Fractal

Σε αναζήτηση ταυτότητας

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης //

 

 

 

Natasha Brown, «Συνάντηση». Μετάφραση: Βαγγέλης Τσίρμπας. Επιμέλεια: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου. Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα, 2023

 

 

Στο σύντομο μυθιστόρημα ‘Συνάντηση’ της Νατάσας Μπράουν (Natasha Brown, 2021) εμφιλοχωρεί μια αναπάντεχη εμπλοκή στην οποία μια οικονομικά επιτυχημένη γυναίκα που μόλις ανακάλυψε ότι έχει καρκίνο πρέπει να πάει στο πάρτυ για την επέτειο των γονέων του φίλου της, ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφείται μια περίεργη πλοκή που περιστρέφεται γύρω από θέματα της τάξης, κοινωνικής κινητικότητας, φυλής και αβεβαιότητας, αμφιβολίας και ανασφάλειας. Το βιβλίο ξετυλίγεται από την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και μοιάζει, όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά, με την ‘κυρία Ντάλογουεϊ’ της Βιρτζίνια Γουλφ. Η ‘Συνάντηση’ όπως και το παραπάνω μυθιστόρημα της Γουλφ, είναι ένα βιβλίο εσωτερικότητας. Κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται ως μια μορφή απάντησης στην Γουλφ. Σαν να βρίσκεται στην άλλη άκρη η κυρία Ντάλογουεϊ η οποία διοργανώνει το πάρτυ στο οποίο θα παρευρεθεί ο αφηγητής. Η κυρία Ντάλογουεϊ είναι βέβαιη ως προς τη ‘βρεττανικότητα’ της, τα αισθήματα ότι ανήκει εκεί, ενώ αντίθετα η αφηγήτρια της Μπράουν δεν έχει αυτό το προνόμιο: «Ο μικρός φάκελος με την επίσημη καφετιά απόχρωση κάνει αντίθεση στη λευκή στοίβα. Τον ανοίγω και ανάμεσα στις σελίδες βρίσκω δύο φορές την αγέλαστη όψη μου. Όνομα, ημερομηνία γέννησης, ιθαγένεια. Μένω άναυδη από την ανακούφισή μου και απ’ αυτό το είδος ανακούφισης-ισχνή και χειροπιαστή, σαν το χαρτί στο οποίο είναι τυπωμένη. Βλέπουμε τώρα, όπως και τότε, την προθυμία αυτής της κυβέρνησης και του ευρηματικού Υπουργού Εσωτερικών της να καταστρέψουν χαρτιά, τα αρχεία μας και τις αποδείξεις μας. Τι να σου κάνει η ιθαγένεια όταν έχεις δει βανάκια που ουρλιάζουν ‘Γυρίστε πίσω στις χώρες σας’ να κόβουν βόλτες στη γειτονιά σου;… Όταν η βρετανικότητα συρρικνωμένη σ’ ένα κομμάτι χαρτί παραμερίζεται και ποδοπατιέται;».

Για την αφηγήτρια του σύντομου ετούτου μυθιστορήματος, η ταυτότητά της είναι αβέβαιη. Είναι μαύρη και Βρεττανίδα. Είναι αβέβαιη για το πόσο ανήκει στην Αγγλία, σε αυτή τη νέα τάξη που έφτασε και σε αυτήν και με την οποία πρόκειται να παντρευτεί και να εισχωρήσει. Μιλάει για τον πλούσιο πατέρα του φίλου της, όταν εκείνος την ‘τράβηξε στο κόσμο τους’. Εκεί, όπου εκείνη τη βραδυά η αφηγήτρια ήταν μέρος της, ανήκε. Αργότερα μιλάει για τη χώρα από την οποία κατάγεται «Την Τζαμάικα γνωρίζω μόνο από ιστορίες. Θείους και θείες που έρχονται για επίσκεψη, ξαδέρφια-οικογένεια…Υπόσχεση μιας καλοδεχούμενης, ζεστής, στοργικής οικογένειας, που πάντα φεύγει. Όλοι επιστρέφουν. Εγώ μένω εδώ. Η Αγγλίδα ξαδέρφη τους». Στο γραφείο της, κατηγορείται ότι ωφελήθηκε άδικα από θετικές ενέργειες. «Είναι τόσο ευκολότερο για εσάς τους μαύρους και τους Λατινοαμερικάνους». Ένας άντρας τής λέει ότι είναι πιο εύκολο για εκείνη επειδή είναι μαύρη, παρά το γεγονός ότι δεν είναι αντίθετος στη διαφορετικότητα. Απλώς θέλει δικαιοσύνη. Η Μπράουν στη σύντομη ιστορία της περιλαμβάνει κομμάτια σκηνών, στοιβαγμένα μαζί, για να δημιουργήσει μια συναρπαστική ιστορία για την έννοια της φυλής στην Αγγλία. Το ατελείωτο παράσημο του να είσαι μαύρος σε έναν εταιρικό κόσμο λευκών, να πρέπει να εκφωνείς ομιλίες για την διαφορετικότητα σε μαθητές, να σε αντιμετωπίζουν σαν κάποιον με χρήματα, αλλά όχι πλούσιο. Η φυλή, η τάξη και το φύλο συμπυκνώνονται με όμορφο τρόπο εδώ στη ‘Συνάντηση’.

Οι άντρες ζητούν συνεχώς από την αφηγήτρια να είναι κατώτερη από την τάξη της. Στο γραφείο δεν ξέρουν πώς λειτουργεί η μηχανή εσπρέσο και της ζητούν να φτιάξει τον καφέ τους. Έτσι εκείνη μειώνεται στα μάτια τους. Είναι ένα έγχρωμο άτομο που οφείλει να φροντίσει ένα λευκό άτομο. Είναι ένα είδος υποτέλειας, μια προσδοκία. Αυτό συμβαίνει ξανά όταν ο συνάδελφός της της ζητά να αγοράσει το αεροπορικό του εισιτήριο. Αυτή, αν και επιτυχημένο οικονομικό στέλεχος, καλείται να κάνει ταπεινές δουλειές. Εδώ ενεργοποιείται και η αγωνία στο βιβλίο. Ο αναγνώστης θέλει να μάθει. Θα προσυπογράψει όλα αυτά; Θα παντρευτεί η μαύρη γυναίκα σε αυτή τη λευκή, πλούσια οικογένεια; Θα συνεχίσει να εργάζεται σε αυτήν την εταιρεία; Ή θα επιλέξει τον θάνατο, είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά; Η κύρια αφηγήτρια δεν κατονομάζεται. Δεν έχει σάρκα και οστά. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια συσκευή, ένα σύμβολο για να δείξει πώς ο ρατσισμός επηρεάζει πολλές από αυτές τις δημογραφικές ομάδες των επιτυχημένων, επαγγελματικά, μαύρων γυναικών. Στο τέλος του μυθιστορήματος μαθαίνουμε ότι η ηρωΐδα έχει διαγνωστεί με καρκίνο. Αλλά ωστόσο γνωρίζουμε ότι είναι μαύρη και ενδεχομένως να παντρευτεί ένα μέλος μια λευκής οικογένειας. Ξέρουμε ότι πρέπει να παλέψει με την κοινωνική αυτή τάξη. Ένας εργάτης στα χωράφια στο πάρτυ της επετείου της φωνάζει: «Ωραία μου κυρία, σου φαίνεται δίκαιο; Σουλατσάρεις στη λιακάδα ενώ εγώ δουλεύω, ε;»

Σε ποιό άλλο μέλος της οικογένειας θα απηύθυνε τέτοια λόγια, αναρωτιέται η αφηγήτρια! Η Μπράουν χρησιμοποιεί την φυλή, την κοινωνική τάξη και το φύλο και τα συνθέτει έτσι ώστε ο αναγνώστης να αισθάνεται άβολα. Και το μυθιστόρημα επιστρέφει στον πιο οικείο τόπο του, δηλαδή την αβεβαιότητα. Ο λευκός της φίλος με όλα τα προνόμιά του ξαφνικά γίνεται αβέβαιος.

Ένα καλό μυθιστόρημα που μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε τον εαυτό μας από κάθε οπτική γωνία και η ‘Συνάντηση’ το κάνει αυτό έξοχα. Το γεγονός δείχνει να επιτείνεται χρονικά από την πανδημία, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν εμπλέκεται, ούτε κατονομάζεται άμεσα στο βιβλίο. Η ζωή της συγκεκριμένης γυναίκας χαρακτηρίζεται από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ως μαύρη γυναίκα σε έναν κατά κύριο λόγο αρσενικό, λευκό τομέα υψηλής χρηματοδότησης και την επιτυχία που έχει επιτύχει με την παραδοσιακή έννοια της λέξης. Είναι δύσκολο να καταχωρίσουμε αυτό το βιβλίο σε μία κατηγορία, όπως ας πούμε απομνημονεύματα ή μυθοπλασία με μια δόση ρεαλισμού πιθανότατα, γιατί δεν γνωρίζουμε κατά πόσο η Νατάσα Μπράουν βίωσε πολλές από αυτές τις καταστάσεις που περιγράφει εκεί μέσα. Το βιβλίο τελειώνει με το ταξίδι της στο κτήμα της οικογένειας του φίλου της για ένα πλούσιο πάρτυ στον κήπο, αμφισβητώντας αν ταιριάζει καθόλου εκεί στην ομήγυρη. Ο σύντομος διάλογος που περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνης και του φίλου της είναι αδυσώπητος, αφού αυτός εμφανίζεται ως ένας ναρκισσιστής που τη βλέπει περισσότερο ως σύμβολο και όχι ως πραγματικό πρόσωπο. Ένα σύντομο βιβλίο και τόσο συνοπτικό ώστε καμία πρόταση δεν είναι περιττή, αφήνοντας τον αναγνώστη στην αγωνία πως κύλισε η πολλά υποσχόμενη βραδυά για εκείνη μέσα στον κόσμο των λευκών. Προς το τέλος της ιστορίας διαβάζουμε κάποιες βαθύτερες σκέψεις και εξομολογήσεις της έγχρωμης γυναίκας: «Η Βρετανία εξακολουθεί να κατέχει, να εκμεταλλεύεται και να αποκομίζει κέρδη από εδάφη που πήρε κατά τη διάρκεια των άθλων της τον εικοστό αιώνα. Καίει το μέλλον μας σαν καύσιμο της αχόρταγης οικονομίας της. Υπό την απειλή νομισματικής βίας. Ταυτόχρονα κηρύττει την αυτάρκεια. Παρεμβαίνει στην πολιτική μας. στις δημοκρατίες μας, στην πρόσβασή μας στην παγκόσμια οικονομική σκηνή. Δημιουργεί αναπτυσσόμενες χώρες»!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top