Fractal

Ατενίζοντας την άνοδο του Τρίτου Ράιχ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Hans Fallada, «Λύκος ανάμεσα σε λύκους», Α’ + Β’ τόμος. Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου. Εκδόσεις  Gutenberg. Αθήνα, 2020

 

Ήταν εκείνος ο αντιναζιστής συγγραφέας που υπηρέτησε απρόθυμα το Ράιχ, γιατί όταν ζεις σε ενδιαφέρουσες εποχές, τίποτα δεν είναι απολιτικό, όπως χαρακτηριστικά ελέχθη, αν και υπάρχουν βεβαίως αρκετές αντικρουόμενες απόψεις και θέσεις, όπως διαπιστώνει και ο αμερόληπτος αναγνώστης βυθιζόμενος με λεπτομέρεια και ενδιαφέρον στο έργο του. Γνωρίζουμε από το βιογραφικό του σημείωμα, πως κλείστηκε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο για ψυχικά ασθενείς τον Φεβρουάριο του 1912 και όταν εξήλθε  από εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1913, οι γονείς και οι γιατροί του αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει καριέρα γεωργού και έτσι πέρασε τα επόμενα χρόνια εργαζόμενος κυρίως σε αγροκτήματα και για λογαριασμό κάποιων αγροτικών οργανώσεων. Τα χρόνια αυτά χαρακτηρίστηκαν επίσης από την διαλείπουσα εξάρτησή του από διάφορα ναρκωτικά, εναντίον της οποίας ο Φάλαντα πάλεψε απεγνωσμένα σε όλη την μετέπειτα ενήλικη ζωή του. Κανένας μεμονωμένος παράγοντας ή κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό δεν μπορεί να απομονωθεί ή να κατηγορηθεί ως η άμεση και κύρια αιτία των εθισμών του, οι οποίοι σε διαφορετικές χρονικές περιόδους περιελάμβαναν αλκοόλ, υπνωτικά φάρμακα, κοκαΐνη και μορφίνη, αν και συχνά βασιζόταν απλώς σε ό,τι ήταν πιο εύκολα διαθέσιμο κάθε φορά στον περίγυρό του. Για παράδειγμα, γιατροί τού συνταγογραφούσαν μερικές φορές υπνωτικά φάρμακα για αϋπνία, ψυχικά  και νευρολογικά ενοχλήματα, ενώ η μορφίνη ήταν ιδιαίτερα προσιτή, όπως καλά γνωρίζουμε,  κατά την διάρκεια και αμέσως μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους στους οποίους ενεπλάκη άμεσα η χώρα του. Όμως, ούτε τα πολλαπλά προβλήματα που είχε αναγκαστικά με τον νόμο, ούτε η εγκατάλειψη της επίσημης εκπαίδευσής του, ούτε φυσικά και η επαναλαμβανόμενη κατάχρηση των προαναφερόμενων ουσιών, μπόρεσαν να σβήσουν το ενδιαφέρον του για τη συγγραφή, το οποίο ο Ρούντολφ Ντίτσεν, όνομα με το οποίο γεννήθηκε ο Φάλαντα,  έδειξε για πρώτη φορά δημόσια κατά την διάρκεια των μαθητικών του χρόνων,  το 1920, συγκεκριμένα, έτος κατά το οποίο  ο εκδοτικός οίκος Ερνστ Ρόβολτ (Ernst Rowohlt) εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, που άκουγε στο όνομα ‘Ο νεαρός Γκέντεσταλ’ (Young Goedeschal), το οποίο διαπραγματεύεται και περιστρέφεται γύρω από τις σεξουαλικές και ψυχολογικές δοκιμασίες του ομώνυμου αρσενικού πρωταγωνιστή. Ο πατέρας του Ρούντολφ Ντίτσεν, Βίλχελμ, συνταξιούχος δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Γερμανίας, τον είχε παροτρύνει να εκδώσει το βιβλίο με ψευδώνυμο, για να μην αναβιώσει στο κοινό τις μνήμες για το πώς είχε σκοτώσει τον φίλο του, Χανς Ντίτριχ  Νέκερ, στη γνωστή μονομαχία που είχε λάβει χώρα  μεταξύ τους το έτος 1911.  Έτσι, ο Ρούντολφ επέλεξε το ψευδώνυμο ‘Χανς Φάλαντα’, το οποίο και διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής του καριέρας, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν εμπνευσμένο από δύο παραμύθια των αδελφών  Γκριμ. Η επιλογή ενός λογοτεχνικού ψευδωνύμου από τον Ρούντολφ Ντίτσεν, το 1920, αντανακλά τόσο τον παρατεταμένο αγώνα του να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα του κόσμου γύρω του όσο και την προκλητική του πεποίθηση ότι θα καταφέρει με κάποιο τρόπο να επιβληθεί απέναντί της και να βγει νικητής στον καθημερινό του αγώνα. Αυτός ο αγώνας και αυτή η πεποίθηση παρέμειναν σταθερές παράμετροι για το υπόλοιπο της ζωής του και ενσωματώθηκαν, με κάποιο τρόπο, σε πολλούς από τους χαρακτήρες που δημιούργησε στα λίαν ενδιαφέροντα βιβλία του.

 

Βερολίνο 1919. Όπως έμεινε η πόλη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

 

Παρ’ όλα αυτά, να σημειώσουμε πως ούτε ‘Ο νεαρός Γκέντεσταλ’ (Young Goedeschal), ούτε και το επόμενο μυθιστόρημά του, το Άντον και Γκέρντα (Anton and Gerda, 1923), το οποίο ασχολείται επίσης με την εφηβική σεξουαλικότητα, προσέλκυσαν την προσοχή των κριτικών ή του αναγνωστικού κοινού, και ο Χανς Φάλαντα συνέχισε την απασχόλησή του με την γεωργική παραγωγή. Καταδικάστηκε, όμως, δύο φορές για υπεξαίρεση από εργοδότες, εκτίοντας ποινές φυλάκισης το 1924 και το 1926-1928. Μετά τη δεύτερη καταδίκη εγκαταστάθηκε στην πόλη Νοϊμίνστερ (Neumünster) της βόρειας Γερμανίας, όπου εργάστηκε σε μια τοπική εφημερίδα και παντρεύτηκε την Άννα (Ζούζε) Ίσελ  (Anna Issel), μια γυναίκα εργατικής καταγωγής από το Αμβούργο. Η πολιτική εχθρότητα την οποία αντιμετώπισε ο Φάλαντα στη ναζιστική Γερμανία δεν περιορίστηκε στην καθημερινή του ζωή, αλλά επεκτάθηκε και στο λογοτεχνικό του έργο. Το 1930, ανέλαβε μια θέση υπαλλήλου κοντά στον εκδότη του, Ερνστ Ρόβολτ, στο Βερολίνο, όπου και ολοκλήρωσε ένα μυθιστόρημα για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην επαρχία, το οποίο βασίστηκε στις εμπειρίες του στο Νοϊμίνστερ και κυκλοφόρησε το 1931 με τον τίτλο ‘Αγρότες, μεγαλοστελέχη και βόμβες’. Παρ’ όλο που αυτό το τρίτο μυθιστόρημα ήταν, σε γενικές γραμμές,  μια μέτρια λογοτεχνική και οικονομική επιτυχία, η εκδοτική του εταιρεία Ρόβολτ, τέθηκε υπό αναγκαστική διαχείριση λίγους μήνες μετά την έκδοσή του και οι εργαζόμενοι εκλήθησαν τότε να συνεχίσουν να εργάζονται με μειωμένους μισθούς. Ο Φάλαντα  αρνήθηκε να δεχτεί την σύμβαση εκείνη και, αντ’ αυτού, διαπραγματεύτηκε και προτίμησε ένα συμβόλαιο που εγγυόταν πέντε μέτριες μηνιαίες πληρωμές, οι οποίες θα τον συντηρούσαν όσο χρονικό διάστημα θα ασχολούνταν και θα έγραφε το επόμενο μυθιστόρημά του και θα θεωρούνταν ως προκαταβολές έναντι των εσόδων του από αυτό. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα ήταν το γνωστό πια ‘Και τώρα ανθρωπάκο;’ (1932), το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και αποκατέστησε σε ικανό βαθμό τα οικονομικά της εταιρείας Ρόβολτ. Σαράντα οκτώ χιλιάδες αντίτυπα εκδόθηκαν πριν από το τέλος του έτους, αρκετές συνέχειες τυπώθηκαν σε δεκάδες εφημερίδες, μεταφραστικά δικαιώματα πουλήθηκαν σε πολλές γλώσσες, γυρίστηκε κινηματογραφική εκδοχή στη Γερμανία και ανέβηκε θεατρική εκδοχή στη Δανία. Ανάλογη, φυσικά, ήταν η επιτυχία του βιβλίου και στις ΗΠΑ, όπου με βάση τα στοιχεία των κριτικών και των επιστολών των θαυμαστών, η επιτυχία του μυθιστορήματος δεν βασίστηκε στις διακεκομμένες και μη συστηματικές προσπάθειές του να αναλύσει την δύσκολη θέση των κύριων χαρακτήρων με οικονομικούς ή πολιτικούς όρους, αλλά στη συναισθηματική επιβεβαίωση της οικογενειακής τους ζωής ως καταφύγιο από τις περιρρέουσες υλικές δυσκολίες τους, κάτι που επανέρχεται συχνά στα διάφορα έργα του Φάλαντα.

Αν και η άνοδος των Ναζί στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933 ώθησε πολλούς συγγραφείς να εγκαταλείψουν τη Γερμανία, ο Φάλαντα, όπως ήδη εξηγήσαμε, παρέμεινε, επειδή, όπως είπε στους γονείς του σε ένα γράμμα στις 6 Μαρτίου 1933, το επόμενο μυθιστόρημά του θα ήταν ένα εντελώς απολιτικό βιβλίο που δεν θα μπορούσε να προσβάλλει ούτε να τον φέρει σε αντιπαράθεση με κανένα. Την εποχή εκείνη, τον απασχολούσαν επιπλέον πιο άμεσα και οξύαιχμα προσωπικά προβλήματα, επειδή, μεταξύ άλλων, είχε ξαναρχίσει τη συνήθειά του να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Ο Φάλαντα τότε  αναζήτησε καταφύγιο από τους πολιτικούς και προσωπικούς κινδύνους στη σκοτεινότητα και την ηρεμία της υπαίθρου, όπως τουλάχιστον πίστευε και ήλπιζε, αγοράζοντας ένα σπίτι στο Μπέργκενμπρουκ (Berkenbrück), στα περίχωρα του Βερολίνου και μετακομίζοντας εκεί με την οικογένειά του. Ωστόσο το Πάσχα του 1933, ο συγγραφέας μας καταγγέλθηκε ως αντιναζιστής συνωμότης από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του σπιτιού, ο οποίος ήλπιζε με την κίνηση αυτή να ανακτήσει την κατοχή του, κι’ έτσι συνελήφθη αναγκαστικά από μια τοπική μονάδα ταγμάτων εφόδου και πέρασε αρκετές ημέρες (7-22 Απριλίου) στη φυλακή.

 

Η γνωστή πλατεία του Βερολίνου στα 1920.

 

Οι καταγγελίες που του αποδόθηκαν  ήταν φυσικά ψευδείς και ο Φάλαντα αποφυλακίστηκε με παρόμοιο παράτυπο τρόπο, αφού ο εκδότης του, Ερνστ Ρόβολτ, προσέλαβε έναν επιφανή δικηγόρο με διασυνδέσεις στο Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο ως γνωστόν συνεργαζόταν επί μακρόν με το Ναζιστικό Κόμμα, τις οποίες εκμεταλλεύτηκε για λογαριασμό του συγγραφέα Χανς Φάλαντα. Αρκετούς μήνες αργότερα, σε μια προσπάθεια, όπως φαίνεται, να εξαφανιστεί από τα μάτια και το μυαλό πολλών, καθώς και για να αποφύγει την επανάληψη της βαριάς κατανάλωσης αλκοόλ μετά την επιτυχία του μυθιστορήματος ‘Και τώρα ανθρωπάκο;’ (1932),  ο Φάλαντα απέκτησε ένα μικρό κτήμα στο χωριό Κάρβιτς, περίπου εβδομήντα χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου, όπου έζησε τα περισσότερα από τα επόμενα δώδεκα  χρόνια. Οι εμπειρίες του Φάλαντα στο  Μπέργκενμπρουκ  και το Κάρβιτς, έχουν εμφανή απόηχο στο ‘Jeder stirbt für sich allein’ (Every Man Dies Alone, Alone in Berlin, Κάθε άνθρωπος πεθαίνει μόνος ή Μόνος στο Βερολίνο).

 

* * * * *

 

Η πολιτική εχθρότητα που αντιμετώπισε ο Φάλαντα στη ναζιστική Γερμανία δεν περιορίστηκε στην καθημερινή του ζωή, αλλά επεκτάθηκε και στο λογοτεχνικό του έργο. Το πέμπτο και υποτίθεται εντελώς μη πολιτικό μυθιστόρημά του, ‘Ο κόσμος έξω’ (‘Wer einmal aus dem Blechnapf frisst’, ή  για την αγγλική γλώσσα ‘Once A Jailbird’, 1934) το οποίο ξεκίνησε πριν από το 1933 αλλά δεν ολοκλήρωσε και δεν δημοσίευσε μέχρι το 1934, δέχθηκε σφοδρή επίθεση από τους ναζιστές κριτικούς για την συγκριτικά συμπαθητική απεικόνιση των καταδίκων.

 

 

Αυτό το ζοφερό μυθιστόρημα δεν αναφέρεται απλώς σε φυλακισμένους και πρώην κατάδικους, αλλά χρησιμοποιεί ένα κοινωνικό θέμα τυπικό του Φάλαντα, σατιρίζοντας με λεπτή κριτική τη Νέα Γερμανία του Χίτλερ. Εκδόθηκε το 1934, μόλις ένα χρόνο μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, και έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Φάλαντα εκείνη την περίοδο μπορεί να είχε υποτάξει τις όποιες παράτολμες και επιβαρυντικές πολιτικές του απόψεις. Ο Βίλλυ Κούφαλτ, καταδικασμένος για υπεξαίρεση και πλαστογραφία, έχει εκτίσει την ποινή του στη φυλακή και αποφυλακίζεται για να εργαστεί κερδίζοντας τα προς το ζην σε ένα χαμόσπιτο  που έχει δημιουργήσει το νέο καθεστώς. Έπειτα από πέντε ολόκληρα κοπιαστικά χρόνια, χαίρεται που είναι πλέον ελεύθερος και ορκίζεται ότι μόλις αφήσει πίσω του τους ζοφερούς γκρίζους τοίχους της φυλακής, δεν θα τους ξαναδεί ποτέ. Όμως, ο κόσμος έξω που ονειρευόταν ο Βίλλυ δεν είναι αυτός που συναντά και οι όποιες προσπάθειές του να αναμορφωθεί παρεμποδίζονται από το στίγμα του ποινικού του μητρώου και τον κάνουν να αισθάνεται απόβλητος, ανεπιθύμητος και ακατάλληλος να συναναστρέφεται με τους συνανθρώπους γύρω του. Αποδεχόμενος αυτή την άθλια μοίρα, αρχίζει να πίνει πολύ και επιστρέφει στο μόνο πράγμα που γνωρίζει καλά, δηλαδή τη ζωή του εγκλήματος. Συνειδητοποιεί ότι δεν καταλαβαίνει τον έξω κόσμο και σύντομα επιστρέφει στο περιβάλλον στο οποίο αισθάνεται απόλυτα οικεία. Ο Φάλαντα, άντλησε επίσης από τις δικές του εμπειρίες, της πραγματικής ζωής, για να δημιουργήσει τον συμπαθή αντιήρωά του, τον Βίλλυ Κούφαλτ, και στην πραγματικότητα να αναφερθεί για άλλη μια φορά σε όσα ήξερε αρκετά καλά, και κυρίως στο ποτό, το οικονομικό έγκλημα, την φυλάκιση και την αποξένωση από την οικογένειά του.

 

Βερολίνο, στη δεκαετία του 1920.

 

Εδώ μέσα, σε αυτό το μυθιστόρημα, η κυνική αντίληψη του μυθιστοριογράφου για μια κοινωνία που δεν συγχωρεί, είναι αρκετά σαφής, και παρ’ όλο που γράφτηκε για τη συγκεκριμένη γερμανική κοινωνική συνείδηση, το ‘Wer einmal aus dem Blechnapf frisst’ έχει μια σύγχρονη και οικουμενική απήχηση, αφού και στις μέρες μας κάποιοι φυλακισμένοι μπορεί να βρίσκουν πιο εύκολη, πιο ήπια τη ζωή μέσα στη φυλακή από το να ασχολούνται με τον έξω κόσμο και έχοντας μπροστά τους ένα αβέβαιο μέλλον. Πόσο ωραία, γράφει κάπου ο Φάλαντα, ήταν να επιστρέφει και πάλι εκεί στα γνωστά του μέρη!  Χωρίς άλλες ανησυχίες. Σχεδόν σαν το σπίτι του παλιού καιρού… Ήταν καλύτερα. Εδώ ένας άνθρωπος μπορούσε να ζήσει με ηρεμία. Οι φωνές του κόσμου είχαν σωπάσει. Δεν χρειαζόταν να αποφασίζεις, δεν χρειαζόταν προσπάθεια. Η ζωή προχωρούσε κανονικά και με τάξη. Βρισκόταν απόλυτα στο σπίτι του. Και με αυτές τις σκέψεις κατά νου, ο Βίλλυ Κούφαλτ,  αποκοιμήθηκε ήσυχα, με ένα γαλήνιο χαμόγελο στα χείλη του!

 

 * * * * *

 

Η λογοτεχνική σταδιοδρομία του Φάλαντα κατά τη δεκαετία που ακολούθησε το προαναφερόμενο μυθιστόρημα, ανέπτυξε μια αξιοσημείωτη ποικιλομορφία, καθώς αναζητούσε είδη στα οποία θα μπορούσε να αποφύγει την πολιτική αντιπαράθεση, να διατηρήσει την συγγραφική και καλλιτεχνική του ακεραιότητα και βεβαίως να κερδίζει ταυτόχρονα ένα ικανοποιητικό εισόδημα.  Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, έγραψε ‘ελαφρά’ μυθιστορήματα με μη σύγχρονα σκηνικά, συχνά σχεδιασμένα εν μέρει για σειρές περιοδικών και μερικές φορές κατά παραγγελία από διάφορα κινηματογραφικά στούντιο. Αλλά έγραψε επίσης διηγήματα για παιδιά, μυθοπλαστικές αυτοβιογραφίες γύρω από την παιδική του ηλικία και τη ζωή του στο Κάρβιτς, το πρώτο μέρος ενός σχεδιαζόμενου μεσαιωνικού παρωδιακού έπους, το οποίο σημειωτέον, δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 1995, και ορισμένες μεταφράσεις των βιβλίων του Αμερικανού Κλάρενς Ντέι (‘Η ζωή με τον πατέρα’, και ‘Η ζωή με τη μητέρα’). Σχεδίασε ακόμα βιβλία βασισμένα σε ταξίδια στη Γαλλία, την Ισπανία και την Τσεχία, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από την Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ, και σε ένα οικονομικό σκάνδαλο της δεκαετίας του 1920, στο οποίο είχαν εμπλακεί Εβραίοι χρηματιστές, αλλά δεν έχουν διασωθεί χειρόγραφα όλων αυτών.

 

* * * * *

 

Μέχρι τη στιγμή της ναζιστικής ήττας, ο Φάλαντα είχε ολοκληρώσει μόνο ένα έργο που αντέχει τη σύγκριση με τα μυθιστορήματα για τη σύγχρονη κοινωνία, που έφερε στη δημοσιότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Πρόκειται φυσικά για το εμβληματικό μυθιστόρημα  ‘Λύκος ανάμεσα σε λύκους’ που είδε το φως της δημοσιότητας το 1937, ένα ομολογουμένως περίπλοκα λεπτομερές αλλά σφιχτοδεμένο πανόραμα της ζωής στο Βερολίνο και την ύπαιθρο κατά την διάρκεια του αβάσταχτου υπερπληθωρισμού του 1923. Οι κύριοι χαρακτήρες, εν προκειμένω, ο Βόλφγκανγκ Πάγκελ και η Πέτρα Λέντιχ, απηχούν άλλους χαρακτήρες του Φάλαντα εμμένοντας προκλητικά στις δικές τους αντιλήψεις για την αγάπη και την ηθική, ενώ η ολοένα και βαθύτερη οικονομική κρίση απειλεί το κοινωνικό συμβόλαιο όχι λιγότερο από τα οικονομικά θεμέλια της μεταπολεμικής Γερμανίας. Δεν υπάρχει μια απλή έννοια που να περιγράφει επαρκώς τη σταδιοδρομία του Φάλαντα στη ναζιστική Γερμανία, γιατί δεν ήταν ούτε πρόθυμος συνεργάτης, αλλά ούτε μαχητής της αντίστασης.

Στη ζωή του ως συγγραφέας, ο Φάλαντα συνεργάστηκε με το ναζιστικό καθεστώς, προφανέστερα αποδεχόμενος επίσημα εγκεκριμένες παραγγελίες και γράφοντας ή αναθεωρώντας με γνώμονα την επίσημη ιδεολογία, αλλά αμφισβήτησε επίσης το καθεστώς, μεταξύ άλλων επιβεβαιώνοντας τις ανθρώπινες αξίες του σε ένα μυθιστόρημα όπως το ‘Λύκος ανάμεσα στους λύκους’ και επιχειρώντας αντιναζιστική αλληγορία σε φαινομενικά ελαφρά μυθιστορήματα όπως το ‘Μια γέρικη καρδιά ταξιδεύει’,   (‘Altes Herz geht auf die Reise’, ή ‘An Old Heart Goes A-Journeying’, 1935). Στη ζωή του ως πολίτης, πάλι, ο Φάλαντα συμμορφώθηκε με τις περισσότερες απαιτήσεις του ναζιστικού συστήματος, για παράδειγμα εγγράφοντας τον μεγαλύτερο γιο του στη Χιτλερική Νεολαία, αλλά παρείχε επίσης οικονομική και νομική υποστήριξη σε ορισμένους από τους απόκληρους του συστήματος, ιδίως σε συγγραφείς και υπαλλήλους εκδοτών που υπέστησαν διακρίσεις για πολιτικούς ή φυλετικούς λόγους. Και, είναι περιττό εδώ να τονίσουμε, ότι υπήρχαν αντιφάσεις στον τρόπο με τον οποίο οι Ναζί αντιμετώπιζαν τον Φάλαντα, άλλοτε προωθώντας το έργο του και άλλοτε λογοκρίνοντάς το, άλλοτε στέλνοντάς τον σε περιοδείες προπαγάνδας υπέρ αυτών και άλλοτε φυλακίζοντάς τον. Δεν είναι υπερβολικά γενναιόδωρο και υπερβολικό να επισημάνουμε, ωστόσο, ότι η αντίσταση που προέβαλε τον έθεσε σε πραγματικό, θανάσιμο κίνδυνο και οι συμβιβασμοί που αναγκαστικά έκανε ήταν επίσης στο ίδιο πλαίσιο. Αν και η συζήτηση σχετικά με τις δικαιολογίες για τη μετανάστευση ή την παραμονή στη ναζιστική Γερμανία, η οποία δεν έχει σταματήσει από το 1933 και μετά, είναι πολύ περίπλοκη για να ανακεφαλαιωθεί εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι η συνεργασία δεν ήταν απαραίτητα άμεση, χωρίς εξαναγκασμό ή άνευ όρων, και η αντίσταση δεν ήταν πάντα άμεση, παθιασμένη ή ασυμβίβαστη. Η μόνη βεβαιότητα για τον Χανς Φάλαντα, όπως και για όλους όσους παρέμειναν, ήταν ότι ακόμη και οι μέτριες πράξεις αντίστασης περιείχαν την απειλή της φυλάκισης ή ακόμα και αυτού του θανάτου.

 

* * * * *

 

Οι αφηγήσεις του Φάλαντα δεν είναι, ωστόσο, λιγότερο διορατικές για την κοινωνία με την οποία πάλεψε σε όλη του τη ζωή. Πράγματι, μετά από τόσα χρόνια, τα μυθιστορήματά του ίσως είναι πιο αναγκαία από ποτέ για να υπενθυμίσουν στους αναγνώστες την άδοξη και άχαρη πλευρά της αντίστασης στον φασισμό και το γεγονός ότι ο φασισμός δηλητηρίασε τη ζωή όλων, μολύνοντας ουσιαστικά μια ολόκληρη κοινωνία. Εν μέρει, ο Φάλαντα δεν πέτυχε ποτέ τη διεθνή αναγνώριση του Μπρεχτ ή του Τόμας Μαν επειδή η ζωή του ήταν πολύ πιο πολυτάραχη και σαφώς λιγότερο αξιοθαύμαστη από τη δική τους. Στα μάτια της ναζιστικής κυβέρνησης, ήταν ένας εκφυλισμένος, αν και ήταν επίσης καλλιτέχνης, διανοούμενος και ανθρωπιστής. Μακροχρόνια τοξικομανής και εγκληματίας, καταχραστής και κλέφτης,  ο Φάλαντα εξέτισε επτάμισι χρόνια σε φυλακές και ψυχιατρεία, ταλαιπωρούμενος από γνήσια ψυχολογικά ζητήματα και προβλήματα κατάχρησης ουσιών. Σε αντίθεση με τον Μαν, τον Μπρεχτ, και πολλούς άλλους, ήταν ένας εντελώς αταίριαστος, αντικομφορμιστής και παρείσακτος, παρά το γεγονός ότι αυτοπροσδιοριζόταν επίσης ως Γερμανός πολίτης. Άλλωστε, έζησε στη Γερμανία και έγραψε στα γερμανικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ανόδου και της πτώσης του Τρίτου Ράιχ.

 

 

Το καλύτερο μυθιστόρημά του, ‘Λύκος ανάμεσα σε λύκους’, πρωτοεμφανίστηκε το 1937, όταν ο φασισμός είχε ήδη εδραιωθεί στη Γερμανία και επεκτεινόταν ταχύτατα σε όλη την Ευρώπη με όλα τα γνωστά γεγονότα, όσα δυστυχώς επακολούθησαν. Ετούτη η χρονική στιγμή της ελληνικής του έκδοσης, μας προσφέρει την ευκαιρία να ξαναδούμε το κλασσικό έργο του Φάλαντα μαζί με τα άλλα έργα του που έχουν εν τω μεταξύ εκδοθεί, και να κατανοήσουμε καλύτερα την πολλαπλώς ενοχλητική ζωή του συγγραφέα. Ταυτόχρονα, μας οδηγεί να αναλογιστούμε τις πολυποίκιλες σχέσεις μεταξύ του πολιτισμού και της λογοτεχνικής δημιουργίας από τη μια πλευρά και του ναζισμού και της λογοκρισίας από την άλλη. Πιθανότατα κανένας σημαντικός Γερμανός συγγραφέας του εικοστού αιώνα δεν ήταν περισσότερο μπλεγμένος με την άνοδο και τον ναζισμό από τον Φάλαντα. Επιπλέον, λίγοι συγγραφείς είχαν την τύχη αλλά και την ατυχία παράλληλα, να βιώσουν τις βιαιότητες του φασισμού και τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές τόσο έντονα και άμεσα όσο εκείνος, που παρ’ όλα αυτά κατάφερε και έζησε αποκομίζοντας έτσι πλούσιο υλικό και κατάλληλο ώστε να μας διηγηθεί τελικά την δραματική πολυδιάστατη ιστορία του.

 

 

Το μυθιστόρημα ‘Λύκος ανάμεσα σε λύκους’, το καλύτερο και φυσικά το πιο εκτεταμένο έργο του Φάλαντα, δημοσιεύτηκε πέντε χρόνια μετά το ‘Και τώρα ανθρωπάκο;’. Διαθέτει ένα μεγάλο καστ καλοσχεδιασμένων, πολύπλοκων χαρακτήρων από όλα τα κοινωνικά στρώματα και έναν ευρύ κοινωνικό καμβά που απεικονίζει την γερμανική κοινωνία όπως διαλύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Συνθήκη των Βερσαλλιών παρέχουν το ιστορικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε ο συγγραφέας του βιβλίου. Στην τελευταία ενότητα του μυθιστορήματος, ο Φάλαντα προσφέρει τη δική του μυθιστορηματική εκδοχή του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 1923 που οργάνωσε και εξαπέλυσε ο Χίτλερ με στόχο την ανατροπή της βαυαρικής κυβέρνησης. Ούτε ο Χίτλερ, ούτε κάποιος που να του μοιάζει εμφανίζεται μέσα στο μυθιστόρημα ‘Λύκος ανάμεσα σε λύκους’,  αλλά είναι προφανές ότι η μυστική οργάνωση και το αποτυχημένο πραξικόπημα που περιγράφονται στο μυθιστόρημα προορίζονται να αποτελέσουν αντανάκλαση εκείνων των κρίσιμων ιστορικών γεγονότων. Οι συνωμότες και οι σκευωροί είναι ένα κατάπτυστο, αξιοκαταφρόνητο πλήθος ανθρώπων, εγωιστές, κτηνώδεις προσωπικότητες και σαδιστές. Ένας από αυτούς είναι ένα «τέρας που σκοτώνει για χάρη του σκοτωμού». Ο Χανς Φάλαντα συνέθεσε το χιλίων πεντακοσίων (αναφερόμαστε φυσικά στην ελληνική έκδοση από τις Εκδόσεις  Gutenberg) σελίδων αριστούργημά του μέσα σε μόλις δέκα μήνες, από τον Ιούλιο του 1936 έως τον Μάιο του 1937. «Έγραψα χωρίς να κοιτάξω ψηλά, ούτε κοίταξα γύρω μου, ούτε προς τα αριστερά ούτε προς τα δεξιά», εξήγησε κάποια στιγμή ο ίδιος. Το 1936-1937, δεν υπήρχε άλλος εναλλακτικός τρόπος να καταφέρει να γράψει το μυθιστόρημά του και να μην κατακλυστεί από τα τρομερά πολιτικά γεγονότα της εποχής, στα οποία περιλαμβάνονταν  η ψήφιση των απαράδεκτων νόμων της Νυρεμβέργης που στέρησαν από τους Εβραίους την ιθαγένεια, το άνοιγμα των θλιβερών στρατοπέδων συγκέντρωσης και η  εισβολή και κατάκτηση των χωρών της Ευρώπης από τα προελαύνοντα γερμανικά στρατεύματα. Από την πρώτη φράση του μυθιστορήματος: «Πάνω σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι κοιμούνται ένα κορίτσι και ένας άντρας. Το κεφάλι της νεαρής γυναίκας ακουμπά στην κλείδωση του δεξιού αγκώνα της, με το στόμα μισάνοιχτο ανασαίνει γαλήνια: το πρόσωπο έχει μια έκφραση ανήσυχη και μουτρωμένη-όπως ενός παιδιού  που δεν ξέρει πως να διώξει τη στεναχώρια που του πλακώνει την καρδιά», μέχρι την τελευταία: «Όλα πια είναι διαφορετικά. Σβήνει το φως. Καληνύχτα. Καλή, καλή νύχτα!», το μυθιστόρημα προχωρά αμείλικτα και συνειδητά, χωρίς να αφήνει καμία γωνιά της ζωής των περισσότερων πρωταγωνιστών ανεξερεύνητη.

Το βιβλίο αποτελεί ένα εκτεταμένο έπος για την κατάρρευση ενός πολιτισμού, της οικονομίας και της κυβέρνησής του, και τον αγώνα του απλού ανθρώπου να επιβιώσει μέσα σε όλα αυτά. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Γερμανία της Βαϊμάρης, αμέσως μετά την καταστροφική απώλεια της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ακολουθεί έναν νεαρό τζογαδόρο που τα χάνει όλα στο Βερολίνο και στη συνέχεια φεύγει από τη χαοτική πόλη, όπου τα άχρηστα χρήματα και οι ελλείψεις προκαλούν κυριολεκτικό πανδαιμόνιο. Μόλις φτάνει στην ύπαιθρο, όμως, βρίσκει έναν ηττημένο γερμανικό στρατό που έχει στρατοπεδεύσει εκεί για να υποδαυλίσει την εξέγερση. Με κάποιο τρόπο, μέσα σε όλα αυτά, συναντιέται με τον ρομαντισμό, βρίσκει το ρομάντζο σε μια στιγμή επικίνδυνης ζωής σε ένα σαθρό ευρωπαϊκό περιβάλλον. Ταχύτατο σαν θρίλερ, συναρπαστικό σαν την καλύτερη ιστορική μυθοπλασία και με λυρική πρόζα που δίνει μια ισχυρή συναισθηματική γροθιά, ο ‘Λύκος ανάμεσα στους λύκους’ είναι ισάξιος με κάποια άλλα του αναγνωρισμένου συγγραφέα ως ένα εξαιρετικά συναρπαστικό έργο μιας σημαντικής λογοτεχνίας.

Αυτό το εκτενές  βιβλίο, χαρακτηρίστηκε ως το καλύτερο βιβλίο του Φάλαντα. Είναι ένα πορτραίτο του Βερολίνου σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων και του καθημερινού αγώνα του απλού ανθρώπου. Ο τίτλος του βιβλίου έχει σκοπό να είναι μεταφορικός και κυριολεκτικός. Ήταν μια εποχή της πείνας, μια εποχή των λύκων, γράφει ο Φάλαντα. Πολλοί από τους χαρακτήρες έχουν αρπακτική και επιθετική διάθεση, αλλά μάλλον όχι ο Βόλφγκανγκ Πάγκελ, ο ήρωας του μυθιστορήματος που είναι γνωστός ως ‘Λύκος’ στους φίλους του. Πρώην δόκιμος αξιωματικός, αλλά τώρα άνεργος,  γιος ενός επιτυχημένου αστού Γερμανού και διπλωματικού ακολούθου, ο ‘Λύκος’ είναι αθεράπευτα εθισμένος στον τζόγο. Στα τραπέζια της ρουλέτας στο ημίφως του Βερολίνου, και μαζί με τους αθεράπευτους κοκαϊνομανείς και τις άφθονες αριθμητικά πόρνες, χάνει εκατομμύρια μάρκα. Εκείνη την εποχή, όπως τόσο χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, «… υπήρχαν τόσες λέσχες όσοι και οι κόκκοι της άμμου στη θάλασσα, όπως έβρισκες σε αφθονία και ηρωίνη και κοκαΐνη, γαλλική σαμπάνια και αμερικάνικα τσιγάρα…», μια εποχή στην οποία ταυτόχρονα υπήρχαν σε αφθονία «… και η γρίπη, η πείνα, η απόγνωση, η πορνεία και το έγκλημα…». Η αφοσιωμένη ερωμένη του, η Πέτρα, ή Πέτερ, όπως αρέσκεται εκείνος να την αποκαλεί, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή και εξακολουθεί να παίζει και να τζογάρει. Ήταν ένα κορίτσι που είχε γεννηθεί εκτός γάμου, δίχως γνωστό πατέρα, είκοσι δύο ετών  και ένα χρόνο μικρότερή του.

Για μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος, ο αναγνώστης απορρίπτει τον Βόλφγκανγκ Πάγκελ ως ένα κάθαρμα το οποίο φαντάζει ανίκανο να αναλάβει την ευθύνη των όποιων πράξεών του. Παρ’ όλα αυτά, όμως, έχει μια αξιοσημείωτη ικανότητα να παρατηρεί, να αλλάζει και να μετατρέπεται, έστω προσωρινά, σε καλό και τίμιο άνθρωπο. Πρέπει να γίνει άντρας πριν γίνει πατέρας, παρατηρεί ένας χαρακτήρας γι’ αυτόν. Στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος, ο ‘Λύκος’ ωριμάζει, όπως και η ερωμένη του, η Πέτρα, η οποία γεννά το παιδί τους. Στους βασικούς χαρακτήρες του ογκώδους μυθιστορήματος, και ο μεγαλοτσιφλικάς Γιόαχιμ φον Πράκβιτς, όπως βεβαίως και αναρίθμητοι άλλοι.

 

Το τέλος είναι πολύ πιο ευτυχισμένο από το τέλος του έργου ‘Και τώρα ανθρωπάκο;’, και ίσως γι’ αυτό ο Γιόζεφ Γκαίμπελς το χαρακτήρισε έξοχο βιβλίο και σημείωνε, επίσης, ότι ο Φάλαντα είχε πραγματικό λογοτεχνικό και συγγραφικό ταλέντο. Φαίνεται απίθανο, ωστόσο, ο Γκαίμπελς να διάβασε προσεκτικά όλες τις σελίδες του κειμένου, αλλά κι’ αν ακόμα το έκανε, ίσως να  διέφυγε της προσοχής του μεγάλο μέρος των βαθύτερων και απόκρυφων νοημάτων του. Κάτω από τον φακό της ναζιστικής λογοκρισίας, ο Φάλαντα χρησιμοποίησε την ειρωνεία και την ασάφεια, την μεταφορά και τον συμβολισμό. Επιπλέον, αν και το μυθιστόρημα περιλαμβάνει το πραξικόπημα του 1923 και τους συνωμότες του, αποφεύγει τεχνηέντως να αναφερθεί στα ανοιχτά ιδεολογικά ζητήματα της δύστροπης εκείνης εποχής.

Στο ερώτημα  αν είναι μεταρρυθμιστής, ή  δάσκαλος, ο Χανς Φάλαντα, το 1937, απαντούσε ότι ήταν απλώς ένας εικονογράφος της εποχής του, που απεικόνιζε και αναπαριστούσε όλα όσα συνέβαιναν γύρω του. Σε τούτο το μυθιστόρημα, δεν υπάρχουν χαρακτήρες που να είναι κομμουνιστές ή φασίστες, όπως σε άλλα, και όμως το μυθιστόρημα μεταφέρει μια ισχυρή αίσθηση όλων εκείνων των υποκείμενων κοινωνικών ρευμάτων και των οικονομικών συνθηκών που οδήγησαν στην άνοδο του ναζισμού. Στο μυθιστόρημα υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που αναφέρονται στο χρήμα, που θα ήταν δίκαιο και εύλογο να πούμε ότι το χρήμα είναι ένας από τους κύριους χαρακτήρες του! Ο  ‘Λύκος’ λέει την αλήθεια για μια κοινωνία που είναι αποφασισμένη να μη βλέπει και να μη λέει την αλήθεια για τον εαυτό της. Εδώ, θα μπορούσαμε εύκολα και με κάποια μεγάλη δόση φαντασίας να προτάξουμε ορισμένες ομοιότητες εκείνης της εποχής και της σημερινής  στην οποία οι πολίτες συχνά βρίσκονται σε άρνηση και, όπως και τότε, παίζουν τα χρήματά τους στα διάφορα χρηματιστήρια του είδους.

Μετά την έκδοση του μυθιστορήματος αυτού, ο Φάλαντα συνέχισε να γράφει, αλλά τα βιβλία του ήταν κυρίως παραμύθια και ακίνδυνες ιστορίες για παιδιά. Ο ναζισμός τον ανάγκασε να μαλακώσει τη σάτιρα και την πικρία του και να γίνει πιο μυστικοπαθής και περισσότερο παραπλανητικός για τους εχθρούς του. Ενώ βρισκόταν στη φυλακή το 1944, έγραψε κρυφά τον ‘Πότη’ και έβγαλε λαθραία το μυθιστόρημα, αλλά παρέμεινε ανέκδοτο μέχρι το 1950, τρία χρόνια μετά το θάνατό του. Μόνο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, φυσικά,  ο Φάλαντα επέστρεψε ανοιχτά και δημόσια στη σοβαρή μυθοπλασία με όλα όσα γνωρίζουμε.

Ο Χανς Φάλαντα δεν υιοθέτησε πάντα τις συνήθειες του Βόλφγκανγκ Πάγκελ, του κύριου χαρακτήρα του μυθιστορήματος ετούτου, ο οποίος επιδίδεται σε ανεξάρτητη και επίμονη σκέψη και ο οποίος επίσης αρνείται να ακολουθήσει την πεπατημένη. Στόχος του όμως ήταν να είναι πιστός στον εαυτό του και στις ανθρωπιστικές του αξίες. Στη Γερμανία, τις δεκαετίες του 1930 και του ’40, με πολλά από τα καλύτερα γερμανικά μυαλά, όπως  τον Μπρεχτ, τον Μαν, τον Έσσε, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον Άλφρεντ Ντόμπλιν και τόσους άλλους στην εξορία, ο Φάλαντα ήταν τρομερά μόνος και απομονωμένος. Μέσα από τη δική του μοναξιά και ανεξαρτησία, όμως, δημιούργησε λογοτεχνικά έργα που μιλούν εύγλωττα στους μελαγχολικούς αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι βεβαίως δεν έχουν τίποτα να χάσουν όπως είχε δυστυχώς εκείνος!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top