Fractal

«Ο Επιζών», ένα μυθιστόρημα του Κώστα Γιαννόπουλου

Γράφει η Μαριάννα Παπουτσοπούλου //

 

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: «Ο Επιζών», εκδόσεις Εύμαρος, 2019

 

«Ένα όνειρο και ένα πεφταστέρι χρειάζονται ίσο χρόνο για να εξαφανιστούν. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι το μεν πρώτο αφήνει βαθιά εντύπω­ση στην αφή της θύμησης που είναι δυνατόν να σε ακολουθεί ολόκληρη τη μέρα, ενώ το δεύτερο εξαφανίζεται μονομιάς από τον αμφιβληστροειδή.»

 

 

Ι. Ο Επιζών

 Ο Κώστας Γιαννόπουλος γράφει τόσο καλά, που θα μπορούσε κάθε παράγραφός του να είναι ένα μικρό έργο τέχνης.  Αυτή τη φορά όμως έγραψε ένα σύντομο μυθιστόρημα με αυτοαναφορικά στοιχεία, που μοιάζει με όνειρο αλλά έχει και αρκετά όμορφα και φωτεινά «πεφταστέρια».  Το θέμα του είναι η νοσταλγία της αγάπης˙ αυτής που δίνεται απλόχερα, της άλλης που ίσως είναι λειψή ή βεβιασμένη, και εκείνης που λείπει εντελώς αλλά είναι απολύτως χρειαζούμενη σε ένα αγόρι, σε έναν έφηβο, σε έναν άντρα, στον καθένα από μας, κάτι σαν ψυχικό οξυγόνο της ύπαρξης. Είναι επίσης η ιστορία ενός μοιραίου μυστικού. Το βιβλίο πλέει στην πεμπτουσία του παραλογισμού της ζωής μας, δηλαδή, και είναι, ως εκ τούτου, αφήγηση μιας φάρσας ή ενός δράματος, όπως δηλώνει και ο συγγραφέας του. Της φάρσας που ζούμε σχεδόν όλοι μέσα από τη μνήμη και τη φαντασία μας, προσπαθώντας κάτι να καταλάβουμε από την παρουσία μας στη γη. Γράφει στο  κεφ. 7. «Αν και τα όμορφα πράγματα ήταν ακόμα μπροστά του, αυτός νοσταλγούσε τη Γλαύκη και τον πατέρα της, που είχε φυτέψει τον κήπο ο οποίος τώρα ήταν έρημος. Όποιος έφευγε, έπαιρνε μαζί του και ένα όμορφο κομμάτι, που εκείνος είχε απολαύσει. Έτσι που τα πράγματα δεν θα ήταν ποτέ τα ίδια, ό,τι και αν ακολουθούσε.»

 Ο Επιζών είναι ο καθένας από μας, που κατόρθωσε να περάσει τις συμπληγάδες  μιας απώλειας ή ενός πένθους,  της αποκάλυψης μιας σκληρής αλήθειας, και να βρει εν τέλει έναν τρόπο, ή και πολλούς, να ζει και ν’ αγαπά. Υπ’ αυτή την έννοια το μικρό μυθιστόρημα είναι ένα Bildungsroman, αφού παράλληλα με την αφήγηση των γεγονότων της ζωής του κεντρικού ήρωα Ιάσονα, ανιχνεύει πώς διαμορφώνονται ο χαρακτήρας και τα πλούσια ενδιαφέροντά του, από το σύμπαν και το ραδιόφωνο ως τα όνειρα και την τέχνη. Το βιβλίο του Κ. Γ. μελετά επίσης εις βάθος τόσο τη μοναξιά όσο και το πάθος για τον αγαπημένο άνθρωπο που λείπει, εν προκειμένω κάποιον παιδικό έρωτα, τους  γονείς, κυρίως την απούσα μητέρα σε αντίθεση με την καρικατούρα-μητέρα-μητριά, τον πολύτιμο θετό πατέρα Βάιο, που θα πεθάνει νωρίς, και στο κλείσιμο της ιστορίας την πολύτιμη αναπλήρωση του έρωτα, που φτάνει με το συμβολικό όνομα Άλμα, και ξαναγεμίζει με νόημα τον κόσμο. Και από αυτή την άποψη είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα με σασπένς και αίσιο τέλος.

 

ΙΙ. Το ύφος και οι αφηγηματικοί τρόποι.

 

Η αφήγηση των γεγονότων, των βιωμάτων και των συμπληρωματικών στοιχείων, απλώνεται φαινομενικά ομαλά, ιστορικά, χωρίς παιχνίδια του χρόνου, όμως όχι ακριβώς ευθύγραμμα, όχι ακριβώς ρεαλιστικά.  Η όρασή του είναι μικροσκοπική, εστιάζοντας στις σημαντικές λεπτομέρειες, παρά μακροσκοπική˙ το αχανές του κόσμου και το απρόοπτο μιας αποκάλυψης ίσως τρομάζουν τον αφηγητή-παιδί με την αφιλόξενη πρόκλησή τους, όπως τρόμαζε και ο σοφός Πασκάλ. Γράφει:  «2. Η γεωγραφία ήταν και αυτή φυγόκεντρη, αλλά είχε όρια. Ο κόσμος δεν είχε. Ούτε ο κόσμος του… Έβλεπε οκτώ ανθρώπους σε κύκλο κλειστό. Αυτός ήταν ο ένατος, όπως το αρχικό του ονόματός του. Το γράμμα ιώτα είναι το ένατο στη σειρά του ελληνικού αλφαβήτου. Αλλά δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από το όνομά του. Η νύχτα είχε το γυα­λί της και κείνος ένα κιάλι να βλέπει μέσα απ’ το γυαλί. Το κιά­λι ήταν το πρώτο δώρο της γιαγιάς, για να βλέπει μακρύτερα από όλους τους άλλους. Διάβασε τη μάρκα στο φακό, το όνομα του κατασκευαστή Karl Zeiss που ήταν σαν βιτσιά.»

Διάχυτη σε όλο το βιβλίο αυτή η μαστορικά δοσμένη και αφοπλιστική αθωότητα, η οπτική του κεντρικού ήρωα, του παιδιού Ιάσονα,  διακόπτεται μόνο από τα λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά σχόλια, ένα είδος αυτοτελών μικρών κειμένων, (Δυσαναλογίες, Ο Πίνακας, Ανάποδα, Φυγή, Γάτος, Άλμα) ή, καθώς προχωρά το έργο, εμβολίζεται κυριολεκτικώς από τα τρομακτικά όνειρα του νέου, που δίνουν ψυχαναλυτικό βάθος και προοπτική στην ιστορία,  ανοίγοντας την αυλαία νέων σκέψεων για τον αναγνώστη. Συνυπάρχουν δηλαδή ως φωνές ένα παιδί, ένας έφηβος, και μια ώριμη, λόγια και υποψιασμένη φωνή, κάτι που βοηθάει πολύ την αποκάλυψη κάποιων πλευρών της πραγματικότητας και συνιστά λογοτεχνικό κατόρθωμα. Ένας διπλός, τριπλός ήρωας, ένας άνθρωπος με όλες του τις ηλικίες.

Και επίσης συνυπάρχουν πολλοί τρόποι γραφής: ρεαλισμός, υπερρεαλισμός, παράλογο, συμβολισμοί, στοχαστικές αποστροφές, ποίηση, πλούσια εικόνα και περιγραφή, που πηγάζουν από την λατρεία του συγγραφέα για τη ζωγραφική, άλλωστε ζωγράφο θα κάνει και τον κεντρικό του ήρωα. Τα φαντάσματα του Νταλί, του Μαγκρίτ, του Κορό και του Πικάσο είναι παρόντα, ίσως και κάποια ακόμη που δεν αναγνώρισα. Οι επιρροές του λογοτεχνικού μοντερνισμού είναι επίσης προφανείς, Ντοστογιέφσκι, Προυστ, Κάφκα, Χάντκε, Μπάχμαν, Μιούζιλ, Μπρεχτ, Εμπειρίκος, Καμύ, νουάρ, αλλά απολύτως αφομοιωμένες.  Αυτά και μόνο αρκούν για να εντάξουν το βιβλίο στην κατηγορία των πολύ καλών κειμένων. Γιατί αν κάτι αποζητά ο σύγχρονος αναγνώστης από τον συγγραφέα, είναι ακριβώς αυτή η διαδρομή του στοχασμού πλάι στη νοσταλγία και στη μνήμη,  καλλιτεχνικά και αισθητικά ερεθίσματα, την  αγωνία της απόκρυψης δίπλα στην αποκάλυψη μιας αλήθειας, αντί για τις ωμές και ανεπεξέργαστες αφηγήσεις, που συνηθίζονται γενικώς ως πλέον «εύληπτες» ή ευπώλητες.

 

ΙΙΙ. Τα πρόσωπα και τα ονόματά τους στο βιβλίο. 

 

Ευανθία, η υπηρέτρια (μια ολάνθιστη σαν το όνομά της νεαρή Αφροδίτη): «του άρεσε να της διαβάζει κοιτώντας τα γόνατά της, καθώς η φούστα της πιανόταν σε μια άκρη του βιβλίου και σηκωνόταν λίγο πάνω απ’ το γόνατο. Αυτό το μικρό αγόρι ήταν ένας δάσκαλος γι’ αυτήν. Για τον Ιάσονα ήταν μια παρηγοριά αυτή η όμορφη κοπέλα που τον περνούσε μόλις εννιά χρόνια. Η Ευανθία είχε μακριά ξανθά μαλλιά, τα ‘πιανε κότσο όταν έκα­νε δουλειές, μάτια γαλανά μεγάλα και έκπληκτα πάντα, μικρό στήθος με ρώγες που ορθώνονταν πίσω από τις μπλούζες που φορούσε».

Μαμά Μάρθα (ή μητριά, με το όνομα της νοικοκυράς Μάρθας της γραφής, που δεν άκουγε τον Κύριο…) «Η Μάρθα είχε ένα μεγάλο μέτωπο που μετριαζόταν κάπως από τα γυαλιά που φορούσε ακόμα και στον ύπνο της, γι’ αυτό τα στράβωνε σχεδόν κάθε βράδυ και έστελνε την υπηρέτρια την άλλη μέρα στον οπτικό να τα ισιώ­σει.» Είναι πάντα στο στοιχείο της, όπου τάξις και ασφάλεια», όπως θα μάθουμε αργότερα με αφορμή το μάθημα των Γερμανικών. Τον μπουκώνει μέχρι σκασμού κοκκινιστά μακαρόνια.., Υπάρχει βλέπετε και αρκετό χιούμορ στο βιβλίο, χρωματιστό και μαύρο.

Ο πατέρας Βάιος, με όνομα που αναγγέλλει μια ανάσταση, αυτήν της καλοσύνης: «Ο Ιάσων τον κρατούσε απ’ το χέρι σφιχτά. Τον θαύμαζε. Ήταν περήφανος γι’ αυτόν. Για την πραότητα και τη γλυκύτητα που είχε το μελαχρινό του πρόσωπο, τη μελαγχολία και τη σπιρτάδα που έβλεπε στα μικρά αεικίνητα μάτια του. .Γελούσε πάντα ο πατέρας. Μ’ ένα πλούσιο γέλιο.»

Ο διευθυντής του σχολείου, η παράλογη βία, χωρίς όνομα φυσικά: «…Την μεθεπομένη πήγε σχολείο δυο ώρες αργότερα και περί­μενε το διάλειμμα για να μπει στην αίθουσα. Ο διευθυντής νόμιζε πως ήταν τιμωρημένος και του άστραψε ένα χαστούκι που άναψε το μάγουλό του και έτσουζε. Μια σκέψη άστραψε με τη σειρά της στο κεφάλι του. Και παραλίγο να την ξεστο­μίσει αστόχαστα, αλλά την κράτησε για τον εαυτό του».

Η δασκάλα, κυρία Ερατώ, ένα ευγενές πρόσωπο που  διαβάζει, με όνομα μούσας :«… ήταν ψηλή, αδύνατη, υπομο­νετική, ανεκτική με τους μαθητές της… Φορούσε συνήθως ανοιχτόχρωμα φορέματα την άνοιξη…. Την τελευταία ώρα τους διάβαζε πάντα σε συνέχειες τις Περιπέτειες του Βαρώνου Μινχάουζεν, το Χωρίς οικογένεια και το Με οικογένεια του Έκτορος Μαλό και Τα Άγουρα χρό­νια του Κρόνιν.»

Ο Άγγελος, ειρωνικά, μεγαλύτερος ξάδερφος και φίλος, λιγάκι ήρωας του Ιάσονα στα νιάτα τους, ο άσωτος υιός που θα γίνει αργότερα καλός αστός.   «Αλλά επειδή ήταν άνθρωπος που φοβό­ταν τη μοναξιά, είχε πάντα στο κάθισμα του συνοδηγού γυναι­κεία συντροφιά».

Η Ιουλία, η φυσική μητέρα, ανύπαρκτη, και ο φυσικός πατέρας, πρόσωπο αντιπαθές που βιάζει τη μνήμη του Βάιου.

Η Άλμα–ψυχή,  η ερωμένη του, φωτεινή σαν τον ήλιο, το χρυσόμαλλο δέρας και τέλος των δύσκολων χρόνων.

Τέλος  ο Ιάσων, με το όνομα του μονοσάνδαλου ήρωα που  επίσης σημαίνει την ίασή του από το διαβρωτικό μυστικό, είναι ένα παιδί σε κλουβί:  «Διάβαζε πολύ …Πρόσθετε σχόλια δικά του, ή σχέδια, καμιά φορά κωμικά. Έφτιαχνε τότε στο περιθώριο των σελίδων του τετραδίου ένα στόμα. Ανοιχτό. Στο βάθος του έχασκε ένα σκοτεινός λάρυγγας και ένας πράσινος βυθός. Μια φορά έγραψε, ένας βυθός πήγε να βρει τα ψάρια του… Διαβά­ζοντας ένα αφορισμό του Κάφκα -τον συντομότερο- είχε δύο αντιδράσεις, σχεδόν ταυτόχρονα: «Ένα κλουβί πήγε να βρει ένα πουλί».

 

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος

 

 

ΙV. Η απόκρυψη, η αγωνία, το παράλογο.

 

Όμως σε ένα τέτοιο μυθιστόρημα παρεμβάλλονται και κάποιες αμφιβολίες, δυσοίωνα γεγονότα ή παρατηρήσεις, που εντείνουν την αβεβαιότητα και προετοιμάζουν σταδιακά την αποκάλυψη του μυστικού: Ο κόσμος γύρω μας  στροβιλίζεται, κι αυτό δυσκολεύει τον τρόπο να βλέπεις την πραγματικότητα, που γίνεται κάποτε ασαφής: «….το αλογάκι που άντεχε το βάρος του μικρού και ξεκινούσε για κείνη τη ζαλιστι­κή βόλτα που όλο αυξανόταν, εκείνον τον στρόβιλο που, όταν αφίππευε γύριζε ακόμη στο κεφάλι του για αρκετή ώρα. Και τότε ο πατέρας έσπρωχνε πίσω τη ρεπούμπλικα, έσκυβε και τον έπιανε απ’ τη μέση, τον σήκωνε και, όταν τα μάτια τους συνα­ντιόνταν, ο μικρός ανακάλυπτε πως η μύτη του πατέρα του δεν ήταν στη θέση της ανάμεσα στα μάτια, αλλά γύριζε γύρω απ’ το κεφάλι του.» το πορτραίτο σαν καμωμένο από τον Πικάσο.

Επίσης και ο κόσμος των λέξεων, ο λόγος,  μπορεί να είναι ή να γίνει μια δοκιμασία «Η πρώτη λέξη που ξεστόμισε – με μεγάλη δυσκολία είναι η αλήθεια – ήταν ένα «δεν», μια φορά. Και κράτησε το δέλτα ανάμεσα στη γλώσσα και τα μπροστινά του δόντια. Στο μυαλό του σχηματίστηκε μια εικόνα και ύστερα ένα γεωμετρικό σχή­μα, το δέλτα του ποταμού κι αμέσως μετά ένα ισοσκελές τρί­γωνο. Η δεύτερη λέξη -που πρόφερε χωρίς τόση δυσκολία- ήταν «θέλω». Αμέσως πλημμύρισαν το μυαλό του λέξεις από θήτα, θήλυ. Θηλή. Θα. Και αυτομάτως το μέλλον. Ένα μέλλον που δεν ήθελε. Η τρίτη λέξη που βγήκε απ’ το ανοιχτό του στόμα ήταν «άλλο» «δεν θέλω άλλο»…» Iδού και οι συγγένειες με τον Χάντκε.

 

Το αίνιγμα-μυστικό του βιβλίου, καθώς καλά λειτουργεί η απόκρυψη,  αργεί να αποκαλυφθεί και η αγωνία οξύνεται με τη σκληριά της μητριάς-μητέρας, που ακούγεται μια νύχτα, συνοδεύοντας ένα όνειρο, κάτι που γίνεται  αφορμή όμως και για έναν ύμνο στη φιλική νύχτα: κεφ. 11. Η ΣΚΛΗΡΙΑ. «…Η μέρα δεν ήταν χρόνος ελευθερίας, όπως η νύχτα. Στη χώρα που ζούσαν μητέ­ρα και γιος είχε πάντα πολύ φως. Ανηλεές φως……. Η νύχτα τα σκεπάζει όλα. Όλα τα υπομένει. Η νύχτα συνοδεύει τα όνειρα και τους εφιάλτες. ….Εκείνη κοιμόταν. Δεν έβλεπε πια όνειρα. Έβλεπε εφιάλτες. Έβλεπε κάθε νύχτα τον ίδιο εφι­άλτη. Έβλεπε ένα μυστικό να κουτρουβαλιάζεται στη σκάλα. Στη σκάλα που οδηγούσε στην κουζίνα. Το μυστικό είχε μορφή και παράστημα. Όλα ήταν σκοτεινά. Όμως εκείνη τον έβλεπε να κατεβαίνει τη σκάλα. Να ξανανεβαίνει σαν κανονικό παι­δί και ύστερα να παίρνει τη μορφή του μωρού στις φασκιές. Εκείνη να περιμένει στη βάση της σκάλας, γεμάτη αγωνία…»  (Φρόυντ, νουάρ, κινηματογράφος)

Όμως συμβαίνουν και χειρότερα, αφού στη ζωή ενός συγγραφέα όλα είναι βιβλίο, το βιβλίο που διαβάζει ή εκείνο που έγραψε, κι όταν σκληρίζουν οι σημαντικοί άλλοι, αδειάζει! :  «Τα βλέφαρά του κοίταζαν πάνω από τις σελίδες του βιβλίου. Το βιβλίο έπεφτε με πάταγο, δυσανάλογο για ένα όχι πολυσέλι­δο βιβλίο, στο πάτωμα. Τα γράμματα, οι λέξεις, οι παράγραφοι κυλούσαν και γέμιζαν το πάτωμα. Το βιβλίο άδειαζε απ’ ό,τι περιείχε. Οι σελίδες έμεναν λευκές. Η σκληριά επαναλαμβανό­ταν. Ξανά και ξανά.»

 Αλλά και συνολικά η θέση της λογοτεχνίας, του Ντοστογιέφσκι εδώ, ιδίως στα όνειρα,  είναι όπως θα το περιμέναμε, βασιλική: Κεφάλαιο 12. ΤΙΜΩΡΊΑ Ο Ιάσων της διαβάζει ένα κεφάλαιο από το Έγκλημα και Τιμωρία. Στέκεται πίσω της. Την ακούει να μουρμουρίζει κάτι που έχει να κάνει με τα πρησμένα πόδια της που είναι βυθι­σμένα σε αλατόνερο. Κρατάει ανοιχτό το βιβλίο με το σκληρό εξώφυλλο και της διαβάζει. Εκείνη συνεχίζει να μουρμουρίζει προσευχές. Παίρνει νερό από μία κατσαρόλα πλάι στη λεκά­νη και βρέχει τις κνήμες της, κίτρινες και ζαρωμένες. Σχεδόν κοκκαλιάρικες………. Της διαβάζει κάνοντας τώρα παύσεις κάπως μεγα­λύτερες απ’ τις προηγούμενες. Οι παύσεις γίνονται σε σημεία που δεν είναι απαραίτητο να γίνουν. Στο μεταξύ το νερό είναι κόκκινο σαν αίμα. Η Μάρθα μένει έτσι πεσμένη μέσα στο νερό για ώρα. Γερμένη πλάτη. Καμπουριασμένη. Τα ολόλευκα μαλ­λιά της βρέχονται μέσα στο κόκκινο νερό. Ο Ιάσων πίσω της έχει φθάσει στη σκηνή του φόνου της γριάς τοκογλύφου από τον νεαρό φοιτητή. Τον Ρασκόλνικοφ. Στο δεξί του χέρι κρατά τον μπαλτά που χρησιμοποιούν στην κουζίνα για να τεμαχί­ζουν κρέας, φρέσκο κόκκινο. Χωρίς λίπος. Τα λεπτά μακριά του δάχτυλα τυλιγμένα γύρω από τη χοντρή ξύλινη λαβή. Δεν μπο­ρεί να καταλάβει γιατί η αιχμηρή άκρη του μπαλτά στάζει αίμα που δεν αναβρύζει απ’ το κεφάλι της Μάρθας.»

  Το θέατρο έχει επίσης τη θέση του, σκηνές σαν από τον Πιραντέλο : Μια νεαρή, η αδερφή του, κατσουφιασμένη πάντα, ήταν και δεν ήταν στο μεγάλο σπίτι. Ο πατέρας κλεισμένος στο γραφείο του. Η Μάρθα πάντα σε συναγερμό. Δεν επαναλάμβανε ποτέ τα λόγια των άλλων. Έλεγε μόνο τα δικά της, με τρόπο που δε σήκωνε αντιρρήσεις.

Στη βάση της σκάλας η υπηρέτρια. Τρεις φορές την εβδομάδα η καθαρίστρια. Επισκέψεις διαφόρων προσώπων…

  Η άλλη ματιά, η λοξή του καλλιτέχνη, θα θριαμβεύσει τελικώς στο θαυμάσιο κεφάλαιο  με τη ραπτομηχανή και το καρούλι, 18. ΔΥΣΑΝΑΛΟΓΙΕΣ, ένα μικρό αριστούργημα, που θα μπορούσε να σταθεί και μόνο του σαν διήγημα ή μικρή ταινία: «Όταν κατέβασε το καρούλι από το μάτι του ξανάρθαν τα πράγματα στην κανονική τους κατάσταση. Ε, λοιπόν, σκεφτό­ταν πως αυτή η κατάσταση που την έλεγαν «κανονική» δεν έχει γούστο. Ήταν σαν παραμύθι χωρίς εικόνες.

Το ίδιο συνέβαινε κι όταν το καρούλι επέστρεφε στη χρήση για την οποία είχε κατασκευαστεί. Τότε ήταν που το παραμύθι τελείωνε. Του Ιάσονα όμως δεν του άρεσε διόλου το τέλος ενός παραμυθιού. Γι’ αυτό και δε συμπαθούσε καθόλου το τελικό σίγμα, αν και τον τραβούσε ιδιαίτερα το σχήμα του».

 

V. Έρωτας και θάνατος.

 

Ώσπου έρχεται και η στιγμή ο αφηγητής να μιλήσει για τον χαμένο παράδεισο, τον κήπο των παιδικών ερώτων, που στη θέση του πια ζει η ζωγραφική και οι ενήλικοι έρωτες με τα μοντέλα, μια δίψα της σάρκας, ο τωρινός κήπος, η ευτυχία και η προοπτική του: «Εγώ έφτιαχνα τα βουνά και τα ποτάμια, τους δρόμους και τα σπίτια, τα έκλεινα μέσα σε όρια και προχωρούσα στις όμορες περιοχές που είχαν όλες διαφορετικό σχήμα …….

Τώρα ζωγραφίζω μοναχός μου, σ’ ένα, μάλλον μεγάλο για μένα, σπίτι. Μόνο τα μοντέλα μ’ επισκέπτονται. Ποζάρουν με τις ώρες. Σχεδιάζω. Κατακτώ αχόρταγα τα σώματά τους. Χαϊ­δεύω κάθε σπιθαμή των σωμάτων τους. Αναστέλλω την επιθυ­μία μου. Τελειώνοντας το σχέδιο και πριν περάσω στο χρώμα, τις ξανακοιτώ και δε μοιάζουν διόλου στο σχέδιό μου. Τότε ξαναγίνονται γυναίκες ή κορίτσια. Τότε χαϊδεύω τα σώματά τους. Σβήνω μια ασίγαστη δίψα, που επανέρχεται κάθε φορά όλο και πιο ορμητική. Φυσάει. Κάθομαι στον κήπο.»

Θα ακολουθήσει η θαυμάσια ερωτική σκηνή με τη μικρή έφηβη, Ρέα. «Λοιπόν” είπε η Ρέα «βλέπω πως διαβάζεις, όπως πάντα, όταν σε συναντώ, και αυτό εμένα με μπερδεύει και άλλοτε με διευκολύνει – κοίτα!” και του ’δειξε τα μικρά, άγουρα στήθη της. Και εκείνος κοίταξε στην αρχή ντροπαλά και ύστερα αχόρ­ταγα τα μικρά, μόλις σχηματισμένα στήθη της και κείνη τόλμη­σε την επόμενη προστακτική, «πιάστα», και κείνος υπάκουσε….» Πολύ ωραίες ερωτικές σελίδες, φόρος τιμής στον Εμπειρίκο ή τον Απολιναίρ, σοφά τοποθετημένες στο κεφ. 21.  ΠΥΡΕΤΟΣ, μετά το συγκλονιστικό κεφάλαιο 20. ΜΝΗΜΗ για τον θάνατο του πατέρα, που έχει συντρίψει τον αναγνώστη με το ειλικρινές πένθος και τη βαθύτητά του.  Εδώ βρίσκεται και η κλείδωση του βιβλίου, μετά τον θάνατο του Βάιου, όπου όλα στρέφουν στο σκότος του κακού. Λένε πως μόνο ένας αληθινός συγγραφέας είναι ικανός να τα βάλει με τον έρωτα και τον θάνατο, εκεί που σπάνε τα μούτρα τους οι πρωτάρηδες.  Ο επιζών επιζεί πανάξια στη ζόρικη αυτή θεματική.  Πιο κάτω θα κλιμακώσει με τη νυχτερινή σκηνή της ερωτικής και υποστηρικτικής  πόρνης, λίγο μετά την απογοητευτική αποκάλυψη του αληθινού του πατέρα, και της αληθινής μητέρας του, ανηψιάς του Βάιου, που διπλασιάζει το πένθος του. Όμως εδώ θα εμπλακεί και η αστυνομία, οι ένστολοι, μια κλοπή, το ξυλοκόπημα της φτωχής γυναίκας, και η συμπαράσταση του σ’ αυτήν. Το μαύρο αυτό μέρος του βιβλίου, ζοφερό και αγωνιώδες, δεν περιλαμβάνει μόνο αυτή την αστυνομική βραδιά. Ξεκινά με τη στέρηση του ραδιοφώνου στο πένθος που θα οδηγήσει τον Ιάσονα σε απόλυτη απόγνωση. Και είναι η Μάρθα που του το στερεί σφραγίζοντάς το, σχεδόν σα να μην υπάρχει ο γιος της, σαν να είναι ξανά κατοχή. Είναι γνωστό ότι  τα μοτίβα βιβλίο, ραδιόφωνο, θέατρο, γράψιμο, εικόνες και ζωγραφική, κινηματογράφος, μουσική, είναι σημεία αναφοράς κάθε καλλιτεχνικής φύσης, αλλά  και τρόποι παρηγορίας, και η στέρησή τους η χειρότερη τιμωρία: «Οι άφωνες μέρες ήταν ένα μελανό σημάδι που ο Ιάσων θα το κουβαλούσε διά βίου. Ήταν σαν η Μάρθα να τον είχε πυροβολήσει με σιγαστήρα. Εκείνος είχε δεχθεί μια σφαίρα που είχε φύγει απ’ το πιστόλι της χωρίς να εκπυρσοκροτήσει. Το τραύμα που του άνοιξε δεν θα επουλωνόταν ποτέ».

 

VI. Εφιαλτικά ανατρεπτικά όνειρα και ένα χάπυ εντ.

 

Ο ήρωάς μας ζει πια σε απόλυτο αίσθημα ερημίας και μοναξιάς, που όλο κλιμακώνεται. Ακολουθεί το όνειρο της Κατολίσθησης στο τρένο που εκτροχιάζεται, στο κλίμα της Δίκης του Κάφκα, με την εμφάνιση του σκοτεινού αληθινού πατέρα, την είσοδο στο βαγόνι και όλη την εξέλιξη του ατυχήματος, όλα ανατρέπονται: «Η Ιουλία, που δεν την έλεγαν πια Ιουλία, αλλά Λευκή, η μητέρας της η Ευτέρπη που τώρα την έλεγαν Ευδοξία. Η Μάρ­θα, που τώρα είχε πάρει το όνομα Μάχη, ο πατέρας, που διατη­ρούσε το όνομά του, ο πρώην εξάδελφος, τώρα θείος Άγγελος, η θεία Μάγδα, τώρα Λουκία. Αυτό το τρένο, λέει, έμπαινε σ’ ένα τούνελ που είχε υποστεί κατολίσθηση και όλοι οι επιβάτες με τα νέα τους ονόματα και τις αποσκευές τους τραυματίστηκαν θανάσιμα». Ακολουθεί το τρομερό αποκαλυπτικό όνειρο ο Εφιάλτης με τις μητέρες, που θυμίζει εικόνες από μια έκθεση του Νταλί. Ο Ιάσων παραδέρνει σχεδόν ανήμπορος σε θύελλες: «Το «ορφανός», δίπλα στον «πατέρα», πλαστό και αυτό. Οι συμμαθητές του που είχαν χάσει τον πατέρα τους ήταν όντως ορφανοί. Αυτός όχι. Αυτός είχε γονείς. Όλα ήταν αντε­στραμμένα, όπως το είδωλο στον καθρέφτη. Μόνο που ο δικός του καθρέφτης ήταν σπασμένος, με τόσα αιχμηρά σημεία που ήταν ακόμη πολύ δύσκολο να τον ανακατασκευάσει. Πολλαπλά είδωλα εμφανίζονταν στον καθρέφτη του. Πρόσωπα διχασμένα, διπλά. Το ένα αληθινό, το άλλο κίβδηλο.» Η Μάρθα-απειλητικό χταπόδι ωστόσο θα διεκδικήσει την κίβδηλη  μητρότητά της, επισείοντας έως και την απειλή της αποκλήρωσης.

 Ο Επιζών θα το σκάσει μετά τον θάνατό της επιτέλους ελεύθερος.  Και όπως κάθε ελεύθερος θα κατεβεί στη θάλασσα του Φαληρικού Δέλτα, μη γνωρίζοντας τι να κάνει. «Η θάλασσα δεν κοιμάται ποτέ. Κινείται πάντα, ακόμα και όταν μοιάζει ακύμαντη. Κρύ­βει μυστικά στον πυθμένα της, ερειπιώνες και ναυάγια. Πνίγει όποιον την αψηφά.»  Κι έπειτα θα πάει στο σπίτι του όπου θα βρει τον γάτο του Άλφι. Ένα γάτο που δεν φοβάται την ώρα και δίνει μαθήματα ζωής: «Ζήλευε την ανεξαρτησία του, όπως και το ότι δεν ήταν δέσμιος αυτής της χαώδους κατάστασης που καταδυνάστευε τη ζωή των ανθρώπων»

    Ο ξένος του Καμύ ανοιχτός στο δωμάτιό του. Και τότε θα θυμηθεί την Άλμα:  «…και δεν ξαναξεχάστηκαν, όπως η νύχτα δεν ξεχνά το φεγγάρι ακόμα και αν είναι στη χάση του, όπως το κύμα δεν ξεχνά να σκεπάζει την άμμο στην ακροθα­λασσιά. Έτσι η Άλμα από κορίτσι-όνειρο έγινε η κοπέλα του».

 

 

Μ.Π. 15/10/2019

 

 

 

Ο Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952. Είναι δηµοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για µια πενταετία µε την εφηµερίδα Η Εποχή, όπου διατηρούσε τη στήλη “Περίτεχνα” και έφτιαχνε σκίτσα, και µε το περιοδικό Στίγµα από την ίδρυσή του ως την αναστολή της έκδοσής του (2000-2010). Υπήρξε σύµβουλος του Πολιτισµικού Οργανισµού του Δήµου Αθηναίων (1998-2002) µε τη “Συµπαράταξη για την Αθήνα”. Δηµοσίευσε βιβλιοκριτικές στην Καθηµερινή και τη Νέα Εστία. Παρουσίασε στο Γ΄ πρόγραµµα της ΕΡΑ εκποµπές µε ελληνική µελοποιηµένη ποίηση (2001-2002). Αρθρογράφησε στη Γαλέρα (2007-2010). Δηµοσίευε στο περιοδικό Ιστορία εικονογραφηµένη. Εξέδωσε µια µονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο, το «Πορτρέτο που κάηκε στο φως», εκδόσεις Ηλέκτρα, 2007, και το «Στο φεγγίτη του μυαλού του Μιχαήλ Μήτσάκη», εκδ. Λέμβος, 2017. Σήμερα συνεργάζεται µε το περιοδικό δρόµου Σχεδία. Διαχειρίζεται την ιστοσελίδα strovilos.gr

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top