Fractal

Διήγημα: “Ο θυρωρός”

Γράφει η Αντιγόνη Ηλιάδη //

 

 

Ο Ρένος βήχει δυνατά καθισμένος σε μία πλαστική καρέκλα στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Από τα σπόρια που μασουλάει μάλλον είναι, κάτι του έκατσε στον λαιμό, αν και ο γιατρός του είχε πει να προσέξει την καρδιά του. Είχε προσφάτως παρατηρήσει κάτι αρρυθμίες, λίγο πριν κοιμηθεί και σποραδικά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στην τελευταία του επίσκεψη για ένα απλό τσεκάπ, ο παθολόγος του, ο κύριος Τάκης Σένιος -καλά να είναι- τον έστειλε σε καρδιολόγο. Καθώς ο Τάκης Σένιος είναι έμπιστος γιατρός -ο Ρένος πήγαινε σε αυτόν από τότε που ήταν δεκαοχτώ, δέκα χρόνια πριν, όταν σταμάτησε τον παιδίατρο-, τον έστειλε στη γνωστή και περίφημη καρδιολόγο Μάρα Σωτηροπούλου, η οποία κόντεψε πραγματικά να τρελάνει τον Ρένο με αυτά που ρωτούσε. Αν φοράει κάλτσες στον ύπνο, αν του ξινίζει το λεμόνι και αν προτιμά τα γλυκά ή τα αλμυρά. Της απάντησε, κάπως δύσθυμα, γιατί τέτοιες ερωτήσεις δεν ήξερε πού μπορεί να χρησιμεύσουν. Του θύμιζε τα λευκώματα που συμπλήρωναν στο δημοτικό και συνήθως δεν τα έδιναν σε αυτόν να τα συμπληρώσει, γιατί δεν θεωρούταν αρκετά κουλ και τον κορόιδευαν επειδή ήταν φυτό και του άρεσε να τα μετράει όλα. Για παράδειγμα, ήξερε πόσα πλακάκια ας πούμε χρειάζεται να περπατήσει από το σπίτι του μέχρι το σχολείο.

Τώρα, ο Ρένος κάθεται στο γραφείο του στην είσοδο της πολυκατοικίας και περιμένει. Περνάει ο βαφιάς από τον τρίτο με ένα καρότσι. Χαιρετιούνται. Πάει για δουλειά. Να δεις που αυτός κάτι έχει. Συνήθως καθόταν κι έπιαναν και τη κουβέντα. Καλός άνθρωπος, νοιάζεται για τον Ρένος σαν πατέρας. Περνάει και η κυρία Χρυσούλα από τον δεύτερο δεξιά διαμέρισμα στο βάθος. Πάντα σενιαρισμένη. Κι αυτή κλαμένη είναι. Δεν τον χαιρετάει. Είναι λίγο θυμωμένη συνήθως, επειδή καθαρίζει τις σκάλες, έχουν συμφωνήσει να της δίνουν κάτι για τον μήνα και ο Ρένος πάντοτε το αργεί. Της χρωστάει. Σαν φτάνει στην εξώπορτα γυρίζει και τον κοιτάζει.

-Μην ξεχάσεις, μου χρωστάς από τον Αύγουστο.

Αλλά κι αυτός δεν το κάνει ποτέ επίτηδες. Απλώς δεν έχει. Ώσπου να φτάσουν να καταφέρουν να ξεπληρώσουν τους λογαριασμούς, έχουν έρθει οι επόμενοι. Ζωή είναι αυτή; Κοιτάζει το μαγαζί απέναντι, το προπατζίδικο, μέσα από το τζάμι. Κατεβάζει ρολά για μεσημέρι. Σηκώνεται κι αυτός, τακτοποιεί την πλαστική καρέκλα μέσα στο γραφείο του, βάζει και τα σπόρια όπως όπως στο συρτάρι, του πέφτουν και μερικά. Κάθεται τα μαζεύει ένα-ένα. Είναι αφηρημένος, βιάζεται. Παίρνει τα γράμματα από τις θυρίδες και ανεβαίνει, γρήγορα, να τα μοιράσει στους ορόφους.

Πριν φτάσει στον πέμπτο, μπαίνει στο ασανσέρ που έχει καθρέφτη. Βγάζει από τη δεξιά τσέπη του μία χτένα και χτενίζεται. Με τα νύχια του προσπαθεί να βγάλει τα μαυράκια από τα σπόρια στα δόντια του. Σιάζει το μπουφάν του, σηκώνει τον γιακά και τον ξανακατεβάζει. Μυρίζει τις μασχάλες του και κάνει μία γκριμάτσα. Κάποιος καλεί το ασανσέρ κάτω. Ο Ρένος δυσανασχετεί, αλλά περιμένει να δει. Το ασανσέρ κατεβαίνει στον πρώτο. Οι πόρτες ανοίγουν και μέσα μπαίνει φουριόζα η κυρία Χρυσούλα από τον τρίτο, η καθαρίστρια. Ξέχασε κάτι. Τον κοιτάζει, του χαμογελάει στα ψέματα, αυτός την κοιτάει νευριασμένος. Το ασανσέρ ανεβαίνει στον τρίτο, η κυρία Χρυσούλα σκαλώνει την τσάντα της και δηλώνει ότι το χρειάζεται γιατί έχει αργήσει στη δουλειά. Αν μπορεί να της το κρατήσει. Ο Ρένος κρατάει το ασανσέρ και περιμένει υπομονετικά να έρθει η κυρία Χρυσούλα. Με το που μπαίνει αυτή μέσα, εκείνος βγαίνει έξω, μπουκωμένος από το άρωμά της.

Αντί να κατέβει κάτω στο πόστο του, ανεβαίνει τις σκάλες γρήγορα. Φτάνει τρέχοντας σχεδόν στο μεσαίο διαμέρισμα. Εκεί χαλαρώνει, παίρνει ελαφριές ανάσες, σιάζει το γιακά του και χτυπάει την πόρτα. Από μέσα ακούγεται φασαρία, διάφορα πράγματα να αναστατώνονται, δύο παιδάκια να τσιρίζουν. Μετά το τρίτο χτύπημα, η πόρτα ανοίγει. Η Στέλλα. Μία ξανθιά, κάπου στα τριανταπέντε. Είναι φανερά ατημέλητη, αλλά καλοντυμένη. Τα παιδιά της πίσω της παίζουν και φωνάζουν. Αυτή αγχωμένη με ένα χαρτί και σάλτσες στα ρούχα της και στο χέρι της, τον χαιρετάει χαμογελαστή.

Πάντα χαμογελάει στον Ρένο, ποτέ δεν του έχει φερθεί άσχημα και θέλει όλο και κάτι να τον φιλεύει.

-Γεια σας.

-Γεια σου, Ρένο μου. Τι κάνεις; Έχεις γράμματα για μένα;

-Όχι, τίποτα για σήμερα.

Της λέει και περιμένει να του ανοίξει με ανυπομονησία, αλλά εκείνη κάθεται στην πόρτα και δεν τον αφήνει καν να κοιτάξει μέσα. Συνήθως τον καλεί, του βάζει φαγητό και αυτός παίζει με τα παιδιά, τον Μάριο και τη Δήμητρα, όσο εκείνη μιλάει στο τηλέφωνο και κάνει τις δουλειές της. Χαίρεται πολύ να τη βοηθάει μετά τη δουλειά, όταν είναι κι εκείνη κουρασμένη που έχει τελειώσει τη δική τους δουλειά. Τα παιδιά δεν του φέρονται και πολύ καλά, αλλά αυτός τα αγαπάει. Μια φορά είχε δει τη Στέλλα να αλλάζει σουτιέν μέσα από τη χαραμάδα της κρεβατοκάμαρας, την ώρα που έπαιζαν κρυφτό με τα παιδιά. Εκείνα έχουν καταλάβει ότι στον Ρένο μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, όπως να του πετάνε πράγματα, να του δίνουν κλωτσιές, να τρέχουν γύρω του και να τσιρίζουν. Αφού ο Ρένος είναι ήσυχος και δεν έχει καμία αντίδραση, όχι κακή τουλάχιστον. Ο Ρένος θέλει τη μαμά τους και αυτοί θέλουν τον Ρένο σαν παιχνίδι.

Αλλά σήμερα, είναι μία άλλη μέρα. Σήμερα η Στέλλα, δεν φαίνεται να θέλει τον Ρένο.

-Γεια σου Ρένο, τα λέμε.

Λέει και κλείνει την πόρτα.

Ο Ρένος μένει έκθαμβος. Φτιάχνει τη χωρίστρα του και τον γιακά του και ξαναχτυπάει την πόρτα. Σκέφτεται πως έχει έρθει η ώρα να της πει να βγούνε. Πολύ καιρό περίμενε.

«Στέλλα, γεια. Θέλω να βγούμε. Αν μπορείς, κάποιο Σαββατοκύριακο.»

«Στέλλα, γεια. Θέλεις να πάμε σινεμά; Παίζει μία καλή ταινία. Έχω δει το πρόγραμμα.»

«Στέλλα, ήθελα να σου πω να πάμε για φαγητό. Ξέρω μία καλή καντίνα εδώ κοντά που κάνει υπέροχα σάντουιτς.»

«Στέλλα, μου αρέσεις.»

Η πόρτα ανοίγει. Είναι η Στέλλα, φανερά νευριασμένη και πιο πολύ λερωμένη με σάλτσα.

Από τη μέση της φυτρώνει ένα χέρι. Είναι ένα άλλο χέρι. Δεν είναι το δικό της, δεν είναι κάποιο παιδικό χέρι. Είναι ένα χέρι ενήλικο, με τρίχες, ανδρικό. Την πιάνει κάπως διαφορετικά, κάπως ερωτικά. Ο Ρένος ιδρώνει από το άγχος του, στέκεται μία στο ένα πόδι, μία στο άλλο. Η πόρτα ανοίγει πιο πολύ και πίσω από τη Στέλλα είναι ένας άνδρας καλοντυμένος με κοστούμι,, ένα ακριβό ρολόι στο χέρι του κι από τα χείλια του κρέμεται ένα μακαρόνι. Πίσω τρέχουν και παίζουν τα παιδιά.

-Έλα, Ρένο. Αγάπη μου, πήγαινε μέσα, έρχομαι.

Του λέει η Στέλλα, κάπως πειραγμένη που την πιάνει έτσι. Ο Ρένος θυμώνει, θυμώνει πολύ με αυτόν τον άνδρα. Θέλει τη Στέλλα και αυτός έχει τη Στέλλα και ο Ρένος δεν μπορεί να την έχει.

-Τι έγινε;

Του λέει η Στέλλα. Ο Ρένος παγώνει για μια στιγμή.

-Έχει φυλλάδια σούπερ μάρκετ αν σε ενδιαφέρει.

-Α, ναι, άσε μου ένα.

Ο Ρένος δεν έχει φυλλάδια σούπερ μάρκετ πάνω του. Ούτε κάτω θυμάται αν έχει, αλλά δεν τον νοιάζει.

-Θα κατέβω να φέρω. Γεια.

Η πόρτα κλείνει και μία ξανθιά τούφα των σγουρών μαλλιών της Στέλλας σκαλώνει στο μυαλό του για πάντα. Ο Ρένος κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά, σπρώχνει ένα νεαρό κορίτσι που ανεβαίνει εκείνη την ώρα και φτάνει στην είσοδο της πολυκατοικίας λαχανιασμένος. Αναποδογυρίζει με βία το γραφείο του θυρωρού, δίνει μία μπουνιά στο ντουλαπάκι της Στέλλας, ανοίγει την έξω πόρτα και χάνεται στον δρόμο φουριόζος.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top