Fractal

Διήγημα: “Όμορφη μέρα”

Της Γιώτας Αναγνώστου //

 

 

 

 

Πέρασε από την εφημερίδα. Ήθελε να παραδώσει το άρθρο του. Πικρόχολο, καυστικό, σαρκαστικό όπως πάντα. Αυτή τη φορά είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Αυτό το άρθρο ήταν απλά θανατηφόρο. Δηλητήριο. Γροθιά στα σάπια δόντια του συστήματος. Και λογοτεχνικό. Πρωτίστως λογοτεχνικό. Ελλείψει προφανούς πρακτικής σημασίας, με προβολή της γλώσσας, απροκάλυπτη και διακειμενική μυθοπλασία, συνιστούσε δίχως άλλο ένα αισθητικό αντικείμενο. Πέταξε μια «καλημέρα». Κανείς δεν τη σήκωσε. Πέταξε και το άρθρο στο γραφείο του συντάκτη. Ούτε που σήκωσε τα μάτια του να τον κοιτάξει.

Α τον μαλάκα, σκέφτηκε. Έτσι κι αλλιώς δεν του ’χω και την όρεξη σήμερα. Ας τον να διαβάσει αυτό το άρθρο και ό,τι θα λέγαμε θα έχει ειπωθεί, χωρίς καν να μιλήσουμε.

Βγήκε από το γραφείο του συντάκτη αφήνοντας ορθάνοιχτη την πόρτα, όπως ακριβώς την είχε βρει μπαίνοντας. Χαμογέλασε και έκλεισε πονηρά το μάτι στην υπάλληλο και βγήκε στον δρόμο.

Ήταν μια ωραία μέρα. Ένιωθε τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Τόσο αυτάρκης. Τόσο σίγουρος. Θαρρούσε ότι όλες οι δυνατότητες ήταν δικές του. Όλοι οι δρόμοι ανοίγονταν μπροστά του, λεωφόροι. Άνδρας με ταλέντο και προοπτικές. Χαμογέλασε αυτάρεσκα.

Το βήμα του χαρωπό μα όχι βιαστικό. Οι περαστικοί λίγο σκουντούφληδες σήμερα. Δύο έπεσαν πάνω του κι ούτε μια «συγγνώμη» δεν είπαν. Η μία μάλιστα τον ξενύχιασε με τη γόβα της, κι όμως συνέχισε αμέριμνη τον δρόμο της, με τον αέρα υπεροχής που φέρουν πάντα οι γυναίκες όταν φορούν ψηλοτάκουνες γόβες. Δεν θέλησε να θυμώσει. Γιατί να θυμώσει; Αυτή τουλάχιστον είχε ωραίες γάμπες. Ήταν μια ωραία, μια όμορφη μέρα και όσο περνούσε από το χέρι του θα την διατηρούσε όμορφη, κόντρα σε όλες τις συνωμοσίες των απανταχού κυριών με ψηλοτάκουνες γόβες ή και μπαλαρίνες ακόμα. Τίποτα δεν θα του χαλούσε το σημερινό του κέφι.

Κάθισε στο αγαπημένο του καφενεδάκι. Φώναξε από τον πεζόδρομο ήδη για τον συνηθισμένο του καφέ. Χαλάρωσε στην καρέκλα σταυρώνοντας αντρικά τα πόδια και τέντωσε την πλάτη προς τα πίσω, κάνοντας χαλαρωτικές, περιστροφικές κινήσεις του αυχένα. Άνοιξε την παρατημένη στο τραπέζι εφημερίδα. Περνούσε τη ματιά του πάνω από τους τίτλους, χωρίς στην πραγματικότητα να τους διαβάζει. Πέρασε ένα γνωστός. Έκανε να τον χαιρετήσει. Εκείνος ούτε γύρισε να τον κοιτάξει και συνέχισε βιαστικός τον δρόμο του. Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Αν ήταν μικρότερος θα φώναζε δυνατά πίσω απ’ την πλάτη του γνωστού «σκασίλα μου». Ίσως να του έβγαζε επιδεικτικά και τη γλώσσα. Αν ήταν μικρότερος μα…

Ο καφές δεν ερχόταν. Γύρισε το βλέμμα προς τον πάγκο. Σήκωσε το δεξί του χέρι και φώναξε άλλη μια φορά «δεν με ξέχασες εδώ έξω έτσι δεν είναι;». Κάτι που έμοιαζε με νεύμα από την πλευρά του πάγκου τον καθησύχασε και απλώθηκε ακόμα πιο αναπαυτικά στην καρέκλα, συνεχίζοντας αδιάφορα να φυλλογυρίζει την εφημερίδα.

Τότε ήταν που το πρόσεξε. Το όνομά του ήταν. Το δικό του όνομα. Δεν είχε τα μικρού μεγέθους γράμματα που συνήθως είχε το όνομά του κάτω από τον τίτλο του εκάστοτε άρθρου του. Είχε μεγάλα γράμματα και ήταν μέρος του τίτλου ενός άρθρου που κάποιος άλλος υπέγραφε. Ένας βλάκας, ατάλαντος που ποτέ του δεν χώνεψε. Ένας από αυτούς που θα έπρεπε να τους απαγορεύεται να πιάνουν μολύβι, ή και οποιαδήποτε άλλο μέσο γραφής στα χέρια. Μια στιγμή χρειάστηκε μόνο για να μετατραπεί το κέφι του σε αηδία και φρίκη.

Ανασηκώθηκε στην καρέκλα αφήνοντας οριστικά τη χαλαρή του στάση και διάβασε τη νεκρολογία του γραμμένη άτεχνα από κάποιον ατάλαντο, στρουκτουραλιστή το δίχως άλλο, θεωρητικό της γραφής. Καθόλου δεν του άρεσε.

Κατά τα άλλα ήταν μια όμορφη μέρα. Ένα βοριαδάκι φύσηξε και τίναξε τα λουλούδια μιας κερασιάς. Μια εφημερίδα παρατημένη στο τραπέζι ενός καφενείου πέταξε προς τον κάδο. Ο καφετζής χασμουριόταν στον πάγκο του και περίμενε να κάνει σεφτέ.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top