Fractal

✔ Ιωάννα Μπουραζοπούλου: «Μόνο αν κοιτάξεις τον κόσμο από ψηλά θα αντιληφθείς τις διαστάσεις του, αλλιώς βλέπεις μόνο τον απέναντι τοίχο»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

«Στο μυθιστόρημα έχω όλο το χρόνο να ολοκληρώσω μια σκέψη που άφησα μισή, να εξερευνήσω ένα συναίσθημα που προσπέρασα βιαστικά, να καλλιεργήσω μια ιδέα που χάθηκε μέσα στον πανικό της καθημερινότητας. Η τέχνη συμπληρώνει τη ζωή μου, τη φωτίζει.»

 

Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, η συγγραφέας που έκανε τον έλληνα αναγνώστη ξαφνικά να αγαπήσει το Φανταστικό και τη Guardian να κατατάξει τη «Γυναίκα του Λωτ» στα καλύτερα βιβλία επιστημονικής Φαντασίας της χρονιάς, αποκαλύπτει στον Φιλελεύθερο τα πάντα: τα παιδικά της χρόνια και το γοτθικό στοιχείο στη ζωή της, τον καθημερινό μόχθο για να στήσει τους απίθανους κόσμους της, τα μυστικά της τριλογίας «Ο δράκος της Πρέσπας».

«Η τριλογία δεν εκβιάζει ερμηνείες ούτε καθοδηγεί, αποδέχεται ως ορθή την υποκειμενική άποψη κάθε αναγνώστη», θα μας πει. «Αυτός είναι κι ο λόγος που του χαρίζει τον τέταρτο τόμο της, δηλαδή τα οριστικά συμπεράσματα και τις τελικές εντυπώσεις. Είναι η ελάχιστη χειρονομία αναγνώρισης απέναντι σε έναν πιστό συνοδοιπόρο, που με συντρόφευσε στα βουνά και στις χαράδρες τόσων σελίδων χωρίς να με εγκαταλείψει.»

Και θα μας φανερώσει εκείνο που επικρατεί στο επόμενο βιβλίο της τριλογίας που θα ακολουθήσει: «Πάγος, εκεί επικρατούν πολικές συνθήκες. Έχει ήδη αποκαλυφθεί με μισόλογα στον πρώτο τόμο, όταν σχολιάζεται ο ρουχισμός των αλλόχθιων, και με ειδησεογραφικές αναφορές στον δεύτερο τόμο. Ό,τι πρέπει, γιατί ξεκινάω το γράψιμο μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού.»

 

 

-Κυρία Μπουραζοπούλου, ποιό απ’ όλα γεννήθηκε πρώτο στον «Δράκο της Πρέσπας»; Η λίμνη, τα αόρατα σύνορα, τα κοινά προβλήματα, ο Δράκος….

Δυστυχώς δεν θυμάμαι με ποια σειρά γεννήθηκαν, πάνε οκτώ χρόνια από τότε. Αποκυήματα της πρώτης ταραγμένης δεκαπενταετίας του 20ου αιώνα, αντικατόπτρισαν τα ερωτήματα που γέννησαν εγχώρια και διεθνή γεγονότα, σαν είδωλα παραμορφωτικού καθρέφτη: σύνορα και όρια, πολιτική ρευστότητα και ανασφάλεια, εκφοβισμοί, εκβιασμοί και δημαγωγικά παιγνίδια, κοινωνική και υπαρξιακή κρίση. Το παράδοξο είναι ότι γράφω μυθιστορήματα φαντασίας για να απομακρυνθώ από όλα αυτά, να τα αφήσω πίσω μου, να βρεθώ σε έναν καινούργιο κόσμο που κατανοώ και ελέγχω απόλυτα. Απ’ ό,τι φαίνεται, «η πόλις με ακολουθεί»…

 

-Τα βιβλία σας ξεκινούν από τα πρόσωπα, τον Τόπο ή το πρόβλημα προς επίλυση;

Ούτε αυτό είναι εύκολο να το απαντήσω, επειδή τα έργα μου είναι μάλλον προϊόντα σύνθεσης, παρά κάποιας μεμονωμένης σύλληψης που με χτυπά σαν κεραυνός και μου δείχνει το δρόμο. Δεν ψάχνω ένα κεντρικό θέμα ως άξονα, για να ξεπεταχτούν από αυτό τα κλαράκια της πλοκής, αλλά ένα σύστημα θεματικών αξόνων, διπλωμένων με τρόπο ώστε ο ένας να κρύβει τον άλλο, που διαπλέκονται στην αφήγηση και αλλάζουν μορφή. Έτσι, δεν θεωρώ «εναρκτήρια» οποιαδήποτε μεμονωμένη σύλληψη, όσο γοητευτική κι αν δείχνει, γι’ αυτό και σπανίως τις θυμάμαι. Εναρκτήρια θεωρώ την πρώτη ολοκληρωμένη σύνθεση που εμφανίζεται στο σημειωματάριο, σαν κουβάρι από χρωματιστές ίνες, η οποία υπόσχεται ενδιαφέρουσες δυνατότητες ανάπτυξης. Τότε αφήνω το σημειωματάριο και κάθομαι στο πληκτρολόγιο.

 

-Όταν ξεκινάτε μια ιστορία σας, γνωρίζετε το τέλος της εξ’ αρχής;

Ναι, οπωσδήποτε, αλλιώς θα χανόμουν στους δαιδάλους της πλοκής, αφού η πολυπλόκαμη ιστορία είναι προϋπόθεση συγγραφικής απόλαυσης για μένα. Το τέλος με βοηθά να συγκρατούμαι, γιατί δεν είμαι και τόσο νηφάλια δημιουργός, παρασύρομαι, ταυτίζομαι συναισθηματικά, ρέπω στην υπερβολή. Χρειάζομαι έναν σαφή προορισμό και φροντίζω να μην τον ξεχνώ, γιατί όσες φορές τον εγκατέλειψα μετάνιωσα. Εκείνο που δεν γνωρίζω είναι το πώς θα φτάσω σε αυτόν τον προορισμό, από ποια απροσδόκητα και ελικοειδή μονοπάτια, γιατί σκοπός είναι η διαδρομή να γίνει συναρπαστική, γεμάτη προκλήσεις και εκπλήξεις. Ταξιδεύω μαζί με τον αναγνώστη στις φουρτούνες της ιστορίας και αδημονώ περισσότερο από εκείνον να εξιχνιάσω μυστήρια, να βρω λύσεις, να γευτώ καινούργιες εμπειρίες, να εξερευνήσω τα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής.

 

-Διάβασα σε συνέντευξή σας για την αγάπη σας στο γοτθικό στοιχείο, καθώς και το ότι κάποια ευαίσθητα παιδικά χρόνια ζήσατε στην Αγγλία, πιστεύετε ότι εκεί οφείλετε και την αγάπη σας για το Φανταστικό;

Εκεί κατάλαβα την παιδαγωγική αξία του μύθου και το πώς μπορείς να μάθεις παίζοντας. Στην Ελλάδα, όταν καθόμασταν στα θρανία, έπρεπε να συγκρατούμε τη φαντασία μας, να ψάχνουμε το ηθικό δίδαγμα στα κείμενα αντί να απολαμβάνουμε την ανάγνωση, να αποστηθίζουμε κατεβατά, να σκεφτόμαστε με κανόνες. Το δημοτικό σχολείο στην Αγγλία υπήρξε μια αποκάλυψη. Θεατρικό παιγνίδι, φαντάσματα, στοιχειωμένοι πύργοι, περιπέτειες με πειρατές και δράκους. Η τάξη δεν είχε στοιχισμένα θρανία-φυλακές, αλλά θαλάσσιες σπηλιές, φανταστικά τοπία, απόρθητα κάστρα, μετακινούμασταν αδιάκοπα στη διάρκεια του μαθήματος. Ένα δωμάτιο λίγων τετραγωνικών μέτρων γινόταν ένας μαγικός τόπος εξερεύνησης. Η επιστροφή στην Ελλάδα, δύο χρόνια μετά, ήταν ένα πολιτισμικό σοκ, η τυποποίηση και η ομοιομορφία με κατέθλιψαν. Περίεργο για μια χώρα παραμυθάδων, όπως η δική μας, να καθυστερήσει τόσο να αναγνωρίσει την αξία του παραμυθιού. Μόνο αν κοιτάξεις τον κόσμο από ψηλά θα αντιληφθείς τις διαστάσεις του, αλλιώς βλέπεις μόνο τον απέναντι τοίχο.

 

 

-Η συγγραφική σας διαδρομή; Πότε πρωτογράψατε και τι ήταν;

Προσπάθησα να γράψω ένα μυθιστόρημα στην πέμπτη ή έκτη δημοτικού, μια παιδική περιπέτεια που διαδραματίζεται στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο – συνδυασμός επιρροών από τα έργα της Άλκης Ζέη και της Ένιντ Μπλάιτον –, αλλά εγκατέλειψα στο δεύτερο κεφάλαιο. Στο γυμνάσιο γνώρισα τον κόσμο του θεάτρου παίζοντας σε ερασιτεχνικούς θιάσους και σαγηνεύτηκα. Άρχισα να γράφω θεατρικά έργα και το συνέχισα ως τα τριάντα μου – κανένα από αυτά δεν ανέβηκε ποτέ, εννοείται. Τότε πειραματίστηκα ξανά στο μυθιστόρημα, σίγουρη ότι ανήκω στο θέατρο και τσαλαβουτώ σε έναν χώρο που δεν μου ταιριάζει. Η απροσδόκητη αποδοχή που είχε το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Το Μπουντουάρ του Ναδίρ», από έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο σαν τον Καστανιώτη, με έβαλε σε σκέψεις. Μήπως τελικά είμαι μυθιστορηματογράφος; Έπρεπε να φτάσω στο τρίτο βιβλίο, «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» για να πειστώ ότι μάλλον μου ταιριάζει η αφηγηματική φόρμα. Τι να πω, βάζω λαθραία το θέατρο στα έργα μου για να παρηγοριέμαι.

 

-Οι υπέροχοι κόσμοι σας υπήρξαν «εποχές στη ζωή σας», όταν είσαστε παιδί για παράδειγμα, που ήταν για σας υπαρκτοί;

Ποιο παιδί δεν θεωρεί αληθινές τις ιστορίες που πλάθει με τη φαντασία του; Διατηρώ μια μακρινή ανάμνηση από τις συγκινήσεις εκείνων των φανταστικών περιπετειών, γιατί αναγκάστηκα να μεγαλώσω γρήγορα και να προσγειωθώ. Αναζήτησα στην τέχνη την έξοδο στο όνειρο, που μου στέρησε η ενηλικίωση.

 

-Σήμερα, υπάρχουν εποχές που τους αισθάνεστε σαν παράλληλους κόσμους; Την εποχή που γράφετε ενδεχομένως;

Είναι οι εναλλακτικοί μου βίοι, με βοηθούν να αντέχω την αδυσώπητη μοναδικότητα του ενός. Στο μυθιστόρημα έχω όλο το χρόνο να ολοκληρώσω μια σκέψη που άφησα μισή, να εξερευνήσω ένα συναίσθημα που προσπέρασα βιαστικά, να καλλιεργήσω μια ιδέα που χάθηκε μέσα στον πανικό της καθημερινότητας. Η τέχνη συμπληρώνει τη ζωή μου, τη φωτίζει.

 

-Αλήθεια πώς είναι να στήνεις έναν ολόκληρο κόσμο σε μια τέτοια τριλογία και μετά από άλλη γωνιά, απ’ άλλη χώρα, απ’ άλλη οπτική, να την κοιτάς και να την ξαναχτίζεις αλλιώς;

Αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός της τριλογίας, να παρουσιάσει την αποσπασματική θέαση μιας κοινής πραγματικότητας και ενιαίας μοίρας. Η τριχοτομημένη λίμνη Πρέσπα αποτέλεσε τον ιδανικό καμβά, μολονότι οι κάτοικοί της είναι πολύ πιο ανοιχτόμυαλοι και κοσμοπολίτες από τους ήρωες του βιβλίου. Οι δρακολόγοι της κάθε όχθης αντίθετα, βλέπουν μόνο όσα διαδραματίζονται στο έδαφός τους και θεωρούν ότι κατέχουν τη μοναδική αλήθεια. Εχθρεύονται τους γείτονες, τους θεωρούν πηγή δεινών, όταν τα μεγαλύτερα δεινά θα τα προκαλέσει η δυσπιστία και η αποξένωση. Ο δράκος παραμένει κραταιός όσο η λίμνη είναι διαιρεμένη και αποδομείται μόνο όταν ξεπεράσουν τους φόβους τους και ενωθούν.

 

 

-Κυρία Μπουραζοπούλου, το τρίτο βιβλίο της τριλογίας σας είναι ήδη «γνωστό»; Ξέρετε πώς θα ξεκινά, τι θα γίνεται με τον Δράκο, πώς θα τελειώσει;

Αχ, το μόνο που ξέρω μέχρι στιγμής είναι κάποια κρίσιμα σημεία της πλοκής και το φινάλε. Οι ήρωες του τρίτου βιβλίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει πρόσωπο, το τοπίο είναι μια ασάλευτη εικόνα, ο δράκος σιωπά και αφουγκράζεται, το ύφος της αφήγησης αναζητείται. Έχω πολύ δρόμο μπροστά μου.

 

-Κάθε βιβλίο της τριλογίας διαβάζεται και αυτόνομα, σκέφτομαι πόσο μαθηματικά και γεωμετρικά στημένο θα πρέπει να είναι για σας, ώστε σε κάθε πλευρά της όχθης να γράψετε τόσα που να μην προδίδουν την άλλη όχθη, αλλά και να αφηγηθείτε τόσα ώστε να είναι αρκετά για να είναι κατανοητά…

Ήταν ένα στοίχημα που γνώριζα εξαρχής ότι θα το πετύχω μόνο σε κάποιο ποσοστό. Η τριλογία του δράκου δεν είναι τοιχογραφία εποχής, για να έχει ομορφιά και αξία από μόνη της, είναι μια περιπέτεια δράσης και μυστηρίου, βασίζει τη γοητεία της στην πλοκή και στις εκπλήξεις. Ταλαιπωρήθηκα πολύ μέχρι να βρω τρόπο να κόψω το μυστήριο στα τρία και να το συντηρήσω σε κάθε κομμάτι του. Έπρεπε να φτιαχτούν τρεις πυρήνες ιστοριών, φαινομενικά αυτόνομοι και κρυφά αλληλένδετοι, που η σύνθεσή τους θα σχημάτιζε μια τέταρτη ιστορία. Αυτός είναι ο λόγος που ο Αλχημιστής και ο Μαθητής του – αναφέρομαι στο θεατρικό έργο που ανοίγει και κλείνει την αφήγηση κάθε τόμου – μιλούν για «τέσσερα» στάδια του Μεγάλου Έργου, μολονότι η τριλογία θα έχει μόνο τρία βιβλία. Το τέταρτο ανήκει στον αναγνώστη, όταν πάρει τη συνολική πληροφορία και αποκτήσει περισκοπική θέαση της λίμνης. «Μαζί θα είμαστε μάρτυρες στα τρία πρώτα στάδια» λέει στον νεαρό μαθητευόμενο ο Αλχημιστής, στην έναρξη του πρώτου τόμου, «ως εκεί συντροφεύει ο δάσκαλος το μαθητή. Μόλις κοκκινίσει το νερό στον άμβυκα είσαι μόνος».

 

-«H βροχή ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια, όνειρο μέσα σε όνειρο. Οι ντόπιοι ορκίζονται ότι πρώτα την άκουσαν στα τρίσβαθα του νου τους, μακρινό σινιάλο, και μετά την ένιωσαν να τους κατακλύζει». Πρώτα «στα τρίσβατα του νου μας συμβαίνουν όλα»; Δηλαδή, ο καθένας μας αντιλαμβάνεται τον ίδιο κόσμο διαφορετικά;

Η συγκεκριμένη φράση εμφανίζεται και στα τρία βιβλία, όταν ξεκινά η αναδρομή του φύλακα της Πύλης – του εκάστοτε φύλακα της Πύλης. Είναι ένα από τα συμμετρικά στοιχεία της τριλογίας. Στον πρώτο τόμο «Η βροχή ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια…», στον δεύτερο «Η ξηρασία ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια…», στον τρίτο «Ο παγετός ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια», πάντα σαν «όνειρο μέσα σε όνειρο». Και πάντα οι κάτοικοι νιώθουν πρώτα το καιρικό φαινόμενο να κατακλύζει την ψυχή τους «μακρινό σινιάλο» και μετά το αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους. Είναι το κλειδί για την διαφορετική εικονοποίηση του δράκου, αλλά και για τη ζεύξη του φυσικού με το μεταφυσικό, χαίρομαι αφάνταστα που το εντοπίσατε.

 

-Είχατε κατά νου σας την κρίση όταν γράφατε για την «Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης»;

Εκείνη εισέβαλλε απαιτητική στη φαντασία μου, σαν βροντόφωνη σπιτονοικοκυρά που διακόπτει το πρελούδιο της ενοικιάστριας σοπράνο, θυμίζοντας ότι το σπίτι της ανήκει. «Αν πρόκειται να ανεχτώ τις τσιρίδες σου, τουλάχιστον να μου πληρώσεις το νοίκι. Αλλιώς, ορίστε ο δρόμος, βγες στα καλντερίμια και τσίριζε όσο θες, να δω ποιος θα σε ακούσει!» Κατέβαλλα υπάκουα το μίσθωμα, από φόβο μήπως η φωνή μου σκορπίσει στον άνεμο και χαθεί. Η πραγματικότητα είναι ένας ενοχλητικός εισβολέας, που βάζει περιορισμούς στην έμπνευσή μου, αλλά και ραχοκοκαλιά στα οράματά μου.

 

-Το άλυτο Μακεδονικό, για την Πρέσπα και τον περιβόητο δράκο της;

Ακόμη ένας εισβολέας, που άλλοτε ωφέλησε και άλλοτε έβλαψε την ανάγνωση των βιβλίων. Δεν αρνιέμαι ότι η επικαιρότητα δίνει το έναυσμα, αλλά η τριλογία πραγματεύεται το διαχρονικό και οικουμενικό φαινόμενο, το δράκο του μίσους, του διχασμού, του φόβου, της προκατάληψης, της εθνικιστικής φαντασίωσης και τους εγκληματίες που υποθάλπει. Καμία φαντασίωση δεν είναι δωρεάν και σπανίως δίνει ό,τι υπόσχεται.

 

-Μπορεί και να είναι μόνο δική μου αναγνωστική αίσθηση, στην «Κοιλάδα της Πρέσπας» απομυθοποιείτε τα πάντα, φανερώνετε τι ακριβώς κρύβεται κάτω από τη μυθολογία του Δράκου, στο δεύτερο, αφήνεται μια ορθάνοιχτη πόρτα προς το μυστήριο, στο τρίτο τι έχουμε να περιμένουμε;

Συνήθως ακούω το αντίθετο, ότι ο πρώτος τρόμος είναι πιο μεταφυσικός και ο δεύτερος πιο πολιτικός. Οι δοσολογίες δεν είναι σκόπιμες, αλλά δεν είναι κι εύκολο να τις αντιληφθώ με τα μάτια του αναγνώστη. Αντίστοιχες δοσολογίες θα εντοπίσετε και στον τρίτο τόμο και η ερμηνεία τους θα είναι και πάλι στην διακριτική σας ευχέρεια. Η τριλογία δεν εκβιάζει ερμηνείες ούτε καθοδηγεί, αποδέχεται ως ορθή την υποκειμενική άποψη κάθε αναγνώστη. Αυτός είναι κι ο λόγος που του χαρίζει τον τέταρτο τόμο της, δηλαδή τα οριστικά συμπεράσματα και τις τελικές εντυπώσεις. Είναι η ελάχιστη χειρονομία αναγνώρισης απέναντι σε έναν πιστό συνοδοιπόρο, που με συντρόφευσε στα βουνά και στις χαράδρες τόσων σελίδων χωρίς να με εγκαταλείψει.

 

-Συγγνώμη για την αδιακρισία, στο πρώτο λάσπη, στο δεύτερο άμμος, στην τρίτη όχθη;

Πάγος, εκεί επικρατούν πολικές συνθήκες. Έχει ήδη αποκαλυφθεί με μισόλογα στον πρώτο τόμο, όταν σχολιάζεται ο ρουχισμός των αλλόχθιων, και με ειδησεογραφικές αναφορές στον δεύτερο τόμο. Ό,τι πρέπει, γιατί ξεκινάω το γράψιμο μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού.

 

-Να περιμένουμε ότι ο Αλχημιστής και ο Μαθητής του στο τρίτο μέρος της τριλογίας έχουν κάτι να μας πουν;

Ναι, να το περιμένετε. Το θεατρικό έργο που διαβάζουμε κομματιαστά σε κάθε τόμο και μοιάζει άσχετο με την αφήγηση, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της.

 

-Θα μπορούσατε για το χατίρι μας να μας αποκαλύψετε κάτι μικρό έστω από το τρίτο μυθιστόρημα;

«Ο παγετός ξεκίνησε πριν από είκοσι χρόνια, σαν όνειρο μέσα σε όνειρο. Οι ντόπιοι ορκίζονται ότι πρώτα τον ένιωσαν στα τρίσβαθα του νου τους, μακρινό σινιάλο, και μετά τον αισθάνθηκαν στο δέρμα τους, να ξυλιάζει τα δάχτυλα, να κρυσταλλώνει τα γένια, να κόβει την ανάσα».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top