Fractal

Σκέψεις για τη συλλογή του Γιώργου Χ. Θεοχάρη «Πλησμονή οστών»

Γράφει ο Λουκάς Δ. Παπαδάκης //

 

Γιώργου Χ. Θεοχάρη: «Πλησμονή οστών», Μελάνι, 2018

 

Διαβάζοντας σε πρώτη ανάγνωση την ποιητική συλλογή «Πλησμονή Οστών» του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, μου γεννήθηκε αμέσως η εξής σκέψη: «Όσο θάνατο φέρνει ο έρωτας, άλλο τόσο έρωτα φέρει ο θάνατος».
Ορίστε πώς διατυπώνει την αντίληψή του αυτή ο ποιητής στο ποίημά του «Στον έρωτα πάμε όπως στο θάνατο». (σ. 20-21):

 

Κακή βροχή μαύρο νερό. Ξύπνα και φίλησέ με… (…)
Μέγας βυθός ν’ ανοίγεται στη σκοτεινή τη νύχτα
στα γέλι’ ανάμεσα ο λυγμός ν’ ανθεί να λουλουδίζει
κι απ’ το πικρό μου το φιλί στις άκρες τών χειλιών σου
να κάνει πίσω ο θάνατος γοργά να ξεστρατίσεις

να ’σαι νεκρή και ζωντανή κι ερωταναστημένη.

 

Αλλά και το οπισθόφυλλο του βιβλίου μάς διαφωτίζει για τους λόγους που ονοματοδότησαν τη συλλογή και μας προσανατολίζει. Ορίστε ο πρώτος από αυτούς: «Πλησμονή οστών, γιατί Ποίηση σημαίνει απάρνηση και μαζί μεταστοιχείωση του υλικού που παύει να υπάρχει, ενώ ταυτοχρόνως εξακολουθεί να υφίσταται, ως οστό, ως σκελετός, ως μνήμη, ως όντως Λόγος».

Ο θάνατος όχι μόνο ως βίωμα, αλλά και ως έννοια υπήρξε και παραμένει μια από τις σταθερές στην ποίηση του Θεοχάρη. Στις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές έχουμε αναφορές σε θανάτους ηρωικούς και θανάτους μαρτυρικούς. Ήρωες και μάρτυρες εικονίζονται στο ποιητικό του corpus και μας παραδειγματίζουν.
Εδώ διασώζονται άνθρωποι απλοί, η μητέρα, ο πατέρας, οι φίλοι. Οι δικοί του άνθρωποι γίνονται, που γίνονται και δικοί μας. Διαβάζουμε το ποίημα «Των κεκοιμημένων»:

 

Ν’ ανθίζει το σπάρτο κροκάτους ανθούς.
Να πλημμυρίζει ο τόπος ευωδιές
κι οι φίλοι, οι φίλοι να λείπουν…

Φευγάτος ο Τάσος,
κι η Τασία να λείπει.
Ο Ανδρέας να λείπει.
Το αβάφτιστο να λείπει της Νικολίτσας.

Ν’ ανθίζει το σπάρτο.
Να ξυπνάς το πρωί,
να βγαίνεις στο δρόμο,
ν’ αντικρίζεις των φίλων φωτογραφίες
σε αγγελτήρια κηδειών στις κολώνες
του ηλεκτρικού.

Ν’ ανθίζει το σπάρτο κροκάτους ανθούς.
Ο τόπος ν’ ανθίζει κι εσύ
να μην εμπιστεύεσαι με τίποτα τον ενεστώτα.

Να μην τον εμπιστεύεσαι, τον άνανδρο.

 

Φυσικά δεν αμελεί να μνημονεύει τους δασκάλους του στην τέχνη τής Ποίησης, που έχουν φύγει. Τριγυρνά στις γειτονιές που κάποτε ζούσαν – και αυτοί και οι γειτονιές τους. Διαβάζουμε στο ποίημα «Οδοδείκτες» (σ. 95-96): «…Ασκληπιού 3 τού Παλαμά, απέναντι από τα παλαιοβιβλιοπωλεία, / του Λαπαθιώτη Οικονόμου 30 και Κουντουριώτου, μισερή γωνία // Οδός Ανδρέα Τσόχα τού Καρούζου, ημιυπόγειο // Σκουφά 23 τού Ελύτη, πόσος δα ήλιος έλαμψεν εκεί, / και του Ουράνη Όθωνος 8…». Περνοδιαβαίνει κι από το σπίτι τού Σινόπουλου, του Ρίτσου, του Καββαδία, του Σαχτούρη, του Εμπειρίκου, του Σεφέρη, του Βάρναλη. Για να καταλήξει από το θαύμα τής Ποίησης στο μυστήριό της:

 

…όπως μπουκάρει κάποιος μες στην πόλη, απ τις μνήμες του
κι η πόλη φορτωμένη απουσίες, τον προδίδει –
εκείνοι που ανάσαιναν το φως της λείπουν,
αυτοί που μετουσίωναν τον καθημερινό παλμό της
τώρα πια έχουν σιωπήσει.
Τι μένει; τι απομένει;

Πώς ακόμη αρδεύεται ετούτη εδώ η πόλη;

Ποιο μυστικό κρατάς ω Ποίηση
και οι θαμμένες κοίτες μένουν ζωντανές;

 

Το έργο αυτό βρίθει αυτοαναφορικών στοιχείων. Αλλά έχουμε πράγματι ένα ποιητή αυτοβιογραφούμενο; Σημείωνα το 2013, διαβάζοντας τη συλλογή του «Από Μνήμης»: «Αυτοβιογραφικά στοιχεία θα βρούμε διάσπαρτα στα ποιήματά του, ωστόσο θα πέσουμε σε λάθος, αν χαρακτηρίσουμε τον Θεοχάρη συγγραφέα βιωματικό. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι σε ένα ποίημα βιωματικό δεν είναι παρά το στοιχείο εκείνο που αντιλαμβάνεται και τελικά είναι το μόνο που προσλαμβάνει ο αμύητος περί την ποίηση».
Η τοτινή μου κρίση επιβεβαιώνεται και εδώ. Ξεγελούν, βεβαίως, ορισμένα ποιήματα, όπως το «Εγκώμιο της ανοσοκαταστολής (Κοκκιωμάτωση Wegener)», όπου διαβάζουμε:

 

Μες στο κορμί μου λανθάνει ένα θηρίο.

Το νταντεύω, το κανακεύω,
του γράφω, του διαβάζω σκληρά ποιήματα.

Όλη μου η φροντίδα μην καταλάβει ότι τρέμω
το αγουροξύπνημά του.

Αν δω ότι σαλεύει του αγριεύω, απειλώντας το
με λόγια που έδιωχνα τους φόβους μου παιδάκι:

«Μείνε ακίνητο» του λέγω,
«γιατ’ είμαι ο πρώτος γιος τής μάνας μου,
κι αν κουνηθείς σε τρώω στο άψε-σβήσε!»

 

Στο κάτω μέρος τού ποιήματος σημειώνεται ο τόπος, Γενικό Νοσοκομείο Λεβαδείας, και η ημερομηνία γραφής, 17-28/5/2012. Τον είχαμε επισκεφτεί τότε με την κοινή μας φίλη, την ποιήτρια Αρετή Κελερμένου, στο δωμάτιό του. Μόλις το είχε εμπνευστεί. Πήρε το σημειωματάριο από το κομοδίνο και μας το απήγγειλε. Το βλέμμα του θριαμβικό, βλέμμα παιδιού, που έπαιζε τον Άη Γιώργη, τον άγιό του, να νικά τον δράκο. Και δεν είχε πια σημασία το σώμα, τα βασανιστήρια. Το πνεύμα νικά και τη λόγχη, και τον τροχό με τα μαχαίρια, και τον λάκκο με τον ασβέστη.

 

Γιώργος Χ. Θεοχάρης

 

Στην «Πλησμονή Οστών» η ζωή δεν συνεχίζεται μέσα από τη δοκιμή, τη δοκιμασία, το μάθημα που γίνεται πάθημα, αλλά και πάθος· η ζωή προεκτείνεται μέσα από μνήμες, που ανασύρονται συχνά απλά και μόνο μ’ ένα άγγιγμα: «Έκοβα σύκα λευκά, σφιχτά, μόλις που να μαλάσσονται, σαν στήθος νεαρό – κόρφος ανέγγιχτος, κι έσταζε κόμπους κόμπους το γάλα τής επιθυμιάς στις άκρες τους και στάλα στάλα εδάκρυζεν η γλύκα στο κέντρο τού χλωρού κορμιού τους» (Oriolus oriolus (συκοφάγος) σελ. 11). Νιώθω για τα καλά τον ποιητή. Συλλογιέμαι τη δική μου ηλικία και θυμάμαι τον Μάνο Χατζιδάκι να λέει, μιλώντας σε συνέντευξή του στους Φωστιέρη και Νιάρχο (περ. “η λέξη”, τ. 52, Φλεβάρης 1986), ότι «από μια ηλικία και πέρα, από τα πενήντα και πάνω, οι άνθρωποι γίνονται συνομήλικοι».
Ο ποιητής ούτε θεραπεύει με το άγγιγμα του λόγου του το σάπιο, ούτε και ανασταίνει το νεκρό. Δεν θα αλλάξει την πραγματικότητά μας, όμως θα αλλάξει την οπτική μας πάνω σε αυτή. Υπάρχουν ποιήματα, όπως αυτό «Της Αγοράς» (σ. 99-100), που αναφέρονται στην κρίση, που οπωσδήποτε δεν είναι μόνο οικονομική. Βλέπουμε τους Αθηναίους, αρχαίους και νέους, να εκλέγουν τον φιλειρηνιστή Αγοράκριτο, ο οποίος τους διαβεβαίωνε ότι λεφτά υπάρχουν. Βεβαίως οι Αθηναίοι «Αργότερα, κι όχι πολύ αργά, / θα μάθαιναν στην πράξη πως από το ρήμα αγείρω, / από την ίδια μήτρα του, / πηγάζουνε η Αγορά και η Αγυρτεία».

Θέλω να σταθώ σε ένα ακόμη ποίημα, όπου αναγνωρίζω τον προβληματισμό και την πρόταση του ποιητή στο ζήτημα γύρω στη νεοελληνική μας ταυτότητα. Εγώ τουλάχιστον βρίσκω σε αυτό μια συνέχεια στην περί ελληνικότητας συζήτηση, που άνοιξε η γενιά τού ’30.
Πρόκειται για το «Στο φιλιατρό» (σ. 14). Στη λογοτεχνία δεν θυμάμαι πιο κουρασμένο, πιο γερασμένο νέο από εκείνο τον Μυρτία στο φιλιατρό. Είναι αυτός ο «Σύρος σπουδαστής στην Αλεξάνδρεια, εν μέρει εθνικός κ’ εν μέρει χριστιανίζων», ο πάλαι ποτέ Καβαφικός, νυν δε Θεοχαρικός, που επιβάλλει εαυτόν, για να εκτοπίσει μια γυναίκα, μια κατά την αντίληψή του πόρνη, να εκτοπίσει τη Φωτεινή τη Σαμαρείτιδα από το πηγάδι τού Ιακώβ, να την εξοβελίσει από την Ιστορία. Γι’ αυτό αντί για την αλήθεια, την χριστιανική αλήθεια, την οποία ο κόσμος ακούει για πρώτη φορά, εκείνος ακούει μόνο την κούφια παρότρυνση ενός επίσης γέρου: «Τον νουν σου ύψου προς τον Κύριον». Παρότρυνση για μια άλλου είδους ασκητική.
Αυτός ο λάγνος νέος, ο οποίος επαίρεται ότι «το σώμα του στες ηδονές το δίνει, στες απολαύσεις τες ονειρεμένες, στες τολμηρές ερωτικές επιθυμίες, στες λάγνες τού αίματός του ορμές», χωρίς κανέναν φόβο, γιατί «στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκει το πνεύμα του, σαν πριν, ασκητικό», είναι ο Νεοέλληνας, απελπιστικά αδιάφορος για την Ιστορία του και την Γραμματεία του, ένα εγωκεντρικό άτομο, ανίκανο να αναγνωρίσει τους κινδύνους τής πατρίδας του, μιας πατρίδας που ετοιμάζεται να τιμήσει τους ήρωες της Επανάστασης κατά τη δεύτερη εκατονταετηρίδα ελευθερίας.
Διάβασα το ποίημα και ο νους μου γύρισε τρία χρόνια πίσω, στην Αθήνα, Οκτώβρης τού 2016, σε ένα συνέδριο που διοργάνωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας τής Ελλάδος για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση.
Εκεί άκουσα σπουδαιοφανείς καθηγητές να μιλούν. Είπε ο ένας: «Το ελληνικό Κράτος είναι και ήταν ανέκαθεν ανθελληνικό…». Κάποιος άλλος: «Ο Άγιος Καποδίστριας. Οι Ρώσοι λένε ότι είχε καρεί μοναχός. Υπάρχει επιστολή του προς τον τσάρο, τον Μάρτιο του 1820, στην οποία γράφει ότι εξυφαίνεται αθεϊστική συνωμοσία και στα δύο ημισφαίρια. Μπαίνουν σε εφαρμογή καταχθόνια σχέδια, για να γκρεμίσουν τις μοναρχίες και τις θρησκείες, που τις στηρίζουν». Κι ένας τρίτος: «Στην Κέρκυρα οι Γάλλοι πέταξαν σ’ ένα μπαούλο τον Άγιο Σπυρίδωνα [εννοείται το σκήνωμά του] και τον βάλανε σε μια αποθήκη. Ευτυχώς οι Ρώσοι, το 1799, επανέφεραν τον άγιο στον ναό του. Τέτοιοι ήταν οι Γάλλοι. Ο Κοραής, για να κηρύττει τον Διαφωτισμό, εμισθοδοτείτο από τους Γάλλους!».

Μελετώντας αυτά εδώ τα ποιήματα και ψάχνοντας να βρω τι μας ζητεί ο ποιητής, καταλήγω να διατυπώνω σκέψεις για το τι μας ζητά τούτη τη φορά η Ποίηση. Η διαπίστωση αυτή δείχνει πόσο σημαντικό είναι τούτο το έργο. Και ότι ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης είναι από τους σημαντικότερους ποιητές μας. Με παίδεψε πολύ η διατύπωση και ιδού τι, κατά τη γνώμη μου, κομίζει σήμερα ο ποιητής μας στην Τέχνη του:
Σε συνθήκες επέλασης του νεοφιλελευθερισμού παγκόσμια και διείσδυσης του ακραίου Δεξιού λαϊκισμού στην καθημερινότητά μας ο ποιητής μας δεν παραιτείται από τον ποιητικό του αγώνα και δεν παραδίδεται στον παρόντα Χρόνο, κι ας τον «τρώει σαν βιτριόλι».
Διαβάζω την τρίτη και τελευταία στροφή από το ποίημα «Τοκοχρεολύσιο» (σ. 74):

 

Γεννήθηκα και φεύγω μοναχός μου,
μα τη ζωή μου ομόρφυνε η αγάπη
κι ας μ’ έφερνε του Χρόνου το δρολάπι
.
Τόκος προς τη ζωή ο θάνατός μου.

 

Ο Θεοχάρης με τα ποιήματά του αυτά, ποιήματα ωριμότητας, μας προτρέπει να επιλύσουμε την πρακτική τής ποίησης, όπως μια μαθηματική πράξη. Τα ποιήματα της νεότητας είναι στην ουσία ανισώσεις. Παραδείγματος χάρη η ελευθερία είναι μείζων της δουλείας, η δημοκρατία καλύτερη της μοναρχίας ή της ολιγαρχίας, ο λόγος υπέρτερος της σιωπής ή της εικόνας κ.ο.κ. Με μια ανίσωση καταγράφεται και το γεγονός ότι η ισότητα θεωρείται ηθικότερη τής ανισότητας. Και χρειάζεται να έλθουμε στην ωριμότητα, για να αποκατασταθεί η ισορροπία. Εδώ τα ποιήματα γίνονται εξισώσεις. Οι πράξεις μας είναι εξισώσεις. Και, θυμηθείτε τον στίχο: «τη ζωή μου ομόρφυνε η αγάπη», το ίσον στη ζωή μας είναι ό,τι αγαπήσαμε, ό,τι πιστέψαμε.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top