Fractal

Ο ίλιγγος του να ανήκεις ή να εισέρχεσαι στην Ιστορία

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Quentin Lafay «Το Οχυρό», Μετάφραση: Κίττυ Ξενάκη, Εκδ. Πόλις, σελ. 256

 

«Την ώρα που το σκοτεινό πέπλο της νύχτας σκέπαζε το νυσταγμένο Παρίσι», ο υπουργός Οικονομικών Μπερανζέ Τερίς φεύγει από το γραφείο του πεζή και εξαφανίζεται, πριν καν συμπληρώσει εβδομάδα στην θέση του.

«Έφυγα κρυφά, στα κλεφτά, χωρίς εξηγήσεις. Με το που πήρα την απόφασή μου, έκλεισα τα δύο κινητά μου τηλέφωνα, αφαίρεσα τις δύο κάρτες SIM τις οποίες μου είχαν δώσει και τις έκοψα στα δύο. Με βαριά καρδιά, συγκέντρωσα τα προσωπικά μου αντικείμενα, αυτά που δεν έπρεπε να έχω φέρει ποτέ. Άφησα όπως ήταν το βουνό των φακέλων και των εισηγητικών εκθέσεων που υψωνόταν πάνω στο γραφείο μου, Δεν έκανα τον κόπο να αδειάσω το συρτάρι που είχα γεμίσει με αναλγητικά… Δεν έσβησα τον υπολογιστή μου… Κι έτσι, λαθραία, πριν χαράξει η μέρα, εγκατέλειψα το υπουργείο».

Δεν εξηγεί σε κανέναν αν οι λόγοι της παραίτησής του είναι πολιτικοί ή προσωπικοί, παρά μόνο αφού περάσουν τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Τότε που επιλέγει να αφηγηθεί τα περιστατικά θέλοντας να ελαφρύνει τη συνείδησή του αλλά και να αναδείξει ένα τουλάχιστον μέρος της αλήθειας. Μέσα από τη δική μου ανάγνωση ωστόσο, ο Μπερανζέ επιθυμεί να τονίσει πως κανείς δεν κατάφερε να τον διαβάσει σωστά, αφού κατά τη διάρκεια των έξι ημερών που παρέμεινε μέλος της κυβέρνησης, δείγματα αξιών και πεποιθήσεων επέτρεπε να διαφανούν, ακόμα και με τις σιωπές του. Όχι και τόσο λαθραία η εγκατάλειψη λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, όχι και τόσο ανεξήγητη σε όποιον θα επιθυμούσε να διαβάσει πίσω από τις λέξεις.

Αν και δεν πρόκειται για ένα «μυθιστόρημα με κλειδί», όπως δηλώνεται, δεν πρόκειται δηλαδή για μια ιστορία υπαρκτών προσώπων και καταστάσεων με αλλαγμένα ονόματα και τόπους, η συνεργασία του συγγραφέα με τον Mακρόν και η ψύχραιμη ματιά του επάνω στην πολιτική και την άσκηση εξουσίας, δεν μπορεί παρά να βοήθησαν στην σύνθεση «ενός ωραίου μυθιστορήματος σε κιαροσκούρο», όπως το αποκαλεί η Figaro.

Ένας διχασμένος πανεπιστημιακός καθηγητής είναι ο Μπερανζέ Τερίς, τον οποίο η εξουσία γοητεύει και απωθεί ταυτόχρονα, συνθήκη που τον καθιστά εγκλωβισμένο μέσα σ’ ένα τιτάνιο ηθικό δίλημμα· η προσταγή του Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι αντίθετη με κάθε πιστεύω του, με τις αξίες και τις αρχές του.

Η γυναίκα που αγάπησε αλλά έχασε από δικό του σφάλμα, ο προσηνής κλητήρας με τον τελετουργικό τόνο, ο ωσεί παρών προκάτοχος του υπουργικού θώκου, ο τελειομανής οδηγός και ο προσεκτικός σωματοφύλακας, η τυπική ιδιαιτέρα γραμματέας, οι συνάδερφοι υπουργοί, οι σύμβουλοί του, όλοι όσοι κινούνται γύρω από τον κεντρικό ήρωα, έχουν για επώνυμο μόνο ένα αρχικό, ένα κεφαλαίο γράμμα. Ίσως επειδή ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να δώσει μορφή προσωποποίησης στην ιστορία του, ίσως επειδή θεωρεί πως αλλού κρύβεται η ουσία.

Από τις πρώτες κιόλας στιγμές του διορισμού του,  φαίνεται πως ο  Μπερανζέ έχει ανάγκη να δραπετεύει πού και πού, να παίρνει ανάσες δικές του, μακριά από την επιβεβλημένα προγραμματισμένη οργάνωση. Νιώθει ανασφαλής και φοβισμένος, πιστεύει πως θα προκαλέσει θανάσιμη πλήξη, και συνειδητοποιεί πως μέση οδός δεν υπάρχει: ή θα είναι καταπληκτικός, ή αηδιαστικός.

Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας, μέσα από τις αναρωτήσεις του κεντρικού ήρωα, είναι ο τρόπος που ο καθένας ερμηνεύει το πολιτικό θάρρος και ο ρόλος που ενδέχεται να παίξει η φιλοδοξία στην λήψη αποφάσεων. Ο Μπερανζέ είναι παγιδευμένος, αφού, το μόνο σίγουρο είναι πως θα πρέπει να αθετήσει: ή τα καθήκοντα ή τις αξίες του.

«Γύρω μου, στο άδειο από αντικείμενα δωμάτιο, σιωπή. Μόνο ο θόρυβος του θερμού αέρα που περνούσε μέσα από τους αεραγωγούς και εξερχόταν από τις γρίλιες του καλοριφέρ διατάρασσε την νηνεμία. Τούτο το τηλεφώνημα είχα ανακόψει βίαια τη φόρα που είχα πάρει έπειτα από τον διορισμό μου. Αισθανόμουν προδομένος, ταπεινωμένος από τον ελάχιστο σεβασμό που έδειχνε το περιβάλλον του αρχηγού του Κράτους στα πιστεύω μου. Ήταν οδυνηρό να βλέπω ότι, πάνω από μένα, θα υπήρχε πάντα κάποιος, ένας θεσμός, έτοιμος να με απαξιώσει».

 

Quentin Lafay

 

Παρότι ο Μπερανζέ δείχνει άκρατο εγωισμό, η σύντροφος που τον εγκατέλειψε δέχεται να διατηρήσει μαζί του μια υποτυπώδη επικοινωνία ανταλλάσσοντας e-mails, αν και έχει ήδη αρνηθεί να συμμετέχει στην ομάδα εργασίας του υπουργού. Τον στήνει απέναντι στον εαυτό του ωστόσο, τον αναγκάζει να σκεφτεί και να δει καθαρά την αλυσίδα με την οποία εκούσια δέθηκε.

«… δυνάμεις σ’ εμποδίζουν, βαρίδια σε υποχρεώνουν να μοχθείς ακατάπαυστα, να τρέχεις σε διαδοχικές συναντήσεις και συσκέψεις. Γράφεις ότι επιθυμείς να παραβιάσεις το σύστημα στο οποίο σε καθυποτάσσουν; Δεν θα κάνεις τίποτα. Κόβω το χέρι μου. Σου λείπει το θάρρος, θα προβάλλεις πάντα δικαιολογίες, θα καμώνεσαι πως πράττεις απλώς το καθήκον σου, πως το σύστημα είναι ολοκληρωτικό, πως είναι αδύνατον να δράσεις διαφορετικά».

Την ακούει προσεκτικά, την θέλει στη ζωή του και πάλι, αναγνωρίζει τα λάθη του και υπόσχεται να μην τα ξανακάνει. Η αλληλογραφία τους έχει εκείνον ως επίκεντρο, τα δικά του προβλήματα, τη δική του ζωή, με ελάχιστες μόνο αναφορές στη ζωή της γυναίκας που υποτίθεται πως αγαπά. Όταν το καταλάβει, θα είναι πλέον αργά για να ζητήσει στη Σοφί τη συγγνώμη που της οφείλει. Και τότε είναι που θα αποφασίσει να δείξει τη μεταμέλεια με πράξεις. Για τον καθησυχασμό  του εαυτού του και πάλι, αφού η Σοφί δεν θα είναι πλέον εκεί για να το δει.

Με λόγο ρεαλιστικό, ωμό όπου χρειάζεται, έως και καυστικά σατυρικό σε ορισμένα σημεία, λεπτομερής και επεξηγηματικός αλλά και ιδιαίτερα ψυχογραφικός, ο συγγραφέας συνθέτει την ιστορία του σε έξι κεφάλαια που διαβάζονται με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Κάθε ένα από αυτά περιγράφει και από μια ημέρα όπου ο ήρωας παραμένει χαμένος στην υπουργική ιδιότητα και τον εγωκεντρικό του πυρήνα, δημιουργώντας μια γοητευτική ποικιλία εναλλαγών και αποδεικνύοντας πως μια ιστορία με πολιτικο-οικονομικό θέμα, μπορεί να αποπνέει ακόμα και λυρισμό ή τρυφερότητα.

Δεν θεωρώ πως ο τίτλος που επέλεξε ο Λαφαί έχει μόνο την προφανή εξήγηση του «οχυρωμένου» υπουργείου. Κάθε ένας από τους εξαιρετικά δομημένους ήρωες, ένα οχυρό πεποιθήσεων είναι, αποφάσεων και αρχών. Το ποσό  ισχυρό θα αποδειχθεί αυτό το οχυρό, κρίνεται στην πράξη, από το αποτέλεσμα.

Κατά τη γνώμη μου, ούτε το δίλημμα «εντός ή εκτός Ευρώπης» είναι το κύριο ζήτημα που πραγματεύεται ο συγγραφέας, αν και αυτός ο σκεπτικισμός απασχόλησε τόσο την Γαλλία όσο και αρκετές ακόμα χώρες. Το κύριο μήνυμα που «διαβάζω» είναι, αν και με τι κόστος μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με ουσιαστικές αρχές, αξιοπρέπεια και σθένος κυριευμένος από το «μικρόβιο» της πολιτικής. Ίσως το ζητούμενο τελικά, και το μοναδικό ευκταίο, να είναι αυτό που ο Μπερανζέ αποφασίζει:

«… μπροστά στον ίλιγγο που προκαλεί η αδιόρατη αίσθηση ότι εισέρχεσαι στην Ιστορία, προτίμησα να πιαστώ από απτά αντικείμενα, από οικεία πλάσματα…»

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top