Fractal

Ένα μοναδικό αμάλγαμα αρχαιομάθειας και μελαγχολίας

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, “Ευγενής ναυσιπλοΐα”, ποίηση, εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα Σεπτέμβριος 2021, σελ. 64

 

Η κομψότητα τού ύφους, σε συνδυασμό με την περιγραφικότητα τού στίχου και την παραστατικότητα τής αφήγησης δημιουργεί ένα μοναδικό αμάλγαμα αρχαιομάθειας και μελαγχολίας.

                                                              

ΣΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ   

 

Κάποιος που δεν μπορώ ν’ αναγνωρίσω

Περπατά πάνω κάτω στο σπίτι μου.

Με μάτια κόκκινα απ’ την κούραση

Και κάτι σαν κελάηδισμα στον λόγο

Μου εξηγεί ότι διέσχισε την πόλη

Και την βρήκε σχεδόν ακατοίκητη.

Είδε το φως στο παράθυρό μου

Και ήξερε ότι θα τον δεχτώ.

 

Ω, εσείς, συνηθισμένα μου ενδύματα,

Φτερά καρφιτσωμένης πεταλούδας,

Εσείς, που αφήνετε το χνούδι

Της χαμένης σας υγείας στην ντουλάπα,

Εσείς, κουμπιά μου που κυλήσατε στο πάτωμα

Κι αφήσατε στην κρυφή ντροπή τους

Τόσα ξηλωμένα πουκάμισα,

Ακούτε αυτό το βήμα, αυτό το τραύλισμα;

Θα ντύσουμε έτσι φτωχικά τον θάνατο;

 

Όχι. Θα εφεύρω την κομψότητα.

Ένα άρωμα σιδερωμένων σεντονιών

Μπορεί να ντύσει έναν επισκέπτη

Όπως ντύνουν παραδείσιο πουλί τα χρώματα.

Έξω ο κόσμος εξακολουθεί να συντρίβεται.

Εδώ το φως σκυμμένο πάνω μας

Ρίχνει στους ώμους ένδυμα σωστό.

 

Νεοκλασικισμός δυναμικός, με ελάχιστα ψήγματα ρομαντισμού, ρεαλισμός ενίοτε καταλλήλως μεταπλασμένος ώστε να είναι ανεκτός από τον διαθλαστικό καθρέφτη μιας ατελείωτης εσπέρας…

 

Η ΑΝΤΟΧΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ  

 

Είναι η αγάπη μου ήσυχη.

Σαν Χριστός που κοιμάται σε φάτνη.

Όταν ξυπνάει  είναι ελάχιστα ιδρωμένη

Και ψελλίζει ντροπαλά «νερό!».

Είναι αδύναμη, δεν κάνει θαύματα,

Μόνη γλιστράει σε μετάξι αθανασίας.

Λοιπόν, μπορούσε να ΄χει την  ωραιότητα

Ενός πλάσματος θνητού και υδρόβιου

Που αγνοεί το φυσικό του μυστήριο

Όπως ο κύκνος πάνω στα νερά.

Κι όμως. Η αγάπη μου είναι ασχημούλα.

Φοβάται  να μιλά δυνατά.

Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε πώς

Πέρασε δίπλα του έγερση νεκρών.

Είναι η αγάπη μου ανεξάντλητη.

Κάθε χαμένο χάδι αναπληρώνει

Όπως εκείνα τα λασπερά πλασματάκια

Που αναγεννούν τα κομμένα άκρα τους.

Κι ούτε περνάει από το νου μας πως είναι

Θεοί που έχασαν τα προνόμιά τους

Αλλά όχι τους κρυφούς αιώνες τους.

Ένα στροβίλισμα εαυτού, μια μπόρα

Καταπάνω στην πέτρα που με σκέπασε

Και απ’ όπου αναβλύζει ο ουρανός.

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

 

Διαβάζοντας προσεκτικά αυτά τα ποιήματα, όπως διαβαίνω προσεκτικά ανάμεσα στις φθινοπωρινές αλέες από φόβο μην ξεμυαλίσω τα φίλεργα μυρμήγκια και μεταμορφωθούν παρευθύς σε ευθυνόφοβα τζιτζίκια, δεν ξέρω εάν θα ήθελα να τα δω ανεπτυγμένα σε μορφή διηγήματος ή και νουβέλας. Η μικρή φόρμα συναρπάζει το σύγχρονο κοινό περισσότερο στην πεζογραφική της εκδοχή.

Εδώ συναντάμε συμπυκνωμένα, σαν αρώματα που προέκυψαν από εκχύλισιν μυρίων νάρδων, φιλοσοφικά νοήματα, στοχασμούς που διεκδικούν μια πρωτοτυπία, εικόνες και ήχους τόσο αρμοστά μεταξύ τους όπως εκείνα τα μεγαλιθικά μνημεία που δεν χωράει μήτε η κόψη ενός ξυραφιού ανάμεσα στα δομικά τους στοιχεία.

Αυτός είναι και ο ορισμός τής τέχνης: εάν είναι ορατές οι ραφές, τότε βλέπουμε το εργόχειρο από την πίσω του πλευρά.

Το τεχνούργημα βεβαίως ως συναιρούν πολλαπλούς κώδικες είναι απείρως πολυπλοκότερο από ένα δισδιάστατο εικονικό εγχείρημα.

 

ΕΥΓΕΝΗΣ ΝΑΥΣΙΠΛΟΪΑ  

 

Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλει ποινή

Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας μ’ αγάπη;

Δεν έχει ο θρήνος  θράσος αιωνιότητας.

Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό.

Μπορούμε, λέω, να απεκδυθούμε το σάβανο.

Ανάρμοστο είναι σε παλλόμενο σώμα.

Περνάει πάντα ένα πλοιάριο στ’ ανοιχτά

Ακόμη και αν είναι η ανάμνησή του,

Τόσες εικόνες στοιβαγμένες στον χαμό,

Τόσο υπερούσιο το απόθεμα της σκέψης.

Μπορεί να φεύγει ακόμη κι απ’ το μνήμα του

Κάποιο μικρό ιστιοφόρο,

Κανένα φασματικό ψαροκάικο,

Κάποτε αυτό γοήτευσε το βλέμμα

Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.

Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας,

Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της

Συνοψίζει το χάος σε φιλία.

Αναπνέει σαν στήθος μωρού

Που αποκοιμήθηκε μπροστά στ’ αρμυρίκια

Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται

Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.

Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη

Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.

 

Το διακύβευμα εδώ δεν είναι η εικόνα αλλά ο τρόπος που συνυφαίνονται αλλότριοι κωδικοί προκειμένου να ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες τού Μυστηρίου, που είναι ούτως ή άλλως συνώνυμο τής ποιητικής λειτουργίας και ως προς αυτό διαφέρει από την πεζολογία.

 

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

 

Φορτωμένος καραβίσια σκουριά

Ήρθε κι εδώ απ’ το λιμάνι ο Αέρας.     

Μόνος εγκάτοικος μιας πόλης   

Ερημωμένης από πανδημία πανικού.  

Γυροφέρνει τις πλατείες και στο τέλος 

Σωριάζεται όπως όπως κατάχαμα 

Κάτω απ’ τα στέγαστρα της λαχαναγοράς.

Ένας άστεγος σχεδόν, κοιμισμένος 

Ανάμεσα σε φρούτα και μαρούλια 

Που ξέφυγαν από τελάρα ή φορτηγά.

Εδώ, καθόλου δεν φυσά. Βαθύς ύπνος 

Καταπίνει τον άσαρκο γίγαντα.

Τα λιγοστά ανοιχτά παράθυρα

Τα τρώει τ’ αλάτι που κουβάλησε 

Απ’ τον νεώσοικο με τις παλιές λαμαρίνες.

Αυτές που πέταξε στην αποβάθρα,

Μπροστά στα γέρικα ποντοπόρα, 

Άλλα παροπλισμένα κι άλλα 

Χωρίς ποτέ να βγούνε στα νερά. 

Το ροχαλητό του εδώ κι εκεί παρασέρνει

Τα στρατσόχαρτα όπου θα τύλιγαν ψάρια

Και το παπούτσι του τελευταίου πελάτη 

Που το ‘βαλε στα πόδια ανάμεσα

Σε τρεις χιλιάδες άλλους νηστικούς.

 

Η περίφημη «ανοικείωση» συνεπάγεται την ανασύνταξη των φθαρμένων γλωσσικών μονάδων έτσι ώστε να παράγονται αν όχι καινοφανή νοήματα τουλάχιστον να ενεργοποιείται ο συνδημιουργικός εγκέφαλος τού επαρκούς αναγνώστη με τρόπο ανάστροφο από τις αντιληπτικές του διεργασίες. Με άλλα λόγια, το μετείκασμα να προκαλεί ανάστροφα ψυχοσωματικές κινήσεις (κάτι ανάλογα με τα σολωμικά «κινήματα τής ψυχής»). Τότε η οργανική μονάδα που λέγεται σώμα και φυσικά διόλου δεν αφίσταται τής ψυχής ή τού πνεύματος λειτουργεί ως εάν να εδέχετο αδιόρατα ερεθίσματα που μέσω των ηλεκτρομαγνητικών οδών θα προκαλούσαν βιοχημικές αντιδράσεις που θα δημιουργούσαν κάποιο «φάντασμα» στον εγκέφαλο. Όταν η Τέχνη όμως είναι υψηλή όλη αυτή η διαδικασία είναι αντιστρεπτή: είναι τόσο ισχυρό το φαντασιακό δημιούργημα που γίνεται οντότητα και με ηλεκτρομαγνητικό θα έλεγα τρόπο προκαλεί βιοχημικές αντιδράσεις.

 

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΟΣ

 

Όταν το τιμημένο Βυζάντιο

Ατίμασε τη ναυτική δύναμη του

Ξεπουλώντας την με πανικό κι απληστία

Σε κείνες τις ιταλικές δημοκρατίες,

Η δεσποσύνη, ευσεβής και λογία,

Έσπρωξε το σκαμνάκι απ’ τα πόδια της

Και σχεδόν πρόλαβε να τα δει να τινάζονται

Πριν η θηλιά να σφίξει το λαιμό της,

Πριν ασχημίσει απ’ το δικαίωμα του Χάρου

Το τσακισμένο κεφάλι της τ’ όμορφο. 

Την σκέφτομαι καθώς βλέπω τη θάλασσα

Γέρικη, μπερδεμένη στα φύκια της,

Γεμάτη αμήχανες βραχονησίδες

Και πολυμήχανα δεξαμενόπλοια.

Σχεδόν τη βλέπω στο παράθυρό της πάλι .

Μασάει θλιμμένη την άκρη της πλεξούδας της.

Πίσω της, κάτω από την κούπα του καφέ,

Τόμοι χρυσόδετοι και κοινές εκτυπώσεις.

Αν πεις για προσδοκία θείας πρόνοιας,

Κανείς πια δεν υπογράφει με ρομφαία.

Πάλι αγγίζει μ’ ανήσυχα δάχτυλα

Το σημάδι του σκοινιού στο λαιμό της.

 

Να ρεμβάσει; Να κλωτσήσει το σκαμνί;

 

Να βρει την ποίησή μου ανυπόφορη;

 

Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η υψηλή Τέχνη και ειδικά η Λογοτεχνία είναι πάντα ο εξ ορισμού εχθρός απολυταρχών, φασιστών και δυναστών παντός είδους. Γιατί Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΔΙΕΓΕΡΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΚΙΝΗΣΗ… Προς τι; Προς τα εμπρός, οπωσδήποτε.

 

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

 

Έχω πάντα έναν ίσκιο στο πρόσωπο:

Σηκώνει καταπάνω μου ο θεός

Την αρκουδίσια του πατούσα.

Αλλά δεν λέω λέξη. Μελετώ.

Με αποφεύγουν όλα τα λουλούδια

Μήπως τα φθείρει σκοτεινή φιλομάθεια.

Μα δεν μιλάω. Τον σπουδάζω τον τρόμο

Αυτού του τιτάνιου πέλματος.

Κρατώ για τον εχθρό με πείσμα

Το χαμόγελο του θαμμένου χρυσού.

Και ζω ακουμπώντας τα χείλη μου

Το ένα στην χάραξη του άλλου

Όπως επάνω στη λευκή κλωστή του ορίζοντα

Ακουμπούν ο ουρανός και η θάλασσα

Χωρίς ποτέ ν’ αγγίξει τ’ άστρα

Ο γιγάντιος ο βόγγος του νερού.

 

Σύντομα φεύγω. Και τα ποιήματά μου

Θα τα σαρκάσουν οι σεισμοί του καιρού.

Η αρχαία γλώσσα τους θα ταφεί στα ερείπια

Μιας πόλης αμαθών και δαρμένων.

Φωνάζουν, κλαίνε, ικετεύουνε

 

Τότε ο ποιητικός λόγος καθίσταται δραματικός αφού παράγει σκηνικά αποτελέσματα στο θέατρο τού μυαλού μας (ή στο αντικειμενικό έξω θέατρο).

 

ΚΕΝΟ  ΑΕΡΟΣ

 

Αχ, ο κομψός ο κύριος Κίμων! Άσπρισε

Και μόνος του επισκέπτης ο γιατρός του.

 

Αν ήταν ποιητής, η φαντασία

Θα του προσπόριζε έναν γάτο στα πόδια του

Ή κι ένα δυο ενοχλητικά εγγόνια

Να καυγαδίζουν για τον κουμπαρά – γουρουνάκι.

Καλύτερα, έναν τόμο του Σεφέρη

Στα πόδια κάπως πιο νέας συζύγου

Που θα είχε πια αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα της,

Παιδιά είναι, ας μη δίνει σημασία,

Τις Κυριακές έτσι παγώνει κάθε ηφαίστειο,

Αφού έχει αδειάσει το πιθάρι του

Προ αιώνων πάνω στ’ άσπρα τους μαλλιά.

 

Μα ο κύριος Κίμων, αφού μου τηλεφώνησε,

Να μου ζητήσει ευγενικά ένα άστρο,

Αναζητεί με αβέβαιη μνήμη τη γραβάτα του,

Γνωρίζει ότι το μεταξωτό διαφέρει,

Κι όταν έλθει ο γιατρός με τον χιτώνα του

Κι εκείνο το πλασματικό βλέμμα φίλου,

Θα χρειαστεί να είναι αντάξιος του εαυτού του,

Την ώρα που με την συμβατική του ευφράδεια

Θα συνταγογραφεί εκείνος περιπάτους

Ακόμη λίγες μέρες μέσα στα δωμάτια,

 

Ακόμη λίγες αθόρυβες μέρες.

 

Η προφορικότητα (με την συνήθη έννοια) είναι εχθρός τής ποιητικότητας και δεν οδηγεί πάντοτε σε αληθοφάνεια, η οποία ούτως ή άλλως δεν είναι επιθυμητή αυτή καθ’ εαυτή.

 

Τι όμορφο που σε θυμάμαι. 

Σαν φεγγάρι που λιώνει στο νερό. 

Μιλούσες με βαθιά βεβαιότητα.

Σπάνια βέβαια σε μένα μα στον δαίμονα  

Που κρυφοκοίταζε πίσω απ’ το φως της κουρτίνας 

Τάχα αιχμάλωτος της θείας εντολής.  

Εγώ το ήξερα πως αποφάσιζες ο ίδιος 

Όμως σεβόμουνα τον κρότο της χλόης 

Που φύτρωνε εκείνο το φθινόπωρο

Με απροσδόκητα θερμή προθυμία 

Όπου κι αν πέρναγες να επιτελέσεις 

Τ’ αυτοκρατορικά σου καθήκοντα.

 

Δες τώρα. Εσύ και η εποποιία σου

Σε μια βιβλιοθήκη των σοφών.

[…] Υπάρχει μόνο λίγη σκόνη 

Που μπορεί προσεχτικά να αφαιρεθεί 

Πίσω από εκείνα τα παραπετάσματα. 

Μοιάζεις σχεδόν επινοημένος. Μα η αλήθεια 

Έχει πάντα μια φυσική βαρβαρότητα.

Μπορεί σε μιας νύχτας την ανάμνηση 

Να βουβάνει ως και τ’ ακοίμητα τριζόνια  

Και μες στο δάσος του χειμώνα ν’ ακούγεται 

Μόνο το πέρασμα απαλού ξεσκονόπανου

Που φροντίζει περιττή οικοσκευή. 

 

   Ο ΜΙΝΩΣ, ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ

 

Κάποια περαστική φιλομάθεια

Θα του χάρισε το ένδοξο όνομά του. 

 

Τα πραγματικά desiderata τής ποιητικής αναδημιουργίας είναι – ακόμα και στην μετανεωτερική συνθήκη – η μέθεξις, η έκστασις, η κάθαρσις…

 

Αυτά επιτυγχάνονται απολύτως από την προσεκτικά ανάγνωση αυτού του επιμελημένου τόμου με τις ακροποδητί ονειροβασίες μέσα από τοπία εξαϋλωμένα, εξωραϊσμένα, εξιδανικευμένα…

[…] Φορτωμένος καραβίσια σκουριά

Ήρθε κι εδώ απ’ το λιμάνι ο Αέρας.     

Μόνος εγκάτοικος μιας πόλης   

Ερημωμένης από πανδημία πανικού.  

Γυροφέρνει τις πλατείες και στο τέλος 

Σωριάζεται όπως όπως κατάχαμα 

Κάτω απ’ τα στέγαστρα της λαχαναγοράς.

Ένας άστεγος σχεδόν, κοιμισμένος 

Ανάμεσα σε φρούτα και μαρούλια 

Που ξέφυγαν από τελάρα ή φορτηγά.

Εδώ, καθόλου δεν φυσά. Βαθύς ύπνος 

Καταπίνει τον άσαρκο γίγαντα.

Τα λιγοστά ανοιχτά παράθυρα

Τα τρώει τ’ αλάτι που κουβάλησε 

Απ’ τον νεώσοικο με τις παλιές λαμαρίνες.

Αυτές που πέταξε στην αποβάθρα,

Μπροστά στα γέρικα ποντοπόρα, 

Άλλα παροπλισμένα κι άλλα 

Χωρίς ποτέ να βγούνε στα νερά. 

Το ροχαλητό του εδώ κι εκεί παρασέρνει

Τα στρατσόχαρτα όπου θα τύλιγαν ψάρια

Και το παπούτσι του τελευταίου πελάτη 

Που το ‘βαλε στα πόδια ανάμεσα

Σε τρεις χιλιάδες άλλους νηστικούς.

 

Ας διέλθουμε κρατώντας την ανάσα μας ανάμεσα σε στιχουργήματα στέρεα δομημένα που αναπαριστούν μορφές αρχετυπικών θηρίων, ακίνδυνων για τον επαρκή αναγνώστη.

 

Έντρομη χτύπησε την πόρτα μου η νύχτα

Σαν να την κυνηγούσαν ληστές.

Δεν είχα λόγο να αρνηθώ καταφύγιο

Σ’ ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα.

Μπήκε. Ξημέρωσε έξω βίαια

Μ’ ένα άσπρο φως χειρουργείου.

 

Έτσι διδάχτηκα να δεξιώνομαι το τέλος.

Ως μια συνύπαρξη, ως πράξη καλοσύνης…

 

Η ούτως ή άλλως ευκταία χαρμολύπη, που παράγει ανεπιστρεπτί αισθητική ηδονή, συνεπικουρείται εδώ από μια ισχυρή ποιητική τεχνική κι οδηγεί σε μεταστοιχείωση τού Γνωστού χωρίς να επιμένει σε ιχνηλασία τού Αοράτου μέχρι να ανά-καλυφθεί…

 

Ο,ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΥΠΑΡΧΕΙ.

 

Η Θεονόη, η Αμαρυλλίς και η Φαίδρα, 

(Σπάνια ονόματα, σεβάσμια, απαλά)

Αποδίδονται στις χάρτινες βαρκούλες, 

Αυτές που κάθεται και φτιάχνει στον κήπο

Κι ύστερα αφήνει να τις  σπρώχνουν σαλιγκάρια 

Μισοβρεγμένες από τη νυχτερινή δροσιά. 

Ο Αστυάναξ, ο Θεοφιλής και ο Τίμων,

Είναι τα ονόματα για το βαρύ πεπρωμένο,

Τα δίνει σε δενδρύλλια που δεν έζησαν,

Ασύμβατα στο χώμα της αυλής.

Η Φλοξ, το Οιάκιον και ο Πίδαξ,

Αυτά πάλι είναι ονόματα ηπείρων:

Η μία κάτω από τους ιστούς της αράχνης

( Ένας εργένης δεν μπορεί να το αποφύγει).

Τις άλλες δύο τις ψάχνει στον χάρτη,

Δεν καταλήγει πού να έχουν βυθιστεί. 

Του μένουν το Παλτό κι η Παλιά Πίπα

Μ’ αυτά βαπτίζει πράγματα απολεσθέντα, 

Άλλα μες στον χειμώνα του Γκόγκολ 

Και άλλα σε μια υπόθεση του Χολμς.

 

Μ’ αυτά τα ονόματα, σκιές λατρεμένες,

Φορτώνει νύχτες τα χαρτιά του ο Γιάννης,

Κρυφός ποιητής, διαβητικός, μικρέμπορος,

Γιος ενός Παύλου και μιας Παρασκευής.

 

Λόγος δυναμικός, κρουστός, ιδιόλεκτος στερεά, προνεωτερική δόμηση, γεωμετρική θα έλεγα ιεράρχηση των πρώτων υλών, που δεν είναι πάντα τα συναισθήματα, αλλά μία ιδέα, που λειτουργεί υποδόρια ως «υπόθεσις εργασίας». Αυτή και η διαφορά τής ποιητικής τής δεινής φιλολόγου Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου από άλλες ομότεχνές της, σύγχρονες ή και πεπερασμένες.

Με πόση αίσθηση υπεροχής αυτή η νύχτα

Αποκαλύπτει τον τελικό προορισμό.

Σαν Ιάπωνας πολεμιστής που επιδεικνύει

Την τεχνική αποκεφαλισμού αιχμαλώτων.

Πράγματι, έχει κάτι το τρομαχτικό ή γελοίο

Και πάντως τόσο μακρινό και ανοίκειο

Όσο κι αυτός ο φόρτος επιθέτων

Που καταπλάκωσε τους παραπάνω στίχους,

Μια φλυαρία των ενστίκτων

Μπροστά στη σιωπή.

 

Η αληθής αγωνία τής ποιητικής φωνής δεν τελειώνει, δεν εξαντλείται εδώ, στο μεσοδιάστημα δύο βιβλίων.

Εδώ τελειώνει η βουκολική μυθιστορία.

Νεκροί σε Σιδηρά Ακαδημία

Εμπνέουν την πολεοδομία και το φλερτ.

Νευρώνες σε συνάψεις προς νευρώνες

Εκπέμπουν σήμα παιχνιδιάρικης χαράς.

Όπως γελάει το κρανίο αρχανθρώπου

Στα χέρια ενός ερωτευμένου αρχαιολόγου

Έτσι η τροχαία, μοριακός μηχανισμός,

Κορνάρει με ακατάσχετο γέλωτα.

Κι είμαστε όλοι τα βαμπίρ ενός ρομάντζου

Που έχασε δέντρα και νερά και πεποίθηση.

 

Τα σάβανά μας ανεμίζουν απαλά.

 

ΌΤΑΝ Ο/Η ΠΟΙΗΤΗΣ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΠΩΣ ΝΑ ΣΤΡΕΨΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟΠΟ ΠΕΛΕΚΙ ΤΗΣ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΏΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΤΟΥ/ΤΗΣ ΤΩΝ ΣΤΙΧΩΝ, ΤΟΤΕ Η ΠΟΙΗΣΗ ΞΑΝΑΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΣΦΟΡΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΗΣ.

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top