ακόμη η ηθική του σοσιαλιστή του  1981 που μεγέθυνε την ντροπή του γι’ αυτό. Χωρίς να του αρέσει, όπως δηλώνει, η συμπεριφορά του νεόπλουτου, προσαρμόστηκε στο να θεωρεί φυσιολογικό ότι ο Λαζενέκ κυκλοφορεί στα ακριβά εστιατόρια, δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει ότι στην πραγματικότητα είχε στα χέρια του τα χρήματα των ανθρώπων που εκμεταλλεύτηκε, τα σκόρπιζε εύθυμα και τα μετακινούσε από λογαριασμό σε λογαριασμό.

Όταν άρχισε να είναι περισσότερο από προφανές το σχέδιο ή μάλλον η έλλειψη σχεδίου κατασκευής του έργου από πλευράς του Λαζενέκ, μετά την κατάληξη του Δημάρχου, ο Κερμέρ αλλάζει συμπεριφορά απέναντί του. Ο Λαζενέκ κι εγώ ήμασταν σαν δυο ελάφια μέσα στο δάσος, που παρατηρούν το ένα το άλλο και διστάζουν να ξεκινήσουν τη μάχη.

 

«Τώρα είμαι σαν ζιζάνιο που πολύ θα ήθελε να το ξεριζώσει, ένα ζιζάνιο το οποίο φοβάται ότι θα φυτρώνει ξανά και ξανά ακατάπαυστα, και ήταν σαν μια αναμέτρηση σιωπής και στημένων φράσεων, σαν να μετακινούσαμε ο καθένας πιόνια πάνω σε μία σκακιέρα».

 

Καθώς μεγαλώνει ο Εργουάν, κάποια χρόνια μετά αντιλαμβάνεται την κατάσταση του πατέρα του. Τα οικονομικά αδιέξοδα τον κάνουν μελαγχολικό, και η ντροπή τον κάνει να είναι θαμμένος μέσα στην παγίδα του. Το μόνο που ξέρω, δηλώνει ο Κερμέρ, είναι ότι μέσα στα μάτια του Εργουάν ήταν γραμμένο αυτό, η άπειρη απόσταση που δεν θα καλύπταμε ποτέ πια … «Ένας γιος δεν είναι προγραμματισμένος για να σε λυπάται». 

 

Ο Κερμέρ επιθυμούσε ένα πισωγύρισμα του χρόνου, σ’ εκείνο το σημείο που δεν είχαν γίνει τόσα λάθη, τότε που ο Εργουάν με τα μικρά του χέρια τον κρατούσε να μην πέσει. Όμως η ζωή δεν πάει με την όπισθεν.

   

«Γι’ αυτό σας λέω πως είναι κοινωφελές να ξεφορτώνεσαι έναν τέτοιο τύπο». 

 

Στο μεταξύ ο Κερμέρ δεν είναι το μοναδικό θύμα του Λαζενέκ. Κάποιος πλήρωσε το λάθος με την ίδια του τη ζωή. Άλλος για να εκδικηθεί είναι κλεισμένος σ’ ένα κελί και μόνο ο Λαζενέκ συνεχίζει ανενόχλητος, από έλλειψη συνείδησης, τη ζωή του.

Με μία ευρύτερη θέαση του θέματος, πόσο όλο αυτό το ζήτημα  θυμίζει οικεία κακά που έχουν συμβεί στον τόπο μας … στο ευρύ πλαίσιο της χώρας, των τοπικών κοινωνιών, και στο πιο στενό των οικογενειών… πόσο βλαβερές για τον τόπο υπήρξαν οι αμετροέπειες λόγων και πράξεων των πολιτικών, για τους οποίους κι εμείς θεωρούμε τη συνέχεια της άνετης ζωής τους φυσιολογική… Πόσο αυξήθηκε ο αριθμός των ανέργων με την όποια αποβιομηχάνιση και τον καταποντισμό των βιοτεχνιών; Πως πήγαν στράφι οι οικονομίες πολιτών που επένδυσαν σε χρηματιστήριο ή σε εταιρείες φαντάσματα, και πόσοι από αυτούς ζουν πέρα από το όριο της φτώχειας; Πόσο μας επηρέασε η καταναλωτική μανία, η πολυτελής ζωή που δεν ανταποκρινόταν στα οικονομικά μας δεδομένα, για πόσες αυτοκτονίες ακούγαμε από τις τηλεοράσεις; Πόσο αρνητικά πρέπει να έχει επηρεαστεί η νεολαία που καλείται να πληρώσει τον λογαριασμό της δικής μας αμετροέπειας;

 

«… έρχεται μια στιγμή που τα παιδιά σου δεν είναι πια η προέκτασή σου. Πόσα χρόνια όμως χρειάζονται για να το συνειδητοποιήσει κανείς αυτό, όχι τόσο εμείς αλλά εκείνα, πόσα χρόνια χρειάζονται για να καταλάβουν μια μέρα ότι δεν είναι το οπλισμένο χέρι των ονείρων μας και όλων όσα δεν πραγματοποιήσαμε στη ζωή, ναι ότι δεν γεννήθηκαν για να καλύψουν τις βλακείες μας;»

 

Αν και η ταυτότητα του δολοφόνου δηλώνεται από την αρχή του μυθιστορήματος, η αφήγηση δεν χάνει το σασπένς της. Η προσεκτική ανάγνωση αναδεικνύει το πολυεπίπεδο του αφηγήματος, που πραγματεύεται τη σύγκρουση της κατώτερης κοινωνικά τάξης με την αστική, την αποτυχία του σοσιαλιστικού οράματος από την διαφθορά και την επίδραση των καπιταλιστικών συνηθειών, τη  σχέση γονέων με τα παιδιά, την έλλειψη ευθύνης σε όλα τα πεδία, τα πιθανά διλήμματα στην απόδοση δικαιοσύνης. Τελικά τι προβλέπει το άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα;

Ένα χαμηλότονο δράμα προσωπικής, συλλογικής και παγκόσμιας ιστορίας.

Αξίζει πραγματικά να διαβαστεί!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top