Fractal

Εξόριστη, ουσιαστικά

Γράφει ο Θεόφιλος Τραμπούλης // *

 

Βάσια Τραμπούλη «Ξένη όπως Πολυξένη», Εκδόσεις Book Lab

 

Με τη συγγραφέα του θεατρικού μονολόγου «Ξένη όπως Πολυξένη», Βάσια Τραμπούλη, προερχόμαστε από ένα μοντέλο οικογένειας, αρκετά παρωχημένο πλέον, σε κάποιες περιπτώσεις θυμίζει αυτό που λέμε clan, μια φυλή, στενοί οικογενειακοί δεσμοί, επίκληση ενός αρχικού, σχεδόν μυθικού προγόνου και τόπου, στην περίπτωσή μας του Θεόφιλου Τραμπούλη και της Νισύρου. Σε κεντρικό σημείο στην κατανόηση αυτής της φυλής, χωρίς να το καταλαβαίνουμε κιόλας πολύ πολύ, βρίσκεται το Αιγαίο ως ένας τόπος μύθου και διαδρομών, στάσεων και μετακινήσεων. Δεν είναι μόνον ότι ο Θεόφιλος Τραμπούλης, αυτός ο αρχηγέτης της οικογένειας, διέγραψε στη ζωή του μια μακριά διαδρομή από τη Νίσυρο στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και τέλος στην Αθήνα, όπου πέθανε φτωχός. Ούτε μόνον ότι η Νίσυρος στα αυτιά όλων εμάς, νομίζω, όχι τώρα που έχει γίνει δημοφιλής τόπος διακοπών αλλά όλα μας τα χρόνια, ήταν μια μυθική κουκίδα στα Δωδεκάνησα, αρκετά μεγάλη για να την αναφέρει κανείς με κάποια τοπικιστική περηφάνια, αρκετά μικρή ώστε συχνά να μοιάζει με ερημονήσι. Είναι και αυτό το ίδιο το όνομα, Τραμπούλης, που υπονοεί ένα ταξίδι, μια μετοικεσία, ένα ζερίζωμα, ίσως ένα ναυάγιο. Διότι Τραμπούλης είναι ο Τριπολιτσιώτης, αυτός που αποκτά το όνομά του επειδή σχετίζεται με το Τραμπούλ, την Τρίπολη, του Λιβάνου ή της Λιβύης, είτε επειδή πήγε εκεί από τη Νίσυρο και γύρισε πάλι πίσω είτε, το πιο πιθανό, διότι πριν ακόμη από τον ιστορικό Θεόφιλο Τραμπούλη υπήρξε ένας άλλος μυθικός πρόγονος, ένας άραβας τριπολιτσιώτης που κατέληξε στο μικρό νησί αυτό των Δωδεκανήσων.

Στην Πολυξένη της Βάσιας Τραμπούλη αντηχούν οι αναμνήσεις αυτής της καταγωγής. Δεν εννοώ φυσικά ότι είναι μια αφήγηση, ένας μονόλογος που εμπνέεται και αναφέρεται σε μια οικογενειακή ιστορία. Σίγουρα, αν αναφέρεται σε μια οικογένεια, δεν αναφέρεται σε αυτήν την οικογενειακή ιστορία της οικογένειας Τραμπούλη. Νομίζω όμως πως, πέρα από το μυθικό και θεατρικό πλαίσιο του μύθου, υπάρχει ένα ανθρωπολογικό υπόστρωμα στην ιστορία αυτή, όπως τη μεταπλάθει η συγγραφέας, ένα ανθρωπολογικό υπόστρωμα που ορίζεται από δύο στοιχεία που υπάρχουν στην οικογένειά μας: από την οικογένεια όχι μόνον ως χώρο ασφάλειας όσο και ως χώρο βασάνου, και από το Αιγαίο ως έναν τόπο δράσης που στο τέλος γίνεται ένας τόπος εσωτερικός.

Ας δούμε όμως πρώτα τον μύθο στον οποίο βασίζεται το κείμενο και ας δούμε και στο πρώτο επίπεδο την εξέλιξη της πλοκής της Πολυξένης της Βάσιας. Στον Τρωικό κύκλο, η Πολυξένη είναι η μικρότερη κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης, αδελφή δηλαδή του Έκτορα, του Πάρη και της Κασσάνδρας. Η μυθική μοίρα της είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον Αχιλλέα. Κατά μία εκδοχή του μύθου, ο Αχιλλέας την ερωτεύτηκε όταν την είδε σε μια πηγή στα δάση της Τροίας, όταν είχε πάει με τον αδελφό της, τον οποίον ο Αχιλλέας σκότωσε. Κατά μία άλλη εκδοχή, όταν είχε πάει με τον πατέρα της να ζητήσουν να τους αποδοθεί το σώμα του Έκτορα, για να ταφεί με τις τιμές που του αξίζουν. Χωρίς ποτέ οι δύο νέοι να ενωθούν είτε σαρκικά είτε με οποιονδήποτε συμβολικό τρόπο εν ζωή, η Πολυξένη, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, θυσιάζεται παρθένα στον τάφο του Αχιλλέα. Νομίζω πως τα θέματα του μύθου είναι εμφανή: ο έρωτας ο οποίος ως δύναμη διαπερνά δύο αντίπαλες και εχθρικές κοινότητες· η οικογένεια ως βρόχος, την οποία διασπά ο εραστής, σκοτώνοντας τον αδελφό, μια επιθυμία όμως που εντέλει οδηγεί τιμωρητικά στον θάνατο της κόρης. Από την οικογένεια δηλαδή διαφυγή δεν είναι ακριβώς ο έρωτας αλλά ο θάνατος ή, με άλλα λόγια, η αντίθεση έρωτα και θανάτου δεν επιλύεται προς την πλευρά του έρωτα αλλά προς την πλευρά του θανάτου. Η πλήρης αντικατάσταση της επιθυμίας και της ηδονής από το πένθος. Σε αυτά τα θέματα ας προσθέσουμε ένα ακόμη κι αυτό εμφανές νομίζω: σε καμία από τις εκδοχές του μύθου δεν ακούγεται η Πολυξένη, δεν υπάρχει όχι μόνον ως λόγος αλλά ούτε ως επιθυμία. Ο έρωτας ξεκινά από τον Αχιλλέα και ολοκληρώνεται στον θάνατο της Πολυξένης. Από την άποψη αυτή, το μοτίβο της παρθενίας της Πολυξένης δεν αποτυπώνει μια, ας πούμε, πατριαρχική αντίληψη για τη συνθήκη της γυναικείας ερωτικής ολοκλήρωσης, αλλά κυρίως για την κατάσταση σιωπής της γυναίκας. Στον μύθο, η Πολυξένη δεν είναι απλώς ένα μεταφερόμενο και στο τέλος θυσιαζόμενο γυναικείο σώμα, είναι ένα σιωπηλό σώμα.

Στο σώμα αυτό δίνει φωνή η Βάσια. Πρέπει να σημειώσουμε πως ο μύθος της Πολυξένης δεν εμφανίζεται στα ομηρικά έπη και τον γνωρίζουμε από κατοπινούς μυθολογικούς κύκλους και από την τραγωδία. Η Πολυξένη εδώ κοιτάζει ευθέως προς τον τραγικό λόγο. Καταρχάς ως προς τη γλώσσα. Ποιητική, με ρυθμό η κάθε πρόταση και μέτρο, εσωτερικές ομοιοκαταληξίες και παρηχήσεις, το κείμενο προορίζεται θα έλεγε κανείς να διαβαστεί μεγαλόφωνα και να παρασταθεί. Δευτερευόντως, ως προς τη μορφή. Η Πολυξένη είναι, όπως λέει το βιβλίο, ένας θεατρικός μονόλογος. Η δράση εκτυλίσσεται μέσα από τη φωνή της Πολυξένης και αρθρώνεται σε επεισόδια, τα οποία έχουν εσωτερική δομή που θυμίζει την άρθρωση του θεατρικού έργου σε πράξεις. Τρίτον, και κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο, ως προς τον σκηνικό χώρο. Το Ξένη όπως Πολυξένη εκτυλίσσεται όλο σε ένα νησί, απροσδιόριστο, ασαφές, θολό. Σε αυτό το νησί αναπτύσσονται οι αναμνήσεις της, οι θρήνοι της, η οργή της, οι επιθυμίες της. Κι αν οι τραγωδίες στις οποίες παραπέμπει πρωτογενώς ο μύθος της Πολυξένης είναι η Εκάβη και οι Τρωάδες, δηλαδή οι τραγωδίες για τον θρήνο των ηττημένων γυναικών του τρωικού πολέμου, το νησί της Πολυξένης εμένα μου θύμισε το νησί του πιο τραγικού, κατά τη γνώμη μου,από τους τραγικούς ήρωες, του πιο ηττημένου από τους ηττημένους, εννοώ φυσικά τον Φιλοκτήτη.

Ο μύθος τής κατά Τραμπούλη Πολυξένης ξεκινά μετά ακριβώς τη θυσία της. «Μ’ έχουν για νεκρή, αλλά εγώ θαρρώ πως ζω. Δεν νιώθω πεθαμένη». Αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι του μονολόγου, που αποκαλύπτουν ήδη από την αρχή μια ένταση: η Πολυξένη με μεγάλη τρυφερότητα κινείται ανάμεσα σε μια σχεδόν ζωή, με ελπίδες και επιθυμίες, και σε μια βαθιά επίγνωση πως βρίσκεται στο επέκεινα, εκεί όπου τίποτα δεν έχει σημασία και όλα συναιρούνται σε μια αδιατάρακτη ακινησία.

Σε αυτήν την αδιατάρακτη ακινησία εναλλάσσονται μικρά επεισόδια. Η θάλασσα που περιβάλλει το νησί ξεβράζει αντικείμενα που η Πολυξένη ονοματίζει και φαντάζεται τη ζωή των αντικειμένων πριν ναυαγήσουν, πριν δηλαδή πεθάνουν κι αυτά. Εμφανίζεται ένα μωρό κοριτσάκι το οποίο η Πολυξένη αποκαλεί Αθανασία, σε πρώτο επίπεδο φανταζόμαστε επειδή έχει μια εσωτερική τραγική ειρωνεία να ονομάζεις Αθανασία τη νέα ζωή, όταν εμείς ξέρουμε πως πρόκειται για ένα τοπίο θανάτου. Εμφανίζεται επίσης ο Αχιλλέας, με έναν τρόπο ζωντανός, ο οποίος όμως, κι αυτό τραγική ειρωνεία, πεθαίνει εντός του θανάτου. Τα επεισόδια αυτά δεν ξέρουμε αν είναι μέρος ενός λόγου που αναπτύσσεται απόλυτα εσωτερικά, αν είναι δηλαδή ο μονόλογος ενός νεκρού, στον οποίο δεν συμβαίνει τίποτε αλλά εκείνος έχει ακόμη κάποια ασαφή ανάμνηση της ζωής, ή αν είναι συμβάντα της μετά θάνατον ζωής, αν δηλαδή πράγματι στο επέκεινα μπορούν να εκπληρωθούν οι επιθυμίες που είχε ο ζωντανός.

 

Βάσια Τραμπούλη

 

Αυτός ο σύντομος μονόλογος της Βάσιας Τραμπούλη είναι ένα πυκνό κείμενο που έχει τρία επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας. Είναι καταρχάς το μυθικό, είναι ο μύθος της Πολυξένης, όπως τον ξέρουμε από την τραγωδία και άλλες πηγές. Αυτός ο μύθος όπως τον αναφέραμε ήδη. Είναι δευτερευόντως το πολιτικό επίπεδο, το οποίο θα έλεγα πως έχει κι αυτό με τη σειρά του δύο διακλαδώσεις. Το πολιτικό αρχικά το οποίο γνωρίζουμε όλοι από τις τραγωδίες –αυτή τη φορά όχι με τη γραμματολογική έννοια– που έχει ζήσει το Αιγαίο την τελευταία δεκαετία, δηλαδή τις τραγωδίες των εκτοπισμών, των προσφυγικών ρευμάτων, των πνιγμένων, των ανθρώπων που είναι πολλαπλά ξένοι, που είναι και οι ίδιοι πολύ-ξένοι. Το νησί της Πολυξένης φαίνεται να μην υποδέχεται μονάχα μια τραγική ηρωίδα, μια ηρωίδα –σημειωτέον– από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, αλλά και μια αιωνίως κατατρεγμένη γυναίκα σαν αυτές που υποδέχτηκαν όλα τα νησιά του Αιγαίου την τελευταία δεκαετία. Η δεύτερη πολιτική ανάγνωση είναι αυτή που ήδη είπαμε: η Πολυξένη της Βάσιας δίνει φωνή σε μια γυναικεία ηρωίδα που είναι μυθικά σιωπηλή, δίνει επιθυμία και σώμα που επιθυμεί σε μια γυναίκα που ο μύθος τη θέλει μόνο κτήμα της οικογένειάς της και εργαλείο του άντρα που την επιθύμησε χωρίς ποτέ να της αναγνωρίσει την υπόσταση του προσώπου.

Το τρίτο επίπεδο όμως της Πολυξένης είναι, νομίζω, το σημαντικότερο και αυτό στο οποίο ο μύθος δένει. Είναι το οικογενειακό επίπεδο. Κι αν η συγγραφέας ήδη μας προϊδεάζει από την αφιέρωση του βιβλίου πως η ίδια θεωρεί την οικογένειά της αντανάκλαση και αναδιπλασιασμό της τρωικής οικογένειας του Πριάμου και της Εκάβης, άρα ενδεχομένως παίρνοντας τον ρόλο μιας από τις θυγατέρες τους, υπάρχει ένα νήμα που μας καλεί το βιβλίο να ακολουθήσουμε και νομίζω πως είναι το σημαντικότερο από όλα. Διότι, όπως ήδη το διαβάζει ο προσεκτικός αναγνώστης στην αφιέρωση του βιβλίου, το όνομα του μωρού, η Αθανασία, δεν είναι άλλο από το όνομα της ίδιας της μητέρας της συγγραφέα. Κι ενώ ήδη σε αυτήν τη σχέση μητέρας και κόρης, όπου η αφηγήτρια Πολυξένη υιοθετεί ένα μωρό Αθανασία, βλέπω μια ιδιοφυή αντιστροφή της σχέσης μεταξύ κόρης Βάσιας και μητέρας Αθανασίας, όπου δηλαδή η κόρη υιοθετεί τη μητέρα της, αναπαράγοντας και επιβεβαιώνοντας ένα σχήμα τρυφερότητας, δεν μπορώ στη συνέχεια να μην σκεφτώ τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες η πραγματική Αθανασία, η μητέρα της Βάσιας, η σύζυγος του εξαδέλφου μου Θεόφιλου, πέρασε τα τελευταία της χρόνια. Διότι νομίζω πως, στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει τον μονόλογο της Βάσιας συγκλονιστικό δεν είναι πως πρόκειται για ένα βιβλίο για τον μύθο, ούτε για ένα βιβλίο για τη γυναικεία φωνή. Είναι ένα βιβλίο για την άνοια, για την απώλεια της φωνής, για την παράδοση του γερασμένου σώματος στη σιωπή, σε μια βαριά παιδικότητα, είναι ένα βιβλίο για το οικείο σώμα που γίνεται πολλαπλά ξένο, για τη γυναίκα Αθανασία που έχει γίνει πολλές φορές άλλη, πολλές φορές Ξένη. Η Πολυξένη είναι ξένη στον τόπο, αλλά κυρίως είναι ξένη εσωτερικά.

 

 

* Ο Θεόφιλος Τραμπούλης είναι σύμβουλος εκδόσεων του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Έχει σπουδάσει φιλολογία και γλωσσολογία και αρθρογραφεί για ζητήματα πολιτιστικής πολιτικής. Έχει μεταφράσει και έχει επιμεληθεί βιβλία λογοτεχνίας, φιλοσοφίας και σύγχρονης τέχνης, με την οποία έχει συχνά αμφιλεγόμενη σχέση.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top