Fractal

«Στη ζωή τίποτε δεν τελειώνει»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

 

 

 

Χρίστος Κυθρεώτης «Εκεί που ζούμε», εκδ. Πατάκη

 

«Επειδή αδυνατούμε να αναπαραστήσουμε τον ίδιο τον χρόνο, παλεύουμε να ανασύρουμε τα πράγματα που τον γεμίζουν: γεγονότα, σκέψεις, συναισθήματα, ερμηνείες- μόνο που ο χρόνος δεν γεμίζει ποτέ εντελώς. Πάντα ένα κομμάτι του περισσεύει, ίσως γιατί οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας (ίσως μάλιστα και τα γεγονότα) συμβαίνουν μεν μέσα στον χρόνο αλλά δεν είναι απόλυτα σίγουρο ότι έχουν διάρκεια: δεν εξαντλούν τον χρόνο, δεν τον αντικαθιστούν.»

 

Ο Χρίστος Κυθρεώτης ανήκει στη νέα γενιά Ελλήνων λογοτεχνών που ξεχωρίζει με το ιδιαίτερο στυλ της γραφής και την επιλογή της θεματολογίας του.

Το μυθιστόρημά του “εκεί που ζούμε”, δεύτερο πεζογράφημά του,  μετά τη συλλογή διηγημάτων του “Μια χαρά” (κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ και βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα), είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα καθημερινής τρέλας με χρονικό ορίζοντα ενός εικοσιτετραώρου, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, συγκεκριμένα μιας μέρας του Ιουνίου του 2014, που αφορά τη ζωή του νεαρού δικηγόρου Αντώνη Μπουζιάνη.

Με γλώσσα απλή, καθημερινή, περιγράφει τη ζωή του ήρωά του από το πρωινό ξύπνημα μέχρι την αυγή της επόμενης, με αναδρομές σε μνήμες και γεγονότα τρέχοντα και παρελθοντικά.  Ο Αντώνης Μπουζιάνης καθώς πίνει τον πρωινό καφέ στο μπαλκόνι του εργένικου σπιτιού του ανάμεσα σε σκέψεις, πρωινούς ήχους και μουσικές, προσπαθεί να προγραμματίσει τη μέρα του,

 

«Η μέρα σκαρφαλώνει διστακτικά στις πλαγιές του Λυκαβηττού αυτό το πρωινό του Ιουνίου, με τους ήχους από τα ξυπνητήρια να αντηχούν στον ακάλυπτο, τα τριξίματα των κρεβατιών, τις βρύσες που ανοίγουν και τις ντουλάπες που χτυπούν να συνοδεύουν σαν κρουστά το βουητό των αυτοκινήτων που έρχεται από την Ιπποκράτους και δίνει την εντύπωση ότι δεν σταματά ποτέ – μόνο αυξομειώνεται».

 

Ο Αντώνης Μπουζιάνης άτομο με αρκετή αυτογνωσία και μπόλικο αυτοσαρκασμό, αφηγείται το χρονικό της συγκεκριμένης ημέρας όπου πέρα από το επαγγελματικό καθήκον να υπερασπιστεί μία ιδιαίτερη περίπτωση πελάτισσας του δικηγορικού γραφείου στο οποίο εργάζεται, μια ιστορία που κινείται ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα.

«…και ποιος δεν έχει νιώσει κάτι αντίστοιχο μπροστά σε κάποιες μικρές ταπεινώσεις, ένα αίσθημα ότι εκμηδενίζεσαι μπροστά ε κάτι ανώτερο και ευρύτερο από σένα με στυφή γεύση ήττας που σου κάθεται στο λαιμό…»

Μέσα στην ίδια ημέρα έχει την έννοια να εξυπηρετήσει τον μονήρη πατέρα του σε μια τελευταία, πριν από την συνταξιοδότηση, μεταφορά ενός μηχανήματος με ύποπτη προέλευση, να καθησυχάσει τη μητέρα του που ανησυχεί, (παρά το ότι οι γονείς του είναι από καιρού χωρισμένοι), να συναντηθεί με τον πρώτο μεγάλο, ξεθυμασμένο πλέον, έρωτά του που ζήτησε να τον δει για μια σημαντική ανακοίνωση, και να λύσει οριστικά την ημιθανή σχέση του με την τελευταία κοπέλα που συνδεόταν ερωτικά για καιρό, δεδομένου ότι έχει ήδη αποφασίσει να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να εργαστεί ως lawyer linguist στο Λουξεμβούργο, χωρίς να έχει αποφασίσει αν θα της το ανακοινώσει. Δεν επιθυμεί γενικότερα να ανακοινώσει την πρόθεσή του να αναχωρήσει για Λουξεμβούργο.

 

Χρίστος Κυθρεώτης

 

Η οικονομική κρίση, οι ψυχολογικές αποχρώσεις στα πρόσωπα, οι απότομες εσωτερικές μεταπτώσεις, συναισθήματα που δεν εκφράζονται αλλά διαφαίνονται, κάθε λεπτομέρεια στην καθημερινή αλήθεια για όλα τα σημαντικά και ασήμαντα πράγματα που ξεστρατίζουν οι συνειρμοί, αναδύονται με λόγο ελαφρά κυνικό μέσα από μία διαρκή τάση αμφιβολίας, γιατί πως αλλιώς θα μπορούσε να εκφραστεί κάθε σκεπτόμενο άτομο σ’ αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, με την αμφισβήτηση κάποιων   υποτιθέμενων αξιών και θεσμών, με την πρόοδο της τεχνολογίας που αντί καλού καθήλωσε τους ανθρώπους μπροστά σε μία οθόνη,  αν όχι με διαρκή σκεπτικισμό…

Συνεπώς, από τι θεωρούσε ότι “έπασχαν” όσοι δεν είχαν χάσει τις ελπίδες τους:

«Μια στοιχειώδη, μια δομική αδυναμία κατανόησης της λειτουργίας του κόσμου γνωστή και ως αισιοδοξία.»

     

Πως περνάει ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο, μια ολόκληρη ζωή…

«και το μόνο που αναλογίζεσαι είναι ο χρόνος που περνάει – οπότε η ζωή αντικαθίσταται σιγά σιγά από έναν στοχασμό για τη ζωή κι ύστερα οι ρυτίδες βαθαίνουν.» 

Με εμφανή την ειρωνεία να διατρέχει όλο το κείμενο, τη σάτιρα να εκτοξεύει ποιοτικά την αφήγηση, τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ ως σταθερό υποδόριο ιστό, ο Κυθρεώτης καταφέρνει να κάνει την κοινοτοπία συναρπαστική, να διεγείρει συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη δίνοντας την εντύπωση μιας επερχόμενης ανατροπής που τελικά, ακόμη και όταν δεν συμβαίνει, μαγνητίζει, χωρίς να αφαιρεί τίποτε από την ένταση της διάθεσης για τη συνέχεια. Το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο με τις καλά σφηνωμένες μη συμβατικές απόψεις του ήρωα, τις αποφθεγματικές ατάκες μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται το κενό περιεχομένου της ζωής των ατόμων της γενιάς του, αποτέλεσμα των κακών πολιτικών του παρελθόντος, της κακής διαχείρισης των προνομίων της προηγούμενης γενιάς και της άρσης όλων των βεβαιοτήτων από την οικονομική κρίση και τα συνακόλουθά της,.

Σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα όπου ένα οριστικό λυτρωτικό και μη αναστρέψιμο τέλος είναι πράγματι νοητό (αν και όχι στα καλύτερα του είδους) στη ζωή τίποτε δεν τελειώνει.”

 

Εκεί που ζούμε, ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top